Διήγημα | "Ένας θάνατος και δύο κηδείες"

Διήγημα | "Ένας θάνατος και δύο κηδείες"


(Σύντομο ιστορικό διήγημα βασισμένο στη 10η Ρητορική Αγωγή του Ψευδο-Κοϊντιλιανού)

Ο πρωινός ήλιος του Αυγούστου ήδη φλόγιζε την πυκνοκατοικημένη πλαγιά του Εσκουιλίνου λόφου, στο τρίτο ρέγκιο της Ρώμης. Ένα κολοσσιαίο άγαλμα του αγέλαστου Οκταβιανού υψωνόταν έξω από το τειχισμένο προαύλιο του ναού των Αιγυπτίων θεών. Η χρυσομπογιά στον θώρακά του στραφτάλιζε στο φως και το γαλάζιο στα γιγάντια μάτια του έμοιαζε παράδοξα υγρό, ζωντανό σχεδόν. Λες και παρακολουθούσε από το ψηλό του βάθρο τους υπηκόους του να πηγαινοέρχονται ανάμεσα στα σοκάκια και τις ανηφόρες που οδηγούσαν στο φόρουμ με τη βασιλική και τα λουτρά του ρέγκιο.

Τι σκατομέρα, αλήθεια, κι εκείνη για να έχει κανείς δικάσιμο, σκέφτηκε ο Αγρίππας Άλβιος και ξεφύσησε. Θα προτιμούσε να ξεκινούσε το πρωινό του στα λουτρά, περιστοιχισμένος από Καρχηδόνιες σκλάβες που θα έτριβαν επιμελώς κάθε εκατοστό του πλαδαρού του κορμιού με ευωδιαστά έλαια και εκείνες τις αποτριχωτικές αλοιφές από τη Βιθυνία που του γαργαλούσαν τα αχαμνά τόσο απολαυστικά.

Αντ’ αυτού, η Μοίρα είχε επιλέξει να τον κλείσει μέσα στην βασιλική, στρυμωγμένο πίσω από ένα γραφείο, για να εκδικάσει κάποια υπόθεση συζυγικής κακοποίησης. Ο ίδιος δεν ήταν ούτε δικαστής ούτε δικηγόρος. Όμως, ως επιφανής πολίτης της Αιώνιας Πόλης – καθότι τύγχανε αξιοσέβαστος εισαγωγέας σκλάβων από τη Γαλατία και κρασιού από τη Νουμιδία –, έπρεπε να κάνει το καθήκον του προς την κοινωνία. Ο δικαστής τον είχε ορίσει ως judex και αυτό σήμαινε ότι, αντί για το λουτρό του, ήταν τώρα αναγκασμένος να κάτσει να ακούει τις φλυαρίες των δικηγόρων ενός αντρογύνου που ήταν στα μαχαίρια.

Για ποιόν λόγο; Δεν είχε καλοκαταλάβει. Η γυναίκα κατηγορούσε τον σύζυγό της για malae tractationis, κακομεταχείριση δηλαδή, επειδή της είχε άπονα στερήσει το δικαίωμα να βλέπει τον μονάκριβο γιο της. Εκείνος, πάλι, ισχυριζόταν πως ήταν αφύσικο και ανίερο η γυναίκα του να δείχνει πλέον τρυφερότητα στον γιό τους και να περνά τα βράδια της μαζί του.

Ο Αγρίππας Άλβιος τα βαριόταν αφόρητα κάτι τέτοια. Μετά βίας έδινε σημασία στο τι γινόταν στο ίδιο του το σπίτι. Άλλωστε, γι’ αυτό πλήρωνε έναν κουτσομπόλη Έλληνα οικονόμο, να ασχολείται εκείνος. Γιατί λοιπόν να του καίγεται καρφί για το τι έκανε ένας συμπολίτης του στο δικό σπίτι;

Η γυναίκα ήταν ήδη εκεί μαζί με τον δικηγόρο της, τον Μάρκο Φάβιο Κοϊντιλιανό. Ο Αγρίππας Άλβιος κοίταξε τα χαρτιά του φευγαλέα και σήκωσε το βλέμμα του να την περιεργαστεί. Το όνομά της ήταν Λίβια Δρυσσίλα η Τρίτη, της οικογένειας των Ανικίων. Αν και μεσόκοπη, γύρω στα τριανταπέντε, διατηρούσε ακόμα την αριστοκρατική της ομορφιά με τα έντονα και δυναμικά χαρακτηριστικά στο λευκό της πρόσωπο. Παρόλα αυτά, μαύροι κύκλοι βύθιζαν τα μελιά της μάτια στις κόγχες τους και ο ψηλός της κότσος ήταν ελαφρώς στραβός, με τούφες χρυσαφένιων μαλλιών να πετάνε κάτω από το μεταλλικό δίχτυ που τον συγκρατούσε. Μάλλον δεν είχε καν την υπομονή να αφήσει τις δούλες της να την χτενίσουν όπως έπρεπε εκείνο το πρωί.

