Διαβάσαμε | ΙΒΑΡ: Ο νεκρός πολεμιστής - Ένας μύθος από τα γερμανικά δάση

Διαβάσαμε | ΙΒΑΡ: Ο νεκρός πολεμιστής - Ένας μύθος από τα γερμανικά δάση

Περιγραφή:

Ο Ίβαρ είναι ένας νεαρός κάτοικος ενός ειρηνικού χωριού στον ζοφερό Βορρά της Ευρώπης κατά την αυγή του 1ου αιώνα μ.Χ. Εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους φιλήσυχους συγχωριανούς του, ο Ίβαρ διαθέτει καρδιά και ψυχή πολεμιστή και το ειρηνικό του χωριό δεν μπορεί να του προσφέρει ό,τι επιζητά.

Κατά συνέπεια, λοιπόν, προκειμένου να αποκτήσει δόξα και φήμη μέσω του σπαθιού, αποφασίζει ενάντια στις συμβουλές των οικείων του να εγκαταλείψει το χωριό και τη ζωή του όπως την ήξερε. Σύντομα, μόλις στην αρχή της περιπέτειάς του, θα συμμετάσχει σε μια μάχη όπου χαρούμενος θα προσπαθήσει να εντυπωσιάσει τον πολεμοχαρή θεό του. Η έκβαση της μάχης αυτής, όμως, θα έχει τελείως απρόοπτα αποτελέσματα για τον ίδιο και τη μετέπειτα πορεία του. Μια πορεία γεμάτη θάνατο, εκπλήξεις και ηθικά σταυροδρόμια, υπό το πέπλο του υπερφυσικού, που ξαφνικά καλύπτει τη νέα πραγματικότητα του πολεμιστή.

Μπορεί ο Ίβαρ να βρει το πεπρωμένο του μετά από εμπειρίες που θα λύγιζαν και τον πιο δυνατό πολέμαρχο, θεούς και δαίμονες;
 


Το αναγνωστικό μου ταξίδι στις δουλειές του Αριστείδη Νάστου ξεκίνησε κάπως ανάποδα. Πρώτα διάβασα τους Εφιάλτες του Άγκαρατ, όταν ακόμη κυκλοφορούσαν σε αυτοέκδοση, και μόλις πριν από λίγες εβδομάδες ολοκλήρωσα τον Ίβαρ. Ο συγγραφέας, ωστόσο, πρώτα εξέδωσε τον Ίβαρ κι ύστερα τους Εφιάλτες του Άγκαρατ. Παρ’ όλα αυτά, η γραφή του παραμένει έντονη, ελκυστική και ξεχωριστή. Τι είναι αυτό που κάνει, όμως, συγκεκριμένα τον Ίβαρ ένα ξεχωριστό βιβλίο; Πάμε να δούμε!

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στον πρώτο αιώνα μ.Χ. Συγκεκριμένα, περιδιαβαίνουμε μαζί με τον Ίβαρ τα δρομάκια του φιλήσυχου χωριού Φρίντμπεκ, το οποίο δεν έχει γνωρίσει ποτέ τον πόλεμο. Θα έλεγε κανείς πως κάτι τέτοιο είναι ευλογία, ειδικά για τους ταραγμένους καιρούς της συγκεκριμένης περιόδου, ωστόσο για τον Ίβαρ δεν είναι αρκετό. Το αίμα του βράζει και νιώθει ότι το μικρό χωριό του τον εμποδίζει από το να γίνει αυτό που ονειρεύεται – ένας πολεμιστής που δοξάζει το όνομα του μεγάλου Βόνταν με τα αριστεία του στη μάχη. Έτσι λοιπόν, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις όλων και κυρίως του πατέρα του, που γνωρίζει από ατσάλι και αίμα, ο νεαρός εν μία νυκτί φοράει τη δερμάτινη πανοπλία του, ζώνεται το σπαθί του και με τα λιγοστά του πράγματα ετοιμάζεται να φύγει από το μονότονο χωριό του, σε αναζήτηση της περιπέτειας. Χωρίς να θέλω να πω περισσότερα, από τον τίτλο καταλαβαίνουμε όλοι πως η αναζήτησή του αυτή δε θα καταλήξει όπως ο ίδιος φαντάζεται. Θα βρει τον πόλεμο, το αίμα, τη λεπίδα, αλλά και τους κόκκινους δαίμονες – μία ξένη, άγνωστη δύναμη που απειλεί τα γερμανικά χωριά. Πέρα από αυτά, όμως, θα βρει και τον θάνατο‧ και τότε είναι που το πραγματικό του ταξίδι ξεκινά.

