“Στα Όρια της Μνήμης”

“Στα Όρια της Μνήμης”

Κάτι σκίρτησε βαθιά μέσα της. Οργισμένα πάλεψε ενάντια στο ξύπνημα μιας απρόσκλητης σκέψης –ή ήταν απλή συναισθηματική αντίδραση; Από τη μνήμη της άντλησε εικόνες, μαστιγώνοντας τον εαυτό της με κάθε ταπεινωτική και εξευτελιστική λεπτομέρεια. Εκείνος της είχε καταστρέψει τη ζωή! Εξαιτίας των πράξεών του, εκείνη ήταν τώρα χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, ένα τίποτα και μάλιστα μ’ ένα έμβρυο στην κοιλιά της, που η σύλληψή του έγινε παρά τη θέλησή της. Ό,τι κι αν πάθαινε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος τώρα, του άξιζε με το παραπάνω. Η ίδια θα περίμενε και θα παρακολουθούσε ως το τέλος. Μετά θα έφευγε από εδώ και, όταν ερχόταν εκείνη η ώρα, θ’αποκτούσε παιδί που δε θα είχε επιρροές από τον πατέρα του, αφού αυτός θα ήταν ήδη νεκρός.

Εκεί που κοιτούσε, με τις παλάμες των χεριών της να την προστατεύουν από το υπνωτικό παιχνίδισμα των σαγηνευτικών φώτων, η Άννα είδε τα χαλαρά του δάχτυλα να σαλεύουν και να σφίγγονται σε γροθιά. Κατάλαβε τη μεγάλη προσπάθεια αυτής της χειρονομίας και συνειδητοποίησε ότι, ο άντρας έδινε σκληρή μάχη, άσχετα αν αυτή ήταν αθόρυβη. Αγωνιζόταν με όλη του τη δύναμη ενάντια σε ό,τι τον κρατούσε αιχμάλωτο.

Εκείνο το κάτι μέσα της, που είχε ανασαλέψει και ξυπνήσει έγινε δυνατότερο. Προσπάθησε να το πνίξει. Στον άνδρα δεν άξιζε καλύτερη μοίρα από εκείνη, που τον περίμενε εδώ. Δεν του χρωστούσε τίποτε περισσότερο από τη δικαιοσύνη, που είχε ζητήσει από το θεό ν’απονείμει γι’αυτήν. Το σφιγμένο σε γροθιά χέρι του σηκώθηκε αργά, τόσο αργά που θα νόμιζε κανείς ότι, ήταν αλυσοδεμένο σε κάποιο μεγάλο βάρος. Όταν το βλέμμα της ανέβηκε στο πρόσωπό του, κατάλαβε τι μαρτύριο πρέπει να ήταν γι’ αυτόν. Η Άννα ακούμπησε τους ώμους της στον πέτρινο τοίχο και βλαστημούσε τον εαυτό της, που επέτρεπε τις αδυναμίες να εισβάλουν μέσα της.

Ένα παράξενο φως φάνηκε μπροστά στον άνδρα, μαζί με κάποια άλλη φρίκη. Δεν είχε σχηματοποιηθεί ακόμη, αλλά ανέδιδε μια αποτρόπαιη απειλή μεγαλύτερη από κάθε φόβο, που προκαλούσε ο πυρετός της μάχης. Ο λόγος ήταν ότι, αυτός ο τρόμος δεν ήταν ριζωμένος σε κάποιο συνηθισμένο κίνδυνο, αλλά πήγαζε από μια φρικαλεότητα, που ανήκε στην αυγή της δημιουργίας του κόσμου. Ο άνδρας δεν ήταν σίγουρος ούτε πως είχε έρθει εδώ ούτε αν όλα αυτά ήταν όνειρο ή όχι. Δεν είχε χρόνο όμως να σπαταλήσει σε θολές αναμνήσεις. Όλες τις δυνάμεις που διέθετε, έπρεπε να τις διαθέσει αποκλειστικά για ν’αντιμετωπίσει αυτό που τον κρατούσε αιχμάλωτο. Ήταν κάτι που πάσχιζε να τον ποτίσει με τη δική του ζωή, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει, όχι τουλάχιστον όσο διέθετε τη δύναμη ν’αντισταθεί.

