Ο Παντελής Μαυρομμάτης μας προσκαλεί στο Μοτέλ του!

Ο Παντελής Μαυρομμάτης μας προσκαλεί στο Μοτέλ του!

Έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε στη Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας τον Παντελή Μαυρομμάτη, συγγραφέα της τριλογίας Μοτέλ 430–71. Το τρίτο βιβλίο της σειράς μόλις κυκλοφόρησε και τις προηγούμενες μέρες είχα την χαρά να διαβάσω το πρώτο βιβλίο, την “Παράνοια”.

Πρόκειται για ένα έργο λογοτεχνίας τρόμου που σε βάζει κατευθείαν μέσα στο κλίμα του, από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός, ο οποίος στέλνεται από το αφεντικό του παλαιοπωλείου που δουλεύει σε μία αποστολή: να πάει ένα ταξίδι και να γυρίσει έχοντας φέρει πίσω κάποια σπάνια αντικείμενα για το κατάστημά τους. Το ταξίδι αυτό όμως δεν είναι εύκολο. Ο νεαρός πρωταγωνιστής αναγκάζεται να ακολουθήσει μία πολύ σκοτεινή διαδρομή, γεμάτη κινδύνους και να περάσει από τρομακτικές καταστάσεις. Σ’ αυτή τη διαδρομή, θα συναντήσει ένα μοτέλ, στο οποίο θα θελήσει να ξαποστάσει. Βέβαια, βλέποντάς το καταλαβαίνει ότι δεν είναι και η καλύτερη επιλογή, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλες διαθέσιμες. Από τη πρώτη στιγμή που μπαίνει στο μοτέλ τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται, η ιστορία αρχίζει να γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, το μυστήριο υπάρχει παντού, η καρδιά σου σφίγγεται. Ακολουθώντας μία πορεία πολύ επίπονη, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, θα ανακαλύψει πράγματα, που δεν θα είναι διόλου ευχάριστα.

Το βιβλίο κυριολεκτικά σε πιάνει και δεν σε αφήνει, σε προκαλεί συνεχώς να συνεχίσεις εντείνοντας την αγωνία σε κάθε σελίδα. Έχει μια πάρα πολύ ωραία γραφή, που αποδίδει την ατμόσφαιρα εξαιρετικά και που ταιριάζει απόλυτα στο κλίμα του βιβλίου. Προσωπικά, απόλαυσα πάρα πολύ την ανάγνωση και το κυριότερο ένιωσα την αγάπη και το μεράκι που έβαλε ο δημιουργός, στο να φτιάξει αυτή την ιστορία!

1. Παντελή, σε καλωσορίζουμε στη Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας! Πες μας λίγα λόγια για εσένα. Κάποια πράγματα που θα ήθελες να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου για τον Παντελή, πριν ανοίξουν την πρώτη σελίδα του βιβλίου σου…

Καταρχάς σε ευχαριστώ πολύ, Άννα, για την φιλοξενία στην ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.Κ! Να πω λοιπόν ότι γεννήθηκα το 1980 και μεγάλωσα στην Πάτρα. Σπούδασα Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και εργάστηκα για αρκετά χρόνια στην Αθήνα. Όμως, πάντα επιθυμούσα να γυρίσω στα πάτρια εδάφη, έτσι κάποια επέστρεψα στην πόλη μου, όπου και εξακολουθώ να διαμένω και να εργάζομαι. Η καθημερινότητά μου περιλαμβάνει δουλειά, διάβασμα, γράψιμο και αρκετό περπάτημα ή τζόκινγκ. Και τα καλοκαίρια, μπόλικα μπάνια στις εδώ γύρω παραλίες.

2. Ήδη έχει ολοκληρωθεί η πρώτη σου τριλογία, με το τρίτο βιβλίο “Μοτέλ 430-71”, που έχει μόλις κυκλοφορήσει! Πώς αισθάνεσαι για αυτό; Γυρίζοντας πίσω στο παρελθόν, όταν έγραφες τις πρώτες λέξεις στο πρώτο βιβλίο, την “Παράνοια”, τι προσδοκίες και τι όνειρα είχες για τη σειρά αυτή; Νιώθεις ότι έχουν εκπληρωθεί; 

Θα μιλήσω ελεύθερα σχετικά με το πώς αισθάνομαι αυτή τη στιγμή. Πετάω από τη χαρά μου! Και ο λόγος είναι πως όλο αυτό το έργο που λέγεται “ΜΟΤΕΛ 430-71” δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου εύκολο να γίνει. Απαιτούσε θυσίες πολλές, χώρια η κούραση. Έφτασα σε κάποια σημεία να γράφω ως και δεκαπέντε ώρες σερί. Όμως χαλάλι, πιστεύω ότι όλο αυτό άξιζε και χαίρομαι πολύ που επιτέλους ολοκληρώθηκε.

