“Μέσα από την βοή των νερών”
“Εκείνος που κρατάει την αλυσίδα δεν είναι πιο ελεύθερος από εκείνον που σέρνει”
-Πιέρ Κλωντ Μπουάστ-
Το να δούμε τον εαυτό μας, όπως τον βλέπουν οι άλλοι είναι πολύ ωφέλιμο χάρισμα. Εξίσου σημαντική είναι και η ικανότητα να βλέπουμε τους άλλους, όπως οι ίδιοι κοιτούν τον εαυτό τους. Τι συμβαίνει όμως, όταν αυτοί οι άλλοι ανήκουν σ’ ένα διαφορετικό είδος από όλα τα ήδη γνωστά και κατοικούν έναν κόσμο ριζικά ολέθριο;
Ο δρόμος για την κορυφή του χιονισμένου βουνού στα νοτιοανατολικά της Ινδίας περνούσε μέσα από μία άγνωστη μέχρι τότε για εμένα δασωμένη περιοχή. Και όταν το σούρουπο άρχισε να μου ρίχνει τα πρώτα του βλέμματα, κατάλαβα πως θα έπρεπε να ζητήσω οδηγίες, αν ήθελα να φθάσω στην κορυφή του και να διανυκτερεύσω εκεί, θαυμάζοντας το πρωί την υπέροχη αυγή. Τη διανυκτέρευσή μου είχε αναλάβει ένας ερημίτης στη μικρή του καλύβα, αλλά αυτό δε με πείραζε καθόλου. Είμαι αρκετά σκληραγωγημένος και νομίζω ότι, μπορώ να κοιμηθώ οπουδήποτε. Ο ασκητής θα με περίμενε ειδοποιημένος από κάποιον κοινό φίλο μας. Δεν ήθελα να περιπλανιέμαι με τα πόδια μέσα στα σκοτάδια του παράξενου δάσους, που από τη μια ήταν ιερό από την άλλη όμως ήταν υποβλητικό και τρομακτικό καθώς ένα σκοτεινό ποτάμι το διέσχιζε από τη μια άκρη του έως την άλλη και απ’ όπου κάθε βράδυ ακουγόταν ένα υπόκωφο βουητό σαν κάτι τεράστιο να πάλευε να βγει στην επιφάνεια. Έπειτα τα μονοπάτια ήταν στενά κι επικίνδυνα κι επιπλέον είδα μαύρα σύννεφα να συγκεντρώνονται επάνω από την κορυφή του ιερού βουνού.
Η περιοχή που διένυα ήταν γεμάτη πολύχρονα και πανύψηλα δέντρα και συνάμα ήταν μοναχική και έρημη, αλλά τελικά είδα έναν ασκητή να έρχεται από την αντίθετη μεριά. Ο μοναχός με ευλόγησε, αφού πρώτα εγώ τον καλησπέρισα και του ζήτησα την ευλογία του και κατόπιν, απαντώντας στην ερώτησή μου, μου είπε πως δεν απέχω πολύ από τη σκήτη του ερημίτη. Πραγματικά σε ένα τέταρτο της ώρας περίπου βρέθηκα να χτυπάω τη μικρή ξύλινη πόρτα της ιερής καλύβας, που σχεδόν την έπνιγαν οι θάμνοι. Χτύπησα τέσσερις φορές μέχρι ν’ ανοίξει.
Υπήρχε κάτι προκλητικά γοητευτικό στο περιτριγυρισμένο από δέντρα, ετοιμόρροπο κτίσμα μπροστά μου, γιατί εξέφραζε την κατάνυξη και τις προσευχές μιας περασμένης εποχής με έντονο ινδουιστικό χρώμα. Στην κυριολεξία θα έλεγα ότι, ήταν ένας ξύλινος οικίσκος, στο υπέρθυρο του οποίου βρισκόταν σκαλισμένος ο θεός Γκανέσα δίπλα στην αιμοδιψή θεά Κάλι, στης οποίας το κορμί ήταν κουλουριασμένο ένα θεόρατο Νάγκα. Το ξάφνιασμά μου ήταν μεγάλο, αλλά δε είπα τίποτε στον ερημίτη, για να μη φανώ αγενής. Η καλύβα πάντως βρισκόταν ολοφάνερα σε κατάσταση εξαιρετικής φθοράς.
