“Cyberpunk | Ρεαλιστές με γυαλιά ονειροπόλων”

“Cyberpunk | Ρεαλιστές με γυαλιά ονειροπόλων”

Η New York Times σε ένα άρθρο του 1994, είχε επιχειρήσει να δώσει έναν στερεοτυπικό ορισμό του cyberpunk. Μόνο θυμηδία μπορούσε να προκαλέσει και ήταν ενδεικτικός, τόσο του επιπέδου του συντάκτη όσο και της άγνοιας των αναγνωστών στους οποίους απευθυνόταν.

“So, what is cyberpunk? It's really just an attitude, one that tries to give computer geeks' interests (science fiction, comic books, computers) a cool image by infusing them with an aura of male teen-age rebellion (sex, drugs, rock-and-roll) and a pseudo-libertarian philosophy (anarchy, distrust of authority, apocalyptic gloom)”

Η ταχύτητα με την οποία διοχετεύονταν οι πληροφορίες εκείνη την περίοδο, δεν δικαιολογούσε την απλοϊκή προσέγγιση ενός φαινομένου που οι ρίζες του βρίσκονταν τόσο στις προφητείες φιλoσόφων και οραματιστών της δεκαετίας του ’60 όσο και στις υποκουλτούρες των πρώτων hackers και φανατικών της επιστημονικής φαντασίας. Η ανάπτυξη και εξάπλωση της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών παράλληλα με τους σκοτεινούς οιωνούς της μεταμοντέρνας εποχής, ώθησαν τον μοναχικό πλέον άνθρωπο να στραφεί στον κυβερνοχώρο. Εκεί βρισκόταν η τελευταία ελπίδα αντίστασης του ενάντια στον έλεγχο και την καταπίεση. Η cyberpunk λογοτεχνία εκφράζει την υπαρξιακή του αγωνία και είναι παιδί αυτών των δύσκολων καιρών και του γκρίζου αστικού τοπίου. Οι κοινότοποι ορισμοί και οι ανθρώπινες καρικατούρες που περιγράφει η New York Times έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Στην πορεία θα περιγράψουμε τις συνθήκες που οδήγησαν στη γένεση τoυ cyberpunk κινήματος, με μια ιστορική, κοινωνιολογική, φιλοσοφική ανάλυση που αφήνει ελεύθερο πεδίο για περαιτέρω προβληματισμό. Η παράλληλη ανάπτυξη και καθιέρωση της cyberpunk λογοτεχνίας ως ξεχωριστού λογοτεχνικού είδους-παρακλαδιού της επιστημονικής φαντασίας ήταν αναπόφευκτη.
 

Ορισμός της υποκουλτούρας και η επικράτηση των αστικών φυλών

Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να προχωρήσουμε σε μια περαιτέρω μελέτη αν δεν αναλύσουμε κάποιους όρους κι αν δεν κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν. Ο όρος υποκουλτούρα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά την μεταπολεμική περίοδο προκειμένου να περιγράψει αποκλίσεις από την θεωρούμενη ως “φυσιολογική” συμπεριφορά, ομάδων αποτελούμενων κυρίως από νεαρά άτομα. Η λέξη υποκουλτούρα δηλώνει την υποκατηγορία μιας γενικότερης κουλτούρας. Ο David Riesman το 1950 διαχωρίζει την πλειοψηφία από μια μειοψηφία που είναι η υποκουλτούρα και στην οποία προσδίδει ανατρεπτικές τάσεις. Ο Dick Hebdige στο βιβλίο του: “Subculture-The Meaning of Style” αναφέρει ότι οι υποκουλτούρες αποτελούν ανατροπή της ομαλότητας και εκλαμβάνονται ως αρνητικές εξαιτίας της φύσης τους και της κριτικής που ασκούν στο κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο. Υποστηρίζει ότι συγκεντρώνουν άτομα που αισθάνονται αποκομμένα από τον κοινωνικό περίγυρο και έχουν την δυνατότητα μέσω της ομάδας που δημιουργούν, να αποκτήσουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Συχνά υιοθετούν ασυνήθιστες στιλιστικές συνήθειες και αργκό τόσο για να εκφράσουν τη διαφοροποίηση τους όσο και για να είναι άμεσα αναγωρίσιμα μέλη της κοινότητας στην οποία έχουν ενταχθεί. Έτσι η μελέτη μιας υποκουλτούρας συχνά περιλαμβάνει διερεύνηση των ενδυματολογικών και μουσικών της επιλογών καθώς και αποκωδικοποίηση των συμβολισμών που αποδίδουν τα μέλη της σε αυτές.

Η Sarah Thornton στο “Τhe Subcultures Reader” ορίζει ως υποκουλτούρα ένα σύνολο ανθρώπων που έχοντας κάποια κοινά μεταξύ τους χαρακτηριστικά (προβλήματα, ενδιαφέροντα, αντίληψη των πραγμάτων κλπ.) διαχωρίζονται εμφανώς από τα μέλη άλλων κοινωνικών ομάδων. Αντίθετα από αυτά υιοθετούν μη ευρέως αποδεκτές συνήθειες και κώδικες συμπεριφοράς.

O Ken Gelder στην μελέτη του “Subcultures- Cultural Histories and Social Practice” αναφέρει τα έξι κύρια γνωρίσματα από τα οποία κάποιος μπορεί να ταυτοποιήσει τις υποκουλτούρες:

1. Μέσω της σχέσης τους με την εργασία καθώς τα μέλη τους παρουσιάζονται συχνά αδρανή, παρασιτικά ή και με εγκληματικές τάσεις.

2. Μέσω των αρνητικών η αμφιθυμικών τους σχέσεων με τις δεδομένες ταξικές δομές.

3. Μέσω του δεσμού των μελών τους περισσότερο με μια περιοχή που θεωρείται ζωτικός χώρος της ομάδας (δρόμος, γειτονιά, κλαμπ) παρά με τον ατομικό, ιδιωτικό τους χώρο.

4. Μέσω της ένταξης και δημιουργίας δεσμών εντός κοινωνικών ομάδων πέραν της οικογένειας.

5. Μέσω της ροπής στην υπερβολή και την μεγαλοποίηση.

6. Μέσω της απόρριψης της μαζικοποίησης και της κοινοτοπίας που επιτάσσει η επονομαζόμενη “φυσιολογική ζωή”.