Όταν ξεκίνησα να γράφω την “Παράνοια” δεν είχα ιδέα πόσο μεγάλη θα έβγαινε η ιστορία. Απλώς την είχα πλάσει στο μυαλό μου, είχα κάνει και τη σχετική έρευνα και λέω “Ξεκινάω και όπου φτάσω”. Στην πορεία διαπίστωσα ότι μου έβγαινε καλύτερη και από ό,τι είχα κατά νου. Εκτός αυτού, αποδείχθηκε ότι ήταν τόσο μεγάλη ώστε ένα βιβλίο δεν αρκούσε για να ολοκληρωθεί. Κάπως έτσι αποφάσισα να τη διαιρέσω σε τρία βιβλία.

Τα όνειρά μου… ναι, έχουν εκπληρωθεί στο ακέραιο και πολύ παραπάνω. Το μεγάλο μου στοίχημα εξαρχής ήταν να αγκαλιαστεί από το αναγνωστικό κοινό το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, η “Παράνοια”, κάτι το οποίο έγινε και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Δεν το κρύβω ότι αυτό μου έδωσε μεγάλη δύναμη ώστε να συνεχίσω με τα υπόλοιπα δύο, τη “Νεκρόπολη” και την “Μοχθηρία”.

3. Προσωπικά, βρήκα την πλοκή του πρώτου βιβλίου πολυδιάστατη, με πολλά στοιχεία, μυθολογίες να πλέκονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα ζοφερό πλέγμα, μέσα στο οποίο βρέθηκε ο ήρωας. Τι ήταν αυτό που σε οδήγησε στο να πλάσεις αυτή την ιστορία; Από που ξεκίνησε η ιδέα και πως στήθηκε μετά μέσα στο μυαλό σου;

Η αλήθεια είναι ότι πάντα με εξίταρε η σκέψη να επισκεφθώ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, κάποιο ερημωμένο μοτέλ, κάποιο ξεχασμένο κάστρο ή κάποιο μισογκρεμισμένο, μεσαιωνικό μοναστήρι (νύχτα πάντα, και με κακοκαιρία!). Μικρός είχα την αποθήκη του παππού μου η οποία ήταν πολύ παλιά και πέτρινη. Φως δεν υπήρχε εκεί μέσα, παρά μονάχα ράφια, συρτάρια, μισοδιαλυμένα ντουλάπια και χίλια δυο παλιά αντικείμενα και βιβλία, μαζί με και πολυκαιρισμένη υγρασία. Κάθε φορά που έμπαινα εκεί, ένιωθα να με περιστοιχίζει ένας συνδυασμός αγωνίας, φόβου και δέους. Και πάντα ανακάλυπτα και κάτι καινούριο, δεν ξέρω πώς γινόταν αυτό αλλά ήταν πραγματικά απίστευτο. Έκτοτε, η ατμόσφαιρα και οι εικόνες αυτές αποτυπώθηκαν μέσα μου και κάθε φορά που τις επανέφερα στο μυαλό μου αισθανόμουν μιας μορφής νοσταλγία για τις στιγμές εκείνες. Η αποθήκη άδειασε και το μόνο που απέμεινε από αυτή ήταν οι αναμνήσεις.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το μεγάλο ενδιαφέρον μου για τον Μεσαίωνα, με τον σκοταδισμό του που δυστυχώς διαιωνίζεται ως και σήμερα σε πολλούς τομείς, με την Ιερά Εξέταση και με όλα τα άλλα στοιχεία του που τον κατέταξαν ως μία από τις σκοτεινότερες περιόδους τις παγκόσμιας ιστορίας, νομίζω πως συντέλεσαν στο να πλάσω αυτή την ιστορία στο μυαλό μου και να την μεταφέρω στο χαρτί. Από εκεί και πέρα, προστέθηκαν και κάποια μυθολογικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία νομίζω έδεσαν όμορφα με την πλοκή.

4. Εντύπωση μου έκανε η ανωνυμία του ήρωα. Καθώς διαβάζουμε το πρώτο βιβλίο, τον γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά, βλέπουμε τις σκέψεις του, μπαίνουμε απόλυτα στην ψυχοσύνθεσή του και σε αυτό φυσικά συμβάλει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η οπτική που μας δίνεις, γιατί βλέπουμε όλη την ιστορία μέσα από τα μάτια του. Γιατί διάλεξες να μην αποκαλύψεις το όνομά του εξ’ αρχής; Παίζει αυτό κάποιον ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας; Μαθαίνει -τελικά- ο αναγνώστης στο τέλος της τριλογίας το όνομα του πρωταγωνιστή;

Να ξεκινήσω την απάντησή μου σε αυτό με την πολύ εύστοχη αναφορά σου στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αυτός είναι και ο αγαπημένος μου τρόπος αφήγησης, για τον απλούστατο λόγο ότι κατ’ αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης γίνεται μέτοχος της ιστορίας, δεν παραμένει απλός θεατής της. Σχεδόν ταυτίζεται με τον ήρωα, σε σημείο τέτοιο που να αισθάνεται ό,τι κι εκείνος. Πονάει μαζί του, κρυώνει, στενοχωριέται, υποφέρει, μισεί, αλλά και χαίρεται, επιθυμεί, αγαπάει, ελπίζει.

