Διήγημα | "Ένα διακοσμικό κυνήγι"

Ιστορίες από τον Μεγάλο Πόλεμο: Περίεργες μηχανές και ανεξήγητα συμβάντα

Διήγημα | "Ένα διακοσμικό κυνήγι"


Η Ναζιστική Αυτοκρατορία ήταν αποτελειωμένη. Ύστερα από την Μάχη των Γιγάντων μπροστά από το Μαγδεμβούργο και το Πότσνταμ, το Βερολίνο βρισκόταν υπό πολιορκία. Η μαγική ασπίδα της εσωτερικής πόλης την προστάτευε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων, όμως το υπόλοιπο Βερολίνο είχε καταληφθεί από τις συμμαχικές δυνάμεις. Η ύπαιθρος λεηλατημένη, τα δεκάδες εργοστάσια της περιοχής ισοπεδωμένα. Ο αέρας ήταν πυκνός από τη σκόνη και τη στάχτη και όπου διάβαινε κανείς μύριζε καμένη σάρκα υπό το άκουσμα λυγμών και βογγητών. Αποτρόπαια εγκλήματα από όλες τις πλευρές είχαν στιγματίσει τους λαούς της Ευρώπης, κάνοντας τους απεγνωσμένους για ειρήνη.

Αρκετά μίλια μακριά από το Βερολίνο και τα Αυτοκρατορικά Ανάκτορα, σε ένα πυκνό μέρος του δάσους στην πλευρά ενός βράχου, ήταν το κρησφύγετο μιας ανορθόδοξης επιστημονικής οργάνωσης. Σε ένα παλιό ορυχείο που είχε στερέψει δεκαετίες πριν τον πόλεμο, ξεχασμένο και κρυμμένο από τον κόσμο, βρήκαν στέγη τα εργαστήρια της, όπου έκαναν απόκρυφα πειράματα. Μοναδικό στοιχείο το οποίο θα πρόδιδε ίσως την πρόσφατη αξιοποίησή του ήταν οι ατσάλινες ράγες που επέτρεπαν την μεταφορά βαρύ εξοπλισμού στα έγκατα του. Επί δεκαετίες, οι ακόλουθοί, σιγά αλλά σταθερά το ανακαίνιζαν και το επέκτειναν. Με εργαστήρια, αποθήκες και χώρους διαμονής, το σύμπλεγμα  ήταν αρκετά μεγάλο για να φιλοξενήσει δεκάδες επιστήμονες, μηχανικούς και μελετητές των σκοτεινών τεχνών.

Ήταν στα γόνατα του, γυμνός στο κρύο τσιμέντο ανάμεσα στους χαραγμένους ρούνους και τα ξόρκια με απλωμένα τα χέρια του και σκυμμένο το κεφάλι. Ο αρχιμάγος και διευθυντής άφησε το χρυσό δόρυ στις ανοικτές παλάμες του, ψιθυρίζοντας μια ευλογία. Μπορούσε να νιώσει τη δύναμη να τον διαρρέει, μια διαύγεια να διεγείρει τις αισθήσεις του. Αν δεν ήταν το στεφάνι που φορούσε στους κροτάφους του τα νεύρα του δεν θα άντεχαν τη ροή της θείας ενέργειας και θα έβρισκε ένα γρήγορο και επώδυνο θάνατο. Η λάμψη του δόρατος δεν είχε εξήγηση. Έλαμπε λαμπρά αλλά ήταν δροσερό στην αφή και το ένιωθε ελαφρύ. Όποιος έδραττε το αγγελικό αυτό όπλο μπορούσε να τα βάλει με Θεούς. Δεν είχε κεφαλή, ούτε αιχμή, ήταν μια μυτερή ράβδος που στην άκρη της είχε μια συστοιχία από τα γεωμετρικά σύμβολα που αποτελούν την βάση όλων των μαγικών τεχνικών και των ρουνικών εφαρμογών.

Οι ψαλμοί αντηχούσαν στον γκρίζο χώρο, όσο ο αρχιμάγος τον έβρεχε με ευλογημένο λάδι και τον έντυνε με την στολή του. Με ένα απαλό νεύμα του οι ψαλμοί σταμάτησαν και τον πρόσταξε να σηκωθεί.

"Υϊέ μου εμπρός, διέσχισε την Πύλη και φέρε θεία δώρα. Είθε το κυνήγι των Ανωτέρων να είναι επιτυχημένο και να φέρει τη δύναμη που χρειάζεται η Γερμανία και ο λαός της".

Τον περίμεναν στη Πύλη. Τα χοντρά καλώδια που πλαισίωναν το κυκλικό στιβαρό πλαίσιό της, έτριζαν από τις τεράστιες ποσότητες ρεύματος που τα διέρρεαν. Οι λαμπτήρες αναβόσβηναν και από τα φρεάτια ακουγόταν ο απόηχος γεννητριών. Στάθηκε εξοπλισμένος στην εξέδρα που γεφύρωνε την Πύλη. Μηχανικοί πατούσαν πλήκτρα και κοιτούσαν δείκτες, όσο μάγοι γύρω τους εξυμνούσαν τις λιτανείες τους. Η σπάνια σύζευξη μαγείας και τεχνολογίας, η μεθοδική και προσεκτικά σχεδιασμένη τελετουργία έκανε την ατμόσφαιρα να πάλλεται καθώς η υφή της πραγματικότητας τροποποιούνταν συθέμελα. Μια γαλάζια λάμψη φώτισε τους ρούνους και ένας υμένας κάλυψε την Πύλη φέρνοντας αίσθημα ικανοποίησης και εφησυχασμού. Προχώρησε και, όταν έφτασε ένα βήμα πριν τον υμένα, γύρισε πίσω και έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στους ανθρώπους που συγκινημένοι τον θαύμαζαν. Βάδισε μπροστά και χάθηκε.

Όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου πέρασαν μπροστά από τα δακρυσμένα μάτια του. Πολύχρωμες λωρίδες φωτός σε ένα σιωπηλό πεδίο που άλλαζε συνεχώς την υπόστασή του σαν ένα καλειδοσκόπιο. Είδε βουνά να υψώνονται και να πέφτουν σε ρυθμούς μιας απόκοσμης μουσικής που αδυνατούσε να ακούσει, ενώ έβλεπε νέφη από γεωμετρικά σχήματα να αιωρούνται και να ταξιδεύουν, καθώς άλλαζαν ανταύγειες χρωμάτων σαν σμήνη αποδημητικών πουλιών. Κράτησε σφιχτά με τα χέρια του το δόρυ και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο προορισμό του. Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να επαναλαμβάνει το όνομα του μέρους ρυθμικά, ελπίζοντας πως οι ρυθμίσεις ήταν σωστές για τον προορισμό του.

Ξύπνησε μούσκεμα από ένα κόκκινο υγρό. Σηκώθηκε και είδε με τρόμο έναν μαύρο ήλιο πάνω από μια κόκκινη θάλασσα. Ξαπλωμένος σε μια παραλία με μαύρη άμμο και σκουρόχρωμα βράχια προσπάθησε να σηκωθεί. Το δόρυ ήταν λίγα μέτρα μακριά του, το κάλυπταν τα κόκκινα κύματα που κτυπούσαν τον γιαλό, αλλά φωσφόριζε απαλά κι έτσι το εντόπισε εύκολα. Πρέπει να έφτασε σε αυτή τη διάσταση στη θάλασσα και οριακά να έφτασε στην ακτή προτού καταρρεύσει, σκέφτηκε παρατηρώντας τα ίχνη που άφησε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς έγινε αλλά όσο κοιτούσε τον ορίζοντα και τον μαύρο ήλιο τόσο ένιωθε την καρδιά του να σφίγγεται από αγωνία.

Τα μάτια του δεν είχαν συνηθίσει ακόμη στο αχνό φως αυτού του κόσμου. Περιφερόταν στην ακτή ωσότου εντόπισε και συνέλλεξε τον εξοπλισμό του που ήταν διασπαρμένος. Δεξαμενές, ένα δέμα με διάφορα εργαλεία, φαγητό και μια μεγάλη σύριγγα. Σε ένα ερμητικά κλειστό κιβώτιο που επέπλεε στα ρηχά βρήκε την στολή του. Μια στολή φτιαγμένη για διατήρηση ζωής σε τούτο τον κόσμο. Εξωτερικά ήταν καλυμμένη από μαύρο δέρμα, αλλά μέσα της είχε ύφασμα που επέτρεπε την αναπνοή του δέρματος και τον ζέσταινε αρκετά. Μια σειρά γαντζάκια που τέντωναν σε μια ραμμένη ράγα την έκλειναν σφιχτά από μπροστά, ενώ ένα ζευγάρι ψηλές μπότες πεζοπορίας προστάτευαν τα πόδια του. Στο στήθος υπήρχε μια διακριτική σβάστικά καρφιτσωμένη, ενώ στα μανίκια ήταν χαραγμένα πάνω στο δέρμα τους, με οξύ, προστατευτικοί ρούνοι. Με την στολή ήταν και μια μάσκα που κάλυπτε πλήρως το πρόσωπό και παρείχε αέρα μέσω ενός φίλτρου που κρεμόταν στην πλάτη του. Σαν τελευταίο μέτρο προστασία μαζί με την μάσκα του παραχώρησαν και μια στέκα. Η στέκα αυτή φοριούνταν στους κροτάφους και μέσω δύο καλωδίων που συνδέονταν με τη στολή απόσβεναν κύματα που πρόσβαλλαν το μυαλό των ανθρώπων. Σε ένα κουτί, μαζί με τα εργαλεία, καλά προστατευμένη, βρήκε και την πολύτιμη πυξίδα του.