Οι υποκουλτούρες επιδεικνύουν μια αντισυμβατικότητα, στοιχεία και ιδιότητες της οποίας σε πολλές περιπτώσεις η μαζική κουλτούρα απορροφά και ενσωματώνει κυρίως για εμπορικούς σκοπούς. Η ανατρεπτικότητα ασκεί μια ακατανίκητη γοητεία την οποία σε πολλές περιπτώσεις εκμεταλλεύονται οι μεγάλες επιχειρήσεις, δημιουργώντας νέες τάσεις και cool πρότυπα τα οποία αντιγράφονται κατά συρροή. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα είτε στον θάνατο είτε στην μετεξέλιξη μιας υποκουλτούρας η οποία στην προσπάθεια της να εξακολουθήσει να παραμένει διαφοροποιημένη, τροποποιεί κάποια από τα γνωρίσματα της λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς αυτούς που απρόσκλητοι επιθυμούν να εισέλθουν στους κόλπους της. Αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές κατά το παρελθόν σε υποκουλτούρες που έχοντας ως κεντρικό άξονα κάποιο μουσικό ρεύμα πχ. Heavy metal, Punk, Goth, Hip hop, απέβαλλαν σε κάποιο βαθμό τις καθιερωμένες, εξωτερικές στιλιστικές επιλογές, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις μουσικές γνώσεις και στην υιοθέτηση κάποιας ιδεολογίας. Αυτός ο τρόπος άμυνας τις έκανε πολύ πιο ανθεκτικές στους εξωγενείς παράγοντες και στην εμπορική εκμετάλλευση. Από κάποιο σημείο δε και μετά μόνο ως γραφικός μπορούσε να θεωρηθεί κάποιος που συντηρούσε την καθιερωμένη για την υποκουλτούρα εμφάνιση αν δεν τηρούσε και κάποιες άλλες προδιαγραφές. Μια αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην πολιτιστική ιδιοποίηση από το mainstream.

O Michel Maffesoli στο “The Time of the Tribes: The Decline of Individualism in Mass Society”, επινόησε τον όρο neo-tribalism. Οι μοντέρνες κοινωνίες οδηγήθηκαν σταδιακά στην παρακμή και οι κοινωνικές δομές κονιορτοποιήθηκαν. Επικράτησε ακραία ατομικότητα και στην προσπάθεια τους οι άνθρωποι να αντισταθούν σε αυτή την τάση, επιζήτησαν τις βασικές αρχές που διέπουν τις κοινωνικές ομάδες οικοδομώντας από την αρχή το κοινωνικό τους σύμπαν. Δίχως όμως να έχουν νοσταλγία για δομές που στηρίζονται σε διαβαθμίσεις, τάξεις και συγκεκριμένα στερεότυπα. Το neo-tribalism έχει κυριαρχήσει στη μεταμοντέρνα κοινωνία. Οι νέες αστικές φυλές διαφέρουν από τις παραδοσιακές φυλές όπου η ύπαρξη των δεύτερων καθορίζεται από έννοιες όπως η παράδοση, η κοινή ιστορία, ο γεωγραφικός χώρος και ο χρόνος. Οι αστικές φυλές συγκροτούνται περιστασιακά, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν και υπάρχουν για όση διάρκεια το επιτάσσουν οι εσωτερικές τελετουργίες και διεργασίες τους. Διαφέρουν επίσης από τις υποκουλτούρες, οι οποίες έχουν κάποια συγκεκριμένη ταυτότητα. Τα μέλη μιας υποκουλτούρας παραμένουν στατικά και φορούν μια μόνο μάσκα. Στις αστικές φυλές οι μάσκες αλλάζουν συνεχώς όπως και οι ρόλοι των μελών τους τα οποία έχουν την δυνατότητα να μεταπηδήσουν σε κάποια άλλη ή να βρίσκονται σε πολλές ταυτόχρονα, σε μια αέναη αλλαγή υιοθετώντας στην καθεμιά διαφορετικούς προσωρινούς ρόλους και ταυτότητες.

O Bernard Cova περιγράφει τις αστικές φυλές ως μικρής κλίμακας ομάδες που συγκροτούνται αυθόρμητα, πυροδοτούμενες από ένα κοινό πάθος. Οι άνθρωποι σε αυτές αξιολογούν την αξία των υλικών αγαθών με βάση την αρωγή που αυτά τους παρέχουν στη δημιουργία δεσμών με άλλους. Είναι οι δεσμοί καθαυτοί που έχουν σημασία και όχι τα αντικείμενα. Εκεί βασίστηκε και το βιβλίο του: “Tribal Marketing: The tribalisation of society and it’s impact on the conduct of marketing” όπου προσπαθεί να αναλύσει τις αιτίες που οι άνθρωποι ενώνονται σε ομάδες με σκοπό να μοιραστούν ένα κοινό πάθος και σκοπό, ασχέτως γεωγραφικού χώρου, ηλικίας, τάξης και φύλου. Παροτρύνει τις εταιρίες να δραστηριοποιηθούν διαδικτυακά και να συμμετάσχουν στο online social movement προκειμένου να καταφέρουν να πιάσουν το σφυγμό των μη προβλέψιμων και μη παθητικών πλέον καταναλωτών.

Σίγουρα το παρόν και το μέλλον βρίσκεται στο κυβερνοδιάστημα ή στον κυβερνοχώρο όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται.
 

Παγκόσμιο χωριό και υπερπραγματικότητα

Ο Marshall McLuhan ήταν φιλόσοφος και ένας από τους πρώτους στοχαστές στην θεωρία των επικοινωνιών. Στο “Understanding Media” του 1964 προβλέπει τις επιπτώσεις των δικτύων, στην ζωή των ανθρώπων κατά τον εικοστό αιώνα. Προσομοιάζει το δίκτυο επικοινωνιών με νευρικό σύστημα, τονίζοντας ότι στο μέλλον οτιδήποτε συμβαίνει, θα γίνεται άμεσα αντιληπτό.

“Γεγονότα που συμβαίνουν σε μια γωνιά του κόσμου, θα βιώνονται και σε άλλα σημεία του σε πραγματικό χρόνο, όπως την εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές κοινότητες”.