Ο άντρας της, ο Μάρκος Νέπως Όθων, ήταν ένας ευκατάστατος ξερακιανός ιππέας με χολερικό πρόσωπο που αντανακλούσε το συντηρητικό του ήθος το οποίο ήταν αυστηρότερο ακόμα και από εκείνο που ο ίδιος ο Οκταβιανός προπαγάνδιζε στους υπηκόους του. Δίπλα του, εκτός από τον δικηγόρο του, στεκόταν και ένας κοντοπίθαρος γέρο-Σύριος, γύρω στα εξήντα, με ξυρισμένο κεφάλι και βαμμένα μάτια. Από τα παρδαλά κουρέλια που φορούσε και τα μολύβδινα φυλαχτά με βαρβαρική γραφή που κρέμονταν σ’ ένα τσαμπί από τον λαιμό του μπορούσε κανείς να καταλάβει το επάγγελμά του. Ήταν μάγος. Ένας από εκείνους τους πλανόδιους θαυματοποιούς που σύχναζαν στους βωμούς των ξένων θεών και στο προαύλιο του ναού της Ίσιδος και του Οσίριδος.

Με ένα ανυπόμονο νεύμα του Αγρίππα Άλβιου οι παρευρισκόμενοι πλησίασαν την έδρα.

«Λοιπόν; Σας ακούω», είπε βουλιάζοντας στην καρέκλα του. «Η υπεράσπιση έχει το λόγο».

Ο Φάβιος Κοϊντιλιανός καθάρισε τον λαιμό του, ίσιωσε την πλάτη του και έκανε μια δραματική χειρονομία στον αέρα, όπως ακριβώς απαιτούσαν οι νόρμες της ρητορικής, σηματοδοτώντας την έναρξη της αγόρευσή του.

«Αξιότιμε judex, Αγρίππα Άλβιε, ποιος ποτέ θα φανταζόταν ότι η σκληροκαρδία ενός συζύγου θα έφτανε σε τέτοια φρικτά άκρα ώστε να στερήσει από τη γυναίκα του την χαρά του να βλέπει τον ίδιο της τον γιο; Ποιος διεστραμμένος νους ποτέ θα τολμούσε να απαγορεύσει σε μια μάνα τη στοργή του ίδιου της του σπλάχνου; Και ποιος θα το έλεγε πως θα ζούσαμε σε καιρούς τόσο αχρείους ώστε να δούμε τέτοια πράγματα να συμβαίνουν γύρω μας;»

«Οπωσδήποτε ο δεσμός μεταξύ μητέρας και παιδιών είναι κάτι το ιερό», έγνευσε συγκαταβατικά ο Αγρίππας. «Όμως για να κάνει κάτι τέτοιο ο σύζυγός της θα πρέπει να είχε κάποιον καλό λόγο, το δίχως άλλο».

«Ποιος λόγος, σεβαστέ judex, θα μπορούσε να είναι αρκετά καλός ώστε να δικαιολογήσει τα δάκρυα μιας μητέρας που βίαια, απάνθρωπα, και αναίτια απομακρύνεται από την αγκαλιά του ίδιου της του αίματος; Τι είδους σύζυγος είναι αυτός ο οποίος έχει δώσει όρκους αγάπης και έχει θυσιάσει στο βωμό της ευλογημένης Βέστα ή έχει στεφανωθεί στη γιορτή της Μεγάλης Μητέρας, μόνο και μόνο για—»

Σε αυτό το σημείο, η γυναίκα δεν άντεξε άλλο. Οι κομπορρημοσύνες του δικηγόρου της την εξόργιζαν. Ο λιγνός Ισπανός με την αετίσια μύτη έμοιαζε να ενδιαφέρεται μονάχα για την γλωσσική αρτιότητα της αγόρευσής του παρά για τον πόνο της. Έναν πόνο που παλλόταν μέσα στην καρδιά της ολοένα και ταχύτερα, καυτός και κοχλάζων με αγανάκτηση. Δεν θα τον άφηνε άλλο να μετατρέπει την οδύνη της σε ρομάντζο. Ρίχτηκε προς τον άντρα της.

