Διήγημα | "Από την φυλακή"
Ιστορίες από τον Μεγάλο Πόλεμο: Περίεργες μηχανές και ανεξήγητα συμβάντα.
Στα όρια μεταξύ ύπνου και ξύπνιου άκουγε τις σειρήνες να σκούζουν, αλλά δεν τον απασχολούσε. Ξαπλωμένος, με ένα ριχτό που μύριζε ξεραμένο αίμα και περιττώματα σε ένα σκουριασμένο ράντζο που έτριζε, καθώς το έδαφος σειόταν από τους βομβαρδισμούς, απλά χουζούρευε. Αναπολούσε την εποχή που σάπιζε με την ησυχία του, με μοναδική έγνοια να μην του δαγκώσουν τις πατούσες οι αρουραίοι ενώ κοιμάται. Ένας βρόντος ακούστηκε και ολόκληρο το κτίριο κουνήθηκε συθέμελα. Σηκώθηκε και έτρεξε στις μπάρες του κελιού του φωνάζοντας τον φρουρό να έρθει να τον ελευθερώσει. Ο φρουρός φοβισμένος κι αυτός, χτύπησε τα δάχτυλα του κρατουμένου μακριά από τις μπάρες με το ρόπαλό του, βρίζοντάς τον. Οι δονήσεις συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα, αλλά σύντομα φάνηκε πως τα βομβαρδιστικά είχαν τελειώσει με αυτό το κομμάτι της πόλης. Ο εφησυχασμός τους διεκόπει όταν μια πελώρια ρωγμή χώρισε το ταβάνι ρίχνοντας σοβάδες στα κεφάλια τους. Κρότοι ηχούσαν από άλλα μέρη του δονούμενου κτιρίου, με τον υπόκωφο ήχο κατάρρευσης να ακολουθεί αμέσως μετά. Ούρλιαζε να τον ελευθερώσουν καθώς έβλεπε τον φρουρό να τον παρατά και να φεύγει.
Υπήρχε κάτι να τον περιμένει αν πεθάνει; Να προσευχηθεί; Σε ποιον; Κρατούσε τα μάτια κλειστά περιμένοντας το τέλος του. Αμαρτίες και χαμένοι έρωτες περνούσαν από το κεφάλι του. Δεν ήταν σίγουρος τι ένιωθε. Μετάνοια; Απελπισία; Εξιλέωση; Άκουγε τα ραγίσματα να επεκτείνονται μέσα στους τοίχους. Με το κεφάλι του ακουμπισμένο στα κάγκελα, βλασφημώντας την ατυχία του, ένιωσε το ταβάνι να υποχωρεί πίσω του. Η καρδιά του στιγμιαία σταμάτησε, αλλά δεν πέθανε. Όταν έπεσαν και τα τελευταία συντρίμμια ένιωσε ένα ρεύμα αέρα να τον κτυπά στην ράχη. Γύρισε για να αντικρύσει ένα μικρό άνοιγμα, εκεί που ο τοίχος συναντά το ταβάνι. Με ενθουσιασμό σκαρφάλωσε τα συντρίμμια, γδέρνοντας το δέρμα του στη πορεία χωρίς να δίνει σημασία στον πόνο. Εμψυχωμένος, έδιωξε μερικά μπάζα και στριμώχτηκε στο άνοιγμα. Σήκωσε το ανάστημα του στο προαύλιο της φυλακής και κοίταξε ψηλά. Η νύχτα ήταν συννεφιασμένη και μέσα από τα πυκνά νέφη φαινόντουσαν αναλαμπές. Φλόγες που κάλυπταν αερόπλοια και αεροπλάνα καθώς πολεμούσαν πάνω από τη πόλη. Είδε ένα άνοιγμα στο τοίχο από όπου μερικοί άλλοι κρατούμενοι αποδρούσαν. Πίσω από τον τοίχο διέκρινε μια πύρινη λαίλαπα. Θερμός αέρας έκαιγε το πρόσωπό του και με κάθε ανάσα ο πόνος στα πνευμόνια του γινόταν ολοένα πιο έντονος. Τα μάτια του δάκρυζαν από τις στάχτες και τα δηλητήρια που αιωρούνταν. Βρήκε τη γούρνα όπου έπιναν νερό και κατεύνασε την δίψα του, ρίχνοντας παράλληλα νερό στο σκονισμένο κορμί του. Παρατηρώντας πως το ριχτό του είχε σκιστεί, με ευχαρίστηση το αφαίρεσε και το μούσκεψε καλά. Γνώριζε πως αν βγει στους δρόμους και τρέξει προς το κοντινότερο πάρκο θα ήταν ασφαλής από τις πυρκαγιές, αλλά έπρεπε να βραχεί ώστε να φτάσει μέχρι εκεί χωρίς εγκαύματα. Όχι πως θα έκανε την διαφορά, αλλά δεν έχανε κάτι να το δοκιμάσει σκέφτηκε.
