Διήγημα | "Το Σημάδι"

Διήγημα | "Το Σημάδι"

 


Τα βήματά του ήταν βαριά. Τα πόδια του ήταν βαριά και με δυσκολία περπατούσε. Όχι τόσο εξαιτίας της βαρύτητας, όσο επειδή αυτή η αναθεματισμένη θολούρα στο οπτικό του πεδίο δεν έλεγε να απομακρυνθεί έστω και για ένα λεπτό. Κατάφερε, ωστόσο, να διακρίνει τη χαρακτηριστική καφέ επιφάνεια της πόρτας του διαμερίσματός του καθώς έβγαινε από τον ανελκυστήρα. Έκλεισε τη πόρτα και κλείδωσε. Πέταξε τη βαλίτσα αδιαφορώντας για το που θα καταλήξει και πορεύθηκε προς τη κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο για να πάρει κάτι ελαφρύ αλλά, προς έκπληξη και κατεπέκταση προς λύπη του, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να πάει να ψωνίσει. Εμ, βέβαια 13 ώρες ήταν αυτές πάνω από ένα ρημαδουπολογιστή προσπαθώντας να κάνει σωστά σχεδιαγράμματα για το εξώφυλλο της έκδοσης που θα κυκλοφορούσε σε δύο ημέρες. Ήταν φυσικό και επόμενο να ξεχαστεί...

Πάντως, από μια μεριά, χαλάλι που είχε ξοδέψει τόσες ώρες πάνω από το ποντίκι, το πληκτρολόγιο και την οθόνη, μιας και το τελικό αποτέλεσμα θα κατάφερνε να ευχαριστήσει τον στριμμένο και απαιτητικό εκδότη. Ίσως να του έδινε και κάποιο μπόνους στην αμοιβή του. Ίσως…

Για την ώρα όμως, το στομάχι του θα πλήρωνε το τίμημα μιας και θα έμενε αδειανό.
Τέλος πάντων… Θα πάω το πρωί στο αρτοποιείο και θα πάρω κάτι. Τώρα, έτσι και αλλιώς, το μόνο που αποζητώ πραγματικά είναι να πέσω στο κρεβάτι!

Ξεφύσησε απηυδισμένος κλείνοντας απότομα τη πόρτα.

Προς στιγμήν το μυαλό του ανέτρεξε στη μητέρα του. Είχε ξεχάσει να την πάρει τηλέφωνο σήμερα. Ξεφύσησε αγανακτισμένος με τον εαυτό του, η κούρασή του όμως ήταν πολύ δύσκολος αντίπαλος, δεν μπορούσε να τη νικήσει, δεν μπορούσε καν να της αντιταχθεί. Θα της τηλεφωνούσε αύριο. Ούτε που κατάλαβε πότε βρέθηκε στο κρεβάτι. Έβγαλε τα ρούχα του και τα παράτησε στη καρέκλα που βρισκόταν δίπλα από το κρεβάτι του. Δεν ήθελε να βάλει πιτζάμες καθώς η κούραση και η υπερένταση ήταν σε τέτοιο βαθμό που μόνο αν ξάπλωνε με το μποξεράκι του στα ζεστά σεντόνια του κρεβατιού θα μπορούσε να χαλαρώσει αρκετά για να κοιμηθεί. Ξάπλωσε και αμέσως ένιωσε την ευεγερτική ευχάριστη αίσθηση που προκαλεί η επαφή του γυμνού δέρματος με το ζεστό σεντόνι. Θα κατάφερνε να κοιμηθεί όμως; Αυτή η απορία συμπορεύτηκε με μια ακούσια επιθυμία την ίδια ώρα που έσφιγγε τα βλέφαρά του…
 

Μακάρι να κοιμηθώ. Μακάρι να μην ξεκολλήσω από το κρεβάτι!


Αυτή η επιθυμία θα εκπληρωνόταν… Κατά το ήμισυ.

 

Δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα πόσες ώρες ή πόσες μέρες είχαν περάσει από τη στιγμή που είχε πέσει στο κρεβάτι του για να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει καν που βρισκόταν. Μόνο ένα ήξερε! Αυτός ο χώρος στον οποίο τώρα βρισκόταν, δεν ήταν το κρεβάτι του, δεν ήταν το δωμάτιο του διαμερίσματός του. Βρισκόταν κάπου αλλού. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν, αλλά κάποιος, κάτι, τον είχε απομακρύνει από το σπίτι του και τον μετέφερε εδώ! Όπου και να ήταν αυτό το εδώ!!! Έκανε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν για να μπορέσει να βάλει σε μια τάξη το μυαλό του, μήπως κατάφερνε μετά να οπλιστεί με ψυχραιμία, για να μπορέσει να καταλάβει τι ακριβώς του συνέβαινε.