Όσο για το άλλο σκέλος του ερωτήματός σου, σχετικά με την ανωνυμία του νεαρού ήρωα, να σου πω ότι είναι πολύ εύλογη και έχω δεχθεί πολλά σχετικά μηνύματα. Εδώ ήθελα να πρωτοτυπήσω λίγο και θεωρώ ότι άξιζε τελικά τον κόπο. Ήταν κάτι που το είχα προγραμματίσει εξ’ αρχής και η απάντηση σε αυτό το ερώτημά σου έρχεται στο τρίτο βιβλίο, την “Μοχθηρία”, οπότε μικρή υπομονή!

5. Ένα από τα πάρα πολύ δυνατά χαρτιά του βιβλίου σου, θεωρώ ότι είναι το πολύ σκοτεινό και κλειστοφοβικό κλίμα, που επικρατεί σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Τι στοιχεία χρησιμοποίησες για να το πετύχεις αυτό; Υπήρξε κάτι που σε βοήθησε στο να μπορέσεις να οραματιστείς και να περιγράψεις με τόση μεγάλη επιτυχία αυτό το κλίμα;

Εδώ πραγματικά είναι όπως ακριβώς τα λες. Έδωσα μεγάλη βάση στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και στο ανάλογο σκοτεινό κλίμα (νύχτα, βροντές, βροχή κλπ). Για την ακρίβεια, πάντα σε ένα βιβλίο που διαβάζω ή σε κάποια ταινία τρόμου που βλέπω, δίνω ιδιαίτερη έμφαση στην ατμόσφαιρα. Για να το πετύχω αυτό στην “Παράνοια”, έκανα το εξής τρικ, αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι. Προσπάθησα να μπω όσο το δυνατόν περισσότερο στη θέση του ήρωα. Περίμενα μέχρι να βραδιάσει για να γράψω, έκλεινα τα φώτα, άναβα κάποιο φαναράκι από αυτά τα παλαιού τύπου, έβαζα να παίζει μουσική Dark Ambient ή Black Metal και ξεκινούσα να γράφω. Και στις πιο δυνατές σκηνές, κάτι που έως τώρα δεν το έχω πει σχεδόν σε κανέναν, έκανα το εξής. Ήταν χειμώνας όταν το έκανα αυτό. Λοιπόν, εκτός των προαναφερομένων, άνοιγα τα παράθυρα ώστε να κρυώνω, φορούσα ένα βαρύ μπουφάν (μέσα στο σπίτι μου!) και συνέχιζα το γράψιμο. Θυμάμαι πολύ καλά μια φορά που η θερμοκρασία μέσα στο σπίτι μου ήταν 6 βαθμοί Κελσίου! Αυτός ο τρόπος απέδωσε πολύ, καθώς μπόρεσα να μεταφέρω με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια το πώς ακριβώς αισθανόταν ο ήρωας όταν ζούσε αντίστοιχες καταστάσεις.

6. Μοτέλ 430 – 71. Γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο;  Ας μην προδώσουμε βέβαια τι σημαίνει το 430-71, γιατί για τον αναγνώστη είναι ένα μυστήριο και δεν θέλουμε, φυσικά, να κάνουμε κάποιο σποιλ! Όσον αφορά τους δευτερεύοντες τίτλους νομίζω ότι κατάλαβα πάρα πολύ καλά γιατί το πρώτο βιβλίο λέγεται “Παράνοια”! Δώσε μας λίγο την οπτική σου για τους δευτερεύοντες τίτλους των δυο επόμενων βιβλίων: “Νεκρόπολη” και “Μοχθηρία”.

Ο τίτλος ΜΟΤΕΛ 430-71 προέκυψε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του πρώτου βιβλίου της τριλογίας, την “Παράνοια”. Κάθε φορά που γράφω στο λάπτοπ, έχω πάντα δίπλα μου μερικές σελίδες Α4 όπου σημειώνω οποιαδήποτε σκέψη μού έρθει σχετικά με το βιβλίο, για να μην την ξεχάσω. Έτσι, υπήρχε ένα σημείο σε αυτά τα χαρτιά που έλεγε “Πιθανός τίτλος” και δίπλα έγραφα αυτό ακριβώς, κάθε πιθανό τίτλο που σκεφτόμουν για την τριλογία. Τελικά κατέληξα στο ΜΟΤΕΛ 430-71 και τον λόγο θα τον καταλάβει όποιος επιλέξει να διαβάσει την “Παράνοια”.

Σχετικά με τους τίτλους των άλλων δύο βιβλίων τώρα. Ως τριλογία τρόμου, ήθελα το ένα από τα τρία βιβλία να βγει πιο ακραίο από τα άλλα δύο, για πιο γερά στομάχια. Η πλοκή της ιστορίας ήταν τέτοια, ώστε το δεύτερο βιβλίο προσφερόταν για κάτι τέτοιο. Οι νεκροί σε αυτό το βιβλίο έχουν τον πρώτο λόγο, για τους λόγους που θα διαπιστώσει όποιος το διαβάσει, και κάπως έτσι κατέληξα στον τίτλο “Νεκρόπολη”.