Προχωρούσε γοργά, κοιτώντας αγχωμένος για τυχόν φρουρούς που βγήκαν να τους κυνηγήσουν, αλλά όταν έστριψε στην κεντρική οδό συνειδητοποίησε τον πανικό που είχε συνεπάρει την πόλη. Κόσμος έβγαζε στον δρόμο ό,τι πολύτιμο μπορούσε να σώσει από τα φλεγόμενα κτίρια, ενώ διαρρήκτες έμπαιναν σε φλεγόμενα κτίρια να κλέψουν ό,τι προλάβουν. Αστυνομικοί κυκλοφορούσαν καθοδηγώντας γυναικόπαιδα, ενώ πυροσβέστες έδιναν την δική τους μάχη προσπαθώντας μάταια να σώσουν εγκλωβισμένους. Διέσχισε το σταυροδρόμι που κατέληγε στην είσοδο της φυλακής για να τη δει μέσα από τη πύλη να φλέγεται. Παρά την φασαρία που επικρατούσε ένιωθε σίγουρος πως μπορούσε να ακούσει τα ουρλιαχτά αυτών που εγκλωβίστηκαν μέσα, καθώς η πυρκαγιά επεκτεινόταν από κελί σε κελί, από πτέρυγα σε πτέρυγα. Οι φωνές και τα κλάματα καλυπτόταν από τους κρότους που προέρχονταν από ψηλά, καθώς αναλαμπές μέσα από τα σύννεφα υποδείκνυαν την εφιαλτική σύγκρουση αιωρούμενων γιγάντων.
Συνέχισε προς τον παράλληλο του κεντρικού δρόμου ελπίζοντας πως εκεί θα συναντήσει λιγότερους αστυνομικούς. Με αδιαφορία για την προσβολή της δημόσιας αιδούς, άρχισε να διασχίζει τον δρόμο τρέχοντας, καθώς ένιωθε τα πνευμόνια του να καίγονται. Έφτασε στο δρόμο που κατέληγε στο πάρκο της συνοικίας. Εκεί αντίκρυσε μερικούς φαντάρους που συνοδεύαν ένα άρμα μάχης. Πρώτη φορά έβλεπε ένα. Επιβλητική πολεμική μηχανή με ένα πελώριο κανόνι στο κέντρο και την ατμομηχανή να σφυρίζει μέσα του καθώς ωθούσε της ερπύστριες στο πλακόστρωτο με το μεταλλικό περίβλημα να αντανακλά τις φλόγες γύρω του. Οι στρατιώτες τον κοίταξαν λοξά καθώς περνούσε δίπλα τους γυμνός. Ένας σταμάτησε, τον πλησίασε και του φόρεσε το παλτό του. Καθώς το κούμπωνε, τον ευχαρίστησε και του ευχήθηκε να δει καλύτερες μέρες. Έφτασε στο πάρκο λαχανιασμένος, ο λαιμός του πονούσε και έβηχε. Μια εκκλησία, που φαίνεται είχε γλυτώσει από τον βομβαρδισμό, λειτουργούσε ως καταφύγιο για τους πληγέντες που έβρισκαν ανακούφιση μέσα του. Άντρες της πολιτείας και εθελοντές έστηναν σκηνές και παρείχαν πρώτες βοήθειες στους τραυματισμένους προτού ξεκινήσουν την μαζική έξοδο από την πόλη. Κοιτούσε σιωπηλός καθώς γιατροί έδεναν τραύματα και έριχναν φάρμακα πάνω σε εγκαύματα, ανήμπορος να νιώσει φρίκη ή συμπόνια. Αφού ήπιε νερό από την δημόσια βρύση που βρισκόταν εκεί, προσχώρησε στη πορεία ελπίζοντας πως, "χαμένος" μέσα στον όχλο, θα βγει από την πόλη ανενόχλητος.
