Συνέντευξη με την συγγραφέα Άννα Μακρή

Συνέντευξη με την συγγραφέα Άννα Μακρή

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

Τίτλος: Η Βίλκα
Συγγραφέας: Άννα Μακρή
Εκδόσεις: Mamaya
Hμ. έκδοσης: 8/10/2018
ISBN: 978-618-5224-51-6
Σελίδες: 200

ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η Ιουλία φεύγει. Φεύγει για να ξεφύγει από τη θλίψη της, από το παρελθόν της, από την ίδια της τη ζωή. Δεν τα καταφέρνει. Αυταπατάται, γιατί τρέχει προς μια ολοκαίνουργια ζωή για αυτήν, μια ζωή αναπάντεχα μαγική και τρομακτική, βίαιη και τρυφερή, γεμάτη μνήμες αρχαίες, αλλά όχι ξεχασμένες. Μια ζωή που είναι τόσο παλιά όσο και ο πόνος της μητρότητας.

"Έμεινα τελείως ακίνητη, έχοντας βγει η μισή από το χώμα, σαν ρίζα αιωνόβιας βελανιδιάς, και περίμενα. Ήμουν έτοιμη, όμως, να απαντήσω στην παραμικρή απειλή με επίθεση, με νύχια και με δόντια πάλι, όπως πριν μέσα στη γη, όπως θα έκανα πάντα από τότε και στο εξής"

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Παρότι είμαι φαν των λαϊκών δοξασιών και των φανταστικών πλασμάτων της παράδοσης μας, δεν είχα ακούσει ποτέ για την Βίλκα, αν και το όνομα μου έβγαζε ένα "άρωμα χωριού" και "παλιού", οπότε αυτό ήταν ότι χρειαζόμουν για να τσεκάρω το βιβλίο.

Στην τελευταία σελίδα αναφέρεται πως το "νανούρισμα της Βίλκας" είναι δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου και υπάρχει στο βιβλίο "Τραγούδια της Ηπείρου" του Κώστα Θ. Ιωαννίδη. Ύστερα από διαδικτυακή έρευνα δεν βρήκα να υπάρχει πουθενά βιβλίο με τέτοιο τίτλο, όπως δεν βρήκα καμία απολύτως αναφορά στο όνομα Βίλκα. Ωστόσο βρήκα τον συγγραφέα, ο οποίος το 2011 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον τίτλο "Το Ουρλιαχτό της Λύκαινας". Στο εξώφυλλο έχει μια κοπέλα σε ένα χωράφι – που συνειρμικά θυμίζει στοιχειό της παράδοσης μας. Το θέμα είναι πως για το βιβλίο αυτό δεν βρήκα επίσης καμία περιγραφή. Δεν ήξερα τι πραγματεύεται. Πήρα τηλέφωνο την εκδοτική εταιρεία και δεν ήξεραν ούτε αυτοί να μου πουν. Το βρήκα σε μια αγγελία και το παρήγγειλα μέχρι που ο πωλητής με ενημέρωσε πως πλέον δεν το έχει. Όλα αυτά μου δημιούργησαν ένα αέρα μυστηρίου που ταιριάζει εκπληκτικά με το βιβλίο της Άννας Μακρή.

"Η Βίλκα" λοιπόν, που κυκλοφόρησε το 2018 από εκδόσεις mamaya, πατάει γερά πάνω στην ατμόσφαιρα των ανατριχιαστικών ιστοριών που λέγονταν παλιά στα χωριά, για στοιχειά και τέρατα που λυμαίνονταν τις ερημιές, αν και αρχικά πρόκειται για ένα βαρύ, ψυχολογικό δράμα. Η πρωταγωνίστρια μας είναι μια γυναίκα κοντά στα 40 που έπειτα από ένα τραυματικό γεγονός επιστρέφει στο χωριό της (στην Ήπειρο) προκειμένου να ξεφύγει από αυτό ή έστω να το διαχειριστεί.

Όπως οι καλές κωμωδίες βασίζονται στο δράμα και την τραγωδία, έτσι και μια ιστορία τρόμου πρέπει να πατάει στην ψυχοσύνθεση του ήρωα και ο τρόμος να αντανακλά τα βάθη του. Η Άννα δεν βιάζεται να εισάγει το φανταστικό στοιχείο. Μάλιστα θα έλεγα πως αυτό συμβαίνει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, κάτι που μπορεί να ενοχλήσει κάποιον που ήθελε μια πιο "δραστήρια" ιστορία τρόμου.