Έπεσε, όπως πάντα στις εννιά, στα πλαίσια της καθημερινής του ρουτίνας. Μέχρι εκεί όλα ήταν καλά, όλα έβαιναν κατ΄ ευχήν. Μετά όμως, κάπου στις έντεκα και μισή, αυτή η ξαφνική ζέστη άρχισε να τον προειδοποιεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Ήταν αντιφατικό, αν το σκεφτόταν κανείς λίγο πιο σοβαρά. Εκείνη την ώρα έξω λυσσομανούσε ένας βραδινός βοριάς. Πριν πέσει, μάλιστα, σκεφτόταν να ανοίξει το καλοριφέρ αλλά ο λογαριασμός του πετρελαίου που θα του ερχόταν στο τέλος του μηνός, τον ανάγκασε να καταφύγει στην όση ζεστασιά μπορούσαν να του προσφέρουν τα κλινοσκεπάσματά του.

Αυτή η ζέστη όμως ήταν απλώς τα προεόρτια. Η συνέχεια ήταν πιο θορυβώδης.

Ω, ναι… Βέβαια, ο χείμαρρος των πρόσφατων αναμνήσεων γινόταν πιο έντονος και έβαζε τα κομμάτια του πάζλ σε μια λογική σειρά. Η ανάμνηση εκείνου του εκκωφαντικού σφυρίγματος και εκείνης της εκτυφλωτικής λάμψης ήταν τόσο έντονη που τον ανάγκαζε να ανατριχιάσει.

Ναι, ανατρίχιαζε. Αυτό… μπορούσε να το νιώσει.

Ένα σφύριγμα και μια εκτυφλωτική λάμψη, αυτά ήταν τα δύο γεγονότα που είχαν βάλει τέρμα στη βραδινή του ρουτίνα, αυτά ήταν τα τελευταία συμβάντα που θυμόταν. Πριν το βύθισμα στο σκοτάδι.
 

Ωραία… Βάλαμε τις σκέψεις μας σε μια σειρά… Τώρα τι κάνουμε;

 

Ήταν άραγε ξύπνιος; Ήταν κοιμισμένος;

Δεν ήξερε. Αντίκριζε σκοτάδι και ένιωθε λες και ήταν βυθισμένος σε μια κατασκότεινη άβυσσο. Ένιωθε σαν να ήταν παγιδευμένος σε ένα βυθό και λίγο-λίγο κατάφερνε να πλησιάσει την επιφάνεια. Ακριβώς όπως όταν βρισκόμαστε στη φάση του βαθύ ύπνου και ετοιμαζόμαστε να ξυπνήσουμε. Θα ορκιζόταν όμως ότι είχε μια ακριβής επίγνωση των τρεχόντων γεγονότων. Ο εγκέφαλός λάμβανε ερεθίσματα, ναι, για αυτό ήταν σίγουρος. Μπορούσε να ακούσει αυτά τα ποντικίσια ψιθυρίσματα, μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν γυμνός. Η επιδερμίδα του ακουμπούσε πάνω σε μια παγωμένη επιφάνεια, ίσως να ήταν μεταλλική αλλά αυτή η αίσθηση ότι ακουμπούσε πάνω σε μια λεία επιφάνεια, χωρίς κάποιο γνώρισμα, κάποιο εξόγκωμα, τον μπέρδευε. Να ήταν μεταλλική λεία επιφάνεια, πλαστική ή μήπως απλώς γυάλινη;

Εν τω μεταξύ, αυτοί οι ψίθυροι δεν έλεγαν να παύσουν έστω και για μια μικρή στιγμή. Συνέχιζαν να κυκλώνουν το μυαλό του βάζοντας εμπόδια στην ικανότητά του να πλάσει συνειρμούς που ίσως θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν περαιτέρω. Προσπάθησε να εστιάσει, να ακούσει τι ακριβώς έλεγαν αυτοί οι… "ομιλητές". Η προσπάθειά του όμως έμελλε να στεφτεί με απόλυτη αποτυχία. Όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να διακρίνει κάποια κατανοητή λέξη, δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Μπορούσε να διαβεβαιώσει τον εαυτό του για ένα δεδομένο. Οι... "ομιλητές" ήταν δύο και απευθύνονταν ο ένας στον άλλο.