Μπαίνοντας μέσα ένιωσα έντονη νευρικότητα, αν και το δώμα ήταν λιτό και φτωχικό. Διέθετε δύο παλιά ξύλινα κρεβάτια, ένα τριμμένο στις δυο του γωνίες τραπέζι. Επίσης υπήρχε μία θερμάστρα για καύση ξύλων, που λειτουργούσε και σαν συσκευή μαγειρέματος, όπως μου είπε ο ασκητής. Μέσα στο γεμάτο τριγμούς κτίσμα στην δεξιά εσωτερική του γωνία υπήρχαν, εκτός από τις Βέδες, μερικά παμπάλαια ιερά βιβλία και μερικοί ξεφτισμένοι χάρτες.
Από κάπου κοντά άκουσα το πένθιμο κόασμα εκατοντάδων βατράχων και το αμυδρό κελάρυσμα τρεχούμενου νερού. Ο ερημίτης μου είπε πως αρκετά πιο κάτω από εκεί που ήταν η σκήτη κυλούσε ένα ποτάμι, όπου μαζεύονταν βατράχια κι έψαλαν τον τρομακτικό τους ύμνο τις νύχτες. Μάλλον εννοούσε το ποτάμι που είχα συναντήσει νωρίτερα ερχόμενος στο ναό.
Έπειτα εμφανίστηκε μια φλόγα, καθώς ο ερημίτης άναβε μια λάμπα πετρελαίου, που ακουμπούσε επάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη κονσόλα. Στο ασθενικό φως της λάμπας αποκαλύφθηκε η ευθυτενής κορμοστασιά ενός πολύ ψηλού, κάτισχνου μεσόκοπου άνδρα με ακατάστατο χιτώνα και αχτένιστα γένια, που έφθαναν μέχρι τη μέση της κοιλιάς του, στο ύψος του αφαλού του.
Δεν περίμενα να μιλήσει πρώτος και άρχισα αμέσως να εξηγώ την παρουσία μου εκεί.
“Συγχωρείστε με γέροντα, που σας ενοχλώ με την παρουσία μου το βράδυ αυτό. Είμαι προσκυνητής στους ιερούς τόπους της χώρας σας, επισκέφθηκα ήδη αρκετούς από αυτούς, όπου συναντήθηκα με τον σεβάσμιο γέροντα Ασκαρόθ, τον κοινό μας φίλο, που μου είπε να απευθυνθώ σ’ εσάς.
Έκανα μια παύση για να πάρω ανάσα και τότε ο ερημίτης άρπαξε την ευκαιρία να μιλήσει. Είχε ακριβώς τον καλλιεργημένο τόνο που περίμενα και μια απαλή αλλά υποβλητική φωνή, που μέσα της όμως κρυβόταν κάτι σα σύριγμα, το οποίο πάλευε να μη το δείξει έντονα.
“Μάλλον εσείς πρέπει να με συγχωρήσετε, που δεν απάντησα πιο γρήγορα στο χτύπημά σας. Ζω πολύ απομονωμένα και συνήθως δεν περιμένω επισκέπτες. Αν δεν σας περίμενα, θα έλεγα ότι ξαφνιάστηκα. Όταν χτυπήσατε τρίτη φορά, ξεκίνησα να έρθω, αλλά δεν είμαι καλά και κινούμαι με αργό ρυθμό. Ρευματοειδής αρθρίτιδα, μια πολύ οδυνηρή ασθένεια”.
Ασφαλώς θα σας φιλοξενήσω εδώ τη νύχτα. Πριν φέξει θα σας δείξω το μονοπάτι που καταλήγει στο πιο ψηλό σημείο του βουνού, απ’ όπου θα μπορέσετε ν’ απολαύσετε μια φανταστική όντως αυγή.
Σταμάτησε να μιλάει κι ένιωσα ότι το μέρος είχε μια ιδιάζουσα γοητεία και σίγουρα μυστήριο. Η διαπεραστική μυρωδιά της μούχλας φαινόταν να καλύπτει χιλιάδες μυστικά. Πρόσεξα ξανά ότι, όλα γύρω μου ήταν σε κατάσταση εξαθλιωμένης κατάνυξης. Αυτό διακρινόταν ακόμη και κάτω από τις ασθενικές ακτίνες της μιας και μοναδικής λάμπας. Και όμως τόσο μεγάλη ήταν η περιέργειά μου, που ήθελα να μάθω όσα γινόταν περισσότερα για την απομόνωσή του και τη φτωχική του ιερή καλύβα.