Έδωσε μια καλή ματιά στο όργανο εντοπισμού του. Πέντε πυξίδες συναρμολογημένες μαζί και συνδεμένες με τον μηχανισμό χρονισμού του ρολογιού που βρισκόταν στο κέντρο. Η μια πυξίδα έδειχνε στον Βορρά αυτού του κόσμου. Όμως ο Βορράς αυτός, σύμφωνα με τα γραπτά παλαιών εξερευνητών ήταν ευμετάβλητος και κανείς δεν έζησε αρκετά ώστε να παρατηρήσει κάποια περιοδικότητα στην κίνησή του. Η δεύτερη πυξίδα έδειχνε προς το Άστρο Μι Κιλϊέ. Ένα φωτεινό άστρο που πάντα φώτιζε τον ουρανό. Κάτι βρισκόταν σε εκείνο το αστρικό σύστημα που την έλκυε. Η τρίτη πυξίδα, ήταν μαγεμένη. Ο δείκτης της, φτιαγμένος από κόκκαλο και το ταμπλό της γεμάτο χαραγμένα σύμβολα, συνδεδεμένα μεταξύ τους με κύκλους και ευθείες, έδειχνε προς τη πόλη Ρύμροε, την πρωτεύουσα αυτού του κόσμου. Στην βιβλιοθήκη της πόλης, ανάμεσα στους αμέτρητους τόμους γνώσης, ξεχασμένο σε μια θυρίδα αρχαιοτήτων βρισκόταν η μούμια του Πρώτου Επισκέπτη από την οποία προερχόταν το οστό. Η τέταρτη πυξίδα που συνεχώς ταλανιζόταν ανάμεσα σε δυο σημεία του ορίζοντα έδειχνε προς τα σημεία εμφάνισης και εξαφάνισης του Κορ. Μια καταραμένη ψυχή θεού, που διαπερνά τις διαστάσεις ρυθμικά σαν το εκκρεμές ενός κοσμικού ρολογιού. Η πέμπτη πυξίδα ήταν ρυθμισμένη από τους αρχιμάγους της οργάνωσης να δείχνει προς το θήραμά του, με τον δείκτη της κατάλληλα διαμορφωμένο με ξόρκια και φτιαγμένο από το οστό ενός είδους που το βρήκαν στην γη, όταν ήρθε ανεπιθύμητα από ανθρώπινη αμέλεια και έσπειρε τον χαμό στην βόρεια Κίνα των 6ο αιώνα μ.Χ.  Όσο θα το πλησιάζει ο δείκτης της πυξίδας θα ταλαντώνεται εντονότερα. Οι τέσσερις πρώτες πυξίδες μέσω γραναζιών ρυθμίζουν την ταχύτητα με την οποία τρέχουν οι δείκτες του κεντρικού ρολογιού. Σε αυτόν τον κόσμο ο χρόνος κυλάει διαφορετικά ανάλογα με το που βρίσκεσαι και για αυτό δίπλα του βρισκόταν ένα ρολόι ανεξάρτητο ούτως ώστε να έχει μια αίσθηση του γήινου χρόνου που βρίσκεται εκεί. Με λίγες μαθηματικές πράξεις μπορούσε ο χρήστης να προσανατολιστεί σε αυτό τον κόσμο που βρίσκεται εσαεί σε μια κατάσταση δειλινού.

Όταν έφτασε στην κορυφή της πλαγιάς συνειδητοποίησε πως η βαρύτητα ήταν αισθητά χαμηλότερη εδώ και ο αέρας, αν και είχε μια περίεργη οσμή, φαινόταν να του δίνει μια αίσθηση εφορίας. Μπροστά του εκτεινόταν ένα υψίπεδο με χαμηλή χλωρίδα ενώ μερικά μίλια μακρύτερα μια σειρά από χαμηλούς λόφους έκρυβαν την υπόλοιπη περιοχή.

Περπατούσε ανάμεσα σε περίεργους θάμνους. Τα φύλλα τους ήταν σκληρά και σπειροειδή και κατέληγαν σε ένα αιχμηρό άκρο που προτασσόταν προς τα έξω σαν άμυνα του φυτού. Το χρώμα τους, ένα θαμπό πράσινο, με τον βλαστό να έχει κόκκινες ρίγες σαν φλέβες, του έδινε την εντύπωση ενός εξωτικού φυτού που είχαν δωρίσει στη μητέρα του όταν ήταν μικρός. Το χώμα εδώ είχε μια σκουρόχρωμη μολυβί απόχρωση, με μικρές κίτρινες πέτρες να δημιουργούν μια όμορφη αντίθεση ανάμεσα στην πορφυρή χλόη που ξεφύτρωνε σε τούφες ανάμεσα στους θάμνους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο παφλασμός των κυμάτων που κτυπούσαν τα βράχια, ο άνεμος που περιοδικά τον δρόσιζε και το ίδιο του το βάδισμα. Στην μοναχική πεζοπορία προς την λοφοσειρά κοιτούσε μάταια για κάποιο ζώο.

Από την μια πλαγιά ο λόφος ήταν καλυμμένος με την χλωρίδα της παραλίας που προοδευτικά αραίωνε μέχρι να ξεγυμνωθεί η κορυφή. Από την άλλη πλευρά το μέρος φαινόταν δραματικά διαφορετικό. Ένα δάσος πυκνό εκτείνονταν και στη μέση του περίπου έστεκε ένας πελώριος οβελίσκος. Καθώς τον κοιτούσε ένιωθε το πρόσωπό του να μουδιάζει και τα μάτια του να δακρύζουν. Γρήγορα απέστρεψε το βλέμμα του και έβγαλε, για να φορέσει, τη μάσκα που του παραχώρησαν. Ήταν πολεμιστής του Ράιχ, σκέφτηκε και αναπτέρωσε το ηθικό του. Με σιγουριά κατηφόρισε προς το δάσος.

Στις παρυφές του δάσους βρήκε μια πέτρα που έφτανε σε ύψος μέχρι τον γοφό του. Χαραγμένα στην πέτρα ήταν διάφορα σύμβολα και γεωμετρικά σχέδια παρόμοια με αυτά που κοσμούσαν την Πύλη και από κάτω μια επιγραφή σε παλιά γερμανικά:

Από εδώ και πέρα λήγει ο ανθρώπινος λόγος

Η ιδέα τον τρομοκράτησε καθώς θυμόταν τι σήμαινε η προειδοποίηση από τις μεταφράσεις των παλιών κειμένων. Κοίταξε γύρω του μήπως έβλεπε τίποτα ζωντανό, αλλά επικρατούσε ησυχία. Μόνο το θρόϊσμα των δέντρων από τον άνεμο έσπαγε την τρομακτική σιωπή που είχε αρχίζει να τον εκνευρίζει. Ήθελε να φωνάξει αλλά ήξερε πως δεν θα είχε αποτέλεσμα. Δεν θα απαντούσε κανείς γιατί κανείς δεν μπορούσε να τον αντιληφθεί ακόμα γιατί για αυτόν τον κόσμο, ήταν ένα φάντασμα προς το παρόν...

Το δάσος ήταν πυκνό από τα όρια του, τα οποία όριζαν μια συστοιχία μεγάλων πετρών που στην κορυφή τους φύτρωνε ένα και μοναδικό λουλούδι. Η ομοιομορφία τον έκανε να υποψιάζεται κάποιον κηπουρό, οπότε εισήλθε με μεγάλη επιφύλαξη. Τα κλαδιά με τις περίεργες συστροφές τους και το ρετσίνι που εκκρίνονταν από τα "μάτια" που εμφάνιζαν στις γωνίες τους τον γέμιζαν απορία. Τα φύλλα ήταν πολύχρωμα με κάθε κλαδάκι να έχει μπλε, κόκκινα και κίτρινα φύλλα σε διάφορους τόνους. Όλα ήταν λεία, φαρδιά στο μέσον τους και στην άκρη τους αιχμηρά. Το έδαφος καλύπτονταν από βρύα που έκαναν περίεργα σχήματα, του έδιναν την εντύπωση πως δημιουργούσαν μοτίβα και καθώς το διέσχιζε παρατηρούσε αποικίες μυκήτων που προχωρούσαν αργά. Το πρώτο ζωντανό πλάσμα που είδε. Μια ζελατινώδη ημιδιαφανή μάζα που προέκτεινε κολλώδεις αποφύσεις της για να τραβηχτεί πάνω από τα θρεπτικά βρύα. Όλα ήταν όπως είχε διαβάσει στα βιβλία. Καθώς έμπαινε στην καρδιά του δάσους και πορευόταν προς στον βράχο ένιωθε το κεφάλι του να κουδουνίζει και ένας ελαφρύς πονοκέφαλος άρχισε να τον ενοχλεί. Έκανε μια στάση, ήπιε λίγο νερό και έφαγε μια μπάρα δημητριακών που στην γεύση ήταν διαφορετική εδώ και φόρεσε την στέκα.