Κάτι του έλεγε ότι, αν κατόρθωνε να σπάσει αυτό που κρατούσε δέσμιο το σώμα του, θα μπορούσε να νικήσει κι εκείνο, που ήθελε να κυριαρχήσει στο νου και τη θέλησή του. Αν κατάφερνε να κινηθεί ενάντια στη βούληση του αντιπάλου, μπορεί ν’ανακτούσε πάλι τον έλεγχο. Έτσι έστρεψε όλη του την προσπάθεια στο χέρι του και ιδίως στα δάχτυλά του. Ήταν σαν οι μύες τους να ήταν άνευροι, παράλυτοι, αλλά κατάφερε να τα σφίξει σε γροθιά. Ύστερα σήκωσε το μπράτσο του, τόσο αργά που έτσι και ξεχνιόταν για μια στιγμή, μπορεί να έχανε τον αγώνα. Καταλάβαινε ότι, δεν έπρεπε να χαλαρώσει στο ελάχιστο την έντονη προσπάθεια της θέλησής του, που ήταν επικεντρωμένη σε αυτήν την απλή κίνηση. Τι θα μπορούσαν να κάνουν σε αυτήν την περίπτωση τα όπλα; Είχε την αόριστη εντύπωση ότι, αυτό το ακατανόμαστο, άμορφο πλάσμα που τον απειλούσε τώρα, θα γελούσε μακάβρια, αν αντιμετώπιζε όπλα φτιαγμένα από ανθρώπους, έστω κι αν ήταν ατομικά.

Ατομικά και καταστροφικά όπλα κατασκευασμένα από ατσάλι. Λίγο πέρα από τα όρια της μνήμης του κάτι άρχισε να μορφοποιείται. Ξαφνικά μια μικρή, ασαφής θύμηση πέρασε σαν αστραπή από την οθόνη του μυαλού του. Όπλα από ατσάλι! Μια νύχτα είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του δίπλα σε κάποια πανύψηλα οικοδομικά κτίρια που στέγαζαν ως επί το πλείστον γραφεία, αλλά και κατοικίες πρώην κατάδικων, νυν λαθρεμπόρων, εσαεί εμπόρων ναρκωτικών και άλλων κατακαθιών του υπόκοσμου. Κι εκείνος είχε ακουμπήσει ένα τεράστιο κυνηγετικό μαχαίρι δίπλα στα γυμνά πόδια της Άννας και άρχισε να της χαϊδεύει με πάθος τους γοφούς παρά τις διαμαρτυρίες της, λέγοντας της επιτακτικά να μη φωνάξει και τους αντιληφθούν οι σκοτεινοί τύποι της περιοχής. Το είπε ψιθυριστά αυτό το τελευταίο, καθώς αντιλήφθηκε κάποιες σκιές να περνούν λίγο πιο μακριά από το αυτοκίνητό του...

Ο Άρης διαισθανόταν ότι υπήρχε πλήθος αποκρουστικών θελήσεων, που στρεφόταν εναντίον του. Γιατί τον είχαν ακινητοποιήσει έτσι; Τι κακό είχε κάνει στο παρελθόν, που θα έπρεπε να τιμωρηθεί με αυτόν τον τρόπο; Ο Άρης φρόντισε να παραγκωνίσει τις ερωτήσεις από το μυαλό του. Δεν είχε χρόνο για κάτι τέτοιο. Έπρεπε να συγκεντρώσει όλη του την προσπάθεια στην σωτηρία του. Εκείνη, όμως, η αλλόκοσμη θέληση συνέχιζε να βαραίνει και να τον παραλύει. Ο Άρης προσπάθησε να κάνει πίσω έστω και κατά ένα βήμα. Τα πόδια του όμως ήταν σαν να τα είχε βουτήξει σε κινούμενη άμμο, αποκλείοντας κάθε κίνηση.

Η Άννα τον παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια. Το πρόσωπο του εχθρού της ήταν μουσκεμένο, με τον ιδρώτα να φτιάχνει ρυάκια από το μέτωπο ως το σαγόνι του, ποτίζοντας και όλο το υπόλοιπο κορμί του. Το στόμα του ήταν παραμορφωμένο σε γκριμάτσα, με τα χείλη σφιγμένα πάνω στα δόντια.