Το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φαντασίας, ωστόσο πατά καθαρά πάνω στη γερμανική μυθολογία και όσα στοιχεία φαντασίας ενυπάρχουν μπορούν κάλλιστα να αποδοθούν σ’ αυτό το ισχυρό background. Από την άλλη μεριά, υπάρχει και το ιστορικό προσκήνιο, που κλείνει το μάτι σε όσους γνωρίζουν τι συμβολίζουν αυτοί οι κόκκινοι δαίμονες και πώς θα καταλήξει, εν τέλει, η εκστρατεία τους στα γερμανικά εδάφη. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν δεν έχετε ιδέα περί τίνος πρόκειται, αυτό δε θα σας στερήσει τίποτα από τα όσα έχει να προσφέρει η ιστορία του Ίβαρ.

Περνώντας τώρα στην ιστορία αυτή καθ’ αυτή, έχω να πω ότι με συνεπήρε. Σίγουρα σ’ αυτό συνέβαλλε και η γραφή του συγγραφέα, που σε παίρνει από το χέρι και μαζί πηδάτε τις σελίδες σε ανύποπτο χρόνο, αλλά και η ίδια η ουσία του μύθου. Μύθος, ναι‧ αυτή είναι, πιστεύω, η κατάλληλη λέξη με την οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η περιπέτεια του νεκρού πολεμιστή. Και αυτό κυρίως γιατί αφορά την εξιστόρηση ενός βάρδου στους μαθητές του, πράγμα που αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίον θα πρέπει ο αναγνώστης να δεχτεί την επιπλέον δόση υπερβολής στο έργο. Με λίγα λόγια, όλη η ιστορία είναι εμποτισμένη με το στοιχείο του μύθου, της ανακρίβειας και της απλότητας ταυτόχρονα. Κι αυτό είναι κάτι που με εντυπωσίασε, γιατί δεν το έχω συναντήσει πολλές φορές.

Ο ίδιος ο Ίβαρ είναι ένας πρωταγωνιστής με τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να ταυτιστεί απόλυτα. Είναι ένας νέος που πλήττει στα αποπνικτικά όρια του χωριού του και αναζητά τον πόλεμο. Σίγουρα, κανείς από μας δεν ψάχνει κάτι τέτοιο, πολλοί όμως έχουμε νιώσει την περιπέτεια να μας καλεί να ξεφύγουμε από τη μονότονη πραγματικότητα. Εγώ προσωπικά άκουσα ξανά αυτό το κάλεσμα, όταν ο Ίβαρ ξεκινούσε το ταξίδι του. Εκτός αυτών, πρόκειται για μία ευγενή προσωπικότητα, που αναγνωρίζει τα λάθη της, έστω κι αν όχι αμέσως, και εν καιρώ καταλαβαίνει πως σημασία στη ζωή (ή καλύτερα στον θάνατο, για τον ίδιο) έχουν σημασία άλλα πράγματα.


Μουσική για το Ίβαρ από το Youtube κανάλι του Αριστείδη "Jarl" Νάστου

Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες στο έργο είναι επίσης ενδιαφέροντες. Ο Άρνε, η Ρούνα, η Αμελίνα και ο Μπρύνγιαρ είναι όλοι χαρακτήρες με τη δική τους ιστορία και τη δική τους ατζέντα, πράγμα που τους κάνει αληθινούς – όσο γίνεται, τουλάχιστον, στα πλαίσια ενός μύθου.