Περπατούσε αρκετή ώρα αλλά προς έκπληξή του δεν ένιωθε κουρασμένος. Βρήκε τον μεγάλο βράχο σε ένα μεγάλο ξέφωτο, καλυμμένο με καταπράσινη τρυφερή χλόη. Εδώ κι εκεί υψώνονταν λουλούδια, που του έδιναν την εντύπωση πως τον κοιτούσαν, αφού άλλαζαν το χρώμα από τα πέταλά τους και τα έστρεφαν αργά προς αυτόν, καθώς περνούσε από δίπλα τους. Καθώς πλησίασε τον βράχο φαίνεται να τα αναστάτωσε, αφού ο βλαστός τους άρχισε να ταλαντώνεται σαν χορδή που παρήγαγε έναν απαλό μπάσο ήχο. Αυτό τον χαροποίησε γιατι σήμαινε πως η υπόστασή του αλλάζει και σταδιακά προσαρμοζόταν σε αυτό το μέρος του σύμπαντος. Ο βράχος ήταν ζεστός στο άγγιγμα. Καθώς τον άγγιζε με την γυμνή παλάμη του ένιωθε μια δύναμη μέσα του να πάλλεται και το πρόσωπό του άρχισε να μουδιάζει ανεπαίσθητα ακόμη και φορώντας την μάσκα. Χαραγμένα περιμετρικά στο βράχο είδε διάφορα σύμβολα, μικρά και μεγάλα. Αναγνώρισε μερικά ασιατικά σύμβολα, παλιούς δρυϊδικούς ρούνους και αντισυμβατικά μαγικά σύμβολα ανάμεσα στα δεκάδες ακαταλαβίστικα ιερογλυφικά από άγνωστους πολιτισμούς, ανθρώπινους και μη. Φαίνεται κάθε επισκέπτης, ανά τους αιώνες, άφηνε το σημάδι του σε τούτο τον βράχο, που λειτουργούσε σαν πομποδέκτης κάποιου είδους. Τα βιβλία αναφέρουν περιγραμματικά πως αποτελεί ένα ορόσημο που βοηθά τους ταξιδιώτες να φτάνουν με σχετική ακρίβεια σε αυτόν τον κόσμο, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει αν η παρουσία του εδώ είναι φυσική ή τοποθετήθηκε εσκεμμένα για αυτό τον σκοπό. Ίσως κάποτε, κάποιος ήθελε να επικοινωνήσει, να προσκαλέσει. Τι να συνέβη άραγε, σκεφτόταν καθώς χάζευε το δάσος καθισμένος χάμω. Κοιτώντας τις πυξίδες είδε πως οι δύο ταλαντεύονταν έντονα. Βρισκόταν σε ένα πεδίο που τις αποπροσανατόλιζε, όπως φαίνεται. Στηριγμένος στον βράχο μελέτησε τον χάρτη που ήταν χαραγμένος στις φιάλες. Ο χάρτης έδειχνε τον βράχο και το δάσος δίπλα από τους λόφους που χώριζαν την παράκτια περιοχή με την ενδοχώρα. Ο χάρτης έδειχνε τον προορισμό του. Μια κοιλάδα, μιας μέρας περίπου ταξίδι από ένα χωριό, όπου θα έβρισκε στο τέλος του μονοπατιού που διέσχιζε το δάσος.

Κοιτούσε τον λιλά ουρανό με τα μωβ του σύννεφα. Αναρωτιόταν αν υπήρχαν πουλιά σε αυτό τον κόσμο. Τι ζώα θα συναντούσε άραγε, στο χωριό ποιοι και τι κατοικούσαν; Τα βιβλία μιλούσαν για τους κατοίκους αυτού του κόσμου με αβεβαιότητα. Φαίνεται κάθε εξερευνητής που ερχόταν συναντούσε διαφορετικά μέρη και όντα, σαν το μέρος να ανταποκρίνεται σε κάθε άτομο διαφορετικά ή κάτι να επηρέαζε τις αναμνήσεις τους, όπως έγινε κατά τον ερχομό του. Καθόταν με το δόρυ στα πόδια του. Χάζευε τις ανταύγειες χρυσού που δημιουργούσε η υγρασία καθώς συμπυκνωνόταν στο παγερό μέταλλο. Έφαγε ακόμα μία μπάρα και ήπιε λίγο νερό πριν συνεχίσει. Άρχισε να τον ανησυχεί η ιδέα πως δεν βρήκε κάποιο ρέμα στο δάσος αλλά σκέφτηκε πως όλα θα βελτιώνονταν όταν θα έφτανε στο χωριό. Συνέχισε με γοργό βήμα μέχρι που άρχισε να αραιώνει το δάσος και εκεί που άρχιζε η ανηφόρα ενός ψηλού λόφου, με κιτρινωπό χώμα, το μονοπάτι έκανε μια στροφή και συνέχιζε περιμετρικά τους λόφους προς την θάλασσα.

Το μονοπάτι που διάβαινε είχε αρχίσει να γίνεται απόκρημνο. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το δόρυ σαν στήριγμα, ενώ το δεξί του κρατούσε τον βράχο που υψωνόταν αρκετά μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Δίπλα του ο βράχος συνέχιζε σε ένα γκρεμό πάνω από είκοσι μέτρα βάθος. Σε μικρή απόσταση φαινόταν ο ωκεανός. Ο μαύρος ήλιος με το χρυσό στεφάνι έδινε στο σκούρο ιώδες του ωκεανού μια χρυσή ανταύγεια. Μεταξύ τους εκτείνονταν μια βραχώδης μορφολογία από γκρίζους, διαβρωμένους από τα κύματα, βράχους. Ένα αεράκι προερχόμενο από την θάλασσα τον δρόσιζε. Όση δροσιά μπορούσε να νιώσει, αφού μόνο το πρόσωπό του ήταν πλέον εκτεθειμένο.

Το χωριό φανερώθηκε με μια στροφή του μονοπατιού. Κτισμένο σε μια πλαγιά, εκεί που ο βραχώδης γκρεμός φαινόταν να λήγει και τμήματα χώματος φαινόταν ανάμεσα σε συστάδες δενδρυλλίων. Χωρίς τρόπο να κρύψει την παρουσία του συνέχισε περήφανα, όπως κάθε Πρώσος πρέπει να περπατά. Τα κτίσματα ήταν περίεργα. Καθαρά πεντάγωνα δωμάτια με διαφορετικό ύψος και διαστάσεις το καθένα, διατηρώντας όμως όλα την ίδια κλίμακα. Σε κάθε πεντάγωνο έβρισκε από ένα παράθυρο, αλλά μέσα έβρισκε το δωμάτιο άδειο. Όλο το χωριό ήταν εγκαταλειμμένο. Πουθενά δεν έβλεπε κάποια πόρτα για να μπει στα σκουρόχρωμα κτίσματα, τμήματα των οποίων ήταν λαξευμένα μέσα στον γκρεμό. Στη μέση περίπου του χωριού συνάντησε ένα μικρό καταρράκτη που ερχόταν από την κορυφή του βράχου και περνούσε μέσα από ένα τεχνητό κανάλι που χώριζε τη μικρή πλατεία στη μέση με μόνο μέσο επικοινωνίας μια λίθινη γέφυρα. Εκεί γέμισε το παγούρι του και κάθισε να ξεκουραστεί. Το χωριό ήταν άδειο, η πλατεία χωρίς διακόσμηση και το ρολόι του έδειχνε πως ο χρόνος εδώ κυλούσε γρήγορα. Ένα λεπτό εδώ ήταν ένα λεπτό και δεκαεπτά δεύτερα στην γη. Στο βάθος μπορούσε να διακρίνει την θάλασσα και παρατήρησε πως ο ήλιος είχε χαμηλώσει λίγο. Που να βρίσκονταν όλοι, αναρωτήθηκε. Οι περιγραφές μιλούσαν για κατοίκους, ζώα, έναν κόσμο γεμάτο αρώματα και χρώματα. Δεν είχε δει τίποτα ζωντανό πέρα από μερικούς μύκητες και λουλούδια. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται για το μέρος και για αρκετή ώρα καθόταν και κοιτούσε αόριστα τον χώρο μέχρι που άκουσε ένα ψίθυρο.

Μια γέρικη φωνή τον ρώτησε:

"Τι κάνεις εδώ ω, νέο πνεύμα; Έχασες τον δρόμο σου;"

"Ήρθα για να σκοτώσω ένα θεό", απάντησε συγχυσμένος. "Ποιος είσαι που φοβάσαι να φανερωθείς;"

"Φαίνομαι! Απλά εσύ δεν μπορείς να με δεις", απάντησε η γέρικη φωνή

"Τι εννοείς; Φανερώσου" είπε και σηκώθηκε σφίγγοντας το δόρυ με τα δυο του χέρια, αρχίζοντας να σημαδεύει την αιχμή του αόριστα στον χώρο.

Επικράτησε ησυχία για λίγο και όταν χαλάρωσε κάθισε και έτριψε απαλά τους κροτάφους του. Κάτι στον αέρα ή στο νερό τον επηρέασε, σκεφτόταν. Όμως οι Γερμανοί είχαν δυνατή νοητική κράση, δεν θα έπρεπε να του συμβαίνει αυτό και πείσμωσε. Διαλογιζόταν για αρκετή ώρα και όταν άνοιξε τα μάτια του αντίκρυσε σκιές να περιπλανιόνται στον χώρο. Ζευγάρια που περπατούσαν δίπλα δίπλα, τριάδες και τετράδες που σχημάτιζαν πηγαδάκια, ενώ μικρότερες ελίσσονταν γοργά από τη μία άκρη της πλατείας στην άλλη. Ήχοι, σαν πίσω από κάποιον χοντρό τοίχο, ακούγονταν και τότε συνειδητοποίησε πως αυτό που έβλεπε ήταν φαντάσματα των χωριανών. Σε αυτούς πως φαινόταν, αναρωτήθηκε. Σηκώθηκε και άρχισε να τις πλησιάζει.

Στην αρχή φαίνονταν να αποτραβιούνται αλλά οι μικρές σκιές τον περιτριγύρισαν και τον περιεργάζονταν. Μέσα από τη παλλόμενη μαύρη σκόνη που έδινε υπόσταση στις σκιές δυο κίτρινα μάτια φανερώθηκαν. Στην αρχή τρόμαξε αλλά δεν τον πείραζαν. Η στολή φαίνεται τον προστάτευε. Έβγαλε το γάντι του και έκανε να τις αγγίξει. Το δέρμα του πάγωσε σαν η θέρμη ξαφνικά να αποτραβήχτηκε και το ένιωσε να μουδιάζει σαν να τον τσίμπησε τσούχτρα. Η περιέργεια όμως υπερίσχυσε και όταν είδε μια σκιά να προεκτείνει αυτό που κανονικά θα ήταν ένα χέρι, πρόταξε το δικό του για χειραψία.