«Μου τον πήρες, μπάσταρδε του Ντις», ούρλιαξε και ευθύς αμέσως ο Κοϊντιλιανός έσπευσε να την συγκρατήσει. «Μου τον πήρες για πάντα. Τον έθαψες ζωντανό, πικρόχολε πούστη. Εσύ και ο δαιμονάνθρωπός σου! Οι θεοί σου έκαναν ένα τέτοιο δώρο και εσύ το κατούρησες».

Τα χαρακτηριστικά του άντρα της σκλήρυναν. Τα γκρίζα του μάτια σκοτείνιασαν.

«Ήταν ήδη νεκρός, μωρή παρανοϊκή σκρόφα», της φώναξε. «Σύνελθε, επιτέλους. Αυτό το πράγμα που αγκάλιαζες και κάθε βράδυ έβαζες στο κρεβάτι σου ήταν γέννημα του Κάτω Κόσμου. Ο γιος μας έχει πεθάνει εδώ και έξι μήνες».

Ο Αγρίππας ανακάθισε στην καρέκλα του και έγειρε εμπρός συνοφρυωμένος.

«Τι είναι αυτά που λέτε; Έχετε τρελαθεί ολότελα και οι δύο;»

Ο Κοϊντιλιανός, έχοντας κατορθώσει να ηρεμήσει κάπως την μαινόμενη γυναίκα, χαμογέλασε απολογητικά στον judex. Παίρνοντας ξανά την απαιτούμενη ρητορική στάση, άρχισε να εξηγεί πως είχαν συμβεί τα πράγματα.

Ο γιος του Μάρκου και της Λίβιας είχε όντως πεθάνει πριν από έξι μήνες από κάποια ξαφνική ασθένεια. Ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Ο πόνος της μητέρας του ήταν ανείπωτος και οι θρήνοι της αντηχούσαν στους άδειους διαδρόμους του σπιτιού μέρα και νύχτα. Δεν είχε χάσει απλώς τον μονάκριβο γιο της. Είχε χάσει κάθε χαρά από την καρδιά της. Είχε στερηθεί το φως στις μέρες της.

Ώσπου ένα βράδυ, ο γιος της επέστρεψε σπίτι. Μπορεί να ήταν κάπως χλωμός και το μέτωπό του απόκοσμα κρύο, μα ήταν ολοζώντανος. Σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα απ’ όταν τον σαβάνωσαν και τον σκέπασαν με το μάρμαρο του τάφου. Μιλούσε, γέλαγε, έτρωγε. Μα, πάνω απ’ όλα, αποζητούσε τα χάδια και τη στοργή της μητέρας του με μια ανομολόγητη απελπισία και δίψα που ποτέ πριν δεν είχε εκδηλώσει.

Η Λίβια μακάριζε τους θεούς για το θαύμα αυτό. Τι κι αν ο γιός της εμφανιζόταν μόνο τα βράδια και εξαφανιζόταν πάλι όταν εκείνη έπεφτε για ύπνο; Ήξερε ότι μόλις ο ήλιος έδυε θα τον έβλεπε και πάλι. Θα αγκάλιαζε και πάλι το αγοράκι της, θα φιλούσε το δροσερό του μέτωπο, από το μαύρο φιλί της ταφικής πυράς. Η χαρά επέστρεψε στην καρδιά της και οι μέρες της απέκτησαν και πάλι χρώμα. Οι προσφορές της ευγνωμοσύνης της γέμισαν τους βωμούς της Προσερπίνας με μέλι, γάλα, και λιβάνι.

Παρά την μέθη της αγαλλίασής της, αρχικά δεν τόλμησε να πει τίποτα στον άντρα της. Φοβόταν πως θα την έπαιρνε για τρελή ή για φαντασιόπληκτη. Θα θεωρούσε, ίσως, πως της σάλεψαν τα λογικά από τη θλίψη και άρχισε να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν. Όμως, μετά από έναν ολόκληρο μήνα καθημερινών επισκέψεων του νεκρού τους γιου ήταν πλέον σίγουρη πως δεν επρόκειτο για κάποια δική της παράκρουση.