Η πορεία ήταν σταθερή, αλλά αργή. Οι άμαχοι κουβαλούσαν ό,τι μπορούσαν από το βιός που τους απέμεινε. Είδε μικρά παιδιά να κάνουν αλυσίδα και μια γυναίκα να τα οδηγεί. Αναρωτήθηκε πόσα από αυτά θα δουν το ξημέρωμα ορφανά πλέον. Περπατούσαν αρκετή ώρα όταν ακούστηκε μια κραυγή τρόμου. Σήκωσε το βλέμμα του για να δει ένα βομβαρδιστικό να πέφτει από τον ουρανό. Καθώς προσέκρουσε ορμητικά με τον δρόμο, με τα φτερά να διαλύονται στα κτίρια που τον πλαισίωναν, το αεροπλάνο διαμέλισε κόσμο, εκτινάσσοντας κομμάτια κρέατος και θραύσματα παντού. Ο πανικός που ακολούθησε τον εκτόπισε σε ένα σκοτεινό στενό. Βλέποντας τα συντρίμμια να εμποδίζουν τον κόσμο να περάσει, σκαρφάλωσε την σκάλα που βρισκόταν στην άκρη της πολυκατοικίας. Από την ταράτσα μπορούσε να διακρίνει τα όρια της πόλης. Δεκάδες γειτονιές φλεγόντουσαν φωτίζοντας τα μαύρα σύννεφα με κίτρινες και πορτοκαλί ανταύγειες. Αεροπλάνα και αερόπλοια έπεφταν προκαλώντας νέες πυρκαγιές. Είδε την πομπή να συνεχίζει, περνώντας πάνω από τα διαμελισμένα μέλη και τις καυτές λαμαρίνες, όσο μερικοί καθάριζαν ακόμη τα συντρίμμια. Διέκρινε τις λίμνες αίματος από τη φωτιά που αντανακλούσε πάνω τους. Προχώρησε στην ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας που ήταν κολλητά κτισμένη. Εκεί βρήκε ασπρόρουχα απλωμένα. Φόρεσε τα εσώρουχα και κατέβηκε από την εσωτερική κλίμακα. Παρά τον θόρυβο που ερχόταν από έξω μπορούσε να ακούσει το τραγούδι μιας γυναίκας. Μια μάνα κρατούσε σφιχτά αγκαλιά το παιδί της και τραγουδούσε για να το διατηρήσει ήρεμο. Καθόντουσαν στις σκάλες μπροστά από την εξώπορτα, τους προσπέρασε ρίχνοντας ένα βλέμμα και βγήκε έξω. Στο πλακόστρωτο τα πόδια του μουσκεύτηκαν με αίμα και λάδι μηχανής. Μια αηδία τον συνεπήρε, αλλά είχε μεγαλύτερα προβλήματα από αυτό. Λίγο μετά το πρώτο αεροπλάνο που έπεσε, πολλά ακόμα ακολούθησαν. Έπρεπε να φύγει από το μέρος που βρισκόταν κάτω από το πεδίο της αερομαχίας. Άφησε την πομπή πίσω του και άρχισε να τρέχει στα στενά, κάθετα με τον κεντρικό δρόμο. Τα σπασμένα γυαλιά και τα αποκαΐδια που πατούσε τον έκαναν να γονατίσει από τον πόνο κάποια στιγμή, αλλά ο απόηχος από μαχητικά που είχαν καταρριφθεί διαλύοντας σκεπές, του έδωσαν νέα ώθηση και αγνοώντας τον πόνο συνέχισε κουτσαίνοντας.
