“Όταν προσεδαφιστούμε” - 10 ποιήματα για την πρόκληση της φυγής προς τα Άστρα

“Όταν προσεδαφιστούμε” - 10 ποιήματα για την πρόκληση της φυγής προς τα Άστρα

ΟΥΡΑΝΙΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ

Το πρόσωπό μου ανασύρω

μέσα απ’ τις συστοιχίες των άστρων,

μέσα απ’ τους αστεροειδείς της ψυχής μου

Θολό το αντικρίζω γεμάτο σκόνη

Ξεθωριασμένα τα όνειρά μου

πριν από αμέτρητους αιώνες

Παράτησα πίσω μου την ελπίδα

πως θα παρέμενα ένας μόνιμος κάτοικος της υδρογείου

καθώς χανόμουν μέσα σε κόσμους συμπαντικούς

ολόφωτους και πλανερούς

που δε γνώριζα,

ούτε κι εκείνοι με είχαν ξαναδεί

Και όμως χόρεψα μαζί τους σε παράξενες γιορτές

όπου όλα τ’ απόκοσμα όντα

είχαν γραμμένο στο μέτωπό τους

τ’ όνομά μου

Επάνω σε απόκοσμους τοίχους

στα σύνορα απέραντων αυτοκρατοριών

συνάντησα δυσανάγνωστες επιγραφές

που ανάφεραν τ’ όνομα μου

Και όμως οι αλλόμορφοι ισχυρίζονταν

πως δε με ήξεραν,

ούτε είχαν ακούσει τίποτα

για τους κρυφούς μου πόθους

Δεν κατάλαβα τότε την αθωότητά τους,

ούτε την ατόφια ειλικρίνεια τους

Δεν ήμουν συνηθισμένος

σε τέτοια υψηλά πράγματα στη Γη

Μα όταν με οδήγησαν

ανάμεσα από δαιδαλώδη και ανώνυμα δρομάκια

σε απέραντους τόπους παραδείσιους,

αντιλήφθηκα πως η μνήμη μου

θα γέμιζε πια με ήρεμες, γαλήνιες στιγμές ευωχίας

που θα εξάγνιζαν όλες τις επίγειες

σκοτεινές μου εποχές

ΟΤΑΝ ΠΡΟΣΕΔΑΦΙΣΤΟΥΜΕ

Όταν επιτέλους προσεδαφιστούμε

στον εξωπλανήτη που ονειρευτήκαμε

δε θα έχουμε ανάγκη

από άλλους Παραδείσους,

αρχαίες ραψωδίες,

μαγικά βιολιά, άρπες, πόθους φλογερούς

Θα νιώθουμε μια ευτυχία ατόφια

Θ’ αναπνέουμε ευωδιές

ανεπανάληπτων ονείρων και προσδοκιών

που θα μπορούμε να μυρίζουμε

και μέσα στο αιώνιο σκοτάδι

Θ’ αφήσουμε τις ελπίδες μας για μια καινούργια ζωή

να λικνίζονται νωχελικά μπροστά στα μάτια μας

Θα σκορπίσουμε τα ροδοπέταλα της αιώνιας νύχτας

στον εύφορο λειμώνα της φαντασίας μας

Θα επιτρέψουμε επιτέλους

στα κορμιά μας ν’ ανθίσουν

ΜΗΝ ΕΝΔΩΣΕΙΣ

Της συμπαντικής πορείας σου τα βήματα μη διακόψεις

Μη διστάσεις μπροστά στον πόνο του αποχωρισμού

απ’ γήινο σου λίκνο

Σκέψου σοβαρά το χρέος που έχεις

απέναντι στις επερχόμενες γενιές

Πρόσεξε τους κομήτες

και τους αστεροειδείς μην σε χτυπήσουν 

και το αστρόπλοιό σου αλλάξει

επικίνδυνα τη ρότα σου!

Περιθώρια πολλά δεν έχεις

για μια εξαρχής ανάκτηση

του ποθούμενού σου προορισμού

Τον εαυτό σου κοίταξε να δικαιώσεις

Πάσχισες πολύ γι’ αυτό

Ίδρωσες πολύ

Πόνεσες πολύ

Ενώπιον των αδυναμιών σου μη λιποψυχήσεις

Μην ενδώσεις στους δισταγμούς σου

Παίξε με προσοχή το παιχνίδι του ανέφικτου!

