“Εγώ και τα παράλληλα Σύμπαντα” και άλλα ποιήματα

“Εγώ και τα παράλληλα Σύμπαντα” και άλλα ποιήματα

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Η προσευχή της μετοικεσίας μου 
σε άλλους πλανήτες
σήμερα δακρύζει
Κάθε συμπολεμιστής μου
δοξολογεί την ώρα την έσχατη 
που γεννάει όνειρα και προσδοκίες
Όποιος δεν έχει σπείρει ελπίδες
δε μπορεί να θερίσει
επιτυχημένη σοδειά
Απλώνουμε στο στερέωμα 
τις ανδρειωμένες φούχτες μας
γεμάτες φλογισμένα δώρα
Γευόμαστε τη φυγή 
προς άγνωστα πεδία πλανητών
και νέων υπερουράνιων κόσμων
Ξεκινάμε με ορμή για το άσπιλο όνειρο 
Ν’ αποικίσουμε το Σύμπαν


ΕΓΩ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ

Γνέφω αμίλητος έναν αποχαιρετισμό
απ’ την άκρη του γαλαξία
στους κατοίκους της Γης

Φως, αρνούμαι το φως
Κούρος αδιάφθορος
μέσα στην πιο σκοτεινή ροή
του κβαντικού ποταμού
Λαμπερή πληγή
οι κόκκινοι νάνοι που εκρήγνυνται 

Μα δε φοβάμαι τίποτα
Γνώρισα όλες τις πτυχές του πεπρωμένου
Μελέτησα την καρδιά του Σύμπαντος
Τώρα διασχίζω την άλλη του πλευρά
κάτω απ’ τα ξέσκεπα μάτια του 
που ακτινοβολούν

Μακριά απ’ τα χέρια του
τα γεμάτα κομήτες, αστέρια,
κατακόρυφες πτώσεις 
μέσα στις μαύρες τρύπες του
που τίποτα δεν τις σταματά

Ολομόναχο Σύμπαν σιωπηλό
γεμάτο απ’ τις αστραπές των ενοχών μας
Και όμως πρέπει να ξέρει 
πως στην αέναη περιπλάνησή του στο τίποτα
δεν είναι μόνο του

Παράλληλα με την τροχιά του 
κινούνται και άλλα αδέλφια του,
παίζοντας γλυκιές μελωδίες
στις χορδές της απύθμενης ύπαρξής τους


ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ

Εν αρχή ην το Εγώ μου
Αφόρητη αλλοίμονο η μοναξιά
Το πεπερασμένο μέτωπό μου
δεν κηλίδωνε καμιά ανάμνηση
Βρωμοδουλειά του Πλάστη!
Ούτε αισθητικές επεμβάσεις επέτρεπε
Μόνο κάτοπτρα μικρών χώρων άφηνε
στον εαυτό μου να κουβαλά
κρυφά στην τσέπη του
για να μην τον κοιτάζουν 
να καθρεφτίζεται 
τα ζώα και τα πτηνά του παραδείσου
Ο δόλιος φιδάνθρωπος 
μου πρόσφερε μήλο,
πλανώντας με, ότι κάνει πιο λείο το δέρμα
μα δε μου φανέρωσε ότι αμαυρώνει τη ψυχή


ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΡΗΜΙΑ

Έστεκαν οι χιλιετίες παγωμένες
σαν τους βράχους μες στη βαρυχειμωνιά του διαστήματος
Οι ημέρες μας μετέωρες σα γιρλάντες 
γιορτής μεταμορφώσεων
με προσωπεία έρωτα,
με λείψανα αισθήσεων

Μισοσβησμένες οι φωτιές των ματιών μας
Δεν έσβησαν τελείως στα χείλη 
η γεύση του φιλιού,
η θύελλα του πάθους
μα μοιάζουν περισσότερο σαν κάτι εικονικό
παρά σα μια χειροπιαστή απόδειξη αγάπης

Ο θαλαμίσκος μας σιωπηλός,
ένα ερωτικό μαυσωλείο αποστεωμένης ηδονής
γεμάτης με απολιθώματα 
τραγουδιών, ψιθύρων,
μαρμαρωμένων σκιών προσμονής
μιας μάταια υποσχόμενης αιωνιότητας


ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΙ ΣΕ ΟΣΤΡΑΚΟ

Τυφλά τα χέρια μας
Τα μάτια μας σφαλιστά
Τι κι αν έχουμε μάθει λέξεις 
χωρίς νόημα,
ιδέες χωρίς σημασία,
γνώσεις χωρίς θεϊκή χρήση
Μικρό το Σύμπαν
Το χάος απέραντο
Εχθροί και φίλοι,
αδέλφια και κίβδηλοι σύμμαχοι
μας ζητούν να γνωρίζουμε
μόνο αυτό που θέλουν οι ίδιοι
Η δική μας επιθυμία δε μετράει
Δε μετράει η δική μας λύτρωση

Σε όστρακα μέσα υπάρχουμε,
απομυζώντας την ασημαντότητα της ζωής,
όπως την τροφή ταπεινών θεών
και μονοπόδαρων ημίθεων


Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΥΣΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Διάβηκες αιώνες και αιώνες φωτός
σκαλωμένος σε πανάρχαιους μύθους,
έχοντας επιζήσει από δεκάδες κατακλυσμούς
και από προϊστορικούς θεούς και θηρία
Δώρο σύγχρονου Θεού η ανάμνηση
της θεϊκής σου υπόστασης
Χιλιάδες φορές θα στροβιλιστείς τώρα
με το αστρόπλοιό σου
στην κορυφή του απείρου
από μανιασμένους ανέμους του διαστήματος
Μέσα απ’ τα βάθη του άχρονου χρόνου
θα θρέφεις την σάρκα σου με σάρκα,
κρατώντας για εσένα την συμπαντική ενέργεια
για να γεμίσουν οι κομήτες
με ρουνικές επιγραφές
και οι αμφορείς με κρασί προαιώνιο

Βαδίζεις γυμνός στις ακρονυχίδες του Σύμπαντος,
κουβαλώντας τις πληγές της ψυχής σου
σε σπουδαίες τελετές προσφοράς και αναγέννησης
με προσευχές και εξορκισμούς,
με εξαγνίσεις ονείρων ζωγραφισμένων
στο μεγάλο τελάρο του απείρου
Κάποτε θα σταθείς προσοχή,
συζητώντας με αθάνατους θεούς
με αιματοβαμμένα δάχτυλα,
γυρεύοντας την συγχώρεση
για την αναγέννηση της ζωής
που δεν ακολούθησε 
την πορεία που περίμενες


“Πρόσεξε όμως στον πλανήτη που πηγαίνεις να μη λησμονήσεις τη μνήμη να πάρεις μαζί σου...”

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Είσαι παντού και πουθενά
Στο παρελθόν που οι ένδοξες ημέρες του
δε φάνηκαν ακόμη
Στο μέλλον που ξεχάσαμε
Οι χρόνοι της ζωής μας
ασήμαντοι και μπερδεμένοι
Πρόσεξε όμως στον πλανήτη
που πηγαίνεις να μη λησμονήσεις
τη μνήμη να πάρεις μαζί σου
Μην αφήσεις να πέσουν απ’ τα χέρια σου
και να χαθούν όσα οι γεννήτορές μας σου κληροδότησαν
όνειρα, πόθους, ελπίδες, λύτρωση
Τη ζωή μας μην αφήσεις να σβηστεί
μέσα στην παγωμένη λίμνη
ενός τιποτένιου και πικραμένου αύριο
Μην επιτρέψεις τις ημέρες που θα έρθουν
να καταντήσουν αποκαΐδια καμένων οραμάτων
Μη μας υποχρεώσεις να μετρήσουμε έναν έναν
τους εξωπλανήτες της απουσίας σου


ΑΓΡΑΦΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Ξεκινήσαμε για το μακρύ ταξίδι
πιο μακριά απ’ τη δική μας Γη
Λίγα εφόδια κουβαλούσαμε στην πλάτη
Λίγο οξυγόνο φυλάγαμε στις τσέπες μας
για ώρα ανάγκης

Μ’ ελπίδα όμως είχαμε φορτώσει
τ’ απαστράπτοντα αστρόπλοιά μας
Με λατρεία για τους άλλους γαλαξίες
τους θαλάμους πλοήγησης ποτίσαμε

Με τεράστια αποθέματα
υπομονής και θάρρους τα σπλάχνα μας
Οι διαστρικοί δρόμοι που διασχίσαμε
έμοιαζαν με πανέμορφες τριανταφυλλιές
γεμάτες αγκάθια

Μοιάζαμε άλλοτε με διώκτες 
των χαμένων αποφάσεων,
άλλοτε με κυνηγούς 
πολύτιμων τρομακτικών πλασμάτων
που όμοιά τους δε γέννησε ποτέ η Γη,
ούτε καν στ’ αρχαία χρόνια των μύθων,
άλλοτε μ’ εξερευνητές 
απωλεσθέντων παραδείσων παρωχημένων
που την παράξενη ευωδιά τους
έχουμε κρατήσει πιστά
μες στα ρουθούνια μας
χίλιους αιώνες μετά την απομάκρυνσή μας

Διασχίσαμε αμέτρητα έτη φωτός
Τ’ αυτιά μας τυμπανίζουν ακόμη απ’ τα κενά αέρος
Οι στολές μας είναι λερωμένες ακόμη 
απ’ τη σκόνη του διαστήματος
Οι άγραφες σελίδες της νέας ζωής μας
άγραφες ακόμη μας περιμένουν
να τις πλημμυρίσουμε με λέξεις
ένδοξων εποχών
Είμαστε ζωντανοί ακόμη
Τολμήσαμε να πλησιάσουμε άφοβα το ανέφικτο


ΕΡΧΕΣΑΙ ΑΠ’ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Έρχεσαι απ’ το Σύμπαν
Κάθε Ιούνιο μ’ επισκέπτεσαι
απ’ τον πλανήτη που δε μου φανερώνεις
ποιος ακριβώς είναι
Μέσα σ’ ένα χρυσό κουτάκι
μου φέρνεις δώρο τη ζωή
Μου την απιθώνεις 
ευλαβικά στα χέρια μου