Παρά το κρύο αίσθημα ένιωσε μια ανακούφιση και ένα ζεστό αίσθημα χαράς τον κατέκλυσε. Οι σκιές σιγά σιγά άρχισαν να αποκτούν υπόσταση και επιπλέον χαρακτηριστικά άρχισαν να φανερώνονται. Πριν όμως αρχίσει να βιώνει την μεταμόρφωση, μια αναγούλα τον έπιασε. Μια ξαφνική σουβλιά πόνου τον έσχισε και κατέρρευσε στα γόνατά του για να βγάλει το περιεχόμενο των σωθικών του. Η ζάλη που τον συνεπήρε τον έκανε να σκεφτεί αμέσως το άγγιγμα. Έκανε να ξαναβάλει το γάντι του, να απομακρυνθεί από τις σκιές που τον κοιτούσαν με απορία, αλλά λίγα βήματα παραπέρα κατέρρευσε αναίσθητος στο πάτωμα.

Ξύπνησε μέσα σε έναν από τους χώρους που προ ολίγου εξερευνούσε. Ένας αμυδρός πονοκέφαλος τον ενοχλούσε ενώ το στομάχι του ακόμη είχε σπασμούς. Έκανε να σηκωθεί, να περιεργαστεί καλύτερα τον χώρο, όμως όταν ξεθώριασε η όρασή του αποτραβήχτηκε με τρόμο στην γωνιά του δωματίου. Γύρω του στέκονταν όντα που δεν θα μπορούσε ούτε να ονειρευτεί. Ένα ον τον κοιτούσε με μεγάλα μάτια και εκεί που κανείς θα έβρισκε μια μύτη, δυο συμμετρικές προβοσκίδες εκτείνονταν μέχρι αυτό που θα ήταν ο λαιμός του. Πίσω από τις προβοσκίδες ήταν άλλα δυο μεγάλα ρουθούνια που πάλλονταν ρυθμικά. Το δέρμα του ήταν λείο και είχε χρώμα γκριζωπό με μερικές ιώδεις κηλίδες και κυανά στίγματα. Το κεφάλι του ήταν φαλακρό και στο σχήμα ήταν σαν δυο κυλινδρικά σώματα που συναντιόντουσαν και σχημάτιζαν το πρόσωπό του. Το σώμα του ήταν ωοειδές με πολλά και μικρά πόδια να του επιτρέπουν να κινείται και εκεί που κάποιος θα έβρισκε άκρα ήταν δυο ζευγάρια από μαλακά πλοκάμια που στις άκρες χώριζαν για να σχηματίζουν μια υποτυπώδη παλάμη με τέσσερα δάκτυλα. Τα όντα τον κοίταξαν αφήνοντας ήχους. Το ον που στεκόταν κοντύτερα σε αυτόν, ντυμένο με ένα ελαφρύ πορτοκαλί ριχτάρι, κατάλαβε πως ήταν φοβισμένος και με απαλό τόνο του είπε.

"Ταξιδευτή καλώς ήρθες. Είσαι ανάμεσα σε φίλους. Φαίνεται κάτι σε πείραξε και λιποθύμησες. Οι Μνήμες του χωριού λένε οτι συμβαίνει με εσάς αυτό. Το είναι σου δεν είναι μαθημένο σε αυτό τον κόσμο, δώσε του λίγο χρόνο ακόμα"

"Πως, πως μιλάς την γλώσσα μου;"

Η ερώτηση φαίνεται να ξάφνιασε τα όντα. Φαίνεται περίμεναν ένας επισκέπτης να γνωρίζει ήδη. Ένα ον, λίγο διαφορετικό, πιο κοντό και με διαφορετικό χρώμα ματιών του είπε τρυφερά.

"Δεν μιλάμε την γλώσσα σου. Απλά σου μεταφέρουμε τη σκέψη μας και εσύ τη μεταφράζεις όπως θες. Είμαστε οι Κρον, οι μακάριοι κάτοικοι του χωριού Κρόνι"

Έμεινε σιωπηλός ώστε να ανασυντάξει τις σκέψεις του. Το δόρυ! Η πυξίδα! Ο εξοπλισμός του! Σηκώθηκε και άρχισε να τα ψάχνει.

"Που είναι τα πράγματά μου;!", ζήτησε να μάθει επιτακτικά

Τα πράγματά σου;", ρώτησε ένας Κρον με αμηχανία

"Το δόρυ, οι φιάλες, το ρολόι με τις πυξίδες, τα πράγματά μου!" είπε πιο αυστηρά αυτή τη φορά.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ο Κρον που φορούσε τα πορτοκαλί του έδειξε μια καταπακτή.

Σήκωσε το περίεργο χερούλι, φτιαγμένο από ξύλο σαν αυτό που είδε στο δάσος, για να βρει ένα μικρό χώρο που επικοινωνούσε με ένα στενό διάδρομο. Στριμώχτηκε μέσα και βρήκε τα πράγματά του μπροστά σε μερικές υπόγειες ρίζες που φωσφόριζαν. Στο θέαμα τους μια ρίγη διαπέρασε στη ράχη του. Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο, τα αντικείμενά του, τοποθετημένα προσεκτικά στο έδαφος ώστε να τα αγγίζουν οι ρίζες, οι οποίες είχαν απλωθεί για να τα καλύψουν μερικώς. Στο χώρο είδε μερικά σκεύη, κάποια εργαλεία και μεγάλα δέματα. Άρπαξε τα πράγματά του και έκανε να φύγει. Μόλις οι ρίζες έχασαν την επαφή τους το φωσφόρισμα άρχισε να αυξομειώνεται σε ένταση με ταχύ ρυθμό. Ανάμεσα σε αυτόν τον ρυθμό διάφορες απολήξεις αναβόσβηναν σαν να προσπαθούσε το δένδρο να επικοινωνήσει με κάποιον εξωγήινο κώδικα Μορς. Δεν μπορούσε να τον κατανοήσει και επέστρεψε.

Τα όντα τον περίμεναν αναπαυμένα πάνω σε χοντρά μαξιλάρια. Πως και δεν τα είχε δει προηγουμένως σκέφτηκε. Ο χώρος του φαινόταν διαφορετικός, αν και η πεντάγωνη δομή του δωματίου ήταν ίδια και πλέον μπορούσε να δει λεπτομέρειες όπως σκαλισμένα καλλωπιστικά στοιχεία και ζωγραφιές που διακοσμούσαν τον χώρο περιμετρικά. Παρά την σωματική εξασθένιση φόρτωσε χωρίς δυσκολία τα πράγματα του και καθώς γυρνούσε την πλάτη του, σταμάτησε και κοίταξε ξανά τους χωρικούς.

"Σας ευχαριστώ", είπε στα γερμανικά και σαν απάντηση έλαβε το καταφατικό νεύμα των Κρον.

Συνέχισε προς το τέλος του κεντρικού δρόμου. Περίεργα μάτια τον κοιτούσαν μέσα από παράθυρα και πάνω από ταράτσες, καθώς περνούσε από το περίτεχνα διακοσμημένο χωριό. Ανέβηκε τα σκαλιά που όριζαν την αρχή του χωριού και ακολούθησε την πυξίδα. Οι σκάλες κατέληγαν σε ένα πλατύσκαλο, μερικές δεκάδες μέτρα ψηλά, σκαλισμένο στον βράχο και από εκεί συνέχιζε μια δύσβατη πλαγιά ενός χαμηλού βουνού.

Φτάνοντας στην κορυφή, έχοντας αφήσει πλέον πίσω του μακριά το χωριό και τη θάλασσα, φαινόταν στο αριστερό του χέρι η τιτάνια πόλη Ρύμροε. Πλέον μπορούσε να διακρίνει καλύτερα κάποιες λεπτομέρειες. Πύργοι, εκατοντάδες μέτρα ψηλοί, που τελείωναν σε θόλους που έλαμπαν. Εξέδρες και μπαλκόνια ένωναν τους πύργους σε διαφορετικά ύψη, ενώ αψίδες στήριζαν υπερυψωμένες πλατείες μέχρι την κορυφή της πόλης, που χανόταν στα σύννεφα. Οι πύργοι υψώνονταν κάνοντας ακανόνιστες γωνίες και ελίσσονταν μεταξύ τους, ενώ φαινόταν να αλλάζουν σε διάμετρο και σχήμα στην πορεία. Η πόλη δεν φαινόταν να ικανοποιεί τους κανόνες τις στατικής, ούτε οτιδήποτε θεωρείται ορθό στην αρχιτεκτονική. Ο ήλιος πλέον φαινόταν να δύει και ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει σημαντικά. Περισσότερα άστρα είχαν αρχίσει να φαίνονται πλέον. Αλλιώτικα όμως από αυτά του βραδινού ουρανού της γης. Εδώ είχαν χρώματα. Κοκκινωπά, γαλάζια, απαλό κίτρινο και μερικά πράσινα.

Ενώ από την πλευρά της θάλασσα ήταν απότομη η πλαγιά, καλυμμένη με πράσινη χλόη και μικρές τούφες φυτών που άρχισαν να φωσφορίζουν από την άλλη, σε αυτό το σημείο κατηφόριζε με χαμηλή κλίση, κάτι το οποίο τον χαροποίησε διότι είχε κουραστεί. Καθώς κατέβαινε συνάντησε τρεις μεγάλους βράχους με ένα κενό ανάμεσα τους και αποφάσισε να κατασκηνώσει εκεί. Περπατούσε για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας αλλά δεν ένιωθε εξουθενωμένος. Το ρολόι πλέον γυρνούσε αρκετά αργά εδώ και αρκετή ώρα χωρίς να το καταλάβει και αναρωτιόταν πόση ώρα είχε περάσει στη Γη.