"Γυναίκα!" Η λέξη αντήχησε μέσα στο κεφάλι της με μια ψυχρή αλαζονεία, που την πόνεσε. "Τι προσπαθείς να μου κάνεις;" Ήταν μια απεγνωσμένη φωνή που έπρεπε να παρακούσει η Άννα, αν ήθελε να δει να πραγματοποιείται ο θρίαμβός της. Θρίαμβος; Τι τρομακτική λέξη! Η Άννα μαζεύτηκε πίσω στο γκρίζο τοίχο, παρακολουθώντας εκείνη την αλλόκοτη μάχη. Ο άντρας αντιδρούσε τόσο αργά.

"Θα πληρώσεις ακριβά για ό,τι μου έκανες"! Του το φώναξε αυτό ή το ψιθύρισε; Ή μήπως το σκέφτηκε μόνο; Δεν ήταν απόλυτα σίγουρη. Ούτε και μπορούσε να κατανοήσει, γιατί της ήταν αδύνατον να ολοκληρώσει τη δουλειά, που την είχε οδηγήσει εδώ. Δεν το καταλάβαινε.

Παντού σκοτάδι και τα χέρια της ήταν δεμένα. Κάποιος της την έπεσε μ’ ένα κυνηγετικό μαχαίρι. Ύστερα ακούστηκαν κραυγές θριάμβου. Κάποιος την πλησίασε με άσεμνες προθέσεις μέσα από τις σκιές. Πρόλαβε να διακρίνει μόνο το τριχωτό στήθος και τη γυμνή κοιλιά του. Αμέσως μετά ένιωσε ένα βαρύ, αηδιαστικό χέρι να την πιέζει με δύναμη, προκειμένου να την ακινητοποιήσει. Άκουσε ένα γέλιο, ένα ανατριχιαστικό γέλιο που την έκαιγε σα φωτιά. Το κορμί της έτρεμε, καθώς της άνοιγε τα πόδια με ανίερη βουλιμία. Όχι, αρνιόταν να τα ξαναζήσει όλα εκείνα, που πέρασε στα βέβηλα χέρια και τις ανομολόγητες ορέξεις του άνδρα! Θα πάλευε να μην τα θυμηθεί! Έτσι βρέθηκε και πάλι στο παρόν. Αντίκρισε τον Άρη ν’ αγωνίζεται την αργή, απεγνωσμένη του μάχη και θυμήθηκε ποιος ήταν.

"Η τιμωρία σου θα είναι σκληρή!" του φώναξε. Η Άννα όρθωσε το κορμί της. Έπρεπε να τον τιμωρήσει. Τότε θα μάθαινε κι αυτός τι σήμαινε να είσαι ανήμπορος, εξευτελισμένος και πιθανόν νεκρός.

"Θα υποφέρεις πολύ!" του είπε

Ποτέ, όμως, δεν είχε προβλέψει μία τιμωρία σαν αυτή, που έβλεπε τώρα να ξετυλίγεται μπροστά της. Μέσα της ξύπνησε μια νέα αίσθηση κινδύνου. Αυτό που είχε επικαλεστεί για να πάρει την εκδίκηση, που η ίδια αδυνατούσε ν’ απονείμει, δεν είχε κανένα απολύτως σημείο επαφής με την ανθρώπινη γνώση. Στον Άρη άξιζε σίγουρα η χειρότερη τιμωρία. Μια τιμωρία όμως με ανθρώπινα κριτήρια. Όχι αυτό που αντίκριζε αποσβολωμένη να διαδραματίζεται μπροστά της! Τότε το δεξί της χέρι ψαχούλεψε στο στήθος της και σφίχτηκε γύρω από μια πέτρα με σκαλισμένα επάνω της κάποια παράξενα ιερογλυφικά, που είχε για φυλαχτό. Από τη στιγμή που την άγγιξε, ή άναρθρη φωνή έπαψε να αποτελεί πόνο για το μυαλό της. Η Άννα σήκωσε την πέτρα-φυλαχτό ψηλά στον αέρα. Ο Άρης παρακολουθούσε τις κινήσεις της. Η Άννα προέκτεινε με ένταση την πέτρα στον αέρα, σ’ ευθεία γραμμή με αυτόν.

