Το Αστέρι της Προσμονής και άλλα ποιήματα

Το Αστέρι της Προσμονής και άλλα ποιήματα

ΔΡΟΜΟΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Θα περπατήσω επάνω στα μονοπάτια
του Μπράχμα, του Βισνού, του Σίβα,
αλλά και του Γκανέσα, της Λάχμι, του Χάνουμαν,
του Ράμα, της πανώριας της Σαρασβάτι,
της δαιμονοδιώκτριας αφέντρας 
της ζωής και του θανάτου,
της δίμορφης της Κάλι
ξάγρυπνος, άφοβος, ονειροπόλος
Θα μοσχοπουλήσω τις ημέρες μου
στους εκατομμύρια θεούς
που κατοικούν στο ιερό σώμα
των γαλήνιων αγελάδων
Θ’ αγοράσω τοις μετρητοίς
τη ριψοκίνδυνη κατάδυση
στ’ άδυτα της ανεξάρτητης ζωής μου
Ελεύθερος από ξένες κυριαρχίες
κι επιβουλεύσεις
θα φωνάξω τ’ όνομα μου ν’ ακουστεί
στα πέρατα της οικουμένης
Θα κραυγάσω στα πανάγια νερά
του Γάγγη και της Γιαμούνα
τα πιο κρυφά μου όνειρα,
τους πιο γλυκούς μου πόθους
Θα παίξω με το φλάουτο τραγούδια αποδέσμευσης
απ’ το σκοτάδι του δεσμώτη ουρανού
για χάρη του φιλόθεου του Κρίσνα
Θα σπάσω με τα χέρια μου
την αλυσίδα της σιωπηλής μου σκλαβιάς
Θα χορέψω επιτέλους
μέσα στους δρόμους των θεών,
χαϊδεύοντας το φίδι
της γεμάτης ενέργεια ζωής μου,
πίνοντας την Αμρίτα της Αλήθειας μου
που μου προσφέρουν οι ίδιοι οι θεοί
απ’ το χρυσό κύπελλο 
μιας ανεξάρτητης ημέρας

ΙΣΟΘΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Αυτοί που μίλησαν με το μύθο τους
αναλώνονται τώρα από εμάς
τους θιασώτες της πολιτισμικής ομίχλης
βυθισμένοι σε ατέρμονες παραινέσεις
και παρακλήσεις αδιέξοδες
να μην τους λησμονήσουμε τώρα
που μονομαχούν με τον αδίστακτο χρόνο
μπροστά στο κάτοπτρο της αθανασίας
Μας εκλιπαρούν 
να τους κρατήσουμε εγκλωβισμένους
στην ειρκτή της μνήμης μας,
σ’ ένα πεδίο μάχης πέρα απ’ το αύριο
Μας χρεώνουν με την υπόσχεση
πως στην σκέψη μας θα ζουν πάντα,
όπως η αιώνια προσμονή
των ανοιξιάτικων ανθών
όπως οι ιαχές της νίκης
που ξυπνούν τα οράματα και τις ελπίδες
για έναν ισόθεο κόσμο
χωρίς την καταισχύνη
των γεμάτων οδύνη και θλίψη προσωπείων μας
που εξουθενωμένα περνούν και χάνονται
μέσα στο χειμωνιάτικο δάσος
της απέλπιδας ζωής
Της ζωής που ποτέ δε θελήσαμε
μα πάντα στέκεται οδόσημο 
που δείχνει προς τον επικείμενο θάνατο μας
Που είστε, λοιπόν, ήρωες και ημίθεοι
των παιδικών μας χρόνων
να ζωγραφίσετε τους ουρανούς σας
επάνω στον καμβά των χαμένων μας εποχών;
Που είστε ημίθεοι και ήρωες;
Που είστε Ηρακλή, Θησέα, Οδυσσέα
και όλοι οι άλλοι να μας τραβήξετε
έξω απ’ την σιωπηλή λίμνη
του καθημερινού μας αφανισμού;
Σας προσμένουμε να παίξετε
το ρόλο του δοξασμένου επόπτη
στο ανίερο εργοτάξιο της ζωής μας

 

ΣΚΙΕΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Χτυπούν το τζάμι της μοναξιάς μου
νοτισμένες σκιές Φθινοπώρου
Εισβάλλουν ξεδιάντροπα 
στον άχρωμο χώρο μου
Ατίθασες, ανεξέλεγκτες
με αρπάζουν απ’ τα χέρια
Με βγάζουν απ’ το σπίτι μου
Με σέρνουν μέσα απ’ την καταιγίδα του κόσμου
σε άλλους τόπους επουράνιους
Με ωθούν πέρα απ’ το χρόνο και τη μοναξιά της Γης
σε γειτονιές παράξενων πλανητών
όπου τα παιδιά γελούν ευτυχισμένα,
όπου οι θάλασσες γλυκονανουρίζουν καράβια
βαρυφορτωμένα με πόθους
και οράματα λαμπερής ζωής
που δεν τόλμησα ποτέ ν’ αγγίξω

 

Η ΑΝΥΨΩΣΗ ΜΟΥ

Τ’ αστέρια χαιρετίζουν την ανύψωση μου
Ανεβαίνω στο Σύμπαν
πορφυρός και λουσμένος
με την ελπίδα για μια νέα ζωή
Πύρινος κύκλος γίνομαι
Οπλίζομαι με θάρρος και υπομονή
Κομήτες και αστεροειδείς
πλένουν το πρόσωπό μου
Καίνε το παρελθόν μου
Σε τι μου χρειάζεται πια;
Έτσι και αλλιώς χαμένος χρόνος 
ήταν πάντα για εμένα
Κρατάω μόνο την στάχτη του
για να βυθίζομαι μέσα της
κάθε φορά που ξεχνάω τον προορισμό μου
Η αιώνια νύχτα με υποδέχεται
με άρπες και αυλούς
Με συνοδεύει στην ατέλειωτη πορεία μου
Κρύβομαι πίσω απ’ το βελούδινο πέπλο της,
αποφεύγοντας τη μαύρη τρύπα του φόβου
που ποθεί να με τραβήξει μέσα της

 

ΤΕΛΕΙΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

Έπιασα την Άνοιξη 
από τ’ ανθισμένα της χέρια
Πάλευα να βρω ένα κίνητρο
για το μεγάλο μου βαθύ ταξίδι
στο διάστημα
Τ’ αγκάθια των ανθών της
με πλήγωσαν πολλές φορές
Με τύφλωσε η ευωδιά της
Το φως της τάραξε
τ’ ανύποπτα όνειρά μου
Στις καταδύσεις μου στην αιώνια νύχτα
φορούσα στολή δύτη το δικό της είδωλο
Έτσι έφθασα στις Πλειάδες
ανάμεσα από αστερόσκονη
και φλεγόμενες ουρές κομητών
Μα η Άνοιξη, παραβλέποντας 
όλα αυτά τα εφόδια
που η ίδια μου χάρισε,
με οδήγησε μέσα από αφόρητους πόνους
σε μια αμετάκλητη μετουσίωσή μου
Η ουσία του είναι μου
ενσωματώθηκε με την σιωπή του Σύμπαντος,
ωθώντας με σε κόσμους 
παράξενους και μαγευτικούς
μα τελειωμένους

 

ΑΛΛΟΚΟΣΜΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Τ’ αστρόπλοιά μας ταξιδεύουν
προς την υποσχόμενη Γη των οραμάτων,
την ελπιδοφόρα ουράνια Εδέμ
Τ’ αστροσκάφη μας μέσα στην αιώνια νύχτα
ελίσσονται ανάμεσα από κρυστάλλινους κομήτες
Ανασαίνουμε όνειρα μακρινά,
σύννεφα ζωής στα βάθη του γαλαξία
Τινάζουμε απ’ τα πόδια μας τους βράχους του διαστήματος
Σκύβουμε τον υπερήφανο λαιμό μας 
στη μεγαλοπρέπεια των θεών της νοητικής συνείδησης
Τα ευέλικτα πόδια μας κινούμε σε κομψές πιρουέτες ακινησίας
Απ’ τα αστέρια κλέβουμε ζωογόνο φως
Μεταμορφωνόμαστε σε ζωντανούς πυρσούς
πνευματικού αρχέγονου πυρός,
σε φλεγόμενους αγγέλους με φλογέρες ουράνιες στο στόμα,
πελώριες μορφές ενός νοήμονα θεού,
πρώτοι άποικοι του απείρου 
προερχόμενοι από πανάρχαιο πλανήτη
Άλλοι πλανήτες θα σκιρτήσουν τώρα
απ’ την υπερκόσμια μουσική 
της πολύπαθης καρδιάς μας

 

