“Γυναίκες που Επιστρέφουν” των Φώτη Βάρθη & Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Ο χαράκτης Φώτης Βάρθης, εμπνεόμενος από τις παραλογές, φιλοτέχνησε εννιά χαρακτικά έργα που μιλούν για τις εκφάνσεις του γυναικείου πόνου. Τα αρχετυπικά μοτίβα της θυσίας, του αποχωρισμού, της κακοποίησης, της βίας, της προσμονής, τοποθετούνται σε ένα άχρονο και άτοπο εικαστικό περιβάλλον, που διατηρεί την ένταση και το λυρισμό του δημοτικού τραγουδιού, με αναφορά στο αφηγηματικό στοιχείο των παραλογών.
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης κλήθηκε να διηγηθεί εκ νέου τις ιστορίες αυτές, έχοντας όμως πλέον ως αφετηρία τα χαρακτικά και όχι τα δημοτικά τραγούδια. Δημιούργησε έτσι μια σειρά εννιά ιστοριών που συνομιλούν με το έργο του Βάρθη, αλλά αποδίδουν τη δική του προσέγγιση.
«Γυναίκες που Επιστρέφουν». Ένα βιβλίο που, παρά το μέγεθός του, έχει μια μεγαλοπρέπεια που δε με άφησε ασυγκίνητο. Για αρχή, να πω πως είναι συνδυαστική δουλειά και όπου οι τέχνες παντρεύονται για να γεννήσουν κάτι νέο, η ματιά μου είναι πάντα θετική. Στο συγκεκριμένο βιβλίο η αρχή έγινε με τα χαρακτικά του Φώτη Βάρθη, ο οποίος εμπνεύστηκε από δημοτικά τραγούδια. Τα χαρακτικά αυτά έχουν βάθος, λεπτομέρεια και ψυχή και είναι ο πυρήνας του βιβλίου. Η γραφή του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη ήρθε μετά, με αφορμή και έμπνευση τα προαναφερθέντα χαρακτικά κι όχι τις αυθεντικές ιστορίες.
Αυτά αναφέρονται και στον πρόλογο. Δε με εκπλήσσει.Τα χαρακτικά είναι τόσο ιδιαίτερα, που προκαλούν τη φαντασία. Κι έτσι φτάνουμε στο παρόν έργο, στο κλίμα του οποίου μπαίνουμε κατευθείαν, από την πρώτη κιόλας πρόταση: «Κάλλιο το νεκροφίλημα παρά το στήθος της Μήστρας».
Εδώ, με το ψευδολαογραφικό στοιχείο που μας έχει συνηθίσει και στις Παγανιστικές Ιστορίες από τη Θεσσαλία, ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης δημιουργεί μύθους με τέτοια αυτοπεποίθηση, που αναρωτιέσαι τι είναι αληθινή λαογραφία και τι αποκύημα της φαντασίας του. Η νοοτροπία στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι πως η Μήστρα, μια γυναίκα που αργότερα έγινε κάτι σαν χθόνια θεότητα, έχει την τιμητική της σε έναν σκοτεινό λάκκο στα νεκροταφεία. Εκεί αποθέτουν απελπισμένες μανάδες τα μωρά που είναι στο κατώφλι του θανάτου και από το βύζαγμα της Μήστρας παίρνουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Μόνο που, όπως μας προειδοποιεί η παράδοση, η ζωή που ακολουθεί για αυτά τα τέκνα είναι μισερή, καταραμένη. Κι έτσι υπάρχει το ηθικό δίλημμα: «Καλύτερα να πεθάνει το μωρό ή να ζήσει μια ζωή στην οποία θα προκαλεί πόνο και στον εαυτό του και στους άλλους;»
Ενδιαφέρον το δίλημμα και οι ιστορίες που γεννά. Ας τις δούμε μία μία:
Γυναίκες που χτίζουν γεφύρια: η πρώτη ιστορία, η εισαγωγική, αφιερωμένη μάλιστα στην ίδια τη Μήστρα και στον μύθο της. Έχει κάτι το βαθιά ατμοσφαιρικό, αρχαιοελληνικό, θυμίζει και λίγο τις Δαναΐδες και τη μεταθανάτια τιμωρία τους και θέτει το αρχικό δίλημμα (για το οποίο ο συγγραφέας έχει απάντηση, καθώς φαίνεται).