Ο κίνδυνος εξαφανίστηκε, μαζί με τους φόβους του Άρη.

Την ίδια στιγμή ο Άρης κατάλαβε ότι, μπορούσε να κινηθεί και πισωπάτησε τρικλίζοντας. Δάχτυλα άρπαξαν το μπράτσο του και τον τράβηξαν προς την ίδια κατεύθυνση. Τίναξε το χέρι του σε σαρωτική κίνηση, αποκρούοντας τη νέα, όπως νόμισε, εχθρική επίθεση. Μια κραυγή ακούστηκε κι έστρεψε το κεφάλι του. Το μυαλό του ξεκαθάρισε κι είδε τη γυναίκα, που τον παρακολουθούσε τόση ώρα να δίνει τη δική του απεγνωσμένη μάχη. Για μια φορά ακόμη ένιωσε κάτι ελαφρύ να τον αγγίζει στον ώμο κι έριξε μια λοξή ματιά. Η γυναίκα στεκόταν δίπλα του, με το ένα χέρι στο στήθος της και το άλλο ακουμπισμένο ψηλά στο μπράτσο του. Η κουκούλα σκίαζε το πρόσωπό της έτσι που δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της. Μπορούσε όμως ν’ ακούσει τον ψίθυρο της φωνής της. Παρόλο που δε ξεχώριζε τα λόγια, υπήρχε μια ρυθμική ροή σε αυτά, σαν η γυναίκα να σιγοτραγουδούσε κάποιο μελωδικό ύμνο προς μία ανώτατη θεότητα, προκειμένου να την εξευμενίσει ώστε να πετύχει την εύνοιά της.

Ο Άρης προσπάθησε ν’ αποτινάξει από πάνω του το χέρι της γυναίκας, αλλά δεν τολμούσε να την σπρώξει πέρα. Προσπάθησε μόνο να την απωθήσει, συστρέφοντας το κορμί του. Εκείνη ούτε υπάκουσε ούτε έδωσε καμιάν απόκριση. Απλώς συνέχισε εκείνους τους ανατριχιαστικούς ψιθύρους της. Είχαν έναν ικετευτικό τόνο, μιαν αγωνιώδη παράκληση. Ο Κρίστιαν μπορούσε να νιώσει το πάθος στα λόγια της. Ύστερα από τα δάχτυλα της Άννας, που ήταν γαντζωμένα στον ώμο του, ένιωσε να ρέει στο μπράτσο, στη ράχη και στο στήθος του μια ζεστασιά, μια χαλάρωση –όχι από το σφίξιμό της, αλλά από τα δεσμά που τον κρατούσαν εκεί, μέσα στην κεντρική εσωτερική αυλή του κτιριακού συγκροτήματος. Ο Άρης πέρασε το χέρι του κάτω από την κουκούλα της και ψηλάφισε το σφυγμό στο λαιμό και στον καρπό της. Δεν ένιωσε τίποτε κι έτσι προσπάθησε να διαπιστώσει αν δούλευε η καρδιά της. Με σκοπό να το κάνει αυτό, απομάκρυνε το χέρι της από την πέτρα-φυλαχτό, που έσφιγγε ανάμεσα στα στήθη της. Όταν άγγιξε την πέτρα, την ένιωσε να πάλλεται και μια ζεστασιά απλώθηκε στο χέρι του πρώτα και μετά σε ολόκληρο το σώμα του. Ξαφνιασμένος το τράβηξε απότομα πίσω πριν συνειδητοποιήσει ότι, αυτό που άγγιζε δεν ήταν κίνδυνος, αλλά πηγή δύναμης και ζωής.