Η ΔΟΞΑ

Διάστημα, εστεμμένε χώρε του ανέφικτου,

της φυγής μου έναυσμα

και άκρατε πόθε

Κόκκος άμμου η ύπαρξή μου

μέσα στην απεραντοσύνη σου

Τη μελαγχολία μου θρυμματίζεις

με μανία καθώς περιηγούμαι

στα πιο απόκρυφα σημεία του κορμιού σου

Νικώ τ’ άγρια θηρία, τα φαντάσματα,

τους δράκους των άδικων και των ειδεχθών

κόσμων που εμφωλεύουν μέσα σου

Ένδοξες ημέρες με περιμένουν

στ’ απύθμενα βάθη του απείρου

καθώς θα παλεύω με τη Λερναία Ύδρα

της κούρασης μου, τις Στυμφαλίδες όρνιθες

των φόβων και των υπεκφυγών μου,

τους μαντιχώρες των δισταγμών και των αναστολών μου,

το τεράστιο φίδι του υποσυνείδητου μου

Θα τα νικήσω όλα τα τέρατα και θα δοξαστώ

μέχρι την πιο αθώρητη γωνιά της οικουμένης

ΕΙΔΩΛΟ ΣΤΟΥΣ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Οι καθρέφτες είναι πάντα ειλικρινείς

Σου δείχνουν πάντοτε

αυτά που δε θέλεις ν’ αντικρίσεις

την απρόσμενη σκοτεινιά του προσώπου σου,

τα μεγάλα λάθη της σιωπής σου

Κάθε πρωί το γυαλί τους

λαμποκοπά και σ’ εξευτελίζει

Στέκεσαι μπροστά τους

ακίνητος σαν άγαλμα

Αφήνεις την κοφτερή γωνία τους

να σε κόψει βαθιά και αμετανόητα

Χάνεσαι μέσα στη γυαλιστερή απεραντοσύνη τους

Το είδωλό σου νιώθει σα δεσμώτης χωρίς αλυσίδες,

σα μαχητής χωρίς αντιπάλους και δόξα

μόνο με τις ρυτίδες μιας υποκριτικής γαλήνης

που καμιά σχέση δεν έχει μαζί σου

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΥΡΙΟ

Τα όνειρα του απομεσήμερου

μετά από πολύωρο περπάτημα

σε χώματα άγνωστου πλανήτη

Οι πόθοι που ρυθμικά

μας καλούν να βυθιστούμε στην αγκαλιά

του απρόσμενου θάμβους τους

Η μέρα που πέρασε σχεδόν,

θολώνοντας με δάκρυα

την επικράτεια της μνήμης μας

Τα διάφανα κουρασμένα κορμιά μας

που μεταμορφώνονται σε αστέρια

καταυγασμένα από φως

Όλα αυτά δοκιμάζουν

την αντοχή μας στο ξεκίνημα

της δημιουργίας ενός νέου κόσμου

Το φεγγάρι που μας ρίχνει

λοξές ματιές καθώς γυρίζει

πλευρό και ξεκουράζεται

Οι σκιές της ζωής μας

που βάφονται με καινούργια χρώματα

Το ένα μισό του προσώπου μας

που προσμένει με αγωνία

τη μετατροπή του άλλου

σε τρανό ταξιδευτή του Σύμπαντος

Ποιο πάθος θα τα μεταλλάξει

σε μορφές αλλόκοσμες

που καμιά επιθυμία για επιστροφή στη Γη

δε θ’ απομείνει μέσα τους;