Ο ασκητής συνεχίζοντας να μιλάει, μου είπε πολύ σοβαρά:
“Θα μείνετε, λοιπόν, εδώ και δε νομίζω να σας ενοχλήσει κανείς. Αν και κάποιοι άλλοι προσκυνητές που είχαν μείνει παλιότερα, μου είπαν ότι εδώ υπάρχουν ορισμένες ασυνήθιστα ανεπιθύμητες επιρροές. Όσο για εμένα, κατοικώ σε αυτήν την καλύβα, επειδή ο Σίβα μου το ζήτησε. Θέλει να είμαι μόνος μου για να είναι πιο έντονη η ενδυνάμωση της πίστης μου προς αυτόν. Επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο έχω, όταν ο Σίβα με στέλνει ανάμεσα στους ανθρώπους με σκοπό να τον υπηρετήσω. Βρίσκομαι εδώ, γιατί νιώθω καθήκον να φροντίσω για κάτι”.
Με την περιέργειά μου ακόμη πιο φουντωμένη από τα λόγια αυτά του οικοδεσπότη μου, υπάκουσα στο νεύμα του να κάτσω στο τραπέζι, όπου μας περίμενε ένα λιτό δείπνο, biryani με κοτόπουλο και chole bhature σερβιρισμένο με naan. Έφαγα με βουλιμία κάτω από το χαμογελαστό βλέμμα του ερημίτη, που μου είπε πως λεγόταν Ραμνιαδά Αντιτίγια. Ύστερα ήρθε η ώρα του ύπνου, καθώς οι βρύσες τ’ ουρανού άνοιξαν και η βροχή άρχισε να πέφτει με δύναμη επάνω στη στέγη της καλύβας. Θα ήμουν ευχαριστημένος με οποιοδήποτε καταφύγιο μια τέτοια νύχτα.
Έβρεχε δυνατά και πυκνά κύματα νερού χτυπούσαν την επισφαλή στέγη, τους πλίνθινους τοίχους και τα παράθυρα, περνώντας μέσα από χιλιάδες ρωγμές και χαραμάδες. Η υγρασία κατρακυλούσε στο πάτωμα από ανυποψίαστα μέρη και ο δυνατός άνεμος έκανε τα ξεχαρβαλωμένα παντζούρια να χτυπούν. Δεν μ’ ένοιαζε όμως τίποτε απ’ όλα αυτά, γιατί διαισθάνθηκα πως θα ξεκινούσε κάποια ιστορία. Κατάλαβα πως σύντομα θα σχημάτιζα κάποια ιδέα σχετικά με το γιατί οι προηγούμενοι επισκέπτες της καλύβας πίστευαν ότι, ήταν γεμάτη από ανεπιθύμητες και σκοτεινές επιρροές.
Πριν με καληνυχτίσει ο γέροντας μου είπε κάποια πράγματα για τη ζωή του, που καλύτερο για τη ψυχική μου ισορροπία θα ήταν να μην τα μάθαινα ποτέ. Ήταν 66 χρονών. Πατέρα δε γνώρισε, γιατί αυτός σκοτώθηκε από τους Άγγλους. Μόνη της τον μεγάλωσε η μάνα του, έχοντας μια μικρή βοήθεια από το μεγαλύτερο της γιο. Παρ’ όλα αυτά πήρε καλή ανατροφή. Η μητέρα του και ο αδελφός του δούλευαν στα λιγοστά στρέμματα που τους είχε αφήσει ο πατέρας του. Έτσι δεν καταστράφηκαν εντελώς οικονομικά και κατάφεραν να στείλουν το Ραμνιαδά σε καλό σχολείο στην Σκωτία και μάλιστα εκεί τελείωσε και τη Θεολογική Σχολή. Τελειόφοιτος ακόμη ζήτησε να γίνει μέλος μιας ινδικής σέκτας και παρά την απελπισμένη αντίρρηση της μάνας του, παίρνοντας το πτυχίο του, λίγο καθυστερημένα είναι αλήθεια, και συγκεκριμένα ενάμιση χρόνο μετά το πέρας της τέταρτης πανεπιστημιακής χρονιάς, λόγω του θανάτου της μητέρας του, που συνέβη ακριβώς στο τέλος της τελευταίας αυτής χρονιάς στη Σχολή, επέστρεψε πίσω στην Ινδία, με βαθιά μέσα του την πεποίθηση, ότι ο Σίβα τον καλούσε. Μάλιστα πριν κλείσει ακόμη πέντε χρόνια ως ασκητής, αποτραβήχτηκε απ’ όλους και απ’ όλα και απομονώθηκε στην σκήτη αυτήν, όπου έφθασα κι εγώ να τον επισκεφθώ.