Γυναίκες που φιλούν κυπαρίσσια: πολύ ενδιαφέρουσα και συγκινητική ιστορία αγάπης, οικογενειακού δράματος και μοιραίων συναπαντημάτων. Έχει μέσα της θρήνο, αδικία και πένθος και μια σκληρότητα που κάπως γλυκαίνει με τον συμβολισμό του τέλους. Αξιομνημόνευτη.
Γυναίκες που κλαίνε στο βυθό: από τις πιο παράξενες ιστορίες του έργου, με μια επονομαζόμενη κόρη της Μήστρας να βιώνει σε όλη της τη ζωή το αποτέλεσμα της νεκρομαντικής τελετής που την κράτησε στη ζωή ως βρέφος. Με ξένισε η επαφή με τον σύγχρονο κόσμο και την τεχνολογία (σινεμά, ανελκυστήρας) και δε δέθηκα με τον χαρακτήρα, αλλά ήταν ωραίο σημείο η επαφή της με κλειστούς χώρους, όπου το αναμενόμενο στοιχείο θα ήταν η κλειστοφοβία κι όχι η λαχτάρα που την οδήγησε στο να κάνει τις επιλογές που έκανε.
Γυναίκες με ρόδινα στεφάνια: ακόμα πιο αλλόκοτη ιστορία, κατά την οποία δεν κατάλαβα τα πώς και τα γιατί. Αξιοθαύμαστη η εικόνα της καταραμένης αλλά πανέμορφης κοπέλας που προκαλούσε θαυμασμό και πόθο, πέρασε σε θρησκευτικό επίπεδο και στην κοινή μνήμη. Πραγματευόμενη τη θρησκοληψία, τον ιερό φανατισμό αλλά και τον φόβο για τα θεία και τα σημάδια, η ιστορία με κέρδισε με τις εντυπωσιακές εικόνες και ιδέες της αλλά με έχασε στο κομμάτι του περιεχομένου και του νοήματος. Ανάμεικτα τα συναισθήματα.
Γυναίκες που ξεπληρώνουν πάθη: μια ιστορία γλυκόπικρη, που μου φάνηκε πως ήθελε να πει πολλά παραπάνω από τις προηγούμενες. Ένιωσα πως συμβολίζει (ή κάνει εικόνα, αν προτιμάτε) την κατάθλιψη και τον φόβο της κακοποίησης, βασισμένη στην εικόνα του υπογείου με τον καθρέφτη. Η πρωταγωνίστρια, περιτριγυρισμένη από τα πουλιά του άντρα της, εγκλωβισμένη στην ίδια της τη ζωή, παίρνει αποφάσεις καταστροφικές, με αμφίβολες συνέπειες για τον ψυχισμό του άντρα της. Η αλήθεια είναι πως περίμενα περισσότερα στο τέλος.
Γυναίκες που επιστρέφουν: η ιστορία που κουβαλά τον τίτλο της συλλογής, για την οποία γρήγορα καταλαβαίνει ο αναγνώστης πως πρόκειται για διασκευή του γνωστού δημοτικού τραγουδιού “Του Νεκρού Αδερφού”. Με εικόνες εξωτικές όσο και τα ονόματα των προσώπων, φτάνουμε στην επιστροφή της ξενιτεμένης αδερφής και της εκούσιας ταφής της, καθώς φτύνει τη ζωή που της χαρίστηκε από το στήθος της Μήστρας. Δεν προστίθεται κάτι πέρα από αυτό, καθώς επαναλαμβάνεται η ενοχή που φέρνει στον ξενιτεμένο η μακροχρόνια απουσία από την πατρίδα και η βαριά δύναμη που ασκεί το πένθος στον άνθρωπο.
Γυναίκες που τραγουδούν αποχαιρετισμούς: το πρωτότυπο στοιχείο με το οποίο περνάει κι ένα μήνυμα για τον πόλεμο ίσως, είναι πως την πρωταγωνίστρια την πετούν οι εχθροί στον τάφο, αφότου έχουν σκοτωθεί οι γονείς της και μόνη της επιβιώνει βυζαίνοντας τη Μήστρα. Από τότε έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον θάνατο με εργαλείο της το μοιρολόι και η ζωή της λειτουργεί σαν κατάρα με αυτή την ανεξέλεγκτη φωνή της που τραγουδά για μελλοθάνατους. Αγαπημένο στοιχείο μου σε αυτή την ιστορία είναι πως ταξίδεψε, έζησε τη ζωή της και αφέθηκε σε ηδονές παρά την κατάρα της. Κι έζησε χρόνια πολλά, προτού αποφασίσει σιγά σιγά να αφεθεί στην αγκαλιά του θανάτου.