Δεν είχε μέσα για να ανάψει φωτιά. Ένιωθε το ψυχρό αεράκι που έγδερνε την βουνοκορυφή αλλά η στολή θα τον κρατούσε ζεστό και έβαλε το δεμάτιο με τα εργαλεία για προσκέφαλο. Το γεγονός πως δεν συνάντησε κάτι ζωντανό μέχρι στιγμής του έδινε κάποια άνεση. Το έδαφος ήταν δροσερό και οι βράχοι έκοβαν κάπως τον αέρα, έτσι βολεύτηκε κάπως και έκλεισε τα μάτια του.

Στον ύπνο του είδε πολύχρωμα φίδια να χορεύουν σχηματίζοντας όμορφες συμμετρίες και αρμονικά απομακρύνθηκαν για να έρθουν στη θέση τους έντομα. Μικρά και μεγάλα, που με τα φτερά τους άρχισαν να κάνουν ρυθμικούς ήχους. Τα φτερά τους, με τέλεια γεωμετρικά σχήματα και με φανταχτερά χρώματα, πάλλονταν και καθώς τα κοιτούσε ένιωθε μια υπνωτική έλξη να τον κυριεύει. Ανήμπορος να κινηθεί ένιωθε το κορμί του να κατακλύζεται από τα έντομα που άρχιζαν να τον τρώνε λαίμαργα. Είχαν φτάσει στα μάτια του, ένιωθε να τον δαγκώνουν δεκάδες μικρά στόματα στα βλέφαρα, ήταν ανίκανος να αντιδράσει. Έκανε να ουρλιάξει αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του. Τον έτρωγαν μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του.

Μια οπή φανερώθηκε κοντά του, η πιο σκοτεινή κηλίδα ανάμεσα στα αστέρια της νύκτας. Τρόμος τον κυρίευσε όταν κατάλαβε πως επρόκειτο για το στόμα ενός θηρίου και έκανε να βγάλει μια κραυγή καθώς προσπαθούσε να δραπετεύσει. Άρχισε να βλάστημά την μοίρα του και το πλάσμα καθώς πλησίαζε η μαύρη οπή. Ο θυμός σύντομα έδωσε τη θέση του σε απελπισία και στη συνέχεια σε αδιαφορία. Αφέθηκε καθώς η οπή άρχισε να τον απορροφά. Αιωρούνταν μέσα σε ένα μαύρο χώρο για αρκετή ώρα, με το μυαλό του κενό από σκέψεις, μέχρι που θυμήθηκε τα ξόρκια που του είχαν μάθει οι ακόλουθοι του μάγων με τους οποίους έκανε παρέα στην καφετέρια των εγκαταστάσεων. Αν και ο ίδιος δεν είχε το χάρισμα, καταπιάστηκε, όταν τον μύησαν, με την ελπίδα πως θα ξυπνήσει κάτι μέσα του. Άρχισε να λέει ένα ξόρκι υποταγής, στίχο προς στίχο όσο πιο ρυθμικά μπορούσε να σκεφτεί. Η σκέψη του συγκεντρωμένη και χωρίς αισθήματα να τον απασχολούν επαναλάμβανε το ξόρκι μέχρι που μια ενόχληση του θηρίου έκανε το πνεύμα του να επιστρέψει στον έναστρο ουρανό. Πριν δει τα άστρα, που έδιναν με την αντανάκλασή τους υπόσταση στο σώμα του για μια τελευταία φορά, τα μάτια του άνοιξαν και βρήκε τον εαυτό του να κρυώνει ανάμεσα στις πέτρες όπου κατασκήνωσε.

Αυτό που θα αποκαλούσε αυγή κάποιος σε αυτό τον κόσμο ήταν το χρυσό στεφάνι του μαύρου ήλιου να αλλάζει σε ένταση καθώς το άστρο υψωνόταν αργά. Μάζεψε τα πράγματά του και συνέχισε να κατεβαίνει την πλαγιά. Μπροστά του βρίσκονταν ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα από βράχια που έκρυβαν την κοιλάδα που έψαχνε, σύμφωνα με τον χάρτη στις φιάλες. Οι πυξίδες τον βοηθούσαν αλλά κάτι στο πίσω μέρος του μυαλό του τον ενοχλούσε. Ένιωθε πως αυτό το όνειρο που είδε ήταν πολύ αληθοφανές για να είναι απλά ένα όνειρο. Σε αυτό τον κόσμο η πραγματικότητα είναι διαφορετική, σκέφτηκε. Ίσως ο ανθρώπινος νους αντιδρά διαφορετικά εδώ και προσπάθησε να ψυχαγωγήσει την μοναχική πεζοπορία του σιγοτραγουδώντας ένα εύθυμο τραγούδι. Δεν ήταν μαθημένος στη μοναξιά. Από μικρός σε κατασκηνώσεις των Ες Ες, στη συνέχεια στην στρατιωτική ακαδημία και αργότερα αλλού. Πάντα είχε είτε συμμαθητές, είτε συμπολεμιστές και φίλους γύρω του.

Καθώς κατηφόριζε την πλαγιά, διασχίζοντας το δαιδαλώδες σύμπλεγμα από βράχους, μια μελωδία άρχισε να συνοδεύει το τραγούδι του. Αμέσως αποτραβήχτηκε σε μια σχισμή στον βράχο και κοίταξε τον περίγυρό του. Η μουσική σταμάτησε. Περίμενε λίγες ανάσες και φώναξε για τον μουσικό να φανερωθεί. Κανείς δεν απάντησε. Συνέχισε να περπατά στη διχάλα που σχημάτιζαν δυο βράχοι, έχοντας το νου του ψηλά, μην φανερωθεί τίποτα, αλλά όλα ήταν ήσυχα. Η πεζοπορία συνεχίστηκε για πολύ ώρα και ενώ προχωρούσε πάντα κατηφορικά είχε αρχίσει να νιώθει πως είχε χαθεί. Από την κορυφή του βουνού φαινόταν η κοιλάδα, καθώς σχηματιζόταν από τις οροσειρές, αλλά μέσα στο σύμπλεγμα φαινόταν μόνο ο ουρανός. Ύστερα από πολύωρη πεζοπορία είχε αρχίσει να κουράζεται και τελικά κατέληξε σε ένα ρυάκι. Δοκίμασε καχύποπτα το νερό και όταν είδε πως δεν νιώθει κάποια ενόχληση ήπιε μέχρι να ξεδιψάσει. Του έκανε εντύπωση πως ακόμα κι εδώ, στο ρέμα, δεν έβλεπε τίποτα ζωντανό. Το περιβάλλον ήταν ηφαιστειογενές με μαύρους σπογγώδεις βράχους και τραχύ έδαφος. Έβλεπε οπές, όπου στη γη πτηνά θα φώλιαζαν, αλλά εδώ τις έβρισκε κενές.

Συνέχισε ακολουθώντας τις πυξίδες μέχρι που η μελωδία επέστρεψε. Εκείνη τη στιγμή διένυε ένα άνοιγμα όπου είχε σχηματίσει η κοίτη ενός ξεραμένου ποταμού. Εκτιθέμενος κόλλησε την πλάτη του στον βράχο. Κοιτώντας τον περίγυρό του δεν έβλεπε τίποτα να κινείται ενώ η μελωδία συνέχιζε αλλάζοντας ελαφρά τον ρυθμό. Άρχισε να περπατά κατά μήκος του βράχου ελπίζοντας να βρει κάποια διέξοδο από τη κοίτη του ποταμού. Η μελωδία συνέχισε, με τους ίδιους τόνους, να εναλλάσσεται. Κάτι γνώριμο ήταν στην χροιά αυτών τον ήχων, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ακριβώς. Τι συμβαίνει; Μήπως ο κόσμος άρχισε να παίζει με την μνήμη του, ήταν το νερό που ήπιε μολυσμένο με φάρμακο;, σκεφτόταν σφίγγοντας το δόρυ.

Η μελωδία είχε σταματήσει. Περίμενε καρτερικά για κάποιον να εμφανιστεί αλλά κανείς δεν ήρθε. Συνέχισε με γοργό βηματισμό ελπίζοντας να αποκτήσει ασφάλεια στην έξοδο του λίθινου λαβύρινθου. Είχε κατηφορίσει αρκετά όταν η μελωδία ακούστηκε πάλι. Συγχυσμένος την αγνόησε ενώ βάδιζε στη κοίτη του ρέματος, ρίχνοντάς τακτές ματιές πίσω του. Οι συνεχείς στροφές όμως και τα στενώματα τον βράχων έκαναν την ορατότητα περιορισμένη. Ακινητοποιήθηκε ακαριαία όταν ένιωσε κάτι να του χαϊδεύει το πόδι. Με μια γρήγορη κίνηση έκανε να σουβλίσει οτιδήποτε στεκόταν από πίσω του με το δόρυ, αλλά όταν γύρισε βρήκε μια ρίζα να εξέρχεται από μια από τις δεκάδες οπές στον βράχο και να είναι δεμένη γύρω από τον αστράγαλό του. Είδε μικρές ακίδες να προσπαθούν να τον τρυπήσουν αλλά το χοντρό δέρμα της μπότας τον προστάτευε. Με το χτύπημα η ρίζα έσφιξε και εμφανίστηκαν και άλλες, προσπαθώντας να του δέσουν το κορμί στον βράχο. Μόλις είχαν αρχίσει να τον υπερνικούν, έκανε μια απότομη κίνηση απελευθερώνοντας το ένα του χέρι και πριν προλάβουν έμπηξε την αιχμή του δόρατος όσο  βαθύτερα μπορούσε. Μια στριγκλιά διαπέρασε τον βράχο και οι ρίζες σπαρτάρισαν. Άδραξε την ευκαιρία και με ένα σάλτο απομακρύνθηκε από το βράχο. Βάζοντας το βάρος του σώματός του έχωσε ξανά το δόρυ βαθιά. Μια ρίζα τινάχτηκε χαστουκίζοντάς τον στο πρόσωπο. Επανέλαβε την διαδικασία σε κάθε οπή που έβρισκε, μέχρι μαύρο αίμα άρχισε να ρέει ποτίζοντας την κοίτη. Άρχισε να τρέχει και δεν σταμάτησε μέχρι να βγει από τον λαβύρινθο.

Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει και έκατσε στη σκιά ενός δένδρου να ξεκουραστεί. Από την συνάντησή του με εκείνο το πλάσμα ένιωθε τις δυνάμεις του να φεύγουν και μια ελαφριά ζαλάδα επικρατούσε. Πρέπει μια από εκείνες τις ακίδες που τον άγγιξε να έφερε δηλητήριο. Είδε το χλωμό δέρμα του κοκκινισμένο στο σημείο του καρπού του. Αγνάντευε την κοιλάδα που εκτεινόταν μέχρι τον ορίζοντα καθώς μασουλούσε μπάρες δημητριακών. Πίσω από τις βουνοκορφές δεν μπορούσε να διακρίνει την πόλη παρά μόνο τα υψηλότερα τμήματά της. Μπορούσε να διακρίνει κοίτες ποταμών να κατηφορίζουν σε μια λίμνη στο κέντρο της κοιλάδας. Γύρω από την λίμνη φαινόταν ένα πυκνό δάσος και πίσω από αυτό υψωνόταν μια στήλη ομίχλης που αφύσικα χανόταν στον ουρανό, δημιουργώντας ένα όμορφο συντριβάνι πυκνής υγρασίας. Στην πλαγιά που ήταν καλυμμένη με πολύχρωμη χλόη παρατήρησε μικρά ζωάκια να ταξιδεύουν βιαστικά από θάμνο σε θάμνο, ενώ διάφορα έντομα που φωσφόριζαν πετούσαν από φυτό σε φυτό. Ο δείκτης της πυξίδας για το θήραμά του ταλανίζονταν έντονα όταν έδειχνε προς το δάσος. Το ρολόι κύλισης χρόνου είχε σχεδόν παγώσει πλέον. Αναρωτιόταν πόση ώρα είναι έτσι. Ήταν εξουθενωμένος. Τα πόδια του πονούσαν και ένιωθε το κεφάλι του πως θα εκραγεί από τον πονοκέφαλο που επέστρεψε δριμύτερος. Έκλεισε τα μάτια του ελπίζοντας πως θα ξεκουραστεί και μερικές ανάσες αργότερα βυθίστηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.

Ξύπνησε για να βρει την ημέρα να κοντοζυγώνει, νιώθοντας μια αδιευκρίνιστη ενόχληση. Πάλι αλλόκοτα όνειρα τον ταλαιπώρησαν. Η χρυσή στεφάνη του μαύρου ήλιου έδινε στον ουρανό ένα απαλό μωβ χρώμα, ενώ ανταύγειες ροζ έδιναν μια απόκοσμη εικόνα στις νεφώσεις που σχηματίζονταν στον ορίζοντα. Τον θαυμασμό αυτής της εξωγήινης θέας διέκοψε ένας οξύς πόνος που τον διαπέρασε. Έβγαλε το δερμάτινο γάντι για να δει το χέρι του κόκκινο. Πίεσε απαλά το έκζεμά του και ένιωσε μια σουβλιά στο μεδούλι των οστών του. Έπνιξε μια κραυγή πόνου δαγκώνοντας τον γιακά της στολής του. Έβγαλε το πάνω μέρος της στολής του και περιεργάστηκε το χέρι του. Το εξάνθημα πλησίαζε μέχρι τον αγκώνα του. Αν εξαπλώθηκε τόσο σε λίγες ώρες τι θα συνέβαινε αν έφτανε στα ζωτικά του όργανα, σκέφτηκε. Για δοκιμή το άγγιξε με το δόρυ. Το δόρυ αντέδρασε στην ξένη υπόσταση και ακτινοβόλησε την αιθέριά του λάμψη καίγοντας το εξάνθημα. Ξάπλωσε από τον πόνο που τον διαπέρασε σύσσωμο. Τρέμοντας, άδραξε το δόρυ που έπεσε και σηκώθηκε με το βλέμμα ενός απεγνωσμένου θηρευτή. Έπρεπε να τελειώνει την αποστολή σύντομα. Το κυνήγι πρέπει να έρθει εις πέρας.

Έφτασε στις παρυφές του δάσους. Εδώ τα δέντρα ήταν ψηλά. Με χοντρούς λείους κορμούς. Τα φύλλα των περισσότερων ήταν σαν φτέρες μικρές, όμως έβλεπε καθώς το διέσχιζε και άλλα δέντρα με ποίκιλα χαρακτηριστικά. Κοντά, ψηλά, με μαλακό κορμό, ελαστικά κλαδιά, ρίζες καλυμμένες με βρύα και άλλες γυμνές που σχημάτιζαν περίεργους κύκλους σαν ελατήρια. Συνέχισε βαθύτερα, ψάχνοντας να βρει ένα από τα ρέματα που είχε δει χθες. Καθώς περπατούσε μια σκέψη επέστρεφε τακτικά. Η ιδέα να φάει χρυσαφένια μούρα. Είχε την επίμονη πεποίθηση πως τα είχε δει στον ύπνο του και θα τον βοηθούσαν με το χέρι, αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο.

Περπατούσε στην όχθη του ρέματος που συνάντησε κρατώντας το δόρυ. Καθώς περπατούσε, αντίκρισε με την άκρη του ματιού του κίνηση. Κάποιες φτέρες κουνήθηκαν καθώς μια φιγούρα χάθηκε από πίσω τους. Πρόταξε την αιχμή του δόρατος προς τις φτέρες και σιγά σιγά πλησίασε για να βρει ένα μικρό πλάσμα να ψάχνει για τροφή. Ήταν στο μέγεθος ενός ενήλικα λαγού. Τέσσερα μαύρα μάτια τον κοιτούσαν απορημένα, αλλά δεν φάνηκε να φοβάται. Γιατί να φοβηθεί; Ήταν πρώτη φορά που έβλεπε άνθρωπο. Για αυτό του ήταν κάτι τελείως ξένο. Στα άκρα του, η γούνα του είχε ένα απαλό ιώδες με πράσινες κηλίδες, ενώ από τον αγκώνα και μέχρι την αρχή της ράχης το ιώδες έδινε τη θέση του σε ένα απαλό γαλάζιο, με τις κηλίδες να αποκτούν ένα απαλό ανοιχτόχρωμο πράσινο χρώμα. Η ράχη του είχε μια μακριά λευκή ρίγα. Η μύτη του ήταν μακρόστενη με τα ρουθούνια να κρέμονται μπροστά από το στόμα, ενώ πίσω μια φουντωτή, λευκή σαν το χιόνι, κοντή ουρά κουνιόταν γεμάτη ενέργεια. Στο βάθος, στα κομμάτια της χλόης που τα κτυπούσαν οι ακτίνες της χρυσής στεφάνης του μαύρου ήλιου, παρατήρησε κι άλλα όμοιά πλάσματα καθώς περπατούσαν γοργά από ρίζα σε ρίζα. Ο πόνος που διαπέρασε το χέρι του και το ισχυρό τσούξιμο που άρχισε να κυριεύει το δέρμα του χεριού του τον τράβηξε μακριά από αυτή την γαλήνια εικόνα. Τα άφησε και συνέχισε την πεζοπορία του. Σκεφτόταν τα χρυσά μούρα. Ήταν άραγε κάποια γνώση από τα βιβλία, βαθιά κρυμμένη στο μυαλό του, που σε αυτή την ώρα ανάγκης, αναδυόταν σαν μια τελευταία απόπειρα για επιβίωση; Αν όντως υπήρχε αυτό το μούρο, πως θα το έβρισκε; Καθώς περπατούσε ανάμεσα στους θάμνους, έχοντας πάντα τον ήχο του κελαρυστού νερού στο αυτί του, παρατηρούσε τη φύση. Είδε κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μανιτάρι στον δικό του κόσμο. Κόκκινες κορδέλες ξεκινούσαν από μια λευκή βάση πάνω στο κορμό του δέντρου και τυλιγόντουσαν σε μια ανοδική σπείρα δίνοντας του μια κωνική μορφή. Πάνω στο κόκκινο σώμα τους είδε μικρές λευκές βούλες. Το κόκκινο του θύμισε έντονα το κόκκινο του πλάσματος που τον τραυμάτισε, οπότε δεν πλησίασε περαιτέρω και συνέχισε. Η πλαγιά έγινε έντονα κατηφορική και μπροστά του εμφανίστηκε ένας μικρός γκρεμός. Άφησε τον καταρράκτη πίσω του και ακολούθησε το χείλος του γκρεμού μέχρι να καταλήξει κάτω. Σαν να μην μπορούσε να πιστέψει την σύμπτωση, μπροστά του βρήκε, σε ένα ξέφωτο στη λιμνούλα που σχημάτισε ο καταρράκτης, ένα δέντρο με μπλε φύλλα. Πλησίασε γεμάτος ενδιαφέρον. Εκεί, στις άκρες των χαμηλών κλαδιών κρεμόντουσαν φρούτα παρόμοια με μούρα, αλλά αρκετά μεγαλύτερα. Στο φως της ημέρας, το μελένιο χρώμα τους αποκτούσε μια χρυσαφί ανταύγεια. Παρόμοια με τα σταφύλια, πολλές μικρές ρώγες, ελαστικές και δροσερές, γεμάτες χυμό. Έβγαλε μια ρώγα και την έσκασε στο στόμα του. Περίμενε αρκετή ώρα χωρίς να νιώσει ενόχληση, οπότε γέμισε την χούφτα του με μερικά και τα καταβρόχθισε με λαιμαργία. Μόνο όταν χύθηκαν οι χυμοί και του έδωσαν μια στυφή γεύση, με τη γλυκιά επίγευση, συνειδητοποίησε πόσο πεινούσε. Φαίνεται οτι οι αισθήσεις του σε αυτό τον κόσμο αλλάζουν. Έφαγε όσα μπορούσε να φτάσει και έκατσε στην βάση του δέντρου, με τα σύνεργα δίπλα του και το δόρυ στην αγκαλιά του.

Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν άρχισε να νιώθει περίεργα. Τα χρώματα άρχισαν να γίνονται πιο έντονα ενώ το χρώμα του ουρανού άλλαξε ελαφρά απόχρωση. Τα κλαδιά που ανέμιζαν στον άνεμο φάνηκαν να του κάνουν χειρονομίες, ενώ ο υπόκωφος ήχος του καταρράκτη απέκτησε ρυθμό σαν χιλιάδες πολιτών να δοξάζουν τον Φύρερ και τις τιμημένες λεγεώνες του Ράιχ υπό την υπόκρουση τυμπάνων. Ανήμπορος να κουνηθεί βυθίστηκε στην χλόη και εισήλθε στις σκέψεις του. Έκλεισε τα μάτια του και ένιωθε σαν να έβλεπε πρώτη φορά. Δεκάδες, μυριάδες κύματα χρωμάτων πέρασαν μπροστά από τα μάτια του, ενώ ένιωθε τον χρόνο να παγώνει. Ένιωθε την καρδιά του να κτυπά αργά και σταθερά ενώ στο τριχωτό της κεφαλής του, ένιωθε τις σταγόνες νερού που μούσκευαν τα μαλλιά του να κτυπούν μεταξύ τους τινάσσοντας σταγονίδια στον αέρα ως υγρασία. Μπροστά του πέρασε μια στρατιά από τα πλάσματα που συνάντησε νωρίτερα, ντυμένα με μαύρες στολές, έχοντας την σβάστικα στο μπράτσο τους. Έκαναν παρέλαση κρατώντας καρότα αντί για τουφέκια και στο βάθος έβλεπε τυφώνες να σηκώνουν τα αυτοκρατορικά ανάκτορα ψηλά στον κόκκινο ουρανό. Η στρατιά που μόλις τώρα έβλεπε έλιωσε σε μια λίμνη σοκολάτας. Από την λίμνη σοκολάτας ένα ον υψώθηκε, χιλιάδες μάτια έβγαιναν από ένα παλλόμενο μέτωπο. Ένιωσε την ψυχή του να προσπαθεί να φύγει από το κορμί του καθώς η ανάσα του κοβόταν κάτω από το υπνωτικό βλέμμα. Μια μουσική άρχισε να παίζει. Ένας χορευτικός ρυθμός. Μέσα από τα μάτια βγήκαν μικρές χορεύτριες, ντυμένες στα λευκά και στο ένα τους χέρι κρατούσαν ένα σκήπτρο ενώ στο άλλο κρατούσαν τον καβαλιέρο τους. Μικρά ποντίκια ντυμένα με πολύχρωμα γιλέκα. Ενώ χόρευαν ένιωθε την ένταση της μουσικής να δυναμώνει και μαζί της και ο ρυθμός. Ενώ τα ζευγάρια χόρευαν, στον ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, ένιωθε το κορμί του να βυθίζεται στην λίμνη. Μια νοσταλγία τον κατέκλυσε για την γλυκιά γεύση της σοκολάτας και αφέθηκε. Καθώς έβλεπε σε τρίτο πρόσωπο τον εαυτό του να βυθίζεται, είδε τα ζευγάρια να δημιουργούν μια ουρά, που γεμάτα χάρη πηδούσαν από πίσω του, ενώ το πλάσμα γελούσε. Η γλυκιά γεύση που ένιωθε τον γέμιζε με αγαλλίαση και θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια στο αγρόκτημα. Προσπάθησε να φέρει το πρόσωπο της μάνας του αλλά στη θέση της βρήκε τον Φύρερ που τον κοιτούσε με μάτια γεμάτα οργή. Αποτύγχανε στην αποστολή του και έφερνε ντροπή στο έθνος του. Ο αέρας άρχισε να γίνεται καυτός καθώς ανάσαινε πάνω του. Σε μια κίνηση υποταγής γονάτισε, αλλά αντί για έγκριση συνάντησε απόρριψη. Μια βαθιά θλίψη τον κατέκλυσε και μέσα από λευκό μάρμαρο που στεκόταν γονατιστός είδε μια λάμψη, τόσο λαμπρή, που τον διαπέρασε σαν πύρινη λαίλαπα και τυφλώθηκε κοιτώντας την. Τυφλός, μέσα στο λευκό πέπλο, ένιωσε μια φωνή να τον καλεί. Έκανε να ανοίξει τα μάτια του και με πείσμα τα κατάφερε.

Σταδιακά και καθώς οι αισθήσεις του επανέρχονταν είδε την λάμψη να έρχεται από το δόρυ. Σαν να τον καλούσε από το ψυχοτροπικό του ταξίδι. Έβγαλε το γάντι του να νιώσει το παγωμένο μέταλλο. Αλλά για πρώτη φορά το ένιωσε θερμό. Προσπάθησε να σηκωθεί. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά να τεντωθεί και ένας πόνος τον διαπέρασε στον λαιμό. Δεν χρειαζόταν να κοιταχτεί στο νερό για να καταλάβει τι συνέβαινε.

Φόρτωσε τα πράγματά του και άρχισε να οδεύει αποφασιστικά προς την λίμνη, κάνοντας συχνές παύσεις για να κοιτάξει την πυξίδα του. Δεν θα άφηνε την αρρώστια που εξαπλωνόταν στο κορμί του να τελειώσει την ιστορία του πρόωρα. Ο πόλεμος ακόμα δεν είχε λήξει, η αποστολή στέκει και δεν θα επιτρέψει σε τίποτα να του στερήσει τη δόξα. Ο πρώτος μετά από δεκαετίες που μπορεί να δράξει το δόρυ ενός αγγέλου και να ταξιδέψει σε ένα κόσμο στα σύνορα του φυσικού κόσμου. Ο μόνος ικανός να κυνηγήσει τους θεούς, που το αίμα τους χαρίζει ζωή και η σάρκα τους γνώση. Ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει το έθνος του σε αυτή την δύσμοιρη ώρα του.

Αιωρούνταν μπροστά του, θηριώδες και επιβλητικό, προκαλώντας δέος. Οι προβοσκίδες του, μακριές και λευκές με μια ρίγα στη μέση τους από σκοτεινό μπλε. Τα πολλά του ματιά τον υπνώτιζαν, καθώς τον κοιτούσαν επίμονα. Το μεγάλο του σώμα ωθούσε περιοδικά αέρα προς τα κάτω, ενώ δεκάδες μικρά πλοκάμια τρεμόπαιζαν εκεί που μάλλον ήταν το στόμα του κτήνους. Κόκκινες κύστες πάλλονταν στο σβέρκο του βγάζοντας μια σκόνη που γρήγορα διαχεόταν στον άνεμο. Κρατώντας ψηλά το δόρυ, έβγαλε μια ιαχή και πήδηξε να το καρφώσει στην κοιλιά του. Με τον εξοπλισμό στο έδαφος ένιωθε ανάλαφρος. Με ένα σάλτο διένυσε την απόσταση που τους χώριζε, αλλά το πλάσμα με έναν γρήγορο ελιγμό, που το μέγεθός του δεν δικαιολογούσε, απέφυγε το κτύπημα. Ο αέρας που σήκωσε πίσω του έκανε να τον ωθήσει προς το μέρος του και οι προβοσκίδες τον έπιασαν και αμέσως μετά ακολούθησαν τα πλοκάμια. Ενώ κρατούσε τα πλοκάμια μακριά από το στόμα, που προσπαθούσαν να μπουν με τη βία, με το άλλο του χέρι έμπηξε το δόρυ σε ένα μάτι. Με μια στριγκλιά τον τίναξε μακριά. Η στολή φαίνεται να τον προστάτεψε από την άγαρμπη πτώση, μιας και γρήγορα σηκώθηκε περιμένοντας το θυμωμένο θηρίο να αντεπιτεθεί σύντομα. Με μια αστραπιαία κίνηση το πλάσμα πέταξε μπροστά και έκανε να τον αρπάξει ολόκληρο στο στόμα του. Με ένα σάλτο που έκρυβε όλη του την δύναμη αναπήδησε στην κεντρική του προβοσκίδα και προσγειώθηκε στην ράχη του. Έκανε να γυρίσει για να τον ρίξει κάτω, αλλά έσκισε μια από τις κύστες και γράπωσε τον ιστό σαν λουρί. Χάρη στην στολή και τη μάσκα του δεν τον επηρέασε οτιδήποτε εκκρίθηκε από μέσα. Με το καλό του χέρι έμπηξε το δόρυ στη μαλακή σάρκα του, πίσω από το κεφάλι. Το δόρυ διαπέρασε με μικρή δυσκολία το χοντρό δέρμα του, καίγοντάς το ταυτόχρονα. Ενώ το θηρίο ούρλιαζε από τον έντονο πόνο, σε μια απεγνωσμένη κίνηση γύρισε ανάποδα και έκανε να τον πλακώσει με το σώμα του στη γη. Καταλαβαίνοντας τι θα συμβεί, αφέθηκε για να τιναχτεί μερικά μέτρα δίπλα του. Το δόρυ χάθηκε από τα χέρια του. Δεν είχε χρόνο να ψάξει να δει που προσγειώθηκε. Το θηρίο στάθηκε μπροστά του, με μάτια γεμάτα μίσος σήκωσε τις προβοσκίδες του και μια λάμψη άρχισε να φαίνεται από τις άκρες των πλοκαμιών του. Μια δέσμη φωτός τον έκαψε, λιώνοντας την στολή πάνω του. Αυτή η δέσμη δεν πρέπει να με ξαναχτυπήσει, σκέφτηκε και συγκεντρώθηκε όσο μπορούσε στα πλοκάμια που τρεμόπαιζαν. Παρατήρησε πως ένα υγρό άρχισε να στάζει από την ράχη. Το αίμα του, χρυσαφί και φανταχτερό.