Όλα αυτά τα τρομάζουν

οι δοκιμές και τα παιχνίδια με το άπειρο

Μα εμείς είμαστε πρόθυμοι

να τα μάθουμε και άλλα παράξενα,

όπως την αντανάκλαση μιας αχτίδας

επάνω στα βλέφαρά τους

Όλα αυτά για ένα αύριο

που θ’ ανοίξει τις πύλες τ’ ουρανού,

αφήνοντας το φως μιας ολοκαίνουργιας ζωής

να διώξει το σκοτάδι

των παρακμασμένων επίγειων ημερών μας

ΔΕ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ

Απόψε δε θα κοιμηθώ

Την σκέψη μου δε θ’ αφήσω να ξελογιάσει

κανένα όνειρο, κανένας εφιάλτης

Ταξίδεψα χιλιάδες έτη φωτός

για ν’ ανακαλύψω αυτόν τον εξωπλανήτη

των λησμονημένων υποσχέσεων

Γύρισα χίλιους γαλαξίες για να βρω

μια παράξενη φύση να με πλανέψει

Περιπλανήθηκα σ’ εκατομμύρια Σύμπαντα

για ν’ απιθώσω κάπου

τον σταυρό που κουβαλάω απ’ τη Γη

Δε ξέρω γιατί μα πιστεύω

πως αυτός ο πλανήτης θα με σώσει,

πως η κουρασμένη μου ζωή

θα ξαποστάσει σε πανέμορφους λειμώνες

ησυχίας και γαλήνης

Σιωπή θα φέρει η μαγεία

του καινούργιου καταλύματός μου

Δε γυρίζω πίσω στο σκοτάδι της υδρογείου

Εδώ θα βρω αγάπη

Εδώ θα βρω τον πόθο

Ας με προκαλεί η νοσταλγία

Βουβό θα κρατήσω τον πόνο μου

Ανάμεσα απ’ τις ξένες πέτρες

θ’ ανακαλύψω διέξοδο για τα όνειρά μου

Θα ξαναβρώ την ισορροπία μου

μέσα στο ποτάμι των δακρύων μου

Θα ριζώσω στο άγνωστο χώμα

Θ’ αποκτήσω χρυσές φτερούγες

που θα με οδηγήσουν

πέρα απ’ το θάνατο της μνήμης

και του αιώνιου μου Γολγοθά

Ο ΠΟΝΟΣ ΜΟΥ

Ποτέ δε δοκίμασα την ηδονή της αγκαλιάς σου

Δε χόρτασα τον έρωτά σου

Τη ζωή μου στο γαλαξία σου χαρακτήριζε πάντα

μια άγουρη εγκατάλειψη,

μια ευτυχία αδοκίμαστη,

γιατί τα δάχτυλά μου έσφιγγαν αμετάπειστα

τη δύστοκη ώρα του δισταγμού

Γύριζα πίσω

στη μετέωρη σιωπή

της απαρχαιωμένης αποικίας μου

Μετάνιωνα μα τι σημασία έχει;

Κανείς δε με περίμενε

Κανείς δεν επιθυμούσε να επιστρέψω

Με υποδεχόταν μόνο η ερημιά

και άγνωστες σκιές

μέσα σε ξεχασμένους δρόμους

Την καρδιά μου μόνο λυπόμουν

που παρατούσα στο στήθος της Ειμαρμένης

να θηλάζει αμετάκλητα πίκρα και πόνο

Ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ ΑΠΟΙΚΟΣ

Μπροστά μου απλώνεται

το σκουριασμένο συμπαντικό τοπίο

Η καρδιά μου ετοιμόρροπη

απ’ τα χτυπήματα της απογοήτευσης

Ένα μικρό κομμάτι της αποδεσμευμένης

απ’ την ειρκτή της υδρογείου ψυχής μου

ονειρεύεται ακόμη

τους καταπράσινους λειμώνες της

Αναζητώ το φως και το θρόισμα

του διαστημικού ανέμου

Το άρωμα της προσμονής του με ζαλίζει

Οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες των οικείων μου

έχουν ξεψυχήσει πριν από αιώνες

Τις έθαψα στην καρδιά των αστεροειδών

Την αυγή θα βουτήξω όμως

στη θάλασσα του εξωπλανήτη

που ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μου

παρακινημένος απ’ το θρήνο

του φύλακα αγγέλου μου

Θα σκαρφαλώσω στο κορμί του,

καθορίζοντας το ως το λίκνο της νέας ζωής μου

Η ποθητή σάρκα του θ’ αποτινάξει

όλη την σκόνη των αναστολών από την πλάτη μου

Θ’ απαγκιστρωθώ επιτέλους

απ’ τη φαιδρότητα των αναβολών μου

Θα γίνω ο ανάδοχος του ουρανίου σώματος

ΥΣΤΑΤΗ ΦΟΡΑ

Πως έφθασα έως εδώ;

Άγνωστος ο πλανήτης

Το τοπίο απόκοσμο

Πολύχρωμα πλάσματα τον κατοικούν

Τα βλέπω να σέρνονται βιαστικά

με λάμψεις στα ερπετικά τους μάτια

κι ένα παράξενο ηλιοστέφανο

στα φιδίσια τους μαλλιά

Διωγμένα είναι

απ’ την αποικία που έκτισα εγώ,

απ’ τα λευκά οικοδομήματά μου

μέσα στην αποτρόπαιη ομίχλη

Ο άνεμος τους ψιθυρίζει κάτι

και απομακρύνεται

Άραγε να ήταν λόγια παρηγοριάς;

Ποιος το ξέρει;

Τρέχουν τώρα μέσα σε ανώνυμους δρόμους

Στενά δρομάκια γεμάτα τοξική λάσπη

Και να ξανά ο δυνατός αέρας!

Έρχεται πάλι για να σαρώσει

έναν κόσμο που τελειώνει

Εγώ, ο σκονισμένος αστροταξιδευτής,

κουβαλώ αναμνήσεις και θρήνους

αλλόκοσμων όντων που ξέρουν καλά

πως ο άνεμος φυσάει γι’ αυτά

για ύστατη φορά