Όπως σε ένα χωριό οποιοδήποτε νέο μεταδίδεται αστραπιαία, έτσι και στο παγκόσμιο δικτυακό χωριό (global village), όλοι θα απέχουν εξίσου από την πληροφορία. Οι προβλέψεις του McLuhan σε ό,τι αφορά τη μαζική επικοινωνία ήταν σωστές παρόλο που ήταν νωρίς για να μιλήσει κανείς για κυβερνοκουλτούρα. Άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο, συνδέθηκαν μεταξύ τους διαδικτυακά σχηματίζοντας ένα παγκόσμιο χωριό, δημιουργώντας μια φυλή.

Στο “The Medium is the Massage: Αn Inventory of Effects” του 1967 ολοκληρώνει την προσέγγιση του. Αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία είναι το ίδιο το μέσον που χρησιμοποιείται προκειμένου να επιτευχθεί η επικοινωνία. Καθώς αυτό αλλάζει και εξελίσσεται, αναμορφώνει το περιβάλλον μας και επηρεάζει το οτιδήποτε κάνουμε, μεταλλάσσοντας εμάς τους ίδιους. Όπως αναφέρει: “Ο τροχός είναι επέκταση των ποδιών μας, τα ρούχα είναι επέκταση του δέρματος μας, το βιβλίο είναι επέκταση των ματιών μας” για να καταλήξει τελικά ότι “Το ηλεκτρικό κύκλωμα είναι επέκταση του κεντρικού νευρικού μας συστήματος”. Αυτή πρέπει να είναι και η πρώτη αναφορά σε αυτό που ορίστηκε αργότερα ως εικονική πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές βρίσκονταν στο πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης τους και όροι όπως το κυβερνοδιάστημα, το ίντερνετ και η εικονική πραγματικότητα δεν υπήρχαν.

Tην ίδια περίοδο υπήρξαν κι άλλοι φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι που έκαναν παρομοίου τύπου υποθέσεις και προφητείες. Όμως  θα σταθούμε σε δύο ιδιαίτερα σημαντικούς ως προς το θέμα που εξετάζουμε και οι οποίοι μίλησαν για υπερπραγματικότητα. Ο Jean Baudrillard στα πλαίσια της ανάλυσης της μεταμοντέρνας περιόδου (η οποία χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, ασάφεια και πολυπλοκότητα) και μιλώντας για την καταναλωτική κοινωνία διαπίστωσε ότι η μεταστροφή από την παραγωγή στην κατανάλωση, δημιούργησε συνθήκες όπου ο ορισμός της πραγματικότητας είναι πλέον αδύνατος. Η κοινωνική πραγματικότητα στηρίζεται σε μια ανάμειξη των στυλ και των κωδικών-σημείων που απαρτίζουν τα εικονιστικά μέσα. Τα σημεία αποτελούν στοιχεία απροσδιοριστίας και ασάφειας. Είναι ένα πλήθος από πολιτιστικούς κώδικες που αναπαράγονται μέσα από την πληθωρική διάδοση εικόνων και πληροφοριών και χαρακτηρίζονται από μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ροή. Η ταχύτητα της ροής αυτής είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορούν να σχηματίσουν έναν σταθερό κώδικα, μια σταθερή εμφάνιση της πραγματικότητας. Στην ρίζα της λοιπόν αυτή η πραγματικότητα αποτελεί μια υπερπραγματικότητα, βασισμένη στην προσομοίωση, στο φαίνεσθαι των πραγμάτων, στο είδωλο του πραγματικού, στο υπερπραγματικό. Ο Jean Baudrillard παρουσιάζοντας αυτό το θεωρητικό σκέλος της υπερπραγματικότητας στην Αμερική, ανέπτυξε την άποψη ότι οι ΗΠΑ είχαν δομηθεί ως ένα έθνος “πραγματικότερο” του πραγματικού.


Timothy Leary

Η αυθεντική εικόνα είχε αντικατασταθεί από ένα αντίγραφο και οι άνθρωποι αντί να έχουν εμπειρίες, παρακολουθούσαν ανδρείκελα μέσω πραγματικών ή μεταφορικών οθονών ελέγχου. Ζούσαν σε μια ρεαλιστική εξομοίωση (simulation) του πραγματικού. Τα σενάρια αυτά ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά καθώς φάνηκε ότι τα κατευθυνόμενα από τα μεγάλα συμφέροντα media και η δημιουργία μιας πλασματικής πραγματικότητας αποτελούσαν απειλή για την ατομική ελευθερία των πολιτών. Ήταν ξεκάθαρο ότι μπορούσε να ασκηθεί απόλυτος έλεγχος τόσο από τους πολυεθνικούς οργανισμούς όσο και από το κράτος. Στο όλο κλίμα αβεβαιότητας το οποίο είναι βασικό χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας περιόδου όλα έδειξαν ακόμη πιο ζοφερά. Οι προφητείες του McLuhan για κομπιούτερ τα οποία θα αποτελούσαν επέκταση του ανθρώπινου σώματος και τα οποία με τη σειρά τους θα ήταν δικτυωμένα μέσω του ιστού σε ένα τεράστιο παγκόσμιο χωριό, έδιναν ελπίδα. Ίσως ο καθένας ξεχωριστά -και όλοι μαζί- να είχαν δυνατότητα αντίστασης.

Ο Timothy Leary, καθηγητής ψυχολογίας, συγγραφέας και υπέρμαχος της χρήσης του LSD είχε διατυπώσει ανάλογες σκέψεις με αυτές του Jean Baudrillard. Κάποια στιγμή είχε γράψει:

“Δέξου το. Δεν είσαι σαν αυτούς. Δεν είσαι ούτε καν κοντά. Μπορεί περιστασιακά να ντυθείς όπως αυτοί, να παρακολουθήσεις τις ίδιες ανόητες τηλεοπτικές εκπομπές όπως κάνουν, ίσως ακόμη και να φας το ίδιο fast food μερικές φορές. Αλλά φαίνεται ότι όσο περισσότερο προσπαθείς να ταιριάξεις τόσο περισσότερο αισθάνεσαι ξένος, παρακολουθώντας τους “φυσιολογικούς ανθρώπους” να συνεχίζουν την αυτοματοποιημένη ύπαρξη τους. Κάθε φορά που λες συνθηματικά εισόδου στο κλαμπ τους όπως: “Να έχετε μια ωραία μέρα” και “Ο καιρός είναι απαίσιος σήμερα, ε;”, λαχταράς να πεις στην πραγματικότητα απαγορευμένα πράγματα: “Πες μου κάτι που να σε κάνει να κλαίς” ή “Για ποιο λόγο νομίζεις ότι υπάρχει το déjà vu;”. Παραδέξου το, θέλεις να μιλήσεις σε αυτό το κορίτσι στο ασανσέρ. Αλλά αν το κορίτσι του ανελκυστήρα (και ο φαλακρός άντρας που βηματίζει δίπλα από το διαχωριστικό του μικρού σου γραφείου στον χώρο εργασίας) σκέφτονται το ίδιο πράγμα; Ποιος ξέρει τι θα μπορούσες να μάθεις τολμώντας να μιλήσεις σε κάποιον ξένο; Ο καθένας κουβαλάει ένα κομμάτι του πάζλ. Κανείς δεν μπαίνει στη ζωή σου από απλή σύμπτωση. Εμπιστεύσου τα ένστικτά σου. Κάνε το απροσδόκητο. Αναζήτησε τους άλλους...’’

Είσαι μόνος αλλά δοκίμασε να ψάξεις. Συνδέοντας ίσως τα δάχτυλα σου σε κάποιο εξελιγμένο interface και απλώνοντας νοητά το χέρι σου στο κενό του κυβερνοχώρου. Αναζήτησε τους άλλους.
 

Κομβικά σημεία της εξέλιξης των υπολογιστών

Η προσπάθεια των ανθρώπων να δημιουργήσουν υπολογιστές χρονολογείται από την αρχαία εποχή όπως προκύπτει από την εύρεση του μηχανισμού των Αντικυθήρων και την χρήση αβάκων και αστρολάβων. Είναι μεγάλη η λίστα των τεχνουργημάτων που κατασκευάστηκαν ανά καιρούς προκειμένου να διευκολύνουν συγκεκριμένες εργασίες. Εμείς όμως θα επικεντρωθούμε στις τεχνολογικές εξελίξεις των πιο πρόσφατων ετών, όπου οι υπολογιστές αρχίζουν να έχουν τις δυνατότητες και τη μορφή με την οποία τους γνωρίζουμε σήμερα.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η κατασκευή του Z3 από τους Γερμανούς και του Colossus Mark I από τους Αμερικάνους (είναι οι πρώτοι επαναπρογραμματιζόμενοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές) αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την ανάπτυξη της επιστήμης των υπολογιστών. Τον Colossus Mark I διαδέχτηκε ο τεράστιος σε μέγεθος ENIAC που λειτουργούσε με λυχνίες και χρησιμοποιήθηκε από το εργαστήριο Βαλλιστικής Έρευνας του στρατού των ΗΠΑ. Μετά το τέλος του πολέμου οι υπολογιστές εξακολούθησαν να βρίσκονται μακριά από τα μάτια της δημοσιότητας, κρυμμένοι σε ερευνητικά κέντρα, ως απαγορευμένοι-πανάκριβοι καρποί μιας και ο καθένας από αυτούς κόστιζε εκατομμύρια δολάρια.


Colossus Mark I

Φτάνοντας στην δεκαετία του ’60 ελάχιστοι στην Αμερική είχαν δει ή έστω ακουμπήσει έναν υπολογιστή. Μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως το Harvard, το Princeton και το ΜΙΤ (στο οποίο θα αναφερθούμε για συγκεκριμένους λόγους στην συνέχεια), ήταν τα πρώτα που απέκτησαν κάποιους στα πλαίσια της ερευνητικής τους προσπάθειας. Δεν ήταν διαθέσιμοι αρχικά στους φοιτητές παρά μόνο σε μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού. Οι πρώτοι αυτοί υπολογιστές που λειτουργούσαν με λυχνίες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από άλλους που χρησιμοποιούσαν τρανζίστορ. Ορόσημο στην εξέλιξη των υπολογιστών ήταν η κατασκευή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων τα οποία αποτελούνταν από συνδυασμό τρανζίστορ, πυκνωτών και αντιστάσεων, τοποθετημένων σε φύλλο - chip ημιαγωγού κατασκευασμένου από πυρίτιο. Αυτό έδωσε την δυνατότητα κατασκευής μικρότερων ηλεκτρονικών υπολογιστών που μπορούσαν να καταλαμβάνουν ελάχιστο συγκριτικά χώρο.

Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν από επιχειρήσεις και οργανισμούς ως μηχανές γραφείου μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η Αpple, η Texas Instruments και άλλοι κατασκευαστές συνέλαβαν την ιδέα του home computing. Έτσι με την έλευση των home computers μια ολόκληρη νέα γενιά άρχισε να μεγαλώνει έχοντας τους υπολογιστές για πρώτη φορά στα σπίτι ως ένα προσιτό εργαλείο εργασίας, αλλά και ψυχαγωγίας, με ήχους και χρώματα να πλημμυρίζουν τις οθόνες των μέχρι πρότινος βαρετών μηχανημάτων. Αυτό δημιούργησε μια ολόκληρη βιομηχανία hardware και software. Η τεχνολογία μπορούσε να γίνει κτήμα του κάθε ενδιαφερόμενου αρκεί να ήταν σε θέση να πληρώσει το τσουχτερό για την εποχή αντίτιμο. Οι λιγοστοί αρχικά και ως επί το πλείστον νεαροί λάτρεις της νέας τεχνολογίας, αποταμίευαν το χαρτζιλίκι τους προκειμένου να αποκτήσουν το μηχάνημα που επιθυμούσαν. Κάποιοι ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για το ψυχαγωγικό κομμάτι ενώ άλλοι ασχολούνταν με τον προγραμματισμό και την οnline επικοινωνία αξιοποιώντας την RS-232 θύρα του υπολογιστή τους. Συνέδεαν εκεί τα πρωτόγονα modem τους, κάνοντας στην πραγματικότητα σήματα καπνού στους ομοίους τους. Συμμαθητές τους από το σχολείο και φίλους που είχαν κάνει στις αίθουσες ψυχαγωγίας ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Ενδιαφέρον έδειξαν και μεγαλύτερης ηλικίας χομπίστες που ασχολούνταν πιο πριν με το phreaking (από τις λέξεις phone και freak) κατασκευάζοντας τα blue-red-black box με σκοπό να κάνουν δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις. Ξακουστός phreaker ήταν και ο ίδιος ο Steve Jobs της Apple. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιούσαν scanners προκειμένου να επικοινωνούν μεταξύ τους και να εισχωρούν στις συχνότητες της αστυνομίας, των φορτηγατζήδων και των ραδιοταξί. Αν και αντικοινωνικοί οι περισσότεροι, έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τηλεπικοινωνίες, ίσως γιατί φάνταζε ως πρόκληση η παραβίαση των κανόνων. Με τη σύνδεση του ARPANET με το NSFNet που σηματοδότησε την δημιουργία του Internet και κυρίως με την πλατφόρμα σύνδεσης World Wide Web που το 1989 έκανε εύκολη την πρόσβαση σε αυτό, οι πύλες άνοιξαν διάπλατα. Όλοι μπορούσαν πια να συναντηθούν διαδικτυακά στο παγκόσμιο χωριό που ο McLuhan είχε οραματιστεί από την δεκαετία του ’60. Αν και για τους περισσότερους η έκρηξη του home computing και το διαδίκτυο αποτελούσε καινοτομία και νεωτερισμό, για άλλους πιο προχωρημένους ήταν κάτι το αναμενόμενο. Υπήρχε ήδη μια πλήρως ταυτοποιημένη, ισχυρή υποκουλτούρα, οι ρίζες της οποίας βρίσκονταν στις πανεπιστημιακές κοινότητες της δεκαετίας του ’60.
 