Όσον αφορά τη “Μοχθηρία”, το τρίτο βιβλίο, αυτό κρύβει λίγο πολύ ό,τι ακριβώς αναφέρει ο τίτλος του. Την πονηριά, την δολιότητα, την κακία, τον φθόνο, αλλά στον υπέρτατο βαθμό. Παρεμπιπτόντως, αυτό, το τρίτο μέρος, είναι προσωπικά και το αγαπημένο μου!

7. Μέσα από την εξιστόρηση, με έκανες να αισθάνομαι δυο εντελώς αντίθετα, βαθιά συναισθήματα για τον ήρωά σου: Από τη μια, να νιώθω απέραντη θλίψη, για τα δεινά που τον βρήκαν, αλλά και για όλα όσα ζούσε στην καθημερινότητα του. Από την άλλη, θαύμασα την γενναιότητα του, το θάρρος του και την δύναμη, που βρήκε στις δύσκολες στιγμές. Εσύ, ως άνθρωπος, πιστεύεις ότι οι δυσκολίες της ζωής μας κάνουν πιο δυνατούς; Θεωρείς ότι, έχοντας ο ήρωας σου ζήσει ακραίες, άσχημες καταστάσεις έχει σφυρηλατηθεί ο χαρακτήρας του, ώστε να είναι ανθεκτικός ή απλά αυτό είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας και δεν έχει σχέση με τις καταστάσεις που έχει βιώσει;

Όλα αυτά που αισθάνθηκες, Άννα, πιστεύω πως είναι αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, και της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Αν οι δυσκολίες μάς κάνουν πιο δυνατούς… Χμμμ… Φοβερή η ερώτησή σου και εξαιρετικά δύσκολη η απάντηση. Όχι πάντα. Εξαρτάται από τον βαθμό των δυσκολιών, το πόσο διαρκούν, το αν και πόσο δυνατός χαρακτήρας είσαι, τι ανατροφή έχεις πάρει, πόση στήριξη έχεις από το οικογενειακό και το ευρύτερα οικείο σου περιβάλλον, πόσο θέλεις να πετάξεις από πάνω σου αυτή τη νοσηρή κατάσταση ή προτιμάς να χρυσώσεις το χάπι, πολλά… Υπάρχουν στιγμές που απελπίζεσαι, κάποιες άλλες που παίρνεις θάρρος από μια προσωπική σου νίκη σε αυτόν τον αγώνα, και όλο αυτό το σκηνικό εναλλάσσεται συνεχώς. Εν κατακλείδι, οι δυσκολίες της ζωής δεν μας κάνουν πάντα πιο δυνατούς. Υπάρχουν και κάποια όρια, τα οποία από άνθρωπο σε άνθρωπο ποικίλλουν, και που καλό θα ήταν να μην ξεπεραστούν ποτέ.

Σχετικά με τον νεαρό ήρωα τώρα, θα αναφερθώ μόνο στο πρώτο βιβλίο της σειράς, την “Παράνοια”. Ο ανώνυμος ήρωας  έχει ήδη ζήσει πολύ δύσκολες καταστάσεις, πολύ προτού ξεκινήσει την περιπλάνησή του προς το μοτέλ. Αναμφίβολα αυτό, εκτός των άλλων, τον έχει προικίσει με μεγαλύτερη αντοχή, υπομονή και ψυχική δύναμη. Και κάθε φορά που σκέφτεται ότι “αποκλείεται να περάσω χειρότερες καταστάσεις από αυτές που έχω ήδη ζήσει, ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του μια ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία από αυτές που έχει ήδη υπομείνει. Το μεγάλο στοίχημα για τον ίδιο, και κατ’ επέκταση για τον αναγνώστη, είναι αν θα αντέξει μέχρι τέλους αυτές τις δυσκολίες, κάτι το οποίο θα διαπιστώσουμε στο τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς, τη “Μοχθηρία”.

8. Ομολογώ ότι περίμενα διαφορετικό το τέλος του βιβλίου. Σε καμία περίπτωση δεν με απογοήτευσε, η έκβαση της ιστορίας και η ολοκλήρωσή της θεωρώ πως ήταν δίκαιη. Επίσης, φτάνοντας στο τέλος, δίνεται η εντύπωση ενός έργου, που διαβάζεται άνετα και ως stand alone. Εσύ πως σχολιάζεις το τέλος; Γιατί επέλεξες να είναι αυτό; Η πιο συνηθισμένη τακτική των συγγραφέων σε σειρές βιβλίων, είναι να τελειώνουνε τα πρώτα βιβλία με κάποιο cliffhanger, ούτως ώστε να δημιουργούν αγωνία για το επόμενο βιβλίο. Εσύ όμως επέλεξες να μην το κάνεις, ενώ θα μπορούσες άνετα και είχες τα στοιχεία να το κάνεις. Γιατί;