Προσωπικά δεν με πείραξε καθόλου για διάφορους λόγους: για την καθολική σκιαγράφηση ενός χαρακτήρα που θρηνεί, που ψάχνεται και που έχει πολλές ατέλειες - υπάρχει μια συγκεκριμένη σκηνή όπου η ηρωίδα μιλάει για την μητέρα της και η οποία είναι απίστευτα σπαραχτική. Για τον άμεσο και καθαρό λόγο της συγγραφέως που βγάζει ένα λυρισμό και μια αυθεντικότητα που με έκαναν να πιστέψω τους χαρακτήρες της. Για τις σύντομες και καθοριστικές περιγραφές της παγωμένης, υγρής επαρχίας που με έκαναν να αισθάνομαι λες και βρίσκομαι εκεί. Για την ολοκλήρωση του χαρακτήρα, την αποδοχή και την λύτρωση του. Έτσι, όταν στο τέλος μπήκε το υπερφυσικό στοιχείο το αποδέχτηκα σαν φυσική (και ανατριχιαστική) συνέπεια του χαρακτήρα.

Αν κάτι δεν μου άρεσε είναι κάποιες απότομες εναλλαγές στην δράση. Για παράδειγμα, κάπου στην μέση του βιβλίου υπάρχει ένα σκηνικό με μια λύκαινα που γίνεται γρήγορα και με μπέρδεψε. Δεν κατάλαβα αν αυτό συνέβαινε στα αλήθεια ή ήταν όνειρο της ηρωίδας. Επίσης, θα ήθελα ένα-δυο κεφάλαια ακόμα για να "αναπνεύσει" περισσότερο η τελευταία πράξη της ιστορίας.

Αν όμως αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως τότε ανυπομονώ για τα υπόλοιπα. Διαβάζεται μονορούφι, συστήνεται ιδιαίτερα για κρύα βράδια με ζεστή σοκολάτα (ή ότι άλλο θέλετε) και είναι ένα βιβλίο που θα διάβαζα πάλι ευχαρίστως – κάτι που γενικά δεν κάνω συχνά.

"Η Βίλκα" της Άννα Μακρή δεν έχει γενναίες δόσεις τρόμου, παρόλα αυτά καταφέρνει να σε στοιχειώσει με την ατμόσφαιρα του και την κατάδυση που κάνει στην ψυχοσύνθεση της ηρωίδας της. Θα το κατέτασσα ανάμεσα στα καλύτερα βιβλία εγχώριου τρόμου.

Διαβάστε παρακάτω την συνέντευξη που μας έδωσε...

Γεια σου Άννα και καλώς ήρθες στην παρέα μας. Κατ' αρχάς θέλω να μου λύσεις το μυστήριο της "Βίλκας". ΄Δεν μπόρεσα να βρω καμία αναφορά. Υπάρχει σε κάποια προφορική παράδοση που γνωρίζεις; Είναι ίσως ιστορία από το χωριό σου ή είναι αποκύημα της φαντασίας σου;

Γεια σου Μιχάλη και ευχαριστώ για την πρόσκληση στην Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας. Για ν' απαντήσω στην πρώτη σου ερώτηση, όχι, η Βίλκα δεν υπάρχει σαν παράδοση ούτε στο χωριό που ζούσα όταν την έγραψα, ούτε σε καμιά άλλη περιοχή της Ηπείρου, απ' όσο ξέρω (θα ήταν εκπληκτικό αν ανακάλυπτα κάποτε το αντίθετο!). Η γεωγραφία και το κλίμα της περιοχής υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για τη δημιουργία της.

Διαβάζοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα της Ιουλίας δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω πόσο αυθεντικά περνάγανε στο αναγνώστη, σε σημείο που μου φάνηκε και σαν "εξομολόγηση". Θέλω λοιπόν να ρωτήσω, που σταματά η λογοτεχνική Ιουλία και που ξεκινά η συγγραφέας Άννα Μακρή.

