Ντίνος Χατζηγιώργης: Τα Βαμπίρ της Επανάστασης

Ντίνος Χατζηγιώργης: Τα Βαμπίρ της Επανάστασης

Η τριλογία του Ντίνου Χατζηγιώργη, ο οποίος δυστυχώς δε βρίσκεται πια κοντά μας, αφήνει το δικό της, μοναδικό στίγμα στην ελληνική λογοτεχνία. Για αρχή, είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί, παρά τη σύγχρονη μανία να μπαίνουν ταμπέλες στα βιβλία για λόγους μάρκετινγκ. Σίγουρα εξερευνά τη φαντασία, μιας και οι κύριοι ήρωές του είναι βαμπίρ, πολλές φορές ωστόσο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης νιώθω πως τα αθάνατα αυτά πλάσματα δεν είναι παρά οχήματα για να ξεδιπλωθεί η ιστορία γύρω από την πλοκή. Το ιστορικό πλαίσιο, πάλι, δεν είναι το ζητούμενο αυτό καθεαυτό, καθώς το κοινωνικό στοιχείο ενδιαφέρει σε βάθος τον συγγραφέα, με μια μη αναμενόμενη ανθρωπιστική ματιά και ευαισθησία. Αλλά κι ο άνθρωπος δεν είναι ένα σημείο μόνο κοινωνικό στα βιβλία αυτά, αλλά η βάση για την υπαρξιακή αναζήτηση, την αναμέτρηση με τη ζωή, τον θάνατο, τη δύναμη και την εξουσία. Τα όρια του ανθρώπου αλλά και τα όρια του κόσμου. Κι εκεί επιστρέφουμε στη φαντασία. Ελπίζω πως έγινε κατανοητό το επίπεδο της τριλογίας, για μια πρώτη γεύση.

Αλλά ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά...

Μέρος Πρώτο: Στάχτη στα Μάρμαρα [2019]

Τι είναι ο ρομαντισμός; Ένα λογοτεχνικό ρεύμα που συνδέεται με το έντονο, παθιασμένο συναίσθημα, την επανάσταση και τη φαντασία. Κυριαρχούν τα στοιχεία της φύσης, όπως η βροχή και το ηλιοβασίλεμα. Εξέχουσα θέση έχουν τα ερείπια, η εγκατάλειψη και η στροφή προς το παρελθόν. Όλα αυτά, με μια άρρητη μελαγχολία να κρύβεται σε κάθε γωνία. Περιγράφοντας το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα, περιγράφω και το πρώτο μέρος της τριλογίας. Ο πρωταγωνιστής, ο Ζήνων, ένα βαμπίρ που πρόλαβε την ύστερη αρχαιότητα, κουβαλά για αιώνες μέσα του την αγάπη για την αρχαία Ελλάδα και το μίσος για τους χριστιανούς, που αψήφησαν την ομορφιά, την τέχνη και τον πολιτισμό και κατέστρεψαν με θηριώδη βιαιότητα ό,τι δεν ταίριαζε με τη νέα τάξη πραγμάτων που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν. Ο Ζήνων, παρασυρμένος από έναν απελπισμένο, απύθμενο έρωτα, περνά τις εποχές και μαθαίνει τα πάντα για την ανθρώπινη φύση, ώσπου βρίσκεται μπροστά σε μια γνωριμία που του αλλάζει τη σκέψη, την πορεία και τα ιδανικά.

Στο βιβλίο αυτό, βλέπουμε το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής μέσα από την κοινωνία των σκλαβωμένων Ελλήνων της τουρκοκρατίας. Δεν υπάρχουν εξωραϊσμοί. Τα πάντα είναι αμφισβητούμενα, από την αξία των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων μέχρι την Ελλάδα ως έθνος, μέσα από τα μάτια θνητών και αθανάτων. Ο βρικόλακας είναι άλλοτε θηρίο ανήμερο κι άλλοτε μια προβληματική, βασανισμένη ύπαρξη. Σε πολλά σημεία αξίζει να κοντοσταθεί ο αναγνώστης, όπως κοντοστέκεται κι ο Ζήνων, κάνοντας στάσεις στον μακραίωνο βίο του. Ήταν βράδυ όταν τελείωσα το βιβλίο. Ταξίδευα με το λεωφορείο για τη γενέτειρά μου και έριχνε ψιλόβροχο. Δεν είχε κόσμο ούτε φασαρία. Είχα μείνει να κοιτάζω έξω από το παράθυρο, πέρα μακριά, τις σκοτεινές μορφές των δέντρων και των κτιρίων, σκεπτόμενος «Και τώρα τι;». Χρόνια είχα να ζήσω αυτή την αγωνία όταν οι χαρακτήρες της ιστορίας κατεβαίνουν και μένεις μόνος στο όχημα, με την ανάμνησή τους και την ψευδαίσθηση ότι υπήρξαν. Κι όμως, υπήρξαν. Για όσο υπήρξαν.