Γιατί λοιπόν να το κρατά άλλο πια κρυφό από τον Μάρκο; Γιατί να του στερεί το να δει το εξαίσιο αυτό θαύμα; Τον αγαπούσε ολόψυχα, άλλωστε και ήξερε πως, αν και απέφευγε να το δείχνει, ο χαμός του γιου τους του είχε στοιχίσει βαριά και του ίδιου.

Έτσι, μια νύχτα, τον κάλεσε να δει με τα ίδια του τα μάτια τη νεκρανάσταση του σπλάχνου τους. Ο Μάρκος Νέπως Όθων πάγωσε. Αντί το πρόσωπό του να λάμψει με πατρική στοργή και ανακούφιση, τα χείλη του συσπάστηκαν σε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό φρίκης. Ο γιος του έτρεξε να το αγκαλιάσει, μα εκείνος έσπρωξε το χλωμό παιδί με βία από πάνω του. Ναι, ήταν αληθινά εκεί. Τα μάτια του δεν τον γελούσαν. Μα αυτό το πράγμα δεν ήταν ο γιος του. Δεν μπορούσε να ήταν. Τον γιο του τον είχε στολίσει, τον είχε νεκροφιλήσει, και τον είχε εναποθέσει στις φλόγες της νεκρικής πυράς. Είχε μαζέψει με τα ίδια του τα χέρια τις στάχτες και τα κόκαλα που απέμειναν και τα είχε εναποθέσει σε μια τεφροδόχο, μαζί με τα σιωπηλά του δάκρυα.  Ό,τι κι αν ήταν αυτό το κρύο, χλωμό πλάσμα που είχε βρει το δρόμο του ως το σπίτι τους, σίγουρα δεν ήταν γέννημα δικό του.

Έφυγε από το σπίτι τρέχοντας, πανικόβλητος. Την επόμενη κιόλας ημέρα μίσθωσε τις υπηρεσίες ενός Σύριου με το παρατσούκλι Μπαραντέους, «ο ρακένδυτος». Ο άνθρωπος είχε τη φήμη ισχυρότατου μάγου. Λεγόταν μάλιστα ότι είχε χρηματίσει για χρόνια αρχιγραμματέας-ιερέας στο ναό της Ηλιουπόλεως, στην Αίγυπτο. Εντούτοις, πλέον κανείς μπορούσε να τον βρει να συχνάζει στα συσσίτια που μοίραζαν στο ναό των Αιγυπτίων θεών.

Δίχως να πει τίποτα στην γυναίκα του, το ίδιο βράδυ, επισκέφτηκε μαζί με τον Μπαραντέους τον τάφο του γιου τους. Ο μάγος άνοιξε το μνήμα και κατέβηκε στο νεκρικό θάλαμο. Με αλαλαγμούς στη βάρβαρη γλώσσα του άρχισε να φοβερίζει τους θεούς και τους δαίμονες του Κάτω Κόσμου, απειλώντας τους με τιμωρίες τρομερές αν δεν έκαναν το θέλημά του.

Όμως η ψυχή του νεκρού παιδιού αντιστεκόταν σθεναρά. Δεν ήθελε να γυρίσει «στους ίδιους κόσμους, στους ίδιους θρόνους, και στας ίδιας αψίδας», όπως αποφάνθηκε ο μάγος. Ακόμη κι όταν άνοιξε την τεφροδόχο και μουρμούρισε τα επιτακτικά του ξόρκια επάνω στα ίδια τα κόκαλα και τις στάχτες του νεκρού, εκπνέοντας επάνω τους πανάρχαιες Χαλδαϊκές λέξεις δύναμης, πάλι διαισθάνθηκε σθεναρή αντίσταση.

Αποφάνθηκε λοιπόν πως η μόνη λύση ήταν να σκεπάσουν τον τάφο με βαριές πέτρες και να τις δέσουν ολόγυρα με σιδερένιες αλυσίδες. Ο σίδηρος, άλλωστε, είναι το μέταλλο που κάνει κάθε πλάσμα εκπορευόμενο από τα βάθη του Άδη να τρέμει. Όταν ο τάφος πια καλύφθηκε και σφραγίστηκε, ο Μπαραντέους διαβεβαίωσε τον Μάρκο πως το θέμα είχε πλέον λήξει. Η ατίθαση ψυχή είχε παγιδευτεί και η ερχόμενη νύχτα θα επιβεβαίωνε την αλήθεια των λεγόμενών του.