Η καρδιά της γυναίκας εξακολουθούσε να χτυπάει. Ο Άρης προσπάθησε να βάλει σε κάποιον ειρμό τις σκέψεις του. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι, είχε ανοίξει πριν κοιμηθεί το παράθυρο του δωματίου του για να ρίξει μια ματιά πέρα από το βουνό στην απέραντη θάλασσα. Η ματιά του όμως δεν ήταν δυνατόν να μη συλλάβει και το άπειρο του έναστρου ουρανού. Ο Άρης παραμέρισε την κουκούλα της Άννας και έσκυψε πιο κοντά να την περιεργαστεί καλύτερα. Ξαφνικά το κορμί της γυναίκας έκανε ένα απότομο τίναγμα να τον αποφύγει. Από το στόμα της ξέφυγε μια απόκοσμη κραυγή τέτοιου φόβου, που πραγματικά τον αιφνιδίασε. Ολόκληρη η στάση της, καθώς πάλευε να σηκωθεί, έδειχνε τόση αγωνία και τρόμο, που τον έκανε να μείνει ασάλευτος. Με κάποια προσπάθεια η γυναίκα κατάφερε να σταθεί στα πόδια της. Είχε ξεφωνίσει μόνο μια φορά και τώρα ο Άρης είδε τα χέρια της να κινούνται κάτω από τη στενή μπλούζα της. Ο ήλιος ήταν στο αποκορύφωμά του κι έδιωχνε μακριά τα λιγοστά σύννεφα, όταν το φως του γυάλισε έντονα σε κάτι που κρατούσε στο χέρι της.

Το μαχαίρι διέγραψε μια τροχιά προς το μέρος του. Αυτός μόλις που πρόλαβε να της αρπάξει το χέρι πριν η λεπίδα χωθεί στη σάρκα του. Η γυναίκα έκανε σαν τραυματισμένη τίγρη, με το κορμί της να συστρέφεται, να τινάζει τα μέλη του και να δαγκώνει, καθώς πάλευε μαζί του. Τελικά ο Άρης αναγκάστηκε να της ρίξει μια καλοζυγισμένη γροθιά στο σαγόνι, που τη σώριασε πάλι αναίσθητη κάτω. Δε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να τη μεταφέρει πίσω στο ξενοδοχείο που έμενε ο ίδιος. Μήπως της είχαν σαλέψει τα λογικά, έτσι ώστε να βλέπει εχθρούς παντού γύρω της; Ο Άρης, εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια να εξηγήσει τα φαινόμενα, τη φορτώθηκε στην πλάτη του, λιπόθυμη όπως ήταν και ανασαίνοντας απαλά. Δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν, όταν έσπρωξε την εξώπορτα του ξενοδοχείου, που άνοιξε σχετικά εύκολα. Προχώρησε παραπατώντας μέχρι το δωμάτιό του, απίθωσε το φορτίο του στο κρεβάτι και πήγε να φτιάξει ένα ζεστό καφέ. Εκείνο που λαχταρούσε περισσότερο απ’ όλα αυτήν τη στιγμή ήταν να ξανανιώσει λίγη ζεστασιά μέσα του.

Το κεφάλι της Άννας πήγαινε να σπάσει. Ο πόνος φαινόταν να προέρχεται από το πλάι του προσώπου της. Άνοιξε τα μάτια της. Είδε ένα αμυδρό φως. Προσπάθησε ν’ ανακαθίσει στο κρεβάτι, όπου κάποιος την είχε ξαπλώσει. Κοκάλωσε, παγωμένη από φόβο και κοιτάζοντας έντονα εκείνον το ψηλό και μυώδη άντρα, ο οποίος καθόταν στην πολυθρόνα απέναντί της, βαστώντας στο δεξί του χέρι μια κούπα αχνιστό καφέ. Κατάλαβε σχεδόν αμέσως ότι ήταν ο Άρης. Μια αίσθηση αναγούλας της ανακάτεψε το στομάχι και ξεροκατάπιε βιαστικά για να μην ξεράσει στο πάτωμα. Άραγε θα ξαναζούσε ένα βιασμό της, όπως την άλλη φορά, από αυτόν τον αποκρουστικό άντρα; Κοίταξε επιφυλακτικά ολόγυρα. Βρισκόταν μέσα σ’ ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου εργαζόταν. Στο δωμάτιο του βιαστή της. Αυτός τη μετέφερε εδώ! Μήπως για να απολαύσει καλύτερα, αυτό που επρόκειτο να της ξανακάνει; Τώρα όμως ήταν αποφασισμένη. Αν δοκίμαζε να της ριχτεί, θα έβαζε τις φωνές, θ’ αντιστεκόταν. Σίγουρα κάποιος θα ερχόταν να τη βοηθήσει.