Γένεση των hackers

Το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (γνωστότερο ως ΜΙΤ) απέκτησε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 έναν ΙΒΜ 704. Ο τεράστιος σε μέγεθος υπολογιστής βρισκόταν σε μια αίθουσα υπό ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Στην περίπτωση υπερθέρμανσης υπήρχε πιθανότητα να λιώσει το εσωτερικό του και γι’ αυτό τον λόγο το σύστημα συνοδευόταν από μια μονάδα air condition βάρους δεκαπέντε τόνων. Τον ΙΒΜ δεν τον απενεργοποιούσαν ποτέ γιατί η διαδικασία επαναλειτουργίας του ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη. Οι υπολογιστές εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα ακριβοί για να παραμένουν αδρανείς κι έτσι δούλευε ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Μια ομάδα μηχανικών ασχολιόταν αποκλειστικά με την διαρκή επιτήρηση του κάνοντας βάρδιες ημέρα και νύχτα. Ήταν οι μόνοι επίσης που έχοντας πρόσβαση σε αυτόν μπορούσαν μέσω διάτρητων καρτών να εισαγάγουν data. Μια αργή, επίπονη διαδικασία καθώς περνούσαν ώρες μέχρι να επεξεργαστεί ο υπολογιστής τα δεδομένα. Το παραμικρό λάθος σήμαινε ότι έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή.

Στο ΜΙΤ όπως και σε άλλα πανεπιστήμια συνηθιζόταν οι φοιτητές να συμμετέχουν σε λέσχες που απαρτίζονταν από άτομα με παρόμοια ενδιαφέροντα. Το 1958 υπήρχε το Tech Model Railroad Club (TMRC), μια λέσχη μοντελισμού που ασχολιόταν με την κατασκευή τραίνων, τα οποία κυλούσαν στις ράγες των μικρών δικτύων που σχεδίαζαν. Οι φοιτητές ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Η πρώτη ενδιαφερόταν περισσότερο για την κατασκευή των μοντέλων (Knife and Paintbrush team) και με την οργάνωση εκδρομών σε παλιά εγκαταλελειμμένα τμήματα του σιδηροδρομικού δικτύου. Η δεύτερη ασχολιόταν με το τεχνικό κομμάτι (The System team) θέτοντας σε λειτουργία τα μοντέλα. Οι συγκυρίες ήταν τέτοιες ώστε σε αυτή τη δεύτερη ομάδα συγκεντρώθηκαν κάποια ιδιαιτέρως ανήσυχα πνεύματα. Περνούσαν τα σαββατοκύριακα τους σε σκουπιδότοπους, ψάχνοντας για πεταμένα ανταλλακτικά και μηχανικά μέρη, τα οποία θα μπορούσαν πιθανώς να χρησιμοποιήσουν. Είχαν δημιουργήσει μάλιστα δική τους αργκό χρησιμοποιώντας μια ορολογία άγνωστη σε οποιονδήποτε άλλον. Όταν ένα εξάρτημα είχε καταστραφεί, ήταν “munged”. Τα σκουπίδια ονομάζονταν “cruft”. Kάποιος που μελετούσε υπερβολικά χαρακτηριζόταν “tool”.  Kάτι που φτιαχνόταν χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος, προκειμένου να αντλήσουν ικανοποίηση από την πρόκληση της κατασκευής του και μόνο ονομαζόταν “hack” και ο δημιουργός του “hacker”. Στο ΜΙΤ ο όρος “hack” είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά για να περιγράψει τις φάρσες που έκαναν οι φοιτητές κατά καιρούς. Τα μέλη του System τον υιοθέτησαν και τον χρησιμοποίησαν για τους δικούς τους λόγους. Το “hacker” ήταν τιμητικός τίτλος.


IBM 704

Έχοντας μεγάλο ενδιαφέρον για οτιδήποτε τεχνικό δεν άργησαν να ανακαλύψουν την ύπαρξη του ΙΒΜ 704 τον οποίον όμως ήταν αδύνατον να πλησιάσουν. Την άνοιξη του 1959, οι πρωτοετείς φοιτητές είχαν τη δυνατότητα για πρώτη φορά στην ιστορία του ΜΙΤ να πάρουν μαθήματα προγραμματισμού. O νεοαφιχθείς καθηγητής John McCarthy είχε ασχοληθεί με την τεχνητή νοημοσύνη και δούλευε επάνω στην ανάπτυξη ενός προγράμματος που θα επέτρεπε στον χρήστη να παίζει σκάκι με τον ΙΒΜ. Γενικά οι υπολογιστές δεν θεωρούνταν “έξυπνα” μηχανήματα και αυτά που υποστήριζε ήταν πρωτοφανή. Ολόκληρη η παρέα του System άδραξε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα μαθήματα του και να συμμετάσχει στο σκακιστικό project.