Η δράση στο έργο είναι διαρκώς παρούσα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ενώ οι σκηνές μάχης περιγράφονται γλαφυρότατα από τον συγγραφέα. Δε φοβάται να κόψει κεφάλια ούτε λυπάται το αίμα που χύνει. Οι κινήσεις περιγράφονται με ζωντάνια και είναι σαν να βλέπεις τη μάχη να εκτυλίσσεται μπροστά σου.

Ένα άλλο στοιχείο που μου άρεσε ήταν το ταξίδι. Αυτή η έννοια είναι άμεσα συνδεδεμένη με όλη την περιπέτεια του Ίβαρ. Μαζί με το δικό του ταξίδι στο μεταίχμιο ζωής/θανάτου, ο αναγνώστης περιδιαβαίνει σε δάση, λασπώδεις βάλτους, απόκρημνα βουνά και φιλήσυχα χωριά. Ίσως αυτή η τεχνική, σε συνδυασμό με τη γραφή του συγγραφέα, να ευθύνονται για την ταχύτατη ανάγνωση του βιβλίου.

Επειδή κανένα έργο, όμως, δεν είναι τέλειο, θα ήθελα να αναφέρω και ένα αρνητικό στοιχείο που εντόπισα, μιας και τα υπόλοιπα πραγματικά αποτελούν λεπτομέρειες. Το στοιχείο αυτό είναι η ξύλινη φωνή κάποιων χαρακτήρων. Πρόκειται ως επί το πλείστον για χαρακτήρες που βλέπουμε μόνο μία ή ελάχιστες φορές, ωστόσο χτυπάει κάπως όταν αυτές οι φωνές στέκονται δίπλα σε άλλες, πολύ δυνατές, που υπάρχουν στο έργο (όπως π.χ. του Άρνε). Μπορώ σίγουρα να δεχτώ πως η ιστορία, σαν μύθος, δίνει βάρος στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, μα ήθελα να αναφέρω αυτό το ένα πράγμα που με ξένισε. Ξέρω πως στις κριτικές μου μιλάω συχνά για τις φωνές των χαρακτήρων, κι αυτό συμβαίνει επειδή, σαν συγγραφέας, γνωρίζω πως το να πετύχεις μία φωνή είναι εξαιρετικά δύσκολο όταν πρόκειται για κάποιον γκρίζο χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να επισημαίνουμε τις αστοχίες, προκειμένου να γινόμαστε καλύτεροι‧ και, αλίμονο, ο Αριστείδης Νάστος έχει πολλές προοπτικές στον χώρο.

Συνοψίζοντας, ο Ίβαρ είναι ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα, πλούσιο σε δράση, συμβολισμούς και διδάγματα, που θα απολαύσει ο/η κάθε φαν της φαντασίας και της μυθολογίας. Θα μου άρεσε να έβλεπα και τη συνέχεια της ιστορίας του, καθώς αφήνονται κάποια παραθυράκια, αλλά θα ήμουν εντάξει και στο να τελείωνε εδώ. Προτείνεται ανεπιφύλακτα, εν αναμονή της επόμενης δουλειάς του Αριστείδη!



 

Ο Αριστείδης Νάστος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1986 και κατάγεται από τον Κερασώνα Φιλιππιάδος του Νομού Πρεβέζης. Ενώ αρχικά πέρασε ένα διάστημα συνεχών μετακινήσεων , μεγάλωσε στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Σπούδασε Γεωγραφία στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε το 2010. Ασχολείται κυρίως με τη συγγραφή και τη μουσική. Εκτός από παράδοση μαθημάτων κιθάρας, συνθέτει και παίζει με ένα πλήθος εγχόρδων, από ηλεκτρική κιθάρα μέχρι ιρλανδικό μπουζούκι και μαντολίνο, προσανατολιζόμενος στον χώρο της μέταλ αλλά και της μεσαιωνικής Ευρωπαϊκής παραδοσιακής μουσικής. Επίσης, είναι λάτρης της Ιστορίας με προτίμηση την ύστερη ρωμαϊκή, τη μεσαιωνική εποχή, καθώς και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Συγγραφικά, το είδος του είναι κυρίως το ιστορικό μυθιστόρημα και οι μυθολογίες των λαών.