Εδώ θίγεις ένα πολύ ωραίο ζήτημα και το οποίο με απασχόλησε αρκετά κατά τη συγγραφή του πρώτου βιβλίου της σειράς, την “Παράνοια”. Ως τριλογία, ήξερα ότι με το τέλος του πρώτου βιβλίου δεν τελειώνει η ιστορία. Απλώς αυτή κάνει μια μικρή παύση, μέχρι να ανοίξει ο αναγνώστης το δεύτερο βιβλίο. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με το τέλος του δεύτερου βιβλίου. Τούτο λοιπόν που ήθελα, ήταν με το τέλος του πρώτου βιβλίου να μην μείνει ο αναγνώστης στα κρύα του λουτρού. Να αποτελέσει δηλαδή το βιβλίο μια αυτούσια ιστορία, αφήνοντας όμως παράλληλα και “παραθυράκια” για την επερχόμενη συνέχεια. Μια απορία, ένα αναπάντητο ερώτημα, έναν άλυτο γρίφο… Νομίζω ότι τα κατάφερα αρκετά καλά σε αυτό το ζήτημα και δεν το κρύβω ότι δυσκολεύτηκα αρκετά, προκειμένου να το πετύχω.

Τώρα, γιατί επέλεξα να είναι αυτό το τέλος της “Παράνοιας”... Δεδομένου ότι τα τρία βιβλία τα έγραψα δίχως κανένα διάλειμμα, σαν να ήταν δηλαδή ένα μεγάλο βιβλίο, δεν σου κρύβω ότι δέθηκα παραπάνω από όσο περίμενα με τον νεαρό ήρωα. Και τούτο ήταν λογικό, καθώς στην τριλογία υπάρχουν και αρκετά προσωπικά βιωματικά μου στοιχεία. Έτσι λοιπόν, ασχέτως με το τι θα συμβεί στο δεύτερο και στο τρίτο βιβλίο, για τα οποία θα μιλήσουμε πιο εκτενώς κάποια άλλη στιγμή, ήθελα το πρώτο να τελειώσει με μια νότα αισιοδοξίας, έπειτα από τα τόσα πάνδεινα που υπέμεινε ο ήρωας. Δίχως να μπω σε λεπτομέρειες, με τον κίνδυνο να κάνω σπόιλ, δεν σου κρύβω ότι διαβάζοντας μετά από καιρό ξανά το πρώτο μου βιβλίο, μόλις το τελείωσα δάκρυσα. Και τούτο είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση για μένα ότι ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε, τελικά άξιζε.

Τέλος, σχετικά με το κλείσιμο των βιβλίων με κάποιο cliffhanger... Προτίμησα αυτή την τακτική να την κάνω με τα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου, και όχι με το κλείσιμο αυτού. Να διαβάζει δηλαδή ο αναγνώστης ένα κεφάλαιο και μόλις φτάνει στην τελευταία γραμμή να σκέφτεται “Όπα, τι γίνεται εδώ; Κάτσε να διαβάσω τη συνέχεια!”. Ο βασικός λόγος που επέλεξα αυτή την “τεχνική κλεισίματος” του βιβλίου είναι ότι ήθελα στο φινάλε να δώσω έμφαση στο συναίσθημα και όχι στην αγωνία ή στον τρόμο, τα οποία είναι κυρίαρχα στοιχεία σχεδόν στο σύνολο του βιβλίου. Κρίνοντας από τα μηνύματα που έχω δεχθεί ως τώρα σχετικά με την “Παράνοια”, νομίζω ότι ήταν και αυτός ένας εξαιρετικός τρόπος ώστε να ανυπομονεί ο αναγνώστης για τη συνέχεια της σειράς, έχοντας ήδη ταυτιστεί με τον νεαρό ήρωα.

9. Έστω ότι είσαι σε ένα βιβλιοπωλείο και βλέπεις έναν αναγνώστη να στέκεται μπροστά και να κοιτάει το δικό σου βιβλίο και κάποιο άλλο, στα ράφια με τα βιβλία τρόμου. Τον πλησιάζεις, του πιάνεις συζήτηση και αποκαλύπτεις ότι είσαι ο συγγραφέας του Μοτέλ! Ο αναγνώστης σε κοιτάει με θαυμασμό και σε ρωτάει για το βιβλίο σου, τι θα του έλεγες, προκειμένου να το διαλέξει; Ποια πιστεύεις ότι είναι τα δυνατά στοιχεία που έχει ιστορία σου; Ποιες  απαιτήσεις του αναγνώστη νομίζεις μπορείς ικανοποιήσει;