Ο Άρης την κοίταξε, παρατηρώντας την με τόσο διαπεραστικό βλέμμα, που η Άννα θα έπαιρνε όρκο ότι μπορούσε να διαβάσει άνετα τις πιο ενδόμυχές της σκέψεις.

"Θα σε σκοτώσω" του δήλωσε ξεκάθαρα

"Όπως το δοκίμασες ήδη;" της αποκρίθηκε ψύχραιμα

"Αυτήν τη φορά δε θ’ αλλάξω γνώμη"

Ο άντρας γέλασε. Με το γέλιο του αυτό φάνηκε για μια στιγμή να γίνεται άλλος άνθρωπος, πιο ζεστός, πιο ευχάριστος και λιγότερο σκληρός.

"Μη στενοχωριέσαι! Ούτε αυτήν τη φορά άλλαξες γνώμη. Απλώς χρειάστηκε να σε χτυπήσω" Ύστερα το μειδίαμα που είχε ακολουθήσει το γέλιο του έσβησε και την κοίταξε με στενεμένα μάτια και σφιγμένα χείλη. Η Άννα αρνήθηκε να του επιτρέψει να την πτοήσει και τον κάρφωσε με το δικό της άγριο βλέμμα.

"Ή μήπως εννοείς κάποιαν άλλη περίπτωση; Κάτι που έγινε πριν τραβήξεις το μαχαίρι σου εναντίον μου;" της είπε ξανά τότε ο Άρης.

Η Άννα θα πρέπει να είχε προδώσει την αλήθεια με κάποια μικρή αλλαγή, που ο Άρης διάβασε στο πρόσωπό της. Ο Άρης έγειρε μπροστά, την άρπαξε από τους ώμους και την τράβηξε πιο κοντά του παρά την αντίστασή της. Την κράτησε έτσι που να τη βλέπει καλά στα μάτια.

"Γιατί; Γιατί; Τι σου έκανα, κοπέλα μου; Και αν σου έκανα κάτι σοβαρό, που αν συνέβαινε θα το θυμόμουν σίγουρα, γιατί με βοήθησες σε αυτή την εσωτερική μου πάλη; Γιατί; Απάντησέ μου." Την ταρακούνησε, απαλά στην αρχή, αλλά με την κάθε ερώτηση και πιο δυνατά, έτσι που το κεφάλι της κουνιόταν πέρα δώθε στους ώμους της. Την έπιασε ζαλάδα. Ο Άρης φάνηκε να καταλαβαίνει ότι έτσι της ήταν αδύνατον να του απαντήσει και την κράτησε ακίνητη σα να επιζητούσε να διαβάσει την αλήθεια τόσο στα μάτια της όσο και να την ακούσει από τα χείλη της.

"Δεν έχω συγγενή πρόθυμο ν’ απαιτήσει το δίκιο μου" αποκρίθηκε η Άννα θλιμμένα. "Επομένως δε μου έμενε τίποτε άλλο παρά να το βρω μόνη μου, με όποιον τρόπο μπορούσα. Έτσι σε οδήγησα σε μια διαπάλη με τον ίδιο σου τον εαυτό και με τις ενοχές σου, αναζητώντας έναν τρόπο ν’ αποδώσω δικαιοσύνη".

"Δικαιοσύνη; Όμως, ορκίζομαι ότι πρώτη φορά βλέπω το πρόσωπό σου. Μήπως σε κάποια μάχη σκότωσα κάποιο δικό σου πρόσωπο, αδελφό, εξάδελφο, αγαπημένο; Πως μπορεί όμως να έγινε αυτό; Εκείνοι που πολέμησα εγώ ήταν οι συμμορίες, που λυμαίνονταν την πόλη. Ποια γυναίκα όμως που ανήκε σε αυτές τις συμμορίες θα ζητούσε ποτέ εκδίκηση για εκείνον που έγινε αφέντης της με τη βία; Ή μήπως αυτό έγινε, κορίτσι μου; Σε άρπαξαν, αλλά βρήκες κάποιον ανάμεσά τους, που σου άρεσε και ξέχασες το αίμα σου;"

Αν μπορούσε η Άννα θα τον έφτυνε κατάμουτρα γι’ αυτήν την προσβολή. Ο Άρης θα πρέπει να διάβασε αμέσως το θυμό στα μάτια της.