Όσο ήταν φοιτητής είχε γνωρίσει πολλούς τύπους, που βάδιζαν επάνω σ’ ένα είδος διαχωριστικής γραμμής, ανάμεσα στις σοβαρές μελέτες και τις σατανικές φαντασιώσεις. Ήρθε σ’ επικοινωνία με πολλούς παρανοϊκούς πειραματιστές της ζωής και των αισθήσεων. Γνώρισε πολλούς από αυτούς και ήξερε πολλά για τη ζωή τους. Είχαν ιδρύσει κάθε είδους κύκλο και αιρετική λατρεία, που όλοι ήταν απομιμήσεις του σατανισμού, των μαύρων τελετουργιών και άλλων τέτοιων. Ένας από τους πιο βαθιά χωμένους σε αυτά ήταν ένας τύπος, που είχε γνωρίσει ο Ραμνιαδά σε κάποια από αυτές τις σατανικές τελετές. Τον έλεγαν Τζον Μπλακ, αλλά όλοι τον φώναζαν Σκοτεινή Σκιά, γιατί ήταν ένας πολύ φιλήσυχος νέος που συμπεριφερόταν πάντα σα να έκρυβε κάποιο μυστικό.
Ο Μπλακ ήταν ο παλιότερος φίλος, που είχε ο Ραμνιαδά στην Σκωτία, πριν γίνει μοναχός. Φυσικά δεν περνούσε ημέρα χωρίς να συναντηθούν. Ο Τζον Μπλακ συμμετείχε σε μια ομάδα μυστικιστών. Φαίνεται πως επρόκειτο για κάποια σέκτα μιας πανάρχαιας σουμερικής μαγείας, που τα μέλη ισχυρίζονταν ότι αντλούσαν γνώσεις από ξεχασμένες στο διάβα των αιώνων πηγές της απόκρυφης αλήθειας των χαμένων πολιτισμών της Μεσοποταμίας.
Όλα αυτά δεν προξενούσαν μεγάλη εντύπωση στο Ραμνιαδά, μέχρι τη νύχτα της παράξενης τελετής στο σπίτι που νοίκιαζε ο Μπλακ, όπου συνάντησε τις ιέρειες. Επικεφαλής τους ήταν μια νεαρή γυναίκα, που αυτοαποκαλούνταν “Νάμμου”, το όνομα της πανάρχαιας σουμερικής θεότητας, μητέρας των ανθρώπων και μέλος του πανθέου των Ανουνάκι που πριν 450.000 χρόνια κυριάρχησαν στη Γη και εξέλιξαν αφάνταστα το ανθρώπινο είδος με αποτέλεσμα να θεοποιηθούν από τους ανθρώπους. Το πραγματικό της όνομα –το όνομα της τελευταίας μετενσάρκωσής της, όπως υποστήριζε- ήταν Λουσίλλα Μελούζ. Ο πατέρας της ήταν απόγονος του οίκου των Λουζινί της Γαλλίας και η μητέρα της ήταν γέννημα θρέμμα της Σκωτίας. Υπήρξε μοντέλο μεγάλων σύγχρονων ζωγράφων, πριν ασχοληθεί με αυτό το πιο προσοδοφόρο και σκοτεινό λειτούργημα της αρχιέρειας. Μάλιστα κρατούσε μεγάλη μυστικότητα γύρω από τον εαυτό της. Μέρος των καθηκόντων της, όπως η ίδια τόνιζε, ήταν η καλλιέργεια και η επίδειξη αυστηρότητας και αγιότητας και ας μην την έπαιρναν οι περισσότεροι πολύ στα σοβαρά.