Λίγη αλήθεια και πολλή φαντασία. Και πάρα πολύ ανακάτεμα αυτών με σκληρότητα. Η γραμμή διαχωρισμού κάποιες φορές είναι καθαρή, άλλες πιο θολή. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσω πώς έγραψα για την Ιουλία. Για να εξηγήσω λίγο τι εννοώ, πήρα ό,τι μπορούσα από τη δική μου ζωή, (αλλά και παρατηρήσεις από τους χαρακτήρες και τις ζωές άλλων ανθρώπων που γνωρίζω ή και δεν γνωρίζω), σαν πρώτη, ακατέργαστη ύλη. Κι ύστερα, τα έβαλα στον πάγκο του εργαστηρίου κι έφτιαξα κάτι από το οποίο δύσκολα διακρίνει κανείς τα αρχικά κομμάτια. Ή, είναι σαν να θες να φτιάξεις καμένη ομελέτα. Παίρνεις τα αυγά, που είναι γεμάτα ζωή και χρώμα, (τέλος πάντων περνάνε ένα τραύμα όταν τα σπας, αλλά και πάλι αυγά είναι), και μετά τα καις μες στο καυτό λάδι. Ε, παύουν να είναι τα ίδια αυγά πια, έχουν γίνει κάτι που απέχει πολύ από την αρχική ύλη.

Τι είναι για σένα ο τρόμος στην λογοτεχνία; Είναι κάτι που πρέπει να χρησιμοποιείται σαν αλληγορία; Ένα εργαλείο δηλαδή για να πεις κάτι βαθύτερο και πιο σκοτεινό;

Για μένα, η λογοτεχνία είναι μία. Μπορεί να μιλάμε για είδη, για να συνεννοούμαστε, αλλά μέχρι εκεί. Οπότε, ναι, μια ιστορία τρόμου, φαντασίας, περιπέτειας ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, είναι ένα μέσο για να πω κάτι πιο βαθύ.Ακόμη και όταν η ιστορία είναι κατά βάση διασκεδαστική, (ή τρομακτική, μια που με ρώτησες για τρόμο), δεν με τραβάει τόσο αν δεν έχουν βάθος οι χαρακτήρες, αν δεν με κάνει να σκεφτώ, να συμπάσχω, να αναρωτηθώ για τη ζωή.

Έχεις σκεφτεί να συνεχίσεις την ιστορία της Βίλκας, είτε με prequel, είτε με κάποιo sequel πχ. υπό την οπτική του άντρα της Ιουλίας; Γενικά θα ήθελες να ασχοληθείς πάλι με αυτή την ιστορία;

Ναι, με διασκεδάζει η ιδέα ενός sequel με τον Νικήτα (όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να πω τίποτε άλλο, για να μην μαρτυρήσω βασικά μέρη της πλοκής της Βίλκας). Αλλά δεν ξέρω αν και πότε θα θελήσω να το πραγματοποιήσω.

Πέρα από τον τρόμο σε ενδιαφέρει να γράψεις κάποιο άλλο είδος;

Γενικά, άλλα είδη γράφω. Να φανταστείς πως, ενώ έγραφα τη Βίλκα, είχα την εντύπωση ότι επρόκειτο για dark fantasy, αλλά αργότερα με ενημέρωσαν ότι έγραψα τρόμο.

Διαβάζεις ελληνικά βιβλία τρόμου και αν ναι έχεις ξεχωρίσει κάποιον/α συγγραφέα;

Για πολλά χρόνια δεν διάβαζα τρόμο, (όχι επειδή θεωρώ ότι το είδος έχει κάτι στραβό, μην με παρεξηγείς), οπότε έχω χάσει πολλές εξελίξεις της εγχώριας παραγωγής. Προτίθεμαι να το διορθώσω αυτό, πάντως. Από τα ελάχιστα ελληνικά βιβλία τρόμου που έχω διαβάσει, ξεχώρισα την "Εκδίκηση του Ιάσονα Λεμονιάτη", του Γιώργου Μεσολογγίτη. Είναι μια μείξη τρόμου-κωμωδίας και το βρήκα ιδιαίτερα έξυπνο και διασκεδαστικό.

Θεωρείς πως η ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού έχει καλές προτάσεις να επιδείξει; Πιστεύεις υπάρχει μέλλον για αυτό το είδος στη χώρα μας;

Και βέβαια. Όπως και σε κάθε άλλο είδος, έτσι και στο φανταστικό, υπάρχουν πολλές βιαστικές και άγουρες δουλειές, υπάρχουν όμως και ποιοτικές. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα γράφουν πολλοί άνθρωποι με μεράκι και σεβασμό στη λογοτεχνία, κι αξίζει να διαβαστούν τα έργα τους. Τώρα, το αν έχει μέλλον, είναι μία άλλη συζήτηση. Η σύντομη απάντηση θα μπορούσε να είναι, πάλι, η εξής: η λογοτεχνία είναι μία. Αν το καταλάβουμε αυτό, αν στα ράφια των βιβλιοπωλείων δεν είναι ξεχωριστά τα βιβλία του φανταστικού από τα άλλα, τα "κανονικά", αν οι άνθρωποι διαλέγουν βιβλίο σύμφωνα με τη διάθεσή τους, τα γούστα τους (κι ακόμη, με την περιέργειά τους για κάτι καινούργιο), τότε θα έλεγα πως η λογοτεχνία του φανταστικού έχει ελπίδες. Αλλιώς, πολύ φοβάμαι ότι τα πράγματα θα ξεφουσκώσουν.