"Ωστε δεν είναι ούτε αυτό. Τότε γιατί; Δεν είμαι άνθρωπος που πάει γυρεύοντας για καβγάδες με τους συντρόφους του. Ούτε και άγγιξα ποτέ γυναίκα παρά τη θέλησή της".

"Έτσι, ε;". Η Άννα είχε επιτέλους ξαναβρεί τη φωνή της, σ’ ένα ασυγκράτητο και αστείρευτο κύμα οργής. Ώστε δεν άγγιξες γυναίκα παρά τη θέλησή της, μεγάλε και τρανέ ήρωα; Ξέχασες, λοιπόν, τι έγινε πέντε μήνες πριν, στον πιο κακόφημο δρόμο της πόλης; Ή ήταν κάτι τόσο συνηθισμένο για την αφεντιά σου ώστε να το ξεχάσεις έτσι αδιάφορα; Παρόλο που ξεχείλιζε από οργή και φόβο, η Άννα μπόρεσε να διακρίνει στην έκφρασή του Άρη μιαν ατόφια κατάπληξη.

"Πριν πέντε μήνες; Μα εγώ τότε ήμουν επικεφαλής των Ειδικών Δυνάμεων στην Αθήνα, όπου τότε εκπαίδευα μια νέα ομάδα...". Ο Άρης μιλούσε με τόση ειλικρίνεια, που θα μπορούσε να τον πιστέψει η Άννα, αν εκείνο το δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού του δεν τον έβγαζε ψεύτη.

"Λες φοβερά ψέματα! Εντάξει, μπορεί να μη θυμάσαι το πρόσωπό μου. Με βίασες στα σκοτεινά, έχοντας πρώτα εξοντώσει τη συμμορία, που με είχε αιχμαλωτίσει. Τους άντρες του αδελφού μου τους σκότωσαν όλους τα μέλη της συμμορίας αυτής. Για εμένα είχαν άλλα σχέδια. Όταν όμως ήρθε η σωτηρία, τα σχέδια δεν άλλαξαν παρά μόνο τα πρόσωπα, όπως φρόντισες να το αποδείξεις εσύ ο ίδιος"

"Σου ξαναλέω πως εγώ ήμουν στην Αθήνα! Ο Άρης την είχε αφήσει και είχε γυρίσει στην πολυθρόνα, που καθόταν πριν από όλες αυτές τις κουβέντες. Θα έπαιρνες όρκο αλήθεια ότι ήμουν εγώ; Αναγνωρίζεις το πρόσωπό μου;"

"Ναι, θα έπαιρνα όρκο! Όσο για το πρόσωπό σου, δε μου χρειάζεται αυτό. Ήταν σκοτάδι, όταν μου ρίχτηκες. Υπάρχει όμως μία απόδειξη, που από τότε μένει ανεξίτηλη στη μνήμη μου".

Ο Άρης σήκωσε το χέρι του να τρίψει την παλιά ουλή στο σαγόνι του και το φως του πολύφωτου έκανε το ολόχρυσο δαχτυλίδι του ν’ αστράψει. Ήταν ένα αντικείμενο εντελώς αταίριαστο με το λιτό του ντύσιμο. Κανείς δε θα μπορούσε να το ξεχάσει, έστω κι αν το έβλεπε μόνο μια φορά στη ζωή του.

"Ποια είναι αυτή η απόδειξη;" ρώτησε ο Άρης.

"Τη φοράς στο δάχτυλό σου, μπροστά στα μάτια όλων. Όπως την είδα και τότε, κάθαρμα. Είναι το δαχτυλίδι σου".

Ο Άρης εμβρόντητος πετάχτηκε στην κυριολεξία από την πολυθρόνα του, κοιτάζοντας το χρυσό δαχτυλίδι!

"Ώστε αυτή είναι η απόδειξη που σ’ έκανε να με διαολοστείλεις; Το δαχτυλίδι αυτό το κέρδισα κάποτε στα χαρτιά". Χασκογελούσε πάλι, αλλά αυτή τη φορά σκληρά, χωρίς καθόλου ευθυμία. "Η αλήθεια είναι ότι, εσύ με έστειλες στο “ναό του Εγώ”, έτσι δεν είναι; Πες μου όμως τώρα, γιατί όταν με είχες θέσει σχεδόν στην εξουσία του απώτερου εαυτού μου, με βοήθησες να κατανοήσω τα λάθη του παρελθόντος τα οποία όμως δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μ’ εσένα; Ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω αυτό. Γιατί, λοιπόν, με έσωσες;"

Τότε η Άννα του είπε την αλήθεια..