Είδε το δόρυ να λαμπυρίζει λίγα μέτρα παραπέρα. Το πλάσμα, ανώτερης διανοητικής τάξης, τον κατάλαβε και πλησίασε το δόρυ. Άπλωσε μια από τις προβοσκίδες του και το σήκωσε ψηλά ώστε να το περιεργαστεί με τα πολλά μάτια του. Αγνόησε τον πόνο, εκεί που το δέρμα το ανθρώπινο έλιωσε και ενώθηκε με την στολή και έτρεξε να το προλάβει πριν το πετάξει μακριά ή ακόμη χειρότερα το χρησιμοποιήσει εναντίον του. Το κτήνος είχε ένα μάτι σταθερά πάνω του από ότι φαινόταν ή είχε κάποια αίσθηση που δεν αντιλήφθηκε αφού, λίγα μέτρα πριν το φτάσει με μια ακαριαία κίνηση, στράφηκε προς το μέρος του και τον άρπαξε. Άρχισε πάλι να προσπαθεί να τον στραγγαλίσει με τα πλοκάμια του, που αυτή τη φορά έκαιγαν ακόμα διατηρώντας στις άκρες τους μια αμυδρή λάμψη. Ένα από τα λεπτότερα πλοκάμια μπήκε μέσα του από το ρουθούνι του και γρήγορα κινήθηκε προς τον λαιμό του. Ανίκανος να ελέγξει την όποια αντίδραση άνοιξε το στόμα του να αναπνεύσει και τότε μπήκαν τα υπόλοιπα μέσα του. Είχε αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις του όταν, χωρίς να καταλάβει πώς, το αριστερό του χέρι, που γράπωνε τα πλοκάμια, σε μια απεγνωσμένη απόπειρα να τα σκίσει έβγαλε μακριές ακίδες. Οι ακίδες διαπέρασαν το δέρμα της στολής του σουβλίζοντας τον ουρανίσκο και με ευκολία έφτασαν τον εγκέφαλο του πλάσματος. Σοβαρά τραυματισμένο, τα πλοκάμια χαλάρωσαν και πήρε μια βαθιά ανάσα που ακολουθήθηκε από ένα δυνατό βήχα που ψέκασε το αίμα του. Ένιωθε τα πνευμόνια του να πονούν καθώς όσα είχαν φτάσει μέσα τον είχαν κάψει. Ανασαίνοντας βαριά περπάτησε και σήκωσε το δόρυ που κείτονταν μπροστά του. Πριν αρχίσει το πλάσμα να επουλώνεται, με το ένα πόδι στο έδαφος και το άλλο στην κεντρική του προβοσκίδα, έμπηξε το δόρυ ανάμεσα στα μάτια του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Το έβγαλε και επανέλαβε τη διαδικασία μέχρι να σιγουρευτεί πως είχε πεθάνει. Καθώς περιεργαζόταν λίγο το πτώμα παρατήρησε πως η πληγή στη ράχη είχε ήδη επουλωθεί όταν το είχε σκοτώσει. Αναρωτιόταν αν θα γινόταν το ίδιο με το μυαλό του και το υπόλοιπο σώμα. Σε αυτό τον κόσμο δεν μπορούσε να ξέρει, οπότε δεν περίμενε.

Γονάτισε πάνω του, με το στέρνο του στηριγμένο στην βάση της κεντρικής προβοσκίδας και άρχισε να  ρουφά το αίμα. Τα καμένα χείλη του έτσουζαν καθώς ο ρευστός χρυσός έρρεε. Η γεύση του ήταν ξένη. Του φαινόταν λιπαρό και νόστιμο χωρίς όμως να μπορεί να περιγράψει τη γεύση με όσα είχε γνωρίσει στη γη. Δάγκωσε ελαφρά την τρυφερή σάρκα κάτω από το ελαστικό δέρμα, σκίζοντας ένα κομμάτι. Το κατάπιε και συνέχισε να πίνει το αίμα που ανέβλυζε.

Έφερε τις δεξαμενές δίπλα από το πτώμα. Έμπηξε τη μεγάλη βελόνα εκεί που ανέβλυζε το περισσότερο αίμα. Τράβηξε με δύναμη το πιστόνι και άρχισε να αντλεί το αίμα του στις δεξαμενές. Ενώ αντλούσε μασουλούσε ένα κομμάτι σάρκας γεμάτος ικανοποίηση. Η ανωτερότητα της Άριας Φυλής ξεπερνά τα όρια του θνητού κόσμου, σκεφτόταν γεμάτος έπαρση. Κοιτώντας τον περίγυρό του ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μήπως εμφανιστούν όμοια του πλάσματα, αντλούσε με ζήλο το αίμα που άρχισε να πήζει. Ένιωθε μια διανοητική έξαψη καθώς, παρατηρώντας τον περίγυρό του, έβλεπε, άκουγε και ένιωθε περισσότερα. Σαν η ύπαρξή του να ανελίχθηκε στην κοσμική ιεραρχία.

Ένιωθε μια ευεξία. Τα πνευμόνια του σταμάτησαν να πονάνε και ένιωθε ακόμα και τη μετάλλαξη να αποδυναμώνει. Έβγαλε το τρύπιο γάντι για να δει το μεταλλαγμένο χέρι. Αηδία τον κυρίευσε όταν αντίκρυσε ακίδες να κινούνται ακαθόριστα μέσα και έξω από οπές στο δέρμα του, προκαλώντας ένα απαλό πόνο με κάθε συστολή και προέκταση τους. Τα δάκτυλά του, άμορφες μάζες πλέον, πάλλονταν και τρεμόπαιζαν στα ανεπαίσθητα ερεθίσματα που δέχονταν. Χωρίς δεύτερη σκέψη φόρεσε το γάντι και άρχισε βιαστικά να ετοιμάζεται για την επιστροφή.

Αφού χάραξε ένα κύκλο στο έδαφος, γύρω από τον εξοπλισμό, χάραξε και έναν μεγαλύτερο ομόκεντρο κύκλο και έστησε μερικά μικρά παλούκια σε αυτόν. Σε κάθε παλούκι χάραξε μερικά σύμβολα και περιφερειακά του κύκλου σχεδίασε μερικές γεωμετρίες που ούτε σαφή αρχή είχαν, ούτε νόημα στον μη μυημένο. Αλλά αυτός γνώριζε πως θα εκπέμψουν το σήμα που χρειάζεται για να γυρίσει πίσω. Στη συνέχεια είπε μερικά λόγια ψιθυριστά και άφησε την πυξίδα στο κέντρο. Κάθισε με το δόρυ μπροστά και περίμενε.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν ένιωσε τις τρίχες στην ράχη του να σηκώνονται και το κεφάλι του να πονά, καθώς έβλεπε το χρώμα του ουρανού να αλλάζει απότομα και το χώμα να δονείται. Σκόνη σηκώθηκε και ο εξοπλισμός άρχισε να θολώνει σαν να ήταν αντανάκλαση σε βρώμικο καθρέπτη. Εκκωφαντικός ήχος ακολούθησε και ένας μικρός σίφουνας σηκώθηκε, με μικρές αστραπές στατικού ηλεκτρισμού να κτυπούν παντού γύρω του. Η γη άνοιξε και σαν σιφόνι ρούφηξε τον εξοπλισμό. Πλέον καθώς στεκόταν μπροστά στην καταβόθρα, έριξε μια τελευταία ματιά στο πλάσμα, και στο περίγυρό του και πήδηξε μέσα με το δόρυ στα χέρια του.

Μια παλινωδία χρωμάτων και ήχων ακολούθησε, με την ένταση του φωτός στο τούνελ που διένυε, να αλλάζει στους ρυθμούς της μουσικής που έφτανε στα αυτιά του. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στην Πύλη, στο δωμάτιο από το οποίο κάποια στιγμή άρχισε αυτό το ταξίδι και τα αγαπημένα του πρόσωπα τον περίμεναν. Σαν να καλύπτεται από μια ζεστή κουβέρτα βρήκε τον εαυτό του να πέφτει σε μια πισίνα. Γρήγορα έκανε να κολυμπήσει προς την επιφάνεια, αλλά η στολή τον βάραινε. Μια σχάρα που άρχισε να ανελκύεται τον έφερε στην επιφάνεια όπου τον περίμεναν νοσοκόμες με πετσέτες. Χαρά και περηφάνεια γέμισε την μουντή αίθουσα. Οι τεχνικοί έτρεξαν να τον ελαφρύνουν από το βαρύ πλέον φορτίο του. Το αίμα ήταν απαραίτητο για τις μελλοντικές αναστάσεις και όλοι ήταν ενθουσιασμένοι. Ανίδεοι πως το περιεχόμενο ήταν νοθευμένο...