Ποια είναι η γνώμη σου για τους εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα και τις επιλογές που κάνουν; Υπάρχει "πάτημα" σε νέους συγγραφείς του φανταστικού και του τρόμου;

Νομίζω πως όχι. Αν δεν μιλάμε για αυτοέκδοση ή συνέκδοση, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Ίσως στον τρόμο να είναι λίγο καλύτερα. Ακόμη πιο λίγο στo science fiction. Στο fantasy, και σε όλα τα ενδιάμεσα, μπορώ να πω ότι τα βρίσκω απελπιστικά. Και πάλι ερχόμαστε στο πώς αγοράζουν βιβλία οι αναγνώστες, γιατί οι εκδοτικοί είναι επιχειρήσεις και θα εκδώσουν ό,τι πιστεύουν ότι θα αγοραστεί. Όταν κάποιος απορρίπτει ολόκληρο είδος λογοτεχνίας, χωρίς να έχει διαβάσει το παραμικρό, επειδή "έχει σπαθιά" ή "τέρατα", τότε πώς να σκεφτεί κι ο εκδότης; Βέβαια, ίσως θα μπορούσε να κάνει κάτι (τη δουλειά του!): να διαλέξει ένα καλό βιβλίο και να το προωθήσει σωστά. Αυτό μας πηγαίνει ξανά στην αρχή, γιατί κι οι εκδότες άνθρωποι είναι, αναγνώστες, και πόσοι έχουν πραγματικά ανοιχτό μυαλό, ώστε να δουν το περιεχόμενο πίσω απ' την ταμπέλα;

Ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο (ή συγγραφέας) τρόμου;

Ο Πόε, πάντα. Ήταν και η πρώτη μου επαφή με το φανταστικό γενικά, οπότε με σημάδεψε.

Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις την "Βίλκα"; Ήταν δύσκολη η συγγραφή του βιβλίου;

Μου πήρε ένα μήνα. Η πρώτη γραφή, γιατί οι διορθώσεις παίρνουν πάντα περισσότερο καιρό. Επειδή ήθελα να είναι γρήγορο (παρά τον αργό ρυθμό της αφήγησης), να έχει μία φόρα που να παρασέρνει τον αναγνώστη, έπρεπε να το γράψω μ' αυτή τη φόρα. Ήταν σχετικά εύκολο. Λέω "σχετικά", γιατί έτσι το θυμάμαι, ότι γράφτηκε μονορούφι, αλλά όταν διάβασα ένα ημερολόγιο συγγραφής που κρατάω, είδα ότι είχα και τις δύσκολες μέρες μου. Εκείνες που έλεγα ότι θα το παρατήσω, ότι δεν πάει και άλλα τέτοια, που μάλλον δεν πρέπει να μοιραστώ... Δηλαδή, πράγματα που με πιάνουν σε κάποια φάση σε κάθε τι που γράφω. Πάντως, στη Βίλκα ήταν πολύ λιγότερες αυτές οι δυσκολίες.

Ποια ήταν η ανταπόκριση του κοινού και πως αντιδράς στις αρνητικές κριτικές;