Καθώς ο Ραμνιαδά ξετύλιγε την παράξενη ιστορία του, φαίνεται πως, εξαιτίας της μεγάλης κούρασής μου, αποκοιμήθηκα στη ξύλινη καρέκλα που καθόμουν. Πιθανόν ο ερημίτης δεν το αντιλήφθηκε, γιατί συνέχιζε να μου εξιστορεί. Οι λέξεις που ξεστόμιζε έσβηναν σιγά σιγά μέσα στο μυαλό μου μέχρι που η σιωπή απλώθηκε σα μαύρο πέπλο μέσα μου. Με κατέκλυσε ένας ύπνος που μ’ έφερε παρά τη θέλησή μου στα βάθη της σουμερικής γης, ανάμεσα από βέβηλα γλυπτά, ακατανόητους πίνακες σφηνοειδούς γραφής και τεράστια φίδια, τα οποία έγλυφαν παθιασμένα το αίμα που έτρεχε ποτάμι από τα κομμένα κεφάλια και τα χέρια των θυμάτων κάποιας αποτρόπαιης νύχτας ανθρωποθυσιών.
Δε ξύπνησα παρά όταν άρχισε να ξεμυτάει ο αγουροξυπνημένος ήλιος από τον αιμόφυρτο ορίζοντα. Αμέσως κατάλαβα ότι, είχα κοιμηθεί πολύ. Δε φαινόταν κανείς τριγύρω κι επικρατούσε μια αλλοπρόσαλλη σιγή. Νόμισα όμως πως άκουσα από κάπου μακριά ένα παράξενα αδύναμο ουρλιαχτό, άγριο και επαναλαμβανόμενο, που είχε κάτι το αόριστα και ανησυχητικά γνωστό. Δεν πίστευα στα προαισθήματα, αλλά ήμουν τρομερά ανήσυχος. Ολόκληρο το ερημητήριο είχε μια δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα. Μετά συλλογίστηκα ότι, ορισμένοι ήχοι πρέπει να είχαν διαπεράσει το ναρκωμένο μυαλό μου την ώρα που κοιμόμουν. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι, κάτι δεν πήγαινε καλά. Επικρατούσε μια περίεργη ησυχία εκτός από εκείνο το υπόκωφο ουρλιαχτό ή θρήνο.
Έτρεξα βιαστικά έξω προετοιμασμένος για το χειρότερο. Τα πάντα πέρασαν από το νου μου και το πιο απαίσιο απ’ όλα ήταν μια τρομερή αίσθηση κακόβουλης ικανοποίησης και μοιραίας απονομής δικαιοσύνης. Ξαφνικά ξεκαθάρισα μέσα μου ότι, κάτι βαθιά και κοσμικά μιαρό είχε πατήσει το πόδι του στο δάσος, από το οποίο μόνο αίμα και τραγωδία μπορούσε να προκύψει.
Τότε ήταν που ένιωσα την τελική φρίκη και αντιλήφθηκα πως θα ήμουν φυλακισμένος στον απόλυτο τρόμο για πάντα. Εκεί μπροστά μου στεκόταν απειλητική η φοβερή Λουσίλλα βρεγμένη μέχρι το κόκαλο και τεράστια. Αυτή ήταν το πλάσμα, από το οποίο είχαν πηγάσει οι πρώτοι σκοτεινοί θρύλοι για τους αιμοδιψείς δαίμονες, τη Μέδουσα και τις Γοργόνες και κάτι από το κλονισμένο μου λογικό είχε απορροφηθεί από την αποτρόπαιη όψη της. Ποτέ ξανά δεν θα ήμουν ασφαλής από εκείνους τους κυματιστούς φιδίσιους βοστρύχους της. Θυμήθηκα ξαφνικά τις διάφορες ιστορίες, που υπάρχουν σχετικά με το ουσιαστικά άφθαρτο και θανατηφόρο των μαλλιών και του φολιδοφόρου σώματος των νεκρόφιλων δαιμόνων.