Tον ΙΒΜ 704 διαδέχτηκε ο 709. Όμως η ομάδα του System δεν ήταν ικανοποιημένη μιας και δεν τους επιτρεπόταν ούτε να ακουμπήσουν τα μηχανήματα. Απλώς έγραφαν τον κώδικα στις διάτρητες κάρτες, τις οποίες εισήγαγαν στους υπολογιστές οι μηχανικοί τους οποίους σιχαίνονταν και αποκαλούσαν Priesthood. Μάταια προσπαθούσαν να πιάσουν φιλίες με κάποιους από αυτούς. Τα μαθήματα ήταν συναρπαστικά όμως δεν τους αρκούσαν. Όταν το Lincoln Lab (εργαστήριο που συνεργαζόταν με τον στρατό) δώρισε στο πανεπιστήμιο έναν καινούριο υπολογιστή που ονομαζόταν ΤΧΟ ανακάλυψαν ότι ήταν πολύ πιο εξελιγμένος από τον ΙΒΜ. Δεν χρησιμοποιούσε λυχνίες αλλά τρανζίστορ (πράγμα που μείωνε αρκετά τον όγκο του) και η εισαγωγή στοιχείων δεν γινόταν με διάτρητες κάρτες αλλά με λεπτές, μακριές χάρτινες ταινίες. Επάνω σε αυτές ο κώδικας γραφόταν με Flexowriter. Μια συσκευή “διάβαζε” τα περιεχόμενα της ταινίας και όλα ήταν ευκολότερα. Η ύπαρξη ήχου, επίσης, μέσω ενός ηχείου ήταν κάτι πρωτοφανές. Σε αυτό το μηχάνημα απέκτησαν την πρόσβαση την οποία δεν μπορούσαν να έχουν στον ΙΒΜ. Το γεγονός ότι δεν ήταν ΙΒΜ τον έκανε στα μάτια της Priesthood και των υπεύθυνων του πανεπιστημίου να φαντάζει κατώτερος. Ειδικά τις νυχτερινές ώρες είχαν την ευκαιρία να κάνουν αυτό ακριβώς που ονειρεύονταν. Εξυπηρετούσαν μόνο τις βασικές τους ανάγκες κι έμεναν ξάγρυπνοι για μέρες. Εργάζονταν πυρετωδώς αναπτύσσοντας assemblers, debuggers αλλά και προγράμματα τα οποία δεν είχαν κανένα απολύτως νόημα.

Έκαναν αυτό που αποκαλούσαν “hacking”. Δημιουργούσαν πρώιμους επεξεργαστές κειμένου, calculators, ακόμη και προγράμματα που παρήγαν μουσική. Διασκέδαζαν ακούγοντας Johan Sebastian Bach μονοφωνικά από τo πρωτόγονο ηχείο του ΤΧΟ. Την επιτυχία τους την μοιράζονταν μόνο μεταξύ τους αφού οποιοσδήποτε άλλος δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει αυτό που έκαναν. Για τους ίδιους όμως ήταν “hack” κι αυτό τους αρκούσε. Ήταν επικεντρωμένοι σε αυτό, ακόμα και τις ώρες που δεν βρίσκονταν μπροστά στον υπολογιστή. Προετοίμαζαν τον κώδικα που θα έγραφαν την νύχτα, προσπαθώντας παράλληλα να προβλέψουν κάθε πιθανό σενάριο. Τελικά κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του John McCarthy, απέκτησαν πρόσβαση στον IBM καταφέρνοντας να ολοκληρώσουν το σκακιστικό πρόγραμμα του. Τον συγκεκριμένο υπολογιστή δεν τον συμπάθησαν ποτέ. Συμβόλιζε την άρνηση και την αντιδραστικότητα μιας ολιγαρχίας που επιθυμούσε να έχει την αποκλειστική πρόσβαση στα αγαθά της γνώσης και της τεχνολογίας. Πέραν του γεγονότος ότι ήταν φανερή η επιθυμία της ΙΒΜ να μονοπωλήσει την αγορά με μηχανήματα, μάλλον άκομψα, χρησιμοποιώντας οπισθοδρομικές επιχειρηματικές πρακτικές. Oι hackers του ΜΙΤ, ήταν η εμπροσθοφυλακή μιας τολμηρής συμβίωσης ανθρώπου και μηχανής. Ανέπτυξαν κώδικες συμπεριφοράς, αρχές και φιλοσοφία που προέκυψαν μέσω σιωπηλής συγκατάβασης και αποδοχής ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης και ζωής.

Η πρόσβαση στους υπολογιστές  - και σε οτιδήποτε μπορεί να σου διδάξει τον τρόπο λειτουργίας αυτού του κόσμου- πρέπει να είναι απεριόριστη και ελεύθερη.

Όλες οι πληροφορίες πρέπει να είναι διαθέσιμες και προσπελάσιμες από όλους.

Να μην εμπιστεύεσαι την εξουσία - Προώθησε την αποκέντρωση της τεχνολογίας (και όχι μόνο) μακριά από τους φορείς που ασκούν έλεγχο.

Οι hackers πρέπει να αξιολογούνται για την ικανότητα τους στο hacking και μόνο. Όχι βάσει άχρηστων κριτηρίων όπως το πτυχίο, η ηλικία, η φυλή ή η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν.

Μπορείς να δημιουργήσεις τέχνη και ομορφιά με έναν υπολογιστή.

Οι υπολογιστές μπορούν να αλλάξουν τη ζωή σου προς το καλύτερο.
 

Από την επιστημονική φαντασία στο cyberpunk

Από την αυγή του προηγούμενου αιώνα και με την έκδοση pulp περιοδικών όπως το Amazing Stories του Hugo Gernsback στις ΗΠΑ, η επιστημονική φαντασία ξεκίνησε να παίρνει σάρκα και οστά ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος. Οι περισσότερες ιστορίες που φιλοξενούνταν στις σελίδες του, ήταν βασισμένες τόσο σε επιστημονικές ανακαλύψεις (πραγματικές και μη) όσο και στις επιπτώσεις αυτών σε κάποιο υποθετικό μέλλον. Ο Gernsback προκειμένου να περιγράψει το λογοτεχνικό είδος, χρησιμοποίησε τον όρο “scientifiction”. Αναμφισβήτητα οι ιστορίες του H.G.Wells και του Jules Verne κάποια χρόνια πριν είχαν θέσει τους θεμέλιους λίθους επάνω στους οποίους στηρίχτηκε το συγκεκριμένο εγχείρημα. Οι pulp εκδόσεις παρά την αμφισβήτηση γνώρισαν επιτυχία και δημιουργήθηκε ένας σταθερός πυρήνας οπαδών τους. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι στις σελίδες του Amazing Stories δημοσιεύονταν οι διευθύνσεις των ανθρώπων που επικοινωνούσαν με το περιοδικό, ως μια έμμεση προτροπή να αρχίσουν να αλληλογραφούν μεταξύ τους. Η ταινία του Fritz Lang “Metropolis” (1927) υπήρξε η αιτία της υιοθέτησης μιας ελκυστικής art-deco αισθητικής, στην εμφάνιση των pulp περιοδικών εκείνης της περιόδου.