Για πρώτη φορά αναρωτήθηκε...
 

Που... που βρίσκομαι; ρώτησε τον εαυτό του με μια σκέψη.


Μετά προσπάθησε να κινήσει κάποιο τμήμα του σώματός του, να σηκώσει ένα χέρι, ένα πόδι, να κινήσει έστω τη λεκάνη του για ένα εκατοστό. Ο πανικός άρχιζε να παίρνει τα ηνία.


Δεν... δεν μπορώ να κινηθώ! Θεέ μου! Δεν μπορώ να κινηθώ!


Η ψυχή του ούρλιαζε, αλλά οι φωνητικές του χορδές δεν ήταν ικανές να μεταφράσουν τη σκέψη του σε πραγματικές νότες. Μετά βίας μπορούσε να αναπνεύσει. Ανέπνεε μεν, αλλά οι εισπνοές του ήταν ρηχές και δεν του έδιναν αυτό το αίσθημα χαλάρωσης και ασφάλειας που εξασφαλίζει μια φυσιολογική αναπνοή.

Δεν μπορούσε να κινήσει ούτε έστω και ένα μικρό δάχτυλο. Ήταν πια ένας εγκέφαλος παγιδευμένος μέσα σε μια σάρκινη φυλακή; Περικυκλωμένος από αυτούς τους ακατανόητους ψιθύρους;

 

Πέρασαν και άλλες ώρες. Ήταν σίγουρος γι' αυτό μετά τη συνειδητοποίηση ότι ήταν παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το κορμί. Άραγε, πόσος καιρός είχε περάσει στο σπίτι; Να είχε περάσει η νύχτα; Να έχει ξημερώσει; Άραγε θα τον ψάχνουν στη δουλειά; Θα τον ψάχνει η οικογένειά του; Πόσο τους σκεφτόταν. Σιγά-σιγά, κάτι άλλαζε όμως. Επιτέλους ένιωσε εκείνη τη πολυπόθητη αλλαγή, ένιωσε ότι τα βλέφαρα των ματιών του ήταν μια ιδέα πιο ελαφριά. Ίσως... Ίσως αν έβαζε τα δυνατά του να μπορούσε να τα σηκώσει, να μπορούσε τουλάχιστον να δει που στην οργή βρισκόταν. Η δύναμή του όμως δεν ήταν ακόμα ικανή για να υπερνικήσει αυτή την απόκοσμη ισχύ που είχε εξουδετερώσει τις κινητικές του λειτουργίες.

Οι ψίθυροι ωστόσο ακούγονταν το ίδιο δυνατοί όπως πριν, αν και είχε την εντύπωση ότι ένας νέος συμμετέχοντας είχε μπει στο παιχνίδι. Αυτός ο νέος ομιλητής θα πρέπει να ήταν σημαντικός γιατί η φωνή του ήταν διαφορετική, ήταν πιο βροντερή. Έμοιαζε σαν να εξέπεμπε μια ηγετική χροιά.
 

Ποιος να ήταν; αναρωτήθηκε.


Μια νέα εξέλιξη άρχιζε να δρομολογείται. Αυτή η περίεργη, λεία επιφάνεια πάνω στην οποία ήταν τοποθετημένο το σαρκίο του, μετακινούταν. Το τραπέζι σηκωνόταν σε όρθια θέση εκθέτοντας τη πλάτη του. Ο πανικός άρχιζε να αγριεύει. Τι θα συνέβαινε μετά; Η συνέχεια ήταν πιο ανατριχιαστική. Το δέρμα του ένιωσε ένα νέο ερέθισμα. Ένιωσε μια νέα αφή. Την αφή μιας σειράς από μακρών και σταφιδιασμένων δερμάτινων αντικειμένων, το ίδιο παγωμένα όπως ήταν αυτή η λεία επιφάνεια πάνω στην οποία ήταν τοποθετημένος. Κύματα αηδίας είχαν ξεσπάσει μέσα του, τα σωθικά της κοιλιάς του σφαδάζανε από επώδυνες συσπάσεις και το στομάχι του χοροπηδούσε κάτω από το διάφραγμα. Ήθελε να κάνει εμετό αλλά όλως περιέργως και άκρως φρικωδώς, το γαστρικό περιεχόμενο δεν έλεγε να βγει, έμενε εκεί μέσα παγιδευμένο και σχημάτιζε μικρά τσουνάμι τα οποία χτύπαγαν με απίστευτη αγριότητα το γαστρικό βλεννογόνο.