Γυναίκες που περιμένουν: μια διασκευή του μύθου της Πηνελόπης, που περιμένει αιώνια τον ξενιτεμένο άντρα της στην ακρογιαλιά. Ο συγγραφέας εδώ δίνει το πρωτότυπο στοιχείο της γυναίκας που παρότι καταραμένη, δεν κυνηγιέται από τον θάνατο. Τουναντίον, είναι προορισμένη να βιώνει ξανά και ξανά την πίκρα του αποχωρισμού, των φρούδων ελπίδων και της αιώνιας, επώδυνης προσμονής. Χρησιμοποιείται πολύ ευρηματικά και το στοιχείο της αναγνώρισης, που είναι το αντίβαρο στη συνεχή προσπάθεια της θάλασσας να την ξεγελάσει (ενώ στην κανονική ιστορία ο Ποσειδώνας τα βάζει με τον Οδυσσέα). Από τις ωραιότερες ιστορίες της συλλογής.
Γυναίκες που πετούν με αλκυόνες: κι αυτή η ιστορία αγαπημένη, για διάφορους λόγους. Για αρχή, υπάρχει το ιδιαίτερο στοιχείο της γυναίκας που είναι δεμένη με τη γη και λειτουργεί ως ιέρεια. Υπάρχει το αναμενόμενο δέος από τους γηγενείς και κυρίως τους μάστορες που έχτισαν το κάστρο της, μιας και όποτε έκαναν να την πάρουν από εκεί, πράματα και θάματα γίνονταν. Γενικώς, πολύ ωραία η εικόνα του απομακρυσμένου κάστρου που φέρνει κακοτυχίες, της μοναχικής βασιλοπούλας αλλά και του απροσδόκητα αισιόδοξου τέλους της ιστορίας.
Τα περισσότερα ονόματα είναι εξωπραγματικά και δίνουν μια εύηχη, εξωτική ή μυστηριακή χροιά: Τοάμνα, Κιρίσα, Ραβιάνα, Σαγίτρα, Σαμίσσα, Βενέμπρα, Αρκαλέα. Μάλλον προσθέτουν στο έργο. Θα με ενοχλούσε να ήταν απλά, καθημερινά ονόματα, που θα εμπλέκονταν αρνητικά στην όλη ατμόσφαιρα και μοναδικότητα της γλώσσας. Όπως και οι μύθοι αυτοί προβληματίζουν για την αυθεντικότητά τους, έτσι και τα ονόματα, που μοιάζουν αληθινά αλλά αναρωτιέσαι αν είναι.
Γενικά αυτό που θεωρώ τρομερά μεγάλο ατού της γραφής του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη είναι η εντυπωσιακή χρήση της γλώσσας. Έχει μια ποιητικότητα που σπάνια βρίσκω σε πεζό κείμενο και περνά αβίαστα την ατμόσφαιρα που θέλει σε κάθε ιστορία. Χαρακτηριστικό βέβαια είναι πως δεν αξίζει να ψάξει κανείς το ηθικό δίδαγμα σε αυτές τις ιστορίες, όπως θα το έκανε σε ιστορίες βγαλμένες από την πραγματική λαογραφία. Μια μοιρολατρία διέπει το στιλ του, καθώς οι πρωταγωνίστριες δε μοιάζουν άνθρωποι με επιλογές αλλά πιο πολύ θύματα των καταστάσεων και δυνάμεων υπέρτερων.
Συνολικά το έργο αξίζει να διαβαστεί, να χαθεί ο αναγνώστης στη μορφή και την ατμόσφαιρα των διηγημάτων. Είναι ελαφρύ, για πιάσε το. Μόνο που τα πάντα σε αυτή την έκδοση, από τα χαρακτικά μέχρι τη γραμματοσειρά, είναι καλαίσθητα.