«Αυτό ήταν και το νόημα της τωρινής του ζωής εδώ, σαν τον Ζήνωνα ήταν και ο Βύρων, ένα βαμπίρ της ζωής, έτοιμος να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα ηδονής που είχε να του προσφέρει ένας τόπος»

Μέρος Δεύτερο: Ο Λύκος της Θάλασσας [2021]

Η αφήγηση συνεχίζεται από ένα απρόσμενο σημείο. Ξεκίνησα να διαβάζω το έργο έχοντας μέσα μου εκείνο το αίσθημα ματαιότητας που με είχε καταλάβει προηγουμένως. Ο συγγραφέας δε μου άφησε όμως πολλά περιθώρια να μείνω και να αναπολώ το παρελθόν. Αν τα πάθη του πρώτου μέρους είναι αγνά, με ένα ωχρό χρώμα να ροδίζει αργά, στο δεύτερο μέρος ένα φλογερό κόκκινο γεννιέται μέσα στο σκούρο μαύρο της θάλασσας. Οι χαρακτήρες είναι πολύ πιο έντονοι, βίαιοι, απότομοι, βιαστικοί. Μια επανάσταση βρίσκεται στο απόγειό της και οι αντιμαχόμενες δυνάμεις πασχίζουν για τους σκοπούς τους. Ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με πολύ δυναμικούς χαρακτήρες, που ζητούν δύναμη και δικαιοσύνη, σκιαγραφούμενοι με πολλή λεπτομέρεια. Το παρελθόν τους τούς ορίζει, αλλά το μέλλον βρίσκεται μπροστά τους.

Αν τα παραπάνω ακούγονται αόριστα, είναι η προσωπική μου προσπάθεια να δέσω σε ένα νοητό νήμα πολλές διαφορετικές, αντιμαχόμενες υπάρξεις –θνητές και αθάνατες– με όσα τους ενώνουν, σε μια εποχή που μυρίζει μπαρούτι και θάνατο. Εδώ βλέπουμε το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής από τα μάτια των Οθωμανών. Η νοοτροπία τους, ο τρόπος ζωής τους, το πώς βλέπουν τους επαναστατημένους Έλληνες, όλα είναι διαφορετικά. Η Λένη, ο Σελίμ, ο Ιμπραήμ, κάθε ήρωας αυτού του βιβλίου έχει κάτι ξεχωριστό να πει.

Εδώ θέλω να δώσω τα εύσημα στον συγγραφέα για την αριστοτεχνική απόδοση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν αρκείται να μας δείχνει την αντίπαλη πλευρά. Το κάνει μέσα από τα σπίτια τους, τις συνήθειές τους, τα φαγητά και τα ποτά τους. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί, όπως ντοβλέτι, ασκέρι, αγάς, ζιαφέτι, πεσκέσι, γιαταγάνι, τουρμπάνι, δίνουν αληθοφάνεια στο έργο και πείθουν για άλλη μια φορά πως ο Ντίνος Χατζηγιώργης ξέρει τι γράφει και πώς το γράφει. Διάβασα αυτό το βιβλίο γρηγορότερα από τα άλλα δύο, χάρη στη μαγική ατμόσφαιρα και την ταχύτητα των γεγονότων. Η θυελλώδης πλοκή, αν και οδηγεί πολλούς χαρακτήρες σε καταστάσεις που δεν ήθελαν και τους δένει με πρόσωπα αταίριαστα, δίνει ένα τέλος ικανοποιητικό, που με έκανε να αναρωτιέμαι τι θα γίνει στο τελευταίο μέρος.