Οι δεκαετίες του ’40 και ’50 χαρακτηρίστηκαν ως η χρυσή περίοδος της επιστημονικής φαντασίας και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ιδιαίτερα απαιτητικό αρχισυντάκτη του Astounding Stories, τον James Campbell. Με την έκδοση ιστοριών από συγγραφείς του βεληνεκούς των Isaac Asimov, Arthur Clarke και Robert Heinlein, η επιστημονική φαντασία άρχισε να αποκτά κύρος. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται οι George Orwell, Ray Bradbury, Ursula Le Guin, A.E. van Vogt, Kurt Vonnegut, Frederik Pohl, κάποιοι εκ των οποίων με μνημειώδη έργα που παραμένουν κλασσικά. Η θεματολογία είχε να κάνει κυρίως με την τεχνολογία, την ρομποτική, την μελλοντολογία, το διάστημα και τα ταξίδια στον χρόνο. Η κινηματογραφική βιομηχανία έδειξε ενδιαφέρον και σύντομα άρχισαν να εμφανίζονται με σταθερό ρυθμό ταινίες βασισμένες στα βιβλία των προαναφερθέντων.

Στις δεκαετίες ’60 και ΄70 εμφανίστηκε το επονομαζόμενο νέο κύμα. Η επιστημονική φαντασία δανείστηκε στοιχεία από τα mainstream λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής και η θεματολογία άλλαξε έχοντας ως επίκεντρο περισσότερο τον άνθρωπο και λιγότερο τις τεχνολογικές εξελίξεις. Κοινωνικός προβληματισμός, φιλοσοφικές ανησυχίες, σουρεαλισμός, θρησκεία, σεξουαλικότητα, πολλά μέχρι πρότινος ανεξερεύνητα πεδία τα οποία διεύρυναν τα όρια του είδους. Η ποιότητα γραφής και αφήγησης ανέβηκαν αναπόφευκτα επίπεδο. Οι συγγραφείς της χρυσής περιόδου ακολούθησαν το νέο ρεύμα και άλλοι βγήκαν στο προσκήνιο  όπως ενδεικτικά οι Philip Κ.Dick, Frank Herbert, William Burroughs, J.G.Ballard, Roger Zelazny, Norman Spinrad, Larry Niven και Pοul Anderson.

Ο όρος cyberpunk χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Bruce Sterling στο ομώνυμο διήγημα του 1983. Η Washington Post ένα χρόνο μετά χαρακτήρισε cyberpunk τόσο τον Sterling όσο και μια ομάδα άλλων συγγραφέων. Μεταξύ αυτών και τον William Gibson που αρνήθηκε ευθέως την ορολογία της εφημερίδας. Με την περίφημη τριλογία του (Neuromancer, Count Zero, Mona Lisa Overdrive) και με το “Νeuromancer” (1984) να λαμβάνει τα βραβεία Hugo, Nebula και Philip K. Dick, o Gibson καθόρισε τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου είδους. Εκτός των προαναφερθέντων άλλοι σημαντικοί συγγραφείς είναι οι John Shirley, Pat Cadigan, Lewis Shiner, Rudy Rucker και K.W.Jeter ο οποίος το 1987 αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε ένα είδος που ονόμασε steampunk. Eίναι απαραίτητο -έστω και επιγραμματικά- να αναφέρω τα σημαντικά έργα κάποιων προγενέστερων συγγραφέων. Η επιρροή τους ήταν καθοριστική στην δημιουργία αυτού που ονομάστηκε μετέπειτα cyberpunk. Συγκεκριμένα τα: “A clockwork orange” (1962) του Anthony Burgess, “Do androids dream of electric sheep?” (1968) του Philip. K. Dick (1968) και “The girl who was plugged in” (1973) του James Tiptree (που στην πραγματικότητα ήταν γυναίκα και ονομαζόταν Alice Sheldon).

Η cyberpunk λογοτεχνία έχει ως κύριο σημείο αναφοράς την δυστοπία. Ενώ η ουτοπία περιγράφει μια υποδειγματική, εξιδανικευμένη κοινωνία όπου δεν υπάρχει εγκληματικότητα και φτώχεια, η δυστοπία βρίσκεται στο εντελώς αντίθετο άκρο δείχνοντας την κατακλυσμική πτώση της. Η ζωή είναι απάνθρωπη και ο έλεγχος της άρχουσας τάξης απόλυτος και ολοκληρωτικός. Εκτός της Metropolis δεν υπάρχει τίποτα, η φύση έχει καταστραφεί και οτιδήποτε υπάρχει που να την θυμίζει, έστω και ελάχιστα, είναι τεχνητό. Στην cyberpunk λογοτεχνία οι ήρωες βρίσκονται σε μια συνεχή, αδιέξοδη πάλη και στο όλο εφιαλτικό σκηνικό διαφθοράς και καταστροφής προστίθενται υβρίδια ανθρώπων και μηχανών (cyborgs), μεταλλάξεις, νευροχημικά, ναρκωτικά, interfaces που λειτουργούν ως κρίκοι μεταξύ ανθρώπινου εγκεφάλου-κομπιούτερ-διαδικτύου. O ταλαιπωρημένος και μοναχικός άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει σε κάποια απομακρυσμένη γωνιά της επέκτασης του μυαλού του -του κυβερνοχώρου- προσπαθώντας να διατηρήσει αλώβητα τα τελευταία ψήγματα της ατομικότητας του. Απλώνοντας με ελπίδα το χέρι του στο κενό.