Τα αντικείμενα όργωναν κατά μήκος τη γυμνή επιδερμίδα και πήγαιναν προς τα κάτω. Όταν τα ένιωσε να κατευθύνονται προς τη γενετήσια περιοχή του, ένιωθε ότι τον παραβιάζουν. Ένιωθε ότι...  τον βιάζουν. Όταν ένιωσε το πέος του να εγκλωβίζεται μέσα σε αυτή τη ζαρωμένη πολιορκία, η επιθυμία του να κλάψει φάνταζε ως ένα ηφαίστειο, έτοιμο να εκραγεί.

Μετά από κάποια λεπτά που αυτή η φρικιαστική αφή όργωνε το κορμί του, η αδράνεια επέστρεψε. Τα μακρόστενα αντικείμενα απομακρύνθηκαν απότομα. Τώρα δεν ένιωθε τίποτα.
 

Θεέ μου, επιτέλους, σταμάτησε αυτό το μαρτύριο.


Αυτή η τέρψη όμως έλαβε ένα απότομο τέλος. Ένα έντονο διαπεραστικό κάψιμο πολιόρκησε τον αυχένα του. Ο πόνος ήταν φρικτός, ήταν ανυπόφορος. Ένα πυρωμένο και κοφτερό μαχαίρι είχε χωθεί μέσα στη σάρκα του και περιεργαζόταν όλα τα νωτιαία νεύρα που υπήρχαν και διακλαδίζονταν σε αυτή τη περιοχή, σπέρνοντας σήματα πόνου σε ολόκληρο το κορμί του. Ένα κορμί που απ' έξω ήταν παράλυτο αλλά από μέσα σπαρταρούσε... σφάδαζε.

Ήθελε να ουρλιάξει, ήθελε να φωνάξει έλεος, όσες φορές ήθελαν αυτοί οι αθέατοι βασανιστές να νιώσουν ικανοποίηση. Όμως δεν μπορούσε. Ο εγκέφαλος του άκουγε τις κραυγές που ο ίδιος παρήγαγε...


Σταματήστε, σταματήστεεεεεε!


Λίγο πριν το οριστικό βύθισμα... άκουσε τη τελευταία του σκέψη...


Θεέ μου... Θέλω να πεθάνω...


Μια τελευταία προσπάθεια όμως όφειλε να τη κάνει. Έπρεπε να αντικρίσει τα πρόσωπά εκείνων που τον εξέθεσαν σε αυτά τα βασανιστήρια και σε αυτό το τρομακτικά βάναυσο πόνο. Επιστράτευσε όλη του τη δύναμη. Ένιωσε ότι μετακινούσε βουνά, το ίδιο το φεγγάρι.

Τελικά κατάφερε να βλεφαρίσει για ένα μικρό κλάσμα του δευτερολέπτου. Προφανώς, ο ανυπόφορος πόνος του είχε χαρίσει μερικές ευλογημένες εκκρίσεις αδρεναλίνης οι οποίες, με τη σειρά τους, του χάρισαν αυτή την υπεράνθρωπη δύναμη. Κατάφερε και τους είδε. Είδε... εκείνο το βλέμμα, εκείνο το γεμάτο υποτίμηση βλέμμα, σαν αυτό το πλάσμα να κοίταζε κάποιο σκουπίδι.


Θεέ μου... Αυτά τα μάτια... Αυτά τα μάτια...


Μετά η άβυσσος επέστρεψε. Η ευλογημένη άβυσσος είχε βάλει ένα τέλος σε αυτό τον απόκοσμο εφιάλτη!

 