«Στον δρόμο του υπήρχαν άλλα, μικρότερα βασίλεια, σκοτεινοί, πικροί τόποι με σκοτεινούς ανθρώπους χωρίς ψυχή»


Η φωτογραφία από τον Βαγγέλη Ιωσηφίδη

Μέρος Τρίτο: Ραγισμένα Μνήματα [2022]

Χρόνια μετά, με κάποιους χαρακτήρες που περιμέναμε κι άλλους όχι, η ιστορία συνεχίζεται σε άλλη μια δοκιμαζόμενη περίοδο για την Ελλάδα αλλά και για τον κόσμο: τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή. Η αρχική εικόνα ήταν πάλι γεμάτη χρώματα, σε ένα πλαίσιο κάπως πιο ξέγνοιαστο, όσο η εποχή επιτρέπει. Ο συγγραφέας δε βιάζεται να μπει στο γκρίζο και το μαύρο, που μας περιμένει στο κύριο μέρος του έργου. Αρχικά, χρησιμοποιεί ένα πολύ έξυπνο τέχνασμα για να εισάγει δύο κεντρικούς χαρακτήρες, κάνοντάς τους διακριτούς, ενδιαφέροντες και ικανούς να κερδίσουν την προσοχή και την αγωνία του αναγνώστη.

Η μαυρίλα δεν αργεί όμως να πλακώσει. Εδώ οι βρικόλακες δεν είναι παντοδύναμοι. Και βρίσκονται ανάμεσα σε ανθρώπους αδύναμους, βουτηγμένους στις κακουχίες. Όπως το φως της μέρας είναι απαγορευτικό για τα πλάσματα της νύχτας, έτσι και η πείνα είναι απαγορευτική για τους ανθρώπους που αναζητούν την αξιοπρέπεια και τη ζωή. Βλέπουμε απλούς ανθρώπους να υποφέρουν, να πεθαίνουν αβοήθητοι, να θρηνούν, να αδικούν και να αδικούνται, γενικώς μια εικόνα που μόνο τέτοιες ακραίες εποχές μπορούν να γεννήσουν. Και δίνεται χρόνος σε κάθε μεριά, σε κάθε οπτική γωνία.

Όπως προαναφέρθηκε, οι βρικόλακες εδώ δεν είναι παντοδύναμοι. Οι άνθρωποι είναι πια προετοιμασμένοι και υπάρχουν κι άλλοι, μεγαλύτεροι εχθροί απέναντί τους. Η δαιμονική τους όψη, η οποία κυριαρχούσε στα άλλα δύο μέρη της τριλογίας, σαν να γαληνεύει λίγο. Προσπαθούν να αφήσουν το κτήνος πίσω τους και να εναρμονιστούν, όσο το δυνατόν, με τον άνθρωπο. Με ποιον άνθρωπο όμως; Αν στο πρώτο μέρος ο βρικόλακας ήταν το τέρας απέναντι σε μια αδύναμη ανθρωπότητα και στο δεύτερο άνθρωποι και βαμπίρ αγωνίζονταν ισάξια για τους σκοπούς τους, στο τελευταίο μέρος οι άνθρωποι έχουν γίνει τέρατα και το αιματοκύλισμα μοιάζει ασταμάτητο.

Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, που άλλοτε πελαγοδρομούν κι άλλοτε εστιάζουν σε νέους στόχους, δίνουν για άλλη μια φορά νόημα στην πλοκή, προτού τα πάντα βυθιστούν στη ματαιότητα. Η συγκίνηση στο τέλος της τριλογίας ήταν πρωτόγνωρη.

«Μην κλάψεις για μένα» είπε η Φρύνη. «Είχα μια πολύ καλή ζωή και έχω πολλούς να μου κλείσουν τα βλέφαρα. Εύχομαι να βρεις κι εσύ αυτό που ψάχνεις»

Ήταν λες και ο Ντίνος Χατζηγιώργης συνομιλούσε μαζί μου, με μια γαλήνη που με συνεπήρε.