Ήμουν τρομοκρατημένος τώρα που αυτό το βλάσφημο πράγμα με τραβούσε σα μαγνήτης. Αισθανόμουν αδύναμος και δεν απορούσα πια με το μύθο που αναφέρει, ότι οι δαίμονες ποθούσαν να καθυποτάξουν τη Γη. Έπειτα νόμισα ότι, είδα το σκηνικό ν’ αλλάζει. Τα λάγνα αν και ερπετικά χαρακτηριστικά της γυμνής γυναίκας κινήθηκαν αισθητά και τα όμορφα σαγόνια της άνοιξαν, επιτρέποντας στα αισθησιακά της χείλη ν’ αποκαλύψουν μια σειρά από μυτερά κατάλευκα δόντια και μια φιδίσια γλώσσα να πεταχτεί έξω, προσκαλώντας με σε μιαν άσεμνη ερωτική επαφή. Οι κόρες των δαιμονικών ματιών διαστάλθηκαν και τα μάτια φάνηκαν σαν να γούρλωσαν μπροστά στην αναμονή της απόλυτης ηδονής. Τα μαλλιά άρχισαν να θροΐζουν και να λικνίζονται αισθησιακά και τα φιδίσια κεφάλια στράφηκαν όλα προς εμένα, τρεμουλιάζοντας από σπασμούς ηδονής και τραβώντας με στην ερωτική αγκαλιά της κυράς τους.
Δε μπόρεσα ν’ αντισταθώ. Ένιωθα τα χέρια μου να είναι δεμένα με αλυσίδες που τα τραβούσε αυτή η βέβηλη, αλλά ηδονική γυναίκα. Μ’ έσυρε με τα τέσσερα στο πάτωμα του μικρού ναού. Υπήρχαν άτεχνα σχέδια χαραγμένα επάνω του παρόμοια μ’ εκείνα που είχα δει κάποτε στους ναούς των Άνδεων και στο ανάκτορο της Περσέπολης. Αν και μπορούσα εύκολα να εξηγήσω την ύπαρξη εκείνων των αστρονομικών σχεδίων στο πάτωμά τους, βρήκα αδύνατον να επικαλεστώ κάποιο λόγο για την παρουσία τους εδώ στην κορυφή του ινδικού βουνού.
Η ψυχή μου μαράθηκε από τον απόλυτο τρόμο. Ούρλιαξα επανειλημμένα κι ένιωσα την τρέλα να με σφίγγει στα αιματοβαμμένα της χέρια. Έπειτα προσπάθησα να τρέξω μέσα σ’ έναν πυρετό ξέφρενης φρίκης, δεν ήξερα όμως πως να ξεφύγω. Ξαφνικά κατάλαβα ότι, τα χέρια μου ήταν απελευθερωμένα από τα σιδερένια δεσμά. Γύρισα το κεφάλι μου πίσω και είδα μια μικρή πόρτα στην πιο σκιερή γωνιά του μικρού ναού να με περιμένει ορθάνοιχτη. Όρμησα απεγνωσμένα προς τα εκεί. Καθώς περνούσα σκυφτός μέσα από το άνοιγμα της μικρής αυτής κερκόπορτας, άκουσα βιαστικά ρουθουνίσματα να προσμένουν την άφιξή μου. Αναστατωμένος αντίκρισα τον ερημίτη Ραμνιαδά να προσεύχεται ξελαφρωμένος που με ξανάβλεπε να είμαι καλά, αν και καταϊδρωμένος από την ανησυχία του για εμένα.
Επιτέλους τα μάτια μου άνοιξαν τελείως. Καμιά ερπετόμορφη γυναίκα δεν ήθελε να κάνει έρωτα μαζί μου, κανένας δαίμονας δε με παρατηρούσε θυμωμένος από το αστροκτόνο Σύμπαν. Τώρα θα προσπαθούσα με όλη μου τη ψυχή να φθάσω στην κορυφή του βουνού, γιατί η θέα της αυγής μόνο θα μ’ εξάγνιζε απ’ ό, τι είδα, απ’ ό, τι άκουσα και απ’ ό, τι έζησα μέσα στο ερημητήριο του ασκητή Ραμνιαδά Αντιτίγια, έστω και αν έχω ακόμη στ’ αυτιά μου τη βοή των νερών του αποτρόπαιου ποταμού, απ’ όπου αναδύθηκε η Λουσίλα ή Νάμμου.