Το πρωί έφτασε. Το μαρτυρούσαν οι μικρές κίτρινες ακτίνες που ξεγλιστρούσαν πονηρά μέσα από τα στόρια του κλειστού παράθυρου. Γαργάλησαν απαλά και τα δύο του βλέφαρα. Αντιλήφθηκε αμέσως ότι βρισκόταν στην αγκαλιά των σεντονιών. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να σηκώσει τα βλέφαρά του αυτή φορά. Η προοπτική ότι θα ήταν παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το κορμί, τού προξενούσε και πάλι αναγούλες. Ήταν πολύ ισχυρές και πάλι, σαν να είχε φάει κάτι χαλασμένο και ο γαστρεντερικός του σωλήνας πάλευε να το σπρώξει έξω από τον οργανισμό. Ξαφνικά, μια σύσπαση στην υπογαστρική του περιοχή τον ανάγκασε να σηκώσει το πάνω μέρος του σώματος του και να μείνει σε καθιστή θέση. Σήκωσε τα χέρια του καλύπτοντας το στόμα του. Η αναγούλα ήταν πιο ισχυρή από όσο νόμιζε αρχικά. Ήθελε να κάνει εμετό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και σχεδόν τρέχοντας πήγε στο μπάνιο, σήκωσε το καπάκι της λεκάνης, τοποθέτησε το κεφάλι του και άνοιξε το στόμα του. Ένας καταρράκτης από πρασινοκίτρινα υγρά ξεπετάχτηκε άνετα και ξεβράστηκε μέσα στη λεκάνη.

Όταν αυτή η εξαγωγή έλαβε τέλος, κάθισε δίπλα στη λεκάνη. Τα παγωμένα μάρμαρα στα πλακάκια του πατώματος ήταν τελείως ανίκανα να δροσίσουν το ζεστό γυμνό δέρμα των κάτω άκρων. Σήκωσε το χέρι και σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο του όταν αντιλήφθηκε κάτι.
 

Θεέ και Κύριε! Κινούμαι! Μπορώ... Μπορώ και κινούμαι!


Επίσης αντιλήφθηκε και κάτι άλλο. Είχε σηκώσει τα βλέφαρα του και κοίταζε το υπέροχο εξωτερικό περιβάλλον. Κοίταζε το σηκωμένο χέρι που σκούπιζε τον ιδρώτα του προσώπου του.


Μπορώ και βλέπω... Μπορώ και βλέπω! Ω, Θεέ μου... Σ' ευχαριστώ! Σ' ευχαριστώ!


Ναι, ήταν αλήθεια! Μπορούσε να κινηθεί ξανά! Σηκώθηκε στα δύο του πόδια και αν και ένας ελαφρύς ίλιγγος στριφογύριζε το δωμάτιο γύρω του, άρχισε να χορεύει. Ένιωθε σαν μικρό παιδί, σαν ένας φυλακισμένος που μόλις είχε πάρει το εξιτήριο της ελευθερίας και είχε διαβεί τη κεντρική πύλη. Πήγε προς το καθρέφτη και επιθεώρησε το πρόσωπό του. Ήταν τόσο ταλαιπωρημένο! Αυτοί οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια και αυτές οι ρυτίδες έκφρασης στο μέτωπο...

Από πού ξεφύτρωσαν;

Τέλος πάντων, αποφάσισε να μη δώσει και άλλη σημασία. Έβγαλε το μποξεράκι του, μπήκε στη ντουζιέρα και άφησε το παγωμένο νερό να πέσει πάνω στο κορμί του με την ελπίδα να ρίξει κάποιες βαθμίδες την εσωτερική θέρμη που ένιωθε εδώ και ώρα.

Καθώς έκλεινε τα μάτια του αναρωτιόταν αν το σκοτάδι ήταν παροδικό ή αν αυτή η βάρβαρη δύναμη θα τα ανάγκαζε να παραμείνουν κλειστά και πάλι. Τα άνοιξε και ανακουφισμένος διαπίστωσε ότι μπορούσε να δει. Αυτή τη διαδικασία την έκανε τουλάχιστον δύο φορές όσο ήταν στο νερό. Στη τελευταία φορά που τα έκλεισε όμως υπήρξε μια δυσάρεστη αλλαγή. Όταν τα έκλεισε, δεν αντίκρισε το σκοτάδι, αντίκρισε εκείνο το βλέμμα που στοίχειωσε το βλεφάρισμά που προηγήθηκε πριν βυθιστεί για δεύτερη φορά. Το είδε για μόλις ένα με δύο δευτερόλεπτα, αλλά τα χαρακτηριστικά είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη του, όπως αφήνονται τα αποτυπώματα όταν ακουμπάμε τη πλαστελίνη. Εκείνο το απαξιωτικό βλέμμα, αυτό το κατραμιασμένο, στείρο από ευχάριστα αισθήματα βλέμμα. Αυτό το τεράστιο γκρίζο κεφάλι με τη μικροσκοπική μύτη και το σταφιδιασμένο στόμα. Άραγε... Ήταν αυτός που περιεργαζόταν τα γεννητικά του όργανα; Ήταν αηδιαστικό μόνο και να το σκεφτεί. Πήρε το τηλέφωνο από τη θήκη του και έριξε παγωμένο νερό στην επίμαχη περιοχή και το άφησε εκεί για πάνω από δέκα λεπτά. Μετά από αυτό, σταμάτησε τη ροή του νερού και έμεινε ακίνητος. Διαπίστωσε ότι έτρεμε, ναι έτρεμε, όχι όμως εξαιτίας του παγωμένου νερού, ούτε εξαιτίας της εναλλαγής της θερμοκρασίας. Έτρεμε γιατί φοβόταν. Έτρεμε, γιατί παρόλο που είχε μείνει για ένα εικοσάλεπτο κάτω από τη παγωμένη ροή του νερού, αισθανόταν ακόμα βρώμικος και ιδρωμένος.