Δεν ξέρω τι θα του έλεγα, μάλλον θα κόμπλαρα! Εντάξει, απλώς δεν μου έχει τύχει κάτι τέτοιο και πιστεύω είναι υπέροχο σε όσους συγγραφείς έχει τύχει. Το πιο δυνατό στοιχείο της σειράς ΜΟΤΕΛ 430-71 θεωρώ πως είναι ότι η τριλογία αυτή είναι μία από τις ελάχιστες ολοκληρωμένες τριλογίες τρόμου στην εγχώρια λογοτεχνία. Για να το διευκρινίσω καλύτερα, δεν μου έρχεται τώρα κάποια άλλη αντίστοιχη τριλογία στο μυαλό, πιθανόν και να μου ξεφεύγει κάτι. Έπειτα, βασικό ατού της σειράς είναι το, κατ’ εμέ, κυρίαρχο στοιχείο που πρέπει να έχει ένα βιβλίο τρόμου: Την υποβλητική ατμόσφαιρα. Έδωσα πολύ μεγάλη βάση σε αυτό και, αν μου επιτρέπεις, θεωρώ ότι τα έχω καταφέρει αρκετά καλά. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, για να πω την αλήθεια. Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που κάνει την τριλογία να ξεχωρίζει, είναι ότι η ιστορία δεν διαδραματίζεται στο παρόν, αλλά στον 18ο αιώνα μ.Χ. (Η “Νεκρόπολη” τον 6ο π.Χ. αιώνα).

Οι απαιτήσεις του αναγνώστη που θα ικανοποιηθούν... Θεωρώ ότι ολόκληρη η σειρά σε πιάνει από τα πέτα και δεν σε αφήνει μέχρι να τελειώσει η ιστορία. Δεν “φρενάρει” σε κανένα σημείο, η πλοκή είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην σε αφήνει να πάρεις ανάσα και το γενικότερο στόρι θεωρώ ότι δεν κουράζει σε κανένα σημείο. Τώρα βέβαια αυτά τα λέω εγώ, αλλά προτιμώ να τα διαπιστώσει και ο ίδιος ο αναγνώστης. Αν το κάνει, τότε αυτό είναι και η μεγαλύτερη δικαίωση για μένα!

10. Το βιβλίο ανήκει ολοκάθαρα στο είδος της λογοτεχνίας τρόμου. Αν και μας αναφέρεις ποιες είναι οι επιρροές του στο βιογραφικό σου, θα ήθελα λίγο να μας πεις πως κάποιοι συγγραφείς έχουν στιγματίσει την πένα του Παντελή, τι στοιχεία σου έχουνε δώσει, ώστε να αγαπήσεις αυτό το είδος και πως εσύ έχεις διαμορφώσει το δικό σου συγγραφικό στυλ;

Η απάντηση σε αυτό είναι μονολεκτική: Lovecraft! Εντάξει, αυτός είναι και ο αγαπημένος μου συγγραφέας και είναι εκείνος που με έκανε να αποκτήσω το συγκεκριμένο είδος γραφής, τουλάχιστον στην τριλογία του Μοτέλ. Από εκεί κι έπειτα, όλοι οι παραπλήσιοι με αυτόν συγγραφείς του φανταστικού έβαλαν ο καθένας το δικό του λιθαράκι ώστε να καταλήξω να γράφω με αυτόν τον τρόπο. Για την ακρίβεια όχι όλοι, αλλά εκείνοι που έζησαν χοντρικά πριν από εκατό χρόνια. Δεν γίνεται εξάλλου να ξεχάσω τη στιγμή που διάβαζα για πρώτη φορά στη ζωή μου Lovecraft. Ήταν το “Ο Ίσκιος πάνω από το Ίνσμουθ” και το θυμάμαι σαν να ήταν χτες, πάνε κοντά είκοσι πέντε χρόνια από τότε. Μέχρι τότε διάβαζα μόνο Stephen King, Clive Barker και γενικά τους πιο “εμπορικούς” του είδους. Με το που ξεκίνησα λοιπόν Lovecraft, σχεδόν χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια μου. Σταμάτησα να αναπνέω. Είχα ανοίξει και ένα σακουλάκι bake rolls και το παράτησα κι αυτό. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν “Αυτός ο συγγραφέας γεννήθηκε για μένα!”.

Δεν θέλω να μακρηγορήσω περισσότερο σχετικά με τις αναφορές μου στον αγαπημένο συγγραφέα, άνετα θα μπορούσα να γράφω για ώρες. Αντίστοιχα θυμάμαι για παράδειγμα και όταν πρωτοδιάβασα Dunsany. Λέω “Δε μπορεί, όλα αυτά που γράφει υπάρχουν μονάχα στα όνειρα!”.

Τι να πρωτοπώ για Machen, Blackwood, Hodgson, όπου σχεδόν όλοι τους επηρέασαν ως και τον ίδιο τον Lovecraft, σύμφωνα πάντα με επιστολές του ιδίου; Όλη αυτή η γραφή της “παλιάς σχολής”, τότε που δεν υπήρχαν ούτε λάπτοπ, ούτε internet, ούτε παρόμοιες ανέσεις, έχει αυτό το κάτι που προσωπικά με εξιτάρει και που δεν το βρίσκω σχεδόν καθόλου στη σύγχρονη λογοτεχνία.