"Δεν ξέρω. Ίσως επειδή ο πόνος ήταν δικός μου και η πληρωμή θα έπρεπε να είναι δική μου. Και κάτι περισσότερο όμως. Δε μπόρεσα ν’ αφήσω έναν άνθρωπο, ακόμη κι έναν σαν κι εσένα, στ’ ακατανόμαστα πλάσματα του εσώτερου εαυτού του".

"Πολύ καλά, αυτό το δέχομαι και το καταλαβαίνω. Το μίσος, ο φόβος και η απόγνωση μπορεί να μας σπρώξουν όλους σε ενέργειες, που όταν τις ξανασκεφθούμε να μετανιώσουμε που τις κάναμε. Κάτι τέτοιο σου συνέβη, αλλά μετά ανακάλυψες ότι, ήσουν πολύ άνθρωπος για να φθάσεις μέχρι το τέλος. Τότε μάλλον ταξινομήθηκαν και αξιολογήθηκαν και οι ενοχές μου για παρωχημένες αμαρτωλές καταστάσεις..."

Η Άννα ανατρίχιασε, παγωμένη από τον απόλυτο τρόμο, που ένιωσε ξαφνικά. Τι πήγε να κάνει μέσα στην τυφλωμένη οργή της, στο μίσος της και στη δίψα για εκδίκηση; Τι την είχε συγκρατήσει από αυτήν την πράξη την τελευταία στιγμή, κάνοντάς την να τρίψει την πέτρα-φυλαχτό, που είχε κρεμασμένη στο λαιμό της, και να τη σηκώσει στον αέρα; Κάποιο μέρος του εαυτού της που αρνιόταν να επιτρέψει ένα τέτοιο έγκλημα; Πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ποτέ σε αυτόν τον άνθρωπο, που τώρα την κοίταζε λυπημένα; Η Άννα κοίταξε πάλι τα δάχτυλά της, που ήταν ξανά σφιγμένα στην κοιλιά της και αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η ζωή της από εδώ και πέρα.

"Στάσου εδώ και περίμενε", της είπε ξαφνικά ο Κρίστιαν. "Θέλω μόνο να μου υποσχεθείς ένα πράγμα. Αν επιστρέψω, χωρίς να ελέγχω τον εαυτό μου, κλείδωσε την πόρτα πίσω μου και μη με αφήσεις να βγω από το δωμάτιο με κάθε θυσία".

"Στο υπόσχομαι", του είπε με σταθερή φωνή η Άννα.

Ο Άρης απομακρύνθηκε με το ανάλαφρο βήμα ανθρώπου μαθημένου να βαδίζει αθόρυβα σε άγνωστους τόπους, όπου η ζωή του μπορεί να εξαρτιόταν από αυτό. Τώρα που η Άννα έμεινε μόνη, οι σκέψεις της γύρισαν πάλι στο ερώτημα του τι θα έκανε το άλλο πρωί. Ποιος θα της πρόσφερε άσυλο; Η Άννα προτιμούσε να μη το σκέφτεται, αν και για μια στιγμή αναρωτήθηκε, αν ο Άρης θα της πρόσφερε τη συνοδεία, που δεν είχε δικαίωμα να του ζητήσει, αλλά τα επόμενα λόγια του την αιφνιδίασαν.

"Νομίζω ότι μοιάζουμε πολύ οι δυο μας, τόσο που θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε μαζί στη ζωή. Δε ζητώ απάντηση τώρα αμέσως"

Η Άννα περιεργάστηκε προσεκτικά το σοβαρό και συνάμα αμήχανο πρόσωπο του Άρη, θέλοντας να σιγουρευτεί ότι τα εννοούσε όλα αυτά που έλεγε. Αυτό που παρατήρησε εκεί, της έκανε να κρατήσει την ανάσα της και τα χέρια της σηκώθηκαν στο στήθος της για να σφίξουν την πέτρα-φυλαχτό...