Άρχισε να αναρωτιέται τι του είχε συμβεί. Ήταν άραγε δυνατόν να είχε πέσει θύμα... Όχι... Δεν ήταν δυνατόν! Αυτά μόνο στις ταινίες γινόταν. Δεν υπήρχαν... Όχι, δεν υπήρχαν τέτοια πλάσματα! Όλοι οι επιστήμονες είχαν βγει στις τηλεοράσεις σε ανάλογες εκπομπές και όλοι έλεγαν το ίδιο...

 

"Δεν έχουμε χειροπιαστές αποδείξεις που να υποδεικνύουν την ύπαρξη..." 

 

Βγήκε από τη ντουζιέρα αφού έσπρωξε τη κουρτίνα, άρπαξε τη πετσέτα που ήταν κρεμασμένη στο διπλανό κρεμαστάρι και πορεύθηκε προς το καθρέφτη. Οι ρυτίδες ήταν ακόμα εκεί. Άρχισε να σκουπίζεται. Ήταν νευρικό το σκούπισμα, σαν να ήθελε να απομακρύνει κάποιο λεκέ από πάνω του και αυτός επέμενε. Πέρασε κάθε εκατοστό του δέρματος πάνω από δύο φορές. Μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν απόλυτα στεγνός, σταμάτησε!

Μετά από αυτό, πήγε στο δωμάτιο τoυ και πήρε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο, δίπλα από το κρεβάτι. Κοίταξε την ώρα. Φαινόταν πως η ροή του χρόνου είχε περάσει κανονικά, σαν να πέρασε πραγματικά μια νύχτα. Και όμως! Όταν βρισκόταν εκεί που βρισκόταν, θα ορκιζόταν ότι είχε περάσει μια ολόκληρη νύχτα συν τις πρωινές ώρες.

Ήταν δυνατόν να είχε κάνει λάθος; Εκτός... Εκτός... Μα βέβαια! Αυτό έπρεπε να είχε συμβεί. Είχε δει έναν εφιάλτη.


Στην οργή... Μα πως και δεν μου πέρασε από το μυαλό;


Ήταν ένας εφιάλτης... Ένας πολύ έντονος, αληθοφανής εφιάλτης. Όλα συνηγορούσαν σε αυτό το συμπέρασμα. Αφού τώρα μπορούσε να κινηθεί και φαινόταν υγιής, αν εξαιρέσουμε βέβαια αυτή τη θέρμη και το πρωινό εμετό.

Κάθισε για λίγο στην άκρη του κρεβατιού. Χάιδεψε για λίγο τους κροτάφους του.


Ήταν ένας εφιάλτης... Ένας εφιάλτης...

 

 

Ήταν όμως ένας εφιάλτης; Γιατί κατά τη διάρκεια του μπάνιου, την ώρα που βρισκόταν στο καθρέφτη και σκουπιζόταν... δεν πρόσεξε κάτι! Δεν πρόσεξε αυτό το σημάδι που βρισκόταν στον αυχένα του, αυτό το εξαγωνικό σημάδι που θύμιζε έγκαυμα. Που έμοιαζε ότι κάτι είχε απομακρυνθεί από αυτή τη περιοχή. Ή κάτι να του είχαν εμφυτεύσει.

Ήταν ένας εφιάλτης; Ποιος μπορεί να ξέρει;
 

Μόνο ο χρόνος θα μπορούσε να απαντήσει αυτό το ερώτημα, μόνο ο χρόνος και ότι αυτός επιφέρει...

 

ΤΕΛΟΣ(;)

 

Ευχαριστούμε τον Μηνά Τσαμπάνη για την παραχώρηση του διηγήματος του