Συνολικά:

Ως έργα φαντασίας, τα τρία αυτά βιβλία εξερευνούν το πλάσμα της λαογραφίας που ονομάζεται βρικόλακας από πολλές οπτικές. Με μια φροντίδα που απαντάται σπάνια πια, με κυνισμό προς την ανθρώπινη ύπαρξη και ως μέτρο σύγκρισης της ανθρωπιάς, ο βρικόλακας παρουσιάζεται με έναν τρόπο ξεχασμένο στην εποχή μας. Κρύος, σκοτεινός, απόκρυφος, με δυνάμεις που τον κάνουν αρπακτικό, αιμοδιψές θηρίο και, πάνω απ’ όλα, πανίσχυρο. Οι άνθρωποι σε οποιονδήποτε χώρο και χρόνο φοβούνται το πλάσμα αυτό και υιοθετούν διάφορες τακτικές για να το αντιμετωπίσουν. Διαβάζουμε διάφορα ονόματα: βρικόλακας, βουρβούλακας, βαμπίρ, μορόι, στριγκόι, στρίγια, ανάλογα με τις φυλές που το αντικρίζουν ή μιλάνε γι’ αυτό. Εδώ ο συγγραφέας γίνεται γλύπτης και σμιλεύει μορφές αλλόκοτες και τρομακτικές, με έμφαση στη λεπτομέρεια που απαθανατίζεται στις σκηνές δράσης.

Στο ιστορικό κομμάτι, ο Ντίνος Χατζηγιώργης δείχνει πως ξέρει πολύ καλά τι γράφει. Όποια εποχή κι αν περιγράφει, της αποδίδει μια γλύκα ρεαλιστική, χωρίς ωραιοποιήσεις. Ξέρει να αναδεικνύει την ομορφιά μέσα από την ασχήμια, το χρώμα μέσα από τη σκόνη. Οι περιγραφές του είναι πληρέστατες, βασισμένες σε όλες τις αισθήσεις και ο τρόπος που χτίζει την ατμόσφαιρα εντυπωσιακός. Σεβόμενος το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο, τολμά να δείξει όψεις της ιστορίας που δεν είναι ο καθένας έτοιμος να αντικρίσει. Μάλιστα, το κάνει με έναν τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες για την αληθοφάνεια των χαρακτήρων του. Είναι λες και σκηνοθετεί και οδηγεί μια αόρατη κάμερα όπου θέλει, παρέχοντας στον αναγνώστη χρώμα, ήχο και ζωντάνια, αφήνοντας κάθε φορά ανεπηρέαστη την εσάνς της εποχής.

Στο κοινωνικό επίπεδο, θα τον χαρακτήριζα ζωγράφο. Η προαναφερθείσα ευαισθησία χρωματίζει τους ανθρώπους με πολύ ρεαλιστικό τρόπο, χρησιμοποιώντας την παλέτα χρωμάτων όπως αρμόζει κάθε φορά. Δεν υπάρχουν προκαταλήψεις εδώ. Ο καθένας παίρνει ό,τι του αξίζει, ασχέτως εποχής, χρώματος, φυλής, φύλου και εθνότητας. Είναι ενάντια στη φύση των βιβλίων να διαλέγουμε στρατόπεδα, διότι τα πάντα αλλάζουν ανάλογα με την οπτική γωνία που βλέπουμε τον λεπτομερή πίνακα ζωγραφικής που έχει δημιουργηθεί εμπρός μας κομμάτι κομμάτι. Ένα υπόγειο σύστημα δικαιοσύνης ορίζει την τάξη πίσω από τη σκληρή πραγματικότητα και τα κενά της ιστορίας γεμίζουν με χρώματα που κάθε φορά αντικατοπτρίζουν κάτι άλλο. Σκούρο κόκκινο του έρωτα, πορφυρό της περηφάνειας, ασημένιο της αξιοπρέπειας και χρυσό της ελπίδας.

Όσο για τις υπαρξιακές ανησυχίες και ερωτήσεις, εδώ ο συγγραφέας αναλαμβάνει τον ρόλο μουσικού. Αφήνει τον αναγνώστη να ταξιδέψει στο αόρατο, το αιώνιο και το παραφυσικό, ενόσω μπροστά του εκτυλίσσονται σκηνές πάθους, βιαιότητας, αλλά και ανθρωπιάς. Ο απόηχος όλων αυτών είναι μια αίσθηση αναγνωρίσιμη αλλά όχι απτή, που με έκανε να κοιτάζω μακριά στον ορίζοντα με το πέρας του κάθε μέρους.

Με λίγα λόγια, ο Ντίνος Χατζηγιώργης λειτουργεί πολύπλευρα, όπως αρμόζει σε έναν καλλιτέχνη, αφήνοντας ως κληρονομιά ένα υψηλής ποιότητας έργο, που έχει να δώσει πολλά σε κάθε αναγνώστη, όποια αλήθεια κι αν εκείνος αναζητά...