Τι στοιχεία μου δώσανε όλοι αυτοί οι συγγραφείς... Μα, φυσικά, την ατμόσφαιρα! Είναι σαν να βλέπω ασπρόμαυρη ταινία τρόμου όπου πρωταγωνιστεί η “αγία τριάδα” των old horror movies: Peter Cushing, Christopher Lee και Vincent Price. Γνωρίζω εκ των προτέρων ότι το κάθε ένα δευτερόλεπτο ξεχωριστά, θα με διαποτίσει με τον πιο γνήσιο τρόμο: Αυτόν της υποβλητικής ατμόσφαιρας. Νεκροταφεία, νύχτα, εγκαταλελειμμένα κτίρια, καταιγίδα, άμαξες, συγκροτούν για μένα το απόλυτο σκηνικό τρόμου, κάτι το οποίο φαίνεται νομίζω και μέσα από την “Παράνοια”.

11. Και τέλος μία ερώτηση που λίγο-πολύ νομίζω την κάνω σε όλους. Αλλά θεωρώ πάρα πολύ σημαντική την οπτική που έχει ο καθένας μας, για την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στη σκηνή της λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Και απ’ όσο βλέπω είσαι κι εσύ ένα άτομο, που διαβάζεις Έλληνες συναδέλφους οπότε πιστεύω ότι έχεις μία καλή άποψη για το θέμα. Πώς βλέπεις την λογοτεχνία του φανταστικού τα τελευταία χρόνια; Ποια θεωρείς ότι είναι τα δυνατά σημεία των Ελλήνων συγγραφέων και τι πιστεύεις ότι θα πρεπε να βελτιωθεί ώστε να οδηγηθούμε σε ένα καλύτερο αύριο;

Πολύ ωραία ερώτηση! Αν με ρωτούσες πριν από δέκα – δεκαπέντε χρόνια, θα σου απαντούσα κατευθείαν “δεν υπάρχει εγχώρια λογοτεχνία του φανταστικού”. Έμπαινες σε ένα βιβλιοπωλείο και ρωτούσες “Τι έχετε από λογοτεχνία φαντασίας;” και σε παρέπεμπαν κατευθείαν στα γνωστά, King, Barker, Tolkien κλπ, αν δεν σε έβλεπαν με μισό μάτι. Φυσικά σε Έλληνες συγγραφείς δε γινόταν η παραμικρή αναφορά. Έφτασε όμως κάποτε η στιγμή που σκέφτηκα το εξής: Έχω διαβάσει αρκετούς συγγραφείς του φανταστικού, ξένοι όλοι τους. Κάποιοι μου άρεσαν, κάποιοι άλλοι όχι (παρεμπιπτόντως, ο Ramsey Campbell πώς γίνεται να αρέσει σε όλους εκτός από μένα;;). Λέω λοιπόν: Δεν δοκιμάζω να ξεκινήσω με κανέναν Έλληνα συγγραφέα; Δε γίνεται να τους απορρίψω, αν πρώτα δεν τους διαβάσω, όσο άγνωστοι και αν είναι. Έτσι κι έγινε. Θυμάμαι το πρώτο βιβλίο Έλληνα συγγραφέα που διάβασα, πάντα στη σύγχρονη λογοτεχνία, ήταν το “Τα άγρια ζώα της πόλης”, του Πέτρου Αργυρίου, και το οποίο μέχρι και σήμερα παραμένει ένα από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που έχω διαβάσει ως τώρα (αν και το συγκεκριμένο δεν είναι αυτό καθεαυτό βιβλίο φαντασίας, τείνει περισσότερο προς τη λογοτεχνία τρόμου). Έκτοτε έχω διαβάσει αρκετά βιβλία φαντασίας από Έλληνες συγγραφείς και ειλικρινά έχω εντυπωσιαστεί, σε σημείο που να αναρωτιέμαι τι πηγαίνει λάθος σε αυτή τη χώρα και δεν εξάγουμε αυτό το προϊόν που σε τόση αφθονία και τόσο υψηλή ποιότητα εξάγουμε. Είναι πολλοί οι Έλληνες συγγραφείς του χώρου που με έχουν εντυπωσιάσει ως τώρα και δεν σου κρύβω, Άννα, ότι κι εσύ είσαι ένας από αυτούς.