Καθώς περνούσε δίπλα από έναν γκρεμισμένο τοίχο, είδε έναν ακάλυπτο και το πίσω μέρος ενός βομβαρδιστικού προεξείχε από την σκεπή ενός εκ των κτιρίων που τον περιβάλλανε, ενώ στο αστικό ξέφωτο υπήρχαν διάσπαρτα συντρίμμια. Μέρος του κτιρίου είχε ήδη σβήσει, με τον απανθρακωμένο σκελετό του να εκπέμπει μια αμυδρή ερυθρή λάμψη, ενώ κρότοι ακούγονταν καθώς πυρομαχικά συνέχισαν να εκπρυσοκροτούνται τυχαία μέσα του. Έκανε να απομακρυνθεί βιαστικά αλλά τον σταμάτησε ένα κλάμα. Στο κέντρο του σκοτεινού ακάλυπτου βρήκε ένα πηγάδι και δίπλα του καθισμένο χάμω ένα κοριτσάκι. Γονάτισε και προσπάθησε να το καθησυχάσει. Ρώτησε να μάθει που ήταν οι γονείς του. Το κορίτσι κοίταξε το κτίριο πίσω του δίχως να μιλήσει.
Στο σκοτάδι, κουρασμένοι, πεινασμένοι και σιωπηλοί, πορευόντουσαν με τα χέρια πιασμένα στα στενά σοκάκια της πόλης. Αυτό το κομμάτι της πόλης δεν το γνώριζε, αλλά δεν ήθελε να δείξει στο κοριτσάκι πως είχε χαθεί. Με αυτοπεποίθηση επέλεγε αυτό που πίστευε, καταλήγωντας στις παρυφές της πόλης, με τις αναλαμπές μέσα στα μαύρα σύννεφα να συνεχίζουν πάνω από τα κεφάλια τους. Πάγωσαν όταν είδαν μια σκιά να πέφτει πάνω στη σκεπή μιας αποθήκης δίπλα τους.
Άφησε το κοριτσάκι και πλησίασε να ερευνήσει. Σκαρφάλωσε στα χαλάσματα της αποθήκης για να βρει το άψυχο κορμί ενός πτηνάνθρωπου*, ξαπλωμένο ανάσκελα και με τα φτερά απλωμένα. Μη μπορώντας να διακρίνει αίμα, έβαλε το χέρι του στο λαιμό του και έσφιξε δυνατά. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με αυτά τα τέρατα, αποβράσματα μάγοι σκέφτηκε και έφτυσε στο πτώμα. Ψαχούλεψε την υποτυπώδη στολή του πτηνάνθρωπου για οτιδήποτε πολύτιμο, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν η στρατιωτική του ταυτότητα και μια φωτογραφία. Τα άφησε πάνω στο στέρνο του και έκανε νόημα στο κορίτσι, που παρακολουθούσε σιωπηλό, να συνεχίσουν. Λίγα μέτρα περπάτησαν, όταν παρόμοιες φιγούρες άρχισαν να πέφτουν γύρω τους μαζί με φλεγόμενα κομμάτια ξύλου, μετάλλου και πανιού. Ένα πελώριο αερόπλοιο φανερώθηκε μέσα από τα σύννεφα, που κάλυψε τον ουρανό καθώς αυτό έπεφτε πάνω τους. Άρπαξε το κορίτσι και το έσφιξε στην αγκαλιά του, έκλεισε τα μάτια του και ζήτησε συγχώρεση.
*Πτηνάνθρωποι είναι ένας γενικός χαρακτηρισμός για ανθρώπους με χαρακτηριστικά πουλιών. Αυτά τυπικά είναι, φτερά, δέρμα τοπικά ή ολικά καλυμμένο με πούπουλα, κούφια οστά με παραλλαγμένη δομή τους. Εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο μιας και η φυσιολογία των πτηνών διαφέρει σημαντικά με τον θηλαστικών, υπάρχουν όμως αναφορές από την αρχαιότητα. Οι αιτίες δημιουργίας, όπως και οι μύθοι σχετικά με αυτούς, ποικίλουν όπως επίσης και ο βαθμός της μεταμόρφωσης. Η ανάγκη για υπερίσχυση των κρατών στους αιθέρες πάνω από τα πεδία μαχών, με ανίχνευση, κατασκοπία και αποβάσεις σε αερόπλοια οδήγησε στην εντατικοποίηση των τελετουργιών και την ώθηση πατριωτών μάγων, συχνά νέων και αφελών σε ολοένα και πιο συχνές μεταμορφώσεις. Με αποτέλεσμα την αύξηση, μόνιμων ημιτελών ή ολοκληρωμένων μεταμορφώσεων. Αν και η πρακτική ήταν βραχύβια, οι αεροεπιδρομές και ο θάνατος που έσπερναν στο πέρασμά τους άφησαν βαθιά εντύπωση στους λαούς.