Το νιώθω τον ερχομό σου
Σε αισθάνομαι δίπλα μου
Ακούω την ανάσα σου
Μυρίζεις βανίλια και βασιλικό
Τα δάχτυλά σου υγρά
απ’ το διαστρικό ταξίδι

Χαϊδεύεις τρυφερά
τα όνειρα και τους πόθους μου
Μαζεύεις με προσοχή τις σταγόνες
του νυχτερινού μου ιδρώτα
Με τα διαπεραστικά σου μάτια
κοιτάς το στερέωμα,
προτρέποντάς με να έρθω
μαζί σου εκεί ψηλά

Μα εγώ έχω τόσες υποχρεώσεις
και τόσες ενοχές εδώ κάτω στη Γη
Δε μου μένει καιρός για ταξίδια
Σε λίγο θ’ ακούσω τα βήματά σου πάλι
να πλησιάζουν, να σταματούν για λίγο
Ύστερα ν’ απομακρύνονται 
επάνω στου Ιουνίου την καυτή άμμο

Θα βαστάς στα χέρια σου γι’ άλλη μια φορά
ένα δεμάτι κίτρινα στάχυα
Τα πήρες μέσα απ’ το χωράφι όλων εκείνων
των πραγμάτων που δεν έκανα 
ή δεν πρόλαβα να ζωντανέψω
Θα βρέξεις τα μαλλιά σου με τους αφρούς 
της πρώιμης θερινής θάλασσας
Θ’ ανοίξεις ένα τελευταίο μπουκάλι κρασί
με μεστή γεύση
απ’ το πέρασμα των αιώνων 
που χάθηκαν ανεπιστρεπτί
Από επάνω μας ένας ήλιος ολόγιομος
θα καρφώνει με πρόκες το μυαλό μου

Έρχεσαι απ’ το Σύμπαν,
τρυφερά να μου δείξεις
πως το μέλλον μου δεν είναι εδώ 
στην υδρόγειο μα πέρα στ’ άστρα,
στη βαθιά αγκαλιά του απείρου
Εκεί ανήκουμε και οι δύο,
εγώ κι εσύ συμπαντικέ εαυτέ μου


Η ΦΟΡΤΩΣΗ

Φορτώνω στο αστρόπλοιό μου
όλα τα απαραίτητα πράγματα
για την εξερεύνηση 
κάποιου παράλληλου Σύμπαντος

Oπλα, σακίδια, έρωτες, όνειρα,
τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου,
τις ημέρες της ευωχίας 
που δεν ήρθαν ακόμη,
την καταχνιά των αποικιακών πόλεων
που δεν έκτισα ακόμη, 
τα ενθύμια της θλίψης
που μου άφησαν οι γεννήτορες μου

Παραλίγο να λησμονήσω 
να πάρω μαζί μου
τα διστακτικά χάδια σου
ζωή μου..


Η ΑΛΥΣΙΔΑ

Πάντοτε μόνος στο διάστημα χαμένος,
ηγέτης μοναχικών πολεμιστών 
Δεν είμαστε αδέλφια,
ή μήπως είμαστε μια οικογένεια 
που δε μπορέσαμε, δεν προλάβαμε
να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο;

Και όμως κοιταζόμαστε στα μάτια
Μοιραζόμαστε καημούς, συναισθήματα,
τις ενοχές του απείρου,
επιθυμίες ξεχασμένων άστρων
γλυκών και τρομερών

Διανέμουμε μεταξύ μας τις αλήθειες της ψυχής μας
Βυζαίνουμε φωτιές απ’ το στήθος του Σύμπαντος 
Τις ζωντανές καρδιές μας τις προσφέρουμε
παρακαταθήκη στα μυστήριά του

Ακολουθούμε αιώνες τώρα
τις πανέμορφες Πλειάδες
που πάντα κρατούν ίσες αποστάσεις από εμάς
Χαράζουμε για πολλοστή φορά 
τα προσωπικά μας ιερογλυφικά
στο παντοδύναμο χέρι του Θεού

Είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι 
που ξεφεύγουν απ’ την ειρκτή της υδρογείου
Η σταθερή απόφασή μας
μας λυτρώνει απ’ την αλυσίδα 
των ενδοιασμών και των ανακλήσεων


ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

Από εσάς ουράνια μυστικά
που μέσα στα σωθικά σας
κρύβεται το νόημα του Σύμπαντος,
κρέμονται οι πόθοι και τα όνειρα
των ανθρώπων απ’την αυγή του χρόνου

Από εσάς αινίγματα των ουρανών
γεννήθηκαν οι θρύλοι της ομίχλης,
οι μύθοι οι απόκρυφοι,
οι μυστηριώδεις βιβλικές διηγήσεις
κι εγώ ακόμη
με αίματα στα μάτια μου
θαυμάζω με πάθος που δεν πεθαίνει
το θεϊκό σας φως