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Σε διάνυσμα ετών φωτός περνούν από μπροστά μου 
τοπία και χρώματα αργά με μυρωδιές,
αποχαιρετώντας τον κόσμο που φεύγει 
Εκτινάσσομαι με το αστρόπλοιό μου
μέσα στα όνειρα της συμπαντικής νύχτας
Διασχίζω τροχιές χαραγμένες
με κηλίδες αίματος και πληγωμένα δειλινά
Βλέπω τις σκιές στα μολυσμένα μάτια της Γης
Η αγκαλιά μου λίκνο πόθων αφηνιασμένων
Ο άνεμος της αναζήτησης σπρώχνει με μανία το αστροσκάφος μου
Αρχίζω να κατανοώ τα νοήματα των πανάρχαιων γραφών
για κόσμους απόμακρους στα βάθη του διαστήματος,
για παράξενες πόλεις στις ακρονυχίδες του απείρου,
για απέθαντους πολιτισμούς στην άκρη του χάους,
για άφθαρτες πατρίδες παμπάλαιων θεών
στους απέθαντους ονειρότοπους του Σύμπαντος
Οραματίζομαι τους αναμμένους πυρσούς
της νοητικής μου συνείδησης, 
της απύθμενης αλήθειας μέσα μου
Υπερίπταμαι του απείρου

 

ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ

Πηγαίνω στου Σύμπαντος την άκρη
μέσα σε φλεγόμενο αστρόπλοιο
Κι όμως πάλλεται ευτυχισμένη
η αιώνια ύπαρξή μου
Μαζί της συντονίζεται η ελπίδα της ανθρωπότητας
Στο βαρύ κάλεσμα για μετοικεσία
σε άλλους τόπους του γαλαξία
αποκρίθηκα με θάρρος
Στη ψηφιακή εικόνα του προσώπου μου
Φύτεψα την συνείδησή μου
Οι ιθύνοντες της ζωής και του κόσμου αντίκρισαν 
το άσπιλο φως της αυγής
Έτρεξα να πλύνω το κορμί μου,
να το ντύσω με τη λάμψη του επερχόμενου θριάμβου
Σου άφησα ενθύμιο την καρδιά μου
Τυλίχτηκα με το περιτύλιγμα της αγκαλιάς σου
κι έφυγα τραγουδώντας μελωδίες στο στερέωμα
Τώρα σε πανάρχαιους εξωπλανήτες θα προσγειωθώ
Θ’ αναζητήσω την πιο ωραία αποδοχή
του ανθρώπινου ονείρου
επάνω στα χρυσά μεσημέρια άλλων πλανητών
Κι αν χρειαστώ χίλια χρόνια
για μια πορεία σταύρωσης ή ανάστασης
δε θα δειλιάσω 
Θα ταξιδέψω εκατομμύρια έτη φωτός
για να κτίσω την ιδανική απόκοσμη πολιτεία,
να την στολίσω με μυρσίνες και δάφνες
Ύστερα θα στείλω μηνύματα ελπίδας
για έναν τόπο μαγικό
που δεν ήταν ποτέ δικός μου
μα τώρα πρόκειται να γίνει

 

ΑΝΑΤΑΣΗ

Κάνε επιτέλους την κίνηση
κι ας είναι αυτή η ύστατη προσπάθεια
να γίνουμε οι θριαμβευτές άποικοι
της αυγής κάποιου άλλου πλανήτη
Ενός εξωπλανήτη που τριγυρίζει ακούραστα
κάποιο άγνωστο αστέρι
και το Σύμπαν σχίζει σε δυο κομμάτια

Σημαδεμένος τόπος η Γη μας
Μας ωθεί να ρίξουμε ένας ένας
τις ψυχές μας στον Καιάδα 
των χαμένων και των αδιάφορων πλασμάτων
Ύστερα να γυρίσουμε ολόγυμνοι
με σκυφτά κεφάλια
στα σταυροδρόμια της ζωής μας
Καθένας μας είναι όμως
μια διαφορετική εκδοχή
του ίδιου δράματος
Ας πετάξουμε τους δισταγμούς μας
στο βάραθρο του Σύμπαντος
Ας ρίξουμε τις φοβίες μας
μέσα στους λαβύρινθους της καθημερινότητας
Ας ξεφύγουμε απ’ τα αδιέξοδα
που μας οδηγούν οι οδοδείκτες των εφήμερων πόθων μας,
η αγκυλωμένη φθαρτότητά τους
Ας συλλέξουμε τα δάκρυα απ’ τα μάτια των παιδιών
που κοιτάζονται ατέλειωτες ώρες 
στα κάτοπτρα της δικής μας δειλής καρδιάς
Ας προσέξουμε όμως να μη λυγίσουμε
την υπερηφάνεια και την παιδική άγουρη τους δύναμη
Ας μην εκμεταλλευτούμε την αθωότητα 
και την απειρία τους
Ας ξεριζώσουμε μετά από μέσα μας τις αναστολές
Ας χρησιμοποιήσουμε το αστροσκάφος 
της νοητικής μας ανάτασης
για να φθάσουμε στο πιο ψηλό σημείο του απείρου