Όντως, ο νεκρός γιος δεν εμφανίστηκε στη Λίβια ούτε το επόμενο βράδυ, ούτε ποτέ ξανά. Ο Μπαραντέους κατείχε καλά την τέχνη του.

Η θλίψη της μητέρας που έχασε το παιδί της για δεύτερη φορά αντήχησε με θρηνητικούς στεναγμούς σε ολόκληρη το ρέγκιο. Για σαράντα μέρες η Λίβια χτυπούσε τα στήθη της, άσπριζε με στάχτες τα μαλλιά και το πρόσωπό της, ενώ ζητούσε εκδίκηση με μολύβδινους κατάδεσμους από τον Πατέρα Ντις.

Την τεσσαρακοστή πρώτη τα δάκρυά της στέρεψαν. Πλύθηκε, έβγαλε τα σκισμένα της ρούχα και μετακόμισε στο πατρικό της, στους πρόποδες του Αβεντίνου. Έπειτα, πήγε μαζί με τον αδερφό της στον Κοϊντιλιανό για να υποβάλλει αίτηση διαζυγίου όσο και μήνυση κατά του άντρα της.

Ο Αγρίππας Άλβιος είχε απομείνει να ακούει με το στόμα ανοιχτό. Παρότι ο αυγουστιάτικος ήλιος έλαμπε απ’ έξω, οι σκιές μέσα στη βασιλική του έμοιαζαν να επιμηκύνονται σε αλλόκοτα σχήματα και να γεμίζουν τις αθέατες γωνίες του χώρου με μια απροσδιόριστη αίσθηση απειλής.

«Και σαν τι θα θέλατε να κάνω για εσάς, κυρία μου;» ρώτησε τη Λίβια μουδιασμένα.

«Δώστε εντολή να πάρουν τις πέτρες από τον τάφο του παιδιού μου και να σπάσουν τις αλυσίδες. Ας είναι επιτέλους ελαφρύ το χώμα που το σκεπάζει, ώστε να μπορεί να έρχεται να με επισκέπτεται όποτε θέλει».

Ο Αγρίππας κούνησε το κεφάλι του. Η ευχή si tibi terra levis, «να είναι ελαφύ το χώμα που σε σκεπάζει», άλλωστε ήταν η πλέον συνηθισμένη που έβρισκε κανείς σκαλισμένη σε ταφόπλακες, τόσο πατρικίων όσο και πληβείων. Και, στ’ αλήθεια, η καθημερινή αυτή φράση δεν εξέφραζε παρά ακριβώς την επιθυμία αυτής της μητέρας που είχε μπροστά του εκείνη τη στιγμή, να μπορεί να επικοινωνεί με τον αγαπημένο της γιο ακόμη και πέρα από τον θάνατο.

«Μην τολμήσεις», φώναξε ο Μάρκος υψώνοντας ένα απειλητικό δάχτυλο προς τον judex. «Ακούς; Μην και τολμήσεις! Αυτές οι πέτρες είναι το μόνο που κρατά το καταραμένο τούτο πλάσμα απ’ το να βγει έξω πιο θυμωμένο από ποτέ».

«Τώρα θυμήθηκες να φοβηθείς τη δικαιοσύνη των θεών, ρε άνανδρε;» Του αντιγύρισε η γυναίκα του.

Ο Αγρίππας ύψωσε τα βαρυφορτωμένα με δαχτυλίδια χέρια του, διατάζοντάς τους να σωπάσουν. Είχε ακούσει πλέον αρκετά και ήταν σε θέση να αποφασίσει.

«Σας υπόσχομαι, κυρία μου, πως σήμερα κιόλας θα στείλω σκλάβους του δημοσίου να επαναφέρουν το μνήμα του γιου σας στην αρχική του κατάσταση».

Ο Μάρκος άνοιξε το στόμα του να φέρει αντίρρηση, όμως ο Αγρίππας τον πρόλαβε.

«Όσο για εσάς, κύριέ μου, να ευχαριστείτε τους θεούς που έχετε ήδη στη δούλεψή σας έναν τόσο ισχυρό μάγο. Κάτι μου λέει πως θα χρειαστείτε τις υπηρεσίες του σύντομα και πάλι».