Ρεαλιστές με γυαλιά ονειροπόλων

Σύμφωνα με τον Steven Mizrach, συγγραφέα των “Cyberanthropology” και “Exploring the Culture of Technology”, η διαφοροποίηση των hackers της δεκαετίας του ’60 από αυτούς της δεκαετίας του ’90 έχει να κάνει μόνο με το γενικότερο πολιτισμικό υπόβαθρο. Ο κόσμος των δεύτερων είναι πιο πολύπλοκος και λιγότερο ασπρόμαυρος σε σχέση με αυτόν των πρώτων. Οι υπολογιστές εξακολουθούν να δημιουργούν ομορφιά αλλά χρησιμοποιούνται επίσης για να υπονομεύσουν την ελευθερία και την αυτονομία.

Ο Andy Hawks στο δοκίμιό του “Future Culture Manifesto” αναφέρει:

“Δεν μπορείς να περιμένεις κάποιον να παράγει κάτι προκειμένου να σε διευκολύνει, πρέπει να διευκολύνεις μόνος σου τον εαυτό σου. Δημιούργησε την δική σου τέχνη, τα δικά σου ρούχα, την δική σου μουσική, την δική σου πραγματικότητα, το δικό σου μανιφέστο, οτιδήποτε. Η δράση είναι ζωτικό στοιχείο όλου αυτού”.

O Christian Kirtsev διατύπωσε το 1997 το “Cyberpunk Manifesto”. Κάποια αποσπάσματα του:

“Είμαστε ο ηλεκτρονικός Νους, μια ομάδα ελεύθερα σκεπτόμενων επαναστατών. Cyberpunks. Ζούμε στο Κυβερνοδιάστημα. Βρισκόμαστε παντού. Δεν γνωρίζουμε όρια. Αυτό είναι το μανιφέστο μας. Το μανιφέστο των Cyberpunks”.

“Είμαστε αυτοί, οι Διαφορετικοί. Παρείσακτοι. Τεχνολογικοί αρουραίοι που κολυμπούν στον ωκεανό της πληροφορίας”.

“Είμαστε αυτοί που αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα διαφορετικά. Η οπτική μας γωνία μας επιτρέπει να δούμε πέρα από αυτά που είναι σε θέση να αντιληφθούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Αυτοί βλέπουν ό,τι βρίσκεται απέξω, εμείς όμως βλέπουμε αυτό που βρίσκεται μέσα. Αυτοί είμαστε. Ρεαλιστές με γυαλιά ονειροπόλων”.

“To Cyberpunk δεν είναι πλέον λογοτεχνικό είδος, ούτε μια συνηθισμένη υποκουλτούρα. Το Cyberpunk είναι μια αυτόνομη νέα κουλτούρα. Το γέννημα μιας Νέας Εποχής. Μια κουλτούρα που ενσωματώνει τα κοινά ενδιαφέροντα και απόψεις μας. Είμαστε μια ξεχωριστή μονάδα. Είμαστε Cyberpunks”.

Το μανιφέστο εκφράζει μια αυξανόμενη ανησυχία, οφειλόμενη στην δράση των μεγάλων πολυεθνικών οργανισμών που επιχειρούν να ελέγξουν όχι μόνο τη ζωή των απλών ανθρώπων αλλά και τον κυβερνοχώρο. Είναι γεγονός ότι το ίδιο το σύστημα προωθεί την δημιουργία διαδικτυακών ομάδων, σε μια προσπάθεια κατευθυνόμενης διοχέτευσης της οργής και της δυσαρέσκειας. Μια ψευδαίσθηση αντίδρασης και ενεργούς συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα, χωρίς στην ουσία να είναι τίποτα άλλο από μια ακόμη μέθοδος μαζικής παραπλάνησης. Προτείνεται εκτός της χρήσης του διαδικτύου ως μέσου διακίνησης πληροφορίας και ιδεών, ουσιαστικότερη αντίσταση όπως το μποϋκοτάζ των μεγάλων εταιρειών και η επιστροφή στην παραγωγή όπου ο καθένας θα μπορεί να φτιάχνει ό,τι χρειάζεται μόνος του.

Ουσιαστικά αυτό για το οποίο μιλούν είναι η ανατροπή της καταναλωτικής κοινωνίας.

Η επιστροφή στην πρωτογενή παραγωγή σημαίνει άρση των συνθηκών που διέπουν την κοινωνική πραγματικότητα. Οι συνθήκες αυτές είναι που την καθιστούν υπερπραγματική, άρα και ψεύτικη, οπότε αυτό που έχουμε να κερδίσουμε είναι πέραν της αυτονομίας, η ελευθερία. Θα είμαστε σε θέση να έχουμε εμπειρίες αντί να παρακολουθούμε ανδρείκελα μέσω, πραγματικών ή μεταφορικών, οθονών ελέγχου. Ζώντας την πραγματική ζωή και όχι μια εξομοίωση της. Αν αυτό δεν είναι το πλέον τολμηρό, πολύπλοκο σενάριο μιας cyberpunk ιστορίας τοποθετημένης σε κάποιο δυστοπικό παρόν και μέλλον τότε δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είναι. Ο άνθρωπος αναζητώντας την πρόοδο σε όλους τους τομείς, κατέληξε να γίνει θύμα της. Ένας υβριστής που ξεπέρασε τα όρια του και έπρεπε να υποστεί τις επιπτώσεις των επιλογών του.

Δεν ξέρω αν η τέχνη μιμείται την ζωή ή το αντίθετο. Είμαι βέβαιος όμως ότι το cyberpunk -όπως η τέχνη και η ζωή- περισσότερο βιώνεται παρά περιγράφεται με κάποιους δόκιμους όρους. Είναι το δημιούργημα της σκέψης των φιλοσόφων - οραματιστών, των hackers και των συγγραφέων που περιέγραψαν χρόνια πριν την δυστοπική μας πραγματικότητα, προτείνοντας ταυτόχρονα λύσεις και τρόπους αντίστασης. Είναι ένας ζωντανός, εξελισσόμενος οργανισμός όπου ο χώρος και ο χρόνος παύουν να έχουν υπόσταση. Δεν είναι μόνο λογοτεχνία αλλά και τρόπος ζωής. Ίσως και ο μοναδικός τρόπος να ανακαλύψουμε ξανά τον εαυτό μας, επιστρέφοντας από το μέλλον.