 

ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Μεγάλε αστροταξιδευτή μου
ποιος σε καλεί προς την ουράνια κοιλάδα;
Ποιος να σε ανεβάσει αποζητά
στο ράμφος του αστρόπλοιου;
Ποιος θέλει τα διάφανα όνειρά σου ν’αγγίξει,
τα τρομερά κοράλλια της ψυχής σου να μαζέψει;
Σαν ποτάμι συμπαντικό κυλάς
ανάμεσα από υγρές πέτρες
και ξερούς βράχους του διαστήματος
Ανέβα όσο πιο ψηλά μπορείς
Μην αναρωτιέσαι ποιος σε φωνάζει
Μπορεί να είναι η συνείδησή σου ή ο φόβος σου,
κάποιος άγγελος πεπτωκώς ή ο ίδιος ο εαυτός σου
Μην σε νοιάζει 
Ανέβα μόνο
Κράτα σφιχτά την ανάμνηση της μυστικής καταγωγής σου
Μάζεψε τα κομμάτια σου και φύγε
σε άλλους αστερισμούς, σε άλλους γαλαξίες
Εκεί να υψώσεις καινούργιους σταυρούς για το Εγώ σου

 

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ

Ένα αστέρι τρεμοπαίζει στον ουρανό μου
Το φως του παράξενο, μαγικό
Τις ώρες της νύχτας γίνεται διαφορετικό,
Αλλάζει μορφή, φαίνεται ξένο στα μάτια μου
Άλλοτε με κοιτάει κατάματα
Άλλοτε μου γυρίζει την πλάτη 
Με περιφρονεί και με χλευάζει
ή δείχνει απλώς αδιάφορο και σκληρό;
-Δε μπορείς να με φθάσεις! μου ψιθυρίζει -Δε μπορείς!
Κάθε βράδυ θα είμαι εδώ ν’ αναπαύομαι στο στερέωμά σου
Θα σε περιμένω όμως μάταια να έρθεις κοντά μου
Δε θα μπορείς! Δε θα μπορείς να με πλησιάσεις καν!
Γι’ αυτό θα μου λείπεις αδιάκοπα
Θα σε κοιτώ ν’ αναζητάς άγνωστους πλανήτες
για να φτιάξεις νέο σπιτικό για τη ζωή σου,
ν’ ανακαλύπτεις καινούργιες διαστάσεις, 
ουράνιους τόπους που δεν έχεις ξαναδεί,
να προχωράς σε νέα μονοπάτια του Σύμπαντος
μα εμένα δε θα μπορείς να με πλευρίσεις
Και όμως θα είμαι εκεί ψηλά και θα σε προσμένω αιώνια

 

ΑΜΝΗΜΩΝ

Ποιος αλήθεια είμαι; Ποιος είναι αυτός 
που κάθε πρωί αντικρίζω στον καθρέφτη;
Μια μαύρη τρύπα έχει καταντήσει η μνήμη μου
Ρουφάει τα πάντα σε πρώτο χρόνο
Ποιος αλήθεια είμαι;
Ποιος στο μυαλό μου τριγυρνάει με τη δική μου μορφή;
Είμαι εγώ ή κάποιος άλλος;
Είμαι παιδί της υπερύψωσης ή της πτώσης;
Ποιος με ξέρει; Ποιος με θυμάται;
Είχα πολλά ν’ αναπολήσω απ’ τη ζωή μου ή τίποτα σπουδαίο;
Μα πως αλήθεια να το θυμηθώ;
Χωρίς τη μνήμη τι περιμένω να χωρέσει στη βαλίτσα
των ημερών που έρχονται;
Και αυτοί που μπορεί να με ήξεραν
πολύ πιθανόν έχουν αποδημήσει σε άλλους ουρανούς
Κανείς δε μ’ επισκέπτεται πια για να μου θυμίσει
ποιος πραγματικά είμαι
Ποιος είμαι τελικά;
Ένας επαίτης ονείρων, ένας αμνήμων θεός,
ή μήπως ένα θαύμα κάποιου λησμονημένου κόσμου;