“Για Όνομα των Θεών...” : Οι αρχαίοι θεοί, οι μύθοι τους και η δημιουργία του κόσμου μέχρι σήμερα

Αποσπασματικές σκέψεις μέσα από μια χιουμοριστική νουβέλα φαντασίας

“Για Όνομα των Θεών...” : Οι αρχαίοι θεοί, οι μύθοι τους και η δημιουργία του κόσμου μέχρι σήμερα

“Όταν βλέπω την τυφλή και αξιοθρήνητη κατάσταση του ανθρώπου, όταν επισκοπώ ολόκληρο το σύμπαν μέσα στη σιωπή του και τον άνθρωπο μόνο κι εγκαταλελειμμένο χωρίς κανένα φως, σαν χαμένο σε αυτή τη γωνιά του σύμπαντος, δίχως να ξέρει ποιος τον έβαλε εκεί, τι ήρθε να κάνει, τι θα γίνει όταν πεθάνει, ανίκανο να γνωρίζει το οτιδήποτε, με πιάνει τρόμος, σαν κάποιον που μέσα στον ύπνο του τον μετέφεραν σ’ ένα τρομακτικό έρημο νησί και ξυπνάει, νιώθοντας χαμένος κι ανίκανος να δραπετεύσει. Και ύστερα μου προκαλεί θαυμασμό το πώς μια τόσο αξιοθρήνητη κατάσταση δεν ρίχνει τους περισσότερους ανθρώπους στην απελπισία”.


Μπλεζ Πασκάλ (1623 - 1662)

Συνεπαρμένος από αυτή τη μεταφυσική αγωνία που τόσο όμορφα αναλύει ο φυσικός επιστήμονας Μπλεζ Πασκάλ, ο άνθρωπος αναζήτησε τον Θεό ή τους θεούς, τους οποίους αντιλήφθηκε ως δημιουργούς όλων όσα υπάρχουν και συνεπώς γνώστη του σκοπού που εξυπηρετεί η ύπαρξη των δημιουργημάτων τους. Ο Θεός ή οι θεοί αυτοί ήταν η πρώτη αιτία των πάντων. Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος έβλεπε ένα φως στην άκρη της απέραντης σκοτεινιάς του σύμπαντος. Μόνο αυτό το φως ήταν ικανό να τον απαλλάξει κατά μεγάλο μέρος από βασανιστικά ερωτήματα που γεννιούνταν συνεχώς μέσα του. Ταυτόχρονα ήταν σε θέση να δημιουργήσει και νέα. Πιστεύοντας στην ύπαρξη ενός Θεού ή πολλών θεών, δημιουργών όλων όσα υπάρχουν, ίσως τελικά ο άνθρωπος να κατόρθωνε να κατασιγάσει τη φλόγα που έκαιγε μέσα του.

Πριν από όλα αυτά όμως οφείλουμε να κατανοήσουμε την ουσία του προβλήματος, σχετικά με το αν η ίδια η ύπαρξη του κόσμου αποδεικνύει ταυτόχρονα και την ύπαρξη ενός Θεού ή πολλών θεών δημιουργών. Όταν λέμε ότι ο Θεός ή οι θεοί δημιούργησαν τον κόσμο, προφανώς εννοούμε δύο πράγματα. Αμφότερα έχουν να κάνουν με τις δύο βασικότερες έννοιες που μπορεί να έχει η λέξη δημιουργία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είτε να σημαίνει τη σταδιακή ή απότομη οργάνωση της ύλης, η οποία προϋπήρχε σε μια χαοτική κατάσταση και κάποτε άρχισε να οργανώνεται, αποκτώντας συγκεκριμένη μορφή, είτε την εξαρχής δημιουργία ύλης μέσα από το τίποτα, το απόλυτο κενό.

Ανεξάρτητα από αυτά τα δύο, δηλαδή από το αν ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός ή μέσω της σταδιακής ή απότομης οργάνωσης του χάους, οι περισσότεροι φιλόσοφοι συμφωνούσαν ανέκαθεν ότι αιτία της ύπαρξής του ήταν ο Θεός ή οι θεοί. Η άποψη αυτή διατυπώθηκε αρχικά από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Το “Ακίνητο Κινούν” του Αριστοτέλη, που ταυτιζόταν με τους θεούς, ήταν αυτό που προκαλούσε κάθε κίνηση και δραστηριότητα μέσα στο σύμπαν, αφού ήταν η πηγή που μπορούσε να ανιχνευθεί πίσω από την αιτία κάθε κίνησης και δραστηριότητας. Το “Ακίνητο Κινούν” του Αριστοτέλη ήταν αυτό που έθεσε σε κίνηση τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά όμως, παρέμενε μια επέκταση της φυσικής πραγματικότητας.

Επιπλέον, η ανθρωπολογική αντίληψη θεωρούσε μέχρι πρόσφατα την ύπαρξη του θρησκευτικού ενστίκτου ως μια απόλυτα ψυχολογική λειτουργία. Πριν από λίγο καιρό όμως επιστήμονες μπόρεσαν να εντοπίσουν ένα σημείο στον ανθρώπινο εγκέφαλο από το οποίο φαίνεται να εκπορεύονται τα θρησκευτικά ένστικτα. Η ανακάλυψη αυτή έγινε από μια ομάδα νευροεπιστημόνων του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, που πειραματίζονταν με άτομα που έπασχαν από επιληψία. Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, μετρώντας την ηλεκτρική δραστηριότητα των υποκειμένων, οι επιστήμονες διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι υπήρχε ένα νευρικό κέντρο κοντά στον ακουστικό πόρο, που ερεθιζόταν έντονα, όταν τα υποκείμενα σκέφτονταν τον Θεό. Στο κέντρο αυτό έδωσαν την ονομασία “God Module”.

Μήπως λοιπόν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να πιστεύουμε στον Θεό; Με μια θετική απάντηση σε αυτό το ερώτημα συνηγορεί το γεγονός ότι οι θρησκείες δημιουργήθηκαν από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Άλλοτε για να εξευμενίσουν τις πανίσχυρες φυσικές δυνάμεις και άλλοτε για να μπορέσουν να δώσουν μια πειστική εξήγηση στο θαύμα της ύπαρξης του κόσμου, οι θρησκείες βρήκαν γόνιμο έδαφος στις καρδιές των ανθρώπων.

Αρχικά, ενώ ο Θεός ή οι θεοί ήταν αποδεκτοί ως τα υπέρτατα όντα που δημιούργησαν τον κόσμο, ουσιαστικά θεωρούνταν κάτι πολύ απόμακρο και μεγάλο για να εξακολουθεί να ασχολείται με τα πράγματα του κόσμου. Είναι αυτή ακριβώς η άποψη που συναντάμε σε πάρα πολλούς μύθους Δημιουργίας, όταν λένε ότι, αφού ο Θεός ή οι θεοί τελείωσαν το δημιουργικό τους έργο, αποσύρθηκαν εκεί από όπου είχαν έρθει. Για παράδειγμα, οι Αιθίοπες λένε ότι: “Ο Θεός απομακρύνθηκε από εμάς”, όπως επίσης και οι Μπαντού: “Αφού ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο δεν ασχολήθηκε πια καθόλου μαζί του”. Αυτός ίσως άλλωστε να είναι και ο λόγος που ώθησε τους ανθρώπους να στραφούν σε “κατώτερους”, πιο προσιτούς θεούς, όπως αυτούς που απαρτίζουν τα παγανιστικά πάνθεα.


Η δημιουργία του Αδάμ, νωπογραφία του Μιχαήλ Άγγελου

Σε αυτό το σημείο δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα: νοιάζεται ο Θεός ή οι θεοί για το δημιούργημά τους; Η χριστιανική παράδοση απαντά πως ναι. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και κυβερνά τον κόσμο, επεμβαίνοντας όποτε το κρίνει σκόπιμο. Οι θεοί όμως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν επεμβαίνουν καθόλου στα πράγματα του κόσμου, παραμένοντας εντελώς αδιάφοροι γι’ αυτόν. Και η αδιαφορία του Θεού ή των θεών για τον κόσμο δεν οφείλεται βέβαια σε κάποιο καπρίτσιο, αλλά στο ότι ο Θεός ή οι θεοί δεν μπορούν να ασχοληθούν με τίποτα κατώτερο από τους ίδιους και συνεπώς ίσως να μη γνωρίζουν καν την ύπαρξη του κόσμου, αφού, σύμφωνα με την αριστοτελική αντίληψη, οι θεοί δεν μπορούν ακόμα και να διαλογιστούν τίποτα κατώτερο από τους ίδιους.

Προφανώς όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούν τον Θεό ή τους θεούς πηγάζουν από τον τρόπο με τον οποίο τους αντιλήφθηκε ο άνθρωπος. Γιατί είναι καταφανές, ότι ο άνθρωπος αντιλήφθηκε τον Θεό ή τους θεούς με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα πάντοτε με τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στην κοινωνία στην οποία ζούμε. Εξετάζοντας τα εκατοντάδες θρησκευτικά συστήματα, που άκμασαν κατά καιρούς σε ολόκληρο τον κόσμο, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι η εικόνα που έφτιαξε ο άνθρωπος δεν είναι αντικειμενική αλλά αλλάζει σύμφωνα πάντοτε με τις ανάγκες του. Είναι παράδοξο –όμως πέρα για πέρα αληθινό– το ότι ο άνθρωπος πάντοτε επεδίωκε να λατρέψει έναν “θεό άψογης λειτουργίας”. Ίσως το γεγονός αυτό να σχετίζεται με το ότι ο κάθε άνθρωπος βιώνει τον Θεό ή τους θεούς με διαφορετικό τρόπο και βέβαια με το ότι η σύλληψη του Θεού πάντοτε σχετιζόταν με την ανθρώπινη φαντασία.

Συχνά οι άνθρωποι καλλιέργησαν μια ανθρωπομορφική εικόνα του Θεού ή των θεών. Φαντάστηκαν τα υπέρτατα όντα ως μια κατά πολύ μεγαλύτερη και ισχυρότερη προβολή του εαυτού τους, στην οποία μπορούσαν να προσδώσουν τα πάθη και τις αδυναμίες τους. Είναι ακριβώς αυτό που περιέγραφε ο Πωλ-Ανρί Τιρύ, Βαρόνος του Χολμπαχ, λέγοντας ότι οι άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να περιγράψουν το Θεό, “κατασκευάζουν έναν γιγάντιο, παραφουσκωμένο άνθρωπο”. Η ανθρωπομορφική αντίληψη για τον Θεό ή τους θεούς έφθασε στο απόγειό της με τον χριστιανισμό, όπου όχι μόνο αποδίδεται στον ένα και μοναδικό Θεό ανθρώπινη μορφή, αλλά και υπόσταση. Η ανθρωπομορφική αυτή αντίληψη πηγάζει προφανώς από την ιδέα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του, τον οποίο θεωρεί κορωνίδα της Δημιουργίας.


Πωλ-Ανρί Τιρύ, Βαρόνος του Χόλμπαχ (1723-1789)

Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του ανθρώπου να περιγράψει τον Θεό ή τους θεούς και τις ιδιότητές τους, εκείνοι εξακολουθούν να παραμένουν ακατάληπτοι για την ανθρώπινη διάνοια. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε και οι μύθοι που έχει πλάσει η ανθρωπότητα στην προσπάθειά της να περιγράψει τον Θεό ή τους θεούς και τη σχέση τους με τον κόσμο παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, αφού είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε όχι τον Θεό ή τους θεούς και τον κόσμο, αλλά το πώς αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τα ζητήματα αυτά.

Όταν οι επιστήμονες πήραν τη σκυτάλη από τους φιλόσοφους και τους θεολόγους στην προσπάθεια να διαμορφώσουν μια νέα θεωρία για τη Δημιουργία, το πρόβλημα πήρε διαφορετική τροπή. Ο Θεός ή οι θεοί μπήκαν τότε σε δεύτερη μοίρα, ή καλύτερα η ίδια η δημιουργική διαδικασία, ανεξάρτητα με την ύπαρξη ή όχι του Θεού ή των θεών, έγινε το κύριο αντικείμενο μελέτης. Έτσι, σιγά σιγά η επιστήμη μπόρεσε να διαμορφώσει και να παρουσιάσει τις δικές της εκδοχές για τη Δημιουργία και να αφηγηθεί τη δική της ιστορία του κόσμου.

Το βασικότερο πρόβλημα που προέκυψε σε όλες τις επιστημονικές θεωρίες που διατυπώθηκαν σχετικά με τη Δημιουργία, ήταν αυτό της απώτατης αρχής. Οι επιστήμονες βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ερώτημα αν το σύμπαν υπήρχε από πάντα ή αν δημιουργήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ουσιαστικά το πρόβλημα αυτό ήταν το ίδιο που έκανε αιώνες ολόκληρους φιλόσοφους και θεολόγους να αισθάνονται αμήχανα: αν το σύμπαν δεν είχε κάποια συγκεκριμένη χρονική αρχή, τότε η ηλικία του θα ήταν άπειρη και επομένως η έννοια της Δημιουργίας δεν θα υφίσταται. Αν όμως το σύμπαν άρχισε να υπάρχει κάποτε, είναι αυτονόητο, ότι οι επιστήμονες θα έπρεπε να δεχθούν ότι εμφανίστηκε από το τίποτα. Κάτι τέτοιο βέβαια, υπονοεί την ύπαρξη ενός πρώτου συμβάντος, που προκάλεσε την αλυσιδωτή διαδικασία της Δημιουργίας. Η ύπαρξη ενός τέτοιου πρώτου συμβάντος παρέπεμπε στο πρωταρχικό ερώτημα: τι ήταν αυτό που προκάλεσε το πρώτο συμβάν;


Αναπαράσταση της μαύρης τρύπας Cygnus X-1, NASA

Όλες οι επιστημονικές θεωρίες φρόντισαν να ξεπεράσουν το πρόβλημα αυτό, παρακάμπτοντάς το. Η ύπαρξη κάποιου είδους αρχής από την οποία ξεκίνησε η διαδικασία της Δημιουργίας ήταν ωστόσο αναγκαία για την επιστήμη, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει παραπέρα και να αφηγηθεί τη δική της ιστορία του κόσμου. Οι επιστήμονες μπορούσαν έτσι να ξετυλίξουν την ιστορία της εξέλιξης της Δημιουργίας, παρέμεναν όμως αβέβαιοι για το αν πραγματικά υπήρξε κάποια αρχή σε όλη αυτή τη διαδικασία. Το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε έντεχνα με την αποδοχή της θεωρίας που πρεσβεύει ότι διάστημα, ύλη και χρόνος είναι αδιαχώριστα και αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Επομένως, αν υπάρχει κάποια αρχή στη δημιουργία του σύμπαντος, αυτή είναι και η αρχή του χρόνου. Συνεπώς, το ερώτημα σχετικά με τι υπήρχε πριν καταρρέει, αφού αυτό το “πριν” δεν υπάρχει. Ίσως όμως μπορούμε να πούμε ότι αυτό που προϋπήρχε και μέσα του το διάστημα, η ύλη και ο χρόνος ήταν ενωμένα μεταξύ τους, ήταν το ουροβόρο φίδι ως κοσμική δύναμη, το οποίο έχει την ιδιότητα να εμπεριέχει τα πάντα σε μια αέναη πορεία και κίνηση που τα καθιστά όντως αδιαίρετα μεταξύ τους.

Πάντως, παρά το γεγονός ότι οι επιστήμονες μπόρεσαν να διαμορφώσουν μια θεωρία για τη δημιουργία του κόσμου, αποδέχονται ότι δεν μπορούν να μιλήσουν με βεβαιότητα για το αν πριν από το σημείο που δέχονται ως αρχή υπήρχε τίποτε άλλο. Δεν έχουν κανένα απολύτως στοιχείο για την περίοδο πέρα από αυτό το γεγονός. Οι παρατηρήσεις και τα δεδομένα τους σταματούν εκεί ακριβώς και πέρα από αυτό το σημείο οι φυσικοί νόμοι φαίνονται να χάνουν την ισχύ τους. Έτσι, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το σημείο αυτό που η επιστημονική αφήγηση της Δημιουργίας δέχεται ως “αρχή” δεν είναι απαραίτητα η αρχή του κόσμου, όμως είναι σίγουρα το τέλος των γνώσεών μας.

Οι επιστημονικές θεωρίες για τη δημιουργία του κόσμου και την προέλευση της ζωής είναι πάρα πολλές. Μερικές από αυτές είναι περισσότερο αποδεκτές κι άλλες λιγότερο. Όμως, όπως έχει παρατηρήσει ο κοσμολόγος Φίλιπ Φρόιντ, όλες αυτές οι θεωρίες είναι εμποτισμένες από το αξίωμα της απώτατης αρχής, το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη ενός προδημιουργικού σύμπαντος μέσα στο οποίο κάτι, έστω και ελάχιστο, υπάρχει που γίνεται η βάση της μορφής που παίρνει τελικά ο κόσμος. Πρόκειται δηλαδή για την ίδια ακριβώς μέθοδο που ακολουθούσαν οι αρχαίοι μυθοπλάστες, όταν διαμόρφωναν τους δικούς τους μύθους της Δημιουργίας.

Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη δεν έχει επιτύχει σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι η μυθολογία ή η θρησκεία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της απώτατης αρχής. Μπορεί βέβαια να έχει προτείνει μια σειρά υποθετικών θεωριών, που ως ένα σημείο βασίζονται απόλυτα στην επιστημονική παρατήρηση, όμως πέρα από αυτό το σημείο δεν είναι παρά απλές αφηγήσεις που αποσκοπούν στην εξήγηση ενός μυστηριώδους κοσμικού φαινομένου. Αντιμετωπίζοντας με αυτή την οπτική όλες τις κοσμογονικές επιστημονικές θεωρίες, δεν θα ήταν υπερβολικό αν ισχυριστούμε, ότι ουσιαστικά μιλάμε για τη διαμόρφωση μιας νέας μυθολογίας εμποτισμένης κι εμπλουτισμένης από τις αξίες και την κουλτούρα του τεχνολογικού πολιτισμού μας.

Πάντως τα συστήματα εξήγησης, είτε είναι μυθικά, μαγικά, θρησκευτικά είτε επιστημονικά, αγκαλιάζουν τα πάντα. Εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς. Απαντούν σε όλες τις ερωτήσεις. Λογοδοτούν για την καταγωγή, το παρόν, ακόμη και για το μέλλον του σύμπαντος και τη δημιουργία του κόσμου. Είναι εύκολη η άρνηση του τύπου εξήγησης, που προσφέρουν οι μύθοι ή η μαγεία. Δεν είναι δυνατόν όμως να αμφισβητηθεί η ενότητα και η συνοχή τους, γιατί, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, απαντούν σε κάθε ερώτηση και λύνουν κάθε δυσκολία με ένα απλό και μοναδικό a priori επιχείρημα. Στην προσπάθειά τους να εκπληρώσουν τη λειτουργία τους και να ανακαλύψουν μία τάξη μέσα στο χάος του κόσμου, οι μύθοι και οι επιστημονικές θεωρίες ενεργούν σύμφωνα με την ίδια αρχή. Και στις δύο περιπτώσεις επιδιώκεται να εξηγηθεί ο ορατός κόσμος από αόρατες δυνάμεις, να συναρθρωθεί αυτό που δέχεται την παρατήρηση με αυτό που υπάρχει στην ανθρώπινη φαντασία. Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ο κεραυνός ως έκφραση της οργής του Δία, ή ως ηλεκτροστατικό φαινόμενο. Είναι δυνατόν να ειδωθεί μια αρρώστια ως αποτέλεσμα κάποιας κατάρας ή μιας μικροβιακής μόλυνσης. Σε κάθε περίπτωση όμως, το εξηγούμενο φαινόμενο θεωρείται ως το ορατό αποτέλεσμα μιας κρυμμένης αιτίας, η οποία συνδέεται με το σύνολο των αόρατων δυνάμεων, που υποτίθεται ότι κυβερνούν τον κόσμο. Στη μυθική ή επιστημονική αναπαράσταση του κόσμου, που κατασκευάζει ο άνθρωπος, συμβάλλει πάντοτε καθοριστικά η φαντασία του. Γιατί, αντίθετα με ό,τι συνήθως πιστεύεται, η επιστημονική διαδικασία δε συνίσταται απλώς στην παρατήρηση και τη συσσώρευση πειραματικών δεδομένων, ώστε να παραχθεί μια θεωρία. Μπορούμε να εξετάζουμε ένα αντικείμενο για πολλά χρόνια, χωρίς ποτέ να καταλήξουμε στην παραμικρή αξιόλογη επιστημονική παρατήρηση. Με σκοπό να αποκομίσουμε μια παρατήρηση κάποιας αξίας, πρέπει να έχουμε ευθύς εξαρχής μια ορισμένη ιδέα εκείνου, που υπάρχει για να παρατηρηθεί. Πρέπει να έχουμε αποφασίσει τι είναι δυνατό. Η επιστήμη εξελίσσεται, επειδή ξαφνικά αποκαλύπτεται μια άγνωστη πτυχή των πραγμάτων, γεγονός που δεν οφείλεται πάντοτε στην εμφάνιση κάποιας καινούργιας εργαλειακής λογικής, αλλά σ’ ένα νέο τρόπο εξέτασης των αντικειμένων, της θεώρησής τους, δηλαδή υπό νέα γωνία. Αυτή η ματιά οδηγείται αναγκαστικά από μια ορισμένη ιδέα γι’ αυτό που μπορεί όντως να είναι η “πραγματικότητα”. Εμπλέκει πάντοτε μία ορισμένη αντίληψη για το άγνωστο, τη ζώνη δηλαδή που βρίσκεται πέρα από αυτό που η λογική και η εμπειρία μας επιτρέπουν να πιστεύουμε. Σύμφωνα με τους όρους του Πήτερ Μενταβάρ, “η επιστημονική έρευνα αρχίζει πάντα με την ανακάλυψη ενός πιθανού κόσμου ή ενός κομματιού του”. Με τον ίδιο τρόπο αρχίζει και η μυθική σκέψη, σταματά όμως εδώ. Αφού κατασκευάσει αυτό που θεωρεί, όχι μόνο ως τον καλύτερο κόσμο, αλλά και ως το μόνο πιθανό, προσαρμόζει χωρίς κόπο την πραγματικότητα στο πλαίσιο που δημιούργησε. Κάθε γεγονός, κάθε συμβάν ερμηνεύεται σαν ένα σημάδι εκπεμπόμενο από τις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο και το οποίο αποδεικνύει την ύπαρξή τους και την σπουδαιότητά τους. Αντίθετα, για την επιστημονική σκέψη, η φαντασία δεν είναι παρά ένα στοιχείο του παιχνιδιού. Σε κάθε σταθμό οφείλει να εκτεθεί στην κριτική και στο πείραμα, ώστε να περιορίσει τη μερίδα του ονείρου στην εικόνα του κόσμου που επεξεργάζεται. Για την επιστήμη υπάρχουν πολλοί πιθανοί ή δυνατοί κόσμοι, αλλά ο μόνος ενδιαφέρων είναι ο υπάρχων και ο οποίος έχει δώσει από καιρό τις αποδείξεις του. Η επιστημονική διαδικασία αντιπαραθέτει συνεχώς αυτό που θα μπορούσε να είναι με αυτό που είναι. Αυτό είναι το μέσον για να κατασκευαστεί μια αναπαράσταση του κόσμου, όσο το δυνατόν πιστότερη σ’ αυτό που ονομάζουμε “η πραγματικότητα”.


Πήτερ Μενταβάρ (1915 - 1987)

Πράγματι, η επιστημονική διαδικασία αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια για να ελευθερωθεί η έρευνα και η γνώση από κάθε συγκίνηση. Ο επιστήμονας επιχειρεί να εξαιρεθεί από τον κόσμο, που προσπαθεί να καταλάβει. Προσπαθεί να μπει στην άκρη, να πάρει τη θέση ενός θεατή, ο οποίος δεν αποτελεί μέρος του κόσμου που μελετά. Με το συγκεκριμένο στρατήγημα, ο επιστήμονας ελπίζει, ότι θα αναλύσει αυτό που θεωρεί “πραγματικό κόσμο γύρω του”. Έτσι αυτός ο λεγόμενος “αντικειμενικός κόσμος” καταλήγει να μην έχει πνεύμα και ψυχή, χαρά και λύπη, επιθυμία και ελπίδα. Ο εν λόγω αντικειμενικός κόσμος διαχωρίζεται απολύτως από τον οικείο στην καθημερινή μας εμπειρία κόσμο. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί τη βάση όλου του δικτύου γνώσης, που αναπτύχθηκε στη δυτική επιστήμη, από την Αναγέννηση και μετά. Μόνο με τον ερχομό της μικροφυσικής εξαφανίστηκαν τα σύνορα μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου. Ο αντικειμενικός κόσμος δεν είναι πια τόσο αντικειμενικός, όπως έμοιαζε άλλοτε.

Αντίθετα η ανάγκη μύθων, συμπεριλαμβανομένων και των κοσμογονικών, φαίνεται πως είναι κοινό χαρακτηριστικό κάθε πολιτισμού και κάθε κοινωνίας. Φαίνεται ότι οι μύθοι συμβάλλουν στη συνοχή της ανθρώπινης ομάδας, δένοντας τα μέλη της με την πίστη σε μία κοινή καταγωγή. Πιθανότατα αυτή ακριβώς η πίστη επιτρέπει στην ομάδα να διακρίνεται από τις άλλες και να ορίζει τη δική της ταυτότητα. Αν και η ανθρώπινη εξέλιξη αναφέρεται συχνά με τρόπο, που αντιπαραθέτει πληθυσμούς πολιτισμένων και υποπολιτισμικών, όμως η ομοιότητα της ανθρωπότητας, από την άποψη του είδους, εμποδίζει τη θεωρία της εξέλιξης να παίζει έναν τέτοιο ρόλο – εκτός ίσως αν οι άνθρωποι θελήσουν κάποια μέρα να διαφοροποιηθούν από τους κατοίκους κάποιου άλλου πλανήτη. Επιπλέον, ένας μύθος περιέχει κάποιου είδους γενική εξήγηση, που δίνει στη ζωή μια σημασία και ηθικές αξίες. Τίποτα δε δείχνει, ότι η θεωρία της εξέλιξης θα μπορούσε να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, παρά τις πολλές απόπειρες που έχουν γίνει.

Αυτό το παρατηρούμε κυρίως με τον πρώτο κύκλο του μύθου που είναι ο μύθος της Δημιουργίας. Εδώ η μυθολογική προβολή του ψυχικού υλικού εμφανίζεται σε κοσμογονική μορφή, ως μυθολογία της Δημιουργίας. Εκείνο που κυριαρχεί είναι ο κόσμος, και το ασυνείδητο και αυτά αποτελούν το αντικείμενο του μύθου. Το Εγώ και ο άνθρωπος είναι ακόμη γυμνοί, και η γέννησή τους, ο πόνος τους και η χειραφέτησή τους συνιστούν τις φάσεις του μύθου της Δημιουργίας, όπου διακρίνεται έντονα η κοινή καταγωγή και κατάσταση του ανθρώπινου είδους.


Ερνστ Κασίρερ (1874 - 1945)

Ο Ερνστ Κασίρερ μας έδειξε πως σ’ όλους τους λαούς και σ’ όλες τις θρησκείες η Δημιουργία εμφανίζεται ως δημιουργία του φωτός. Έτσι η έλευση του συνειδητού, που εκδηλώνεται ως φως, σε αντίθεση προς το σκοτάδι του ασυνείδητου, αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο της μυθολογίας της Δημιουργίας. Ο Κασίρερ μάς έδειξε, επίσης, ότι στα διαφορετικά στάδια της μυθολογικής συνείδησης η πρώτη ανακάλυψη είναι η εσωτερική πραγματικότητα, ο σχηματισμός του Εγώ και της ατομικότητας. Στην αρχή αυτής της ανάπτυξης, που η μυθολογία τη θεωρεί αρχή του κόσμου, είναι η γέννηση του φωτός. Χωρίς το φως καμία κοσμογονία δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ ορατή.

Κι όμως, η πρωτογενής αρχή είναι προγενέστερη από τη γέννηση του φωτός μέσα από το σκοτάδι και περιβάλλεται από ένα πλήθος συμβόλων. Συμπεραίνουμε ότι πριν από την ανάπτυξη της πυρολατρίας, η οποία με τη σειρά της γέννησε την οφιολατρία, υπήρξε μια λατρεία που απευθυνόταν σε μια αρχέγονη αρχή. Η αρχή αυτή συνδέεται και συμβολίζεται με τον κύκλο, που είναι το σύμβολο της τελειότητας. Συγγενή σύμβολα είναι η σφαίρα, το αβγό και το στρογγύλον. Επίσης είναι και ο πρωτογενής κύκλος του Πλάτωνα.

Το στρογγύλον αυτό είναι το αβγό, το φιλοσοφικό Κοσμικό Αβγό, ο πυρήνας της αρχέγονης αρχής και το σπέρμα απ’ όπου ξεπήδησε ο κόσμος, όπως διδάσκει η ανθρωπότητα σ’ όλα τα μέρη της Γης. Επίσης είναι η τέλεια κατάσταση, που ενώνει τα αντίθετα, η τέλεια αρχή, γιατί τα αντίθετα δεν έχουν ακόμη διαχωριστεί και ο κόσμος δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί, το τέλειο τέλος, επειδή τα αντίθετα έχουν και πάλι συνενωθεί σε σύνθεση και ο κόσμος βρίσκεται και πάλι σε κατάσταση ηρεμίας.

Το νόημα που έχει το στρογγύλον ταιριάζει κατά πολύ με το νόημα του ερμαγείου στο βιβλίο του συγγραφέα Βασίλη Καννά που φέρει τον τίτλο Για όνομα των θεών, όπου ο χρόνος δεν έχει σημασία, εφόσον με τη μεσολάβηση του ερμαγείου το γήρας αντικαθίσταται από τη νιότη, οι αρχαίοι θεοί εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, οι άνθρωποι γίνονται θεοί ή έστω γιοί θεών ή ημίθεοι, τα αντίθετα ενώνονται.

Το παρόν βιβλίο πρόκειται για μια αστυνομική κωμωδία θεϊκών διαστάσεων που δεν υπόσχεται να μας φανερώσει το νήμα της ζωής, αφού αυτό είναι προφανές, ότι το γνωρίζουμε όλοι, αλλά να μας ωθήσει να το αναθεωρήσουμε.

Στο διήγημα αυτό του Βασίλη Καννά, διαβάζουμε πως το 2020 μ. Χ. ο Κώστας Μπάρκος, ιδιωτικός ερευνητής, δέχεται επίσκεψη από μια σαγηνευτική γυναίκα για να βρει ένα εξαφανισμένο οικείο της πρόσωπο. Το 1250 π.Χ. ο Οδυσσέας ξεκινάει το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη με κάτι κρυμμένο στο χιτώνα του (το ερμάγειο ή το στρογγύλον;). Το 855 μ.Χ. η μέλλουσα Πάπισσα Ιωάννα και ο μοναχός Φρουμέντιος έρχονται για διακοπές στα ελληνικά νησιά.

Το παρόν διήγημα αναφέρεται σ’ ένα μυστήριο που ξετυλίγεται σε τρεις χώρες και σε χρονικό βάθος 3.300 χρόνων περίπου. Διαδραματίζεται σε μια Ελλάδα, όπου οι θεοί του Ολύμπου έχουν ακόμη δύναμη, αλλά καθόλου χιούμορ. Εδώ ο Κώστας Μπάρκος θα αναλάβει να διατηρήσει την ισορροπία του κόσμου και ταυτόχρονα να βρει τρόπο να γεμίσει το ψυγείο του με μπύρες, καθώς μια νέα Τιτανομαχία είναι προ των πυλών και η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή.

Πρόκειται για ένα χιουμοριστικό διήγημα, όπου πρωταγωνιστούν οι δημιουργοί του κόσμου που διεκδικούν ο καθένας για τον εαυτό του το περίφημο στρογγύλον, συγγνώμη το ερμάγειο, σύμφωνα με τον συγγραφέα Βασίλη Καννά, ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία με τα οποία καταπιαστήκαμε σε αυτό το άρθρο.