Τα δυνατά σημεία των Ελλήνων συγγραφέων... Νομίζω είναι απλό. Τι έχουν να ζηλέψουν σε σχέση με τους ξένους συγγραφείς; Και εδώ επαναλαμβάνω το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα: Για ποιο λόγο είναι τόσο δύσκολο να μεταφραστεί ένα ελληνικό μυθιστόρημα τρόμου στα αγγλικά (αναφέρω τα αγγλικά ως τη σύγχρονη παγκόσμια γλώσσα) και να εκδοθεί σε άλλες χώρες, τη στιγμή μάλιστα που τόσα και τόσα μέτρια, ή κάτω του μετρίου, μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων κατακλύζουν τα ράφια των ελληνικών βιβλιοπωλείων;

Τώρα, ως προς τη βελτίωση της εγχώριας λογοτεχνίας... Εδώ ίσως γίνω λιγάκι σκληρός. Έχοντας πλέον εκδώσει ως τώρα τρία βιβλία και έχοντας εντρυφήσει αρκετά στον ευρύτερο χώρο του βιβλίου, από τη μικρή μου εμπειρία έχω διαπιστώσει το εξής άσχημο. Εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί. Πάρα πολλοί. Σίγουρα εκατοντάδες, αν και ορισμένοι απ’ ό,τι έχω παρατηρήσει παραμένουν εν ζωή “με τεχνητές αναπνοές”, δηλαδή υπάρχουν μέχρι... να χαθούν! Κάποιοι από αυτούς εκδίδουν ένα ή δύο ή δέκα βιβλία το χρόνο. Κάποιοι άλλοι δέκα βιβλία το μήνα, ορισμένοι ακόμα περισσότερα. Με κοινά μαθηματικά αν το πάρει κανείς, καθημερινά εκδίδονται κατά μέσο όρο περισσότερα του ενός βιβλία από Έλληνες συγγραφείς. Και κάπως έτσι, χάνονται τα πραγματικά καλά βιβλία. Για παράδειγμα, τα βιβλία της Μαρίας Δαμιανάκου, μέχρι πριν τρία – τέσσερα χρόνια δεν τα γνώριζε κανείς. Με το που τα διάβασα, έπαθα απίστευτη πλάκα, σε σημείο που να αναρωτιέμαι πώς ήταν δυνατόν η εν λόγω συγγραφέας να είναι άγνωστη στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Διερωτώμαι λοιπόν τώρα εγώ, ένας μέσος αναγνώστης που έχει επιλέξει να διαβάζει αρκετά την εγχώρια λογοτεχνία: Με τόσα βιβλία που εκδίδονται στην Ελλάδα, πολλά εκ των οποίων είναι αναμφισβήτητα αμφιβόλου αξίας ή και ακόμα πιο κάτω, πώς είναι δυνατόν να παρακολουθώ την εξέλιξη της εγχώριας λογοτεχνίας;

Μήπως οι εκδοτικοί οίκοι πρέπει να γίνουν πιο επιλεκτικοί, και όχι να βλέπουν την έκδοση ενός βιβλίου ως ένα ακόμα “εμπόρευμα που θα τους αποφέρει κέρδος” αν για παράδειγμα ο “υποψήφιος” συγγραφέας πληρώσει καλά; Μου έχει τύχει περίπτωση όπου διάβασα βιβλίο φαντασίας Ελληνίδας συγγραφέως, αρκετά καλό ως ιστορία αλλά και με πολλά κενά και παραλείψεις, τις οποίες προφανώς κανένας από τον εκδοτικό δεν της τις υπέδειξε. Η εν λόγω, συμπαθέστατη κατά τα άλλα, συγγραφέας, καθώς είχα την τύχη να συνομιλήσω λίγο μαζί της, ξαφνικά χάθηκε. Εξαφανίστηκε εντελώς από τον χώρο του βιβλίου. Και το χειρότερο, μέχρι πρότινος διαμήνυε παντού ότι το επόμενο βιβλίο της ήταν θέμα χρόνου να εκδοθεί. Και ρωτάω τώρα εγώ: Φταίει η ίδια που το βιβλίο της ήταν κάτω του μετρίου; Φταίει η ίδια που ο εκδοτικός της οίκος δέχτηκε να εκδώσει το βιβλίο της; Και καταλήγω σε αυτό που ήθελα εξ’ αρχής να πω: Ένα από τα βασικά στοιχεία που πρέπει να αλλάξει στην Ελλάδα, ώστε η εγχώρια λογοτεχνία να φτάσει στο ύψος που της αρμόζει, είναι οι εκδοτικοί οίκοι να γίνουν πιο επιλεκτικοί, περισσότερο αυστηροί. Προσωπικά, ως αναγνώστης, θα ήθελα να βλέπω ένα, δύο, τρία, τέσσερα βιβλία το πολύ τον μήνα να βγαίνουν. Όχι παραπάνω. Μετά, το παιχνίδι χάνεται...

Σε ευχαριστούμε πολύ, Παντελή! Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδη η τριλογία του “Μοτέλ 430-71” και κανείς περιπλανώμενος να μην το συναντήσει ποτέ στο διάβα του!

Σε ευχαριστώ και πάλι, Άννα, και για τον αναγνωστικό σου χρόνο αλλά και για τις υπέροχες ερωτήσεις που μου έκανες! Εύχομαι μέσα από την καρδιά μου η λογοτεχνία του φανταστικού να αναγνωριστεί όπως της αρμόζει και προσωπικά σε εσένα καλή και δημιουργική συνέχεια!