“Κύκλος”

“Κύκλος”

Όσοι κι αν θάνατοι με βρουν
δεν τους φοβάμαι.
Τρέμω μονάχα,
όλα εκείνα τα σκοτάδια τα βαθιά
που μου μιλούν
καθώς κοιμάμαι.
Πιο θάνατος μεγάλος δεν υπάρχει
από εκείνη τη μικρή στιγμή
που πλέον δεν θα ’χω 
να περιμένω τίποτα από τούτη τη ζωή.
Άδειο το αίσθημα της νιότης
άφαντη όποια χαρά
νεκρός ο κόσμος που όσο έχτιζα
με ελπίδες κι όνειρα
εκείνος γκρέμιζε ξοπίσω μου 
όσα ήτανε γραφτά.
Κάτι αδιάφορες στιγμές χέρι με χέρι
φτιάξαν όλα τα αύριο,
κι όλου του κόσμου τα φλουριά
αν μου τα δώσεις,
ψυχή δεν θα ’χει απομείνει στη σκουριά 
για να γλυτώσεις.
Στάσιμος σαν τ’ απόνερα
σε ξεχασμένες σιγαλιές, 
όπου κακές οι γλώσσες γλύφουν τα δειλινά
και ήλιοι σκοτάδια ξέρουν μόνο να ξερνάν
στη θύμηση του πουθενά
μέρα τη μέρα.
Για όλα εκείνα που ντρέπεται η ζωή 
να δει, να μου τα δείξει, να μου πει,
για όλα όσα προσπέρασα σ’ ετούτη εδώ τη γη
κι όλα όσα ίδια θα ’κανα
τόσες φορές ζωές κι αν ξαναζούσα
ενός λεπτού σιγή.
Κι έμεινα έτσι, να στέκομαι μισός ολόγυμνος
περμένοντας κάθε αυγή αυτό να γίνει,
αυτό που αν θα σκιρτήσει μέσα μου ξανά
θα ξαναδώ ό,τι έχω λησμονήσει.
Μα η μέρα εκείνη δεν θα ’ρθεί,
το ξέρω, όπως κι εσύ όσο κι αν θέλεις
όσο φαρμάκι αν ρίξω μέσα μου
μέχρι κι η τελευταία θύμηση να σβήσει.
Μπορεί η ψυχή να μην γερνά
το σώμα όμως, είναι φτιαγμένο να ξεχνά
και με τη γνώση ετούτη
χάθηκα μες στο τελευταίο μου όνειρο...

Γίνηκε ο ύπνος μου βαρύς,
ίδιος κι ο πόνος που απόψε δεν με θέλησε,
με χτύπησε ο αφρός, τ’ αγιάζι
κι απ’ το σκοτάδι μ’ είδα
τα διάφανα κι αθέατα π’ ο ύπνος ησυχάζει.
Ήμουν παιδί κι είχα παιδί
σαν να μεγάλωνα το εγώ μου
μάλωνα τον καθρέφτη
τ’ έδινα συμβουλές π’ εγώ δεν άκουσα
κι αυτός μου θύμωνε.
Κι όσο αυτός θύμωνε,
τόσο ο θυμός κυρίευε κι εμένα
δεν μ’ έμεινε άλλη υπομονή
κι έτσι, τ’ άφησα από το χέρι
δίχως με πόνο στην καρδιά
το κοιταζα να φεύγει
αργά να χάνεται.
Μετάνιωσα,
περίμενα ένα βλέμμα να γυρίσει
μα δεν το έκανε.
Θέλησα μια στιγμή να τρέξω πίσω του
φοβήθηκα,
φοβήθηκα μήπως χαθώ κι εγώ.
Δεν είν’ ο χρόνος που χαλάει το παιδί
κείνο τ’ αθώο που κουβαλούσα χρόνια
ο κόσμος είναι, ο άνθρωπος, ναι
μ’ έφτιαξαν κάποιον άλλο
από ’κείνον που εγώ θέλησα να γίνω
κείνον π’ από παιδί είχα ονειρευτεί.

Οι τελευταίες σκέψεις
τάραξαν τα νεκρά νερά μου
το θειάφι έπνιξε όλα τα όνειρά μου
κείνα που δεν θυμήθηκα ποτέ
κι όλα χαθήκαν σε μάταιους τόπους
κει που οι σκέψεις κάποιου άλλου 
κάποτε ίσως βαδίσουν.

Μόνος και πάλι ξύπνησα
μα είχα ξεχάσει γιατί ο κόσμος τραγουδά
καθώς βαδίζει
έτσι, με δίχως λόγο.
Είχα ξεχάσει η σιωπή τι μου θυμίζει
είχα ξεχάσει αυτό που ήμουν το πιο πολύ
ξύπνησα ό,τι δεν είμαι ’γω
άγνωρα όλα τριγύρω μου
θολά στο διάβα μου.
Άλλη μια μέρα σαν τις άλλες ξεκινά
κι ο θάνατος να είν’ ακόμα πιο κοντά
να τον κοιτώ, να με κοιτά
απλώνω χέρια μα ’κείνος προσπερνά.
Κι όσο κι αν εύχομαι το τέλος να με βρει
αυτό δεν γίνεται
γιατί στον θάνατο, δεν υπάγονται ευχές.
Κι όλα έξω απ’ τη ζωή μου ύποπτα
μ’ ένα μου χέρι καταφέρνω να τ’ αγγίξω
μ’ ένα μου ψίθυρο και μια παρηγοριά
ρίχνω τα ζάρια, διπλά ή τίποτα.

Τα μάτια μ’ έκλεισα
κι ο χρόνος με προσπέρασε
για να γιομίσει τρεις ζωές
με ένα μέλλον που χτίζεται αργά
πάνω σε κάρβουνα σβησμένα
στη σκόνη όλα ζωγραφισμένα
μουτζούρες από χέρια καθαρά.
Τα μάτια μ’ άνοιξα, 
τα σήκωσα ψηλά να ιδώ τον ήλιο,
κι ο ήλιος έγειρε για λίγο,
μα δεν ξανασηκώθηκε…