Η ανταπόκριση είναι, μέχρι στιγμής, πολύ καλύτερη απ’ ό,τι περίμενα. Το έχουν διαβάσει πολλοί, το έχουν αγαπήσει πολλοί, ακόμη και άνθρωποι που δεν με ξέρουν καθόλου, δεν ασχολούνται καν με τον χώρο του φανταστικού και το μαθαίνω ξώφαλτσα ότι διάβασαν τη Βίλκα. Για παράδειγμα, σε μια δανειστική βιβλιοθήκη της επαρχίας, που το είχα δωρίσει, ήρθε και με βρήκε η πιο cool βιβλιοθηκάριος ever, (η οποία το είχε βάλει σε περίοπτη θέση στα ράφια με τα καινούργια), και μου είπε ότι ένας κύριος το δανείστηκε, ξετρελάθηκε, και ανανέωσε τον δανεισμό για να το διαβάσει και η γυναίκα του. Κάτι τέτοια μου δίνουν μεγάλη χαρά. Δεν το περίμενα, γιατί είναι ένα παράξενο βιβλίο, κάπου ανάμεσα στα είδη. Έλεγα: "οι αναγνώστες της mainstream λογοτεχνίας θα πουν τι βλακείες είναι αυτές με τα τέρατα, κι οι αναγνώστες του φανταστικού θα πουν ότι αυτό δεν είναι τρόμος, δεν είναι fantasy, και πού πήγαν τέλος πάντων τα τέρατα και τα ξόρκια". Δυστυχώς, με μεγάλη μου λύπη, ανακαλύπτω ότι οι ελάχιστες κακές κριτικές που έχω πάρει είναι από τη δεύτερη ομάδα αναγνωστών. Για να απαντήσω και στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, στο πώς αντιδράω σε μια κακή κριτική, να πω ότι τη σκέφτομαι και την ξανασκέφτομαι με προσοχή. Θέλω να καταλάβω τα πάντα. Και, παρά τη δυσαρέσκειά μου, και ακόμη κι αν απορρίψω κάποια μέρη της, (γιατί ξέρω ότι χάθηκε η επικοινωνία εκεί και δεν είναι πάντα λάθος της συγγραφής αυτό, μερικές φορές είναι λάθος της ανάγνωσης), σίγουρα κάτι θα κρατήσω. Κάτι που θα το έχω στο μυαλό μου για την επόμενη φορά, να το κάνω καλύτερα. Εκεί που αντιδρώ άσχημα είναι οι άδικες και αγενείς "κριτικές". Μ' αυτές μπορεί ν' αρρωστήσω για μέρες.

Στο βιβλίο θίγεις την απομάκρυνση των νέων από την επαρχία. Ποια η γνώμη σου για αυτό; Πιστεύεις μας κάνει κακό που οι άνθρωποι έχουν αλλάξει τρόπο ζωής;

Πιστεύω ότι έχουμε "χάσει την μπάλα", γενικά, ναι. Και φταίνε πολλά. Είναι τόσο μεγάλο αυτό το θέμα, που δεν μπορώ να πω σχεδόν τίποτα. Η αγάπη και ο σεβασμός για τη φύση δεν είναι ρομαντικές χαριτωμενιές, όπως πιστεύουν πολλοί. Από την άλλη, η επαρχία σε διώχνει. Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποκτήσει κανείς επαγγελματική σταθερότητα. Αναλόγως του νομού, βέβαια, αλλά ας μη γελιόμαστε: στην Ελλάδα δεν παράγουμε πλέον τίποτα, κι αυτό πρέπει ν' αλλάξει. Η επαρχία αδειάζει και μπαίνουν μέσα αυτοί που δεν πρέπει. Και σε λίγο δεν θα υπάρχει φύση, δεν θα υπάρχει ούτε αέρας ν' αναπνέουμε. Όταν φτάσει αυτό στις πόλεις, ιδίως στην Αθήνα, τότε ίσως να καταλάβουμε όλοι τη σημασία και τη βαρύτητά του. Αλλά, όταν θα έχει φτάσει το κακό στην πόρτα μας, μάλλον θα είναι αργά.

Τι άλλες δουλειές ετοιμάζεις για το μέλλον;

Ετοιμάζω ένα fantasy, και συγκεκριμένα ένα sword and sorcery με έντονο το στοιχείο του παραμυθιού. Ναι, επιμένω να γράφω "για σπαθιά" κι ας ξέρω ότι είναι δύσκολα τα πράγματα στην Ελλάδα. Αλλά δεν μένω εκεί. Έχω, στο μυαλό μου αλλά και στα χαρτιά, με τη μορφή σημειώσεων και κόντρα σημειώσεων, κι άλλες ιστορίες. Η πιο ενοχλητική (που δεν με αφήνει να την παρατήσω στην άκρη κι όλο με σκουντάει, "γράψε με κάποτε") είναι ένα αστικό fantasy, μάλλον μετα-αποκαλυπτικό θα το έλεγα, αλλά είναι νωρίς για να πω περισσότερα. Το sword and sorcery το έχω γράψει, είναι στη φάση των διορθώσεων.

Άννα να σε ευχαριστήσω θερμά και εύχομαι να δούμε πολλές δημιουργικές δουλειές από την συγγραφική σου πένα.

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ, Μιχάλη, κι εύχομαι καλή συνέχεια και στο δικό σου συγγραφικό έργο, καθώς και στη σελίδα της Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας!