Διήγημα | Η Έκτη Πόρτα

Ιστορίες από τον Μεγάλο Πόλεμο: Περίεργες μηχανές και ανεξήγητα συμβάντα

Διήγημα | Η Έκτη Πόρτα

Ξύπνησε κρεμασμένος από τα κλαδιά ενός μεγάλου δένδρου. Η όρασή του θολή, το κεφάλι να κουδουνίζει και στα χείλη του η γεύση του αίματος που κυλούσε από το μέτωπο του προς το πιγούνι. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Λίγο μακρύτερα από το προτεταμένο χέρι του, ένα χοντρό κλαδί που μετά βίας έφτανε. Με παλινδρομικές κινήσεις σε κάθε ώθηση που έδινε, άκουγε τα κλαδιά να σκίζουν το αλεξίπτωτο, αλλά το έφτασε ασφαλής, κάνοντάς τον να αφήσει μια πνοή ανακούφισης. Ήταν αρκετά χοντρό ώστε να μπορεί να καθίσει άνετα και να στηρίξει το κεφάλι του στον φαρδύ κορμό του δένδρου. Πόση ώρα ήταν αναίσθητος; Τι έγινε με την αερομαχία άραγε; αναρωτήθηκε σιωπηλά. Θα ήταν και άλλοι στην περιοχή, σκέφτηκε και κοίταξε την κόψη του μαχαιριού του. Δεν άκουγε μηχανές ούτε απόμακρους ήχους πυροβολισμών να έρχονται από ψηλά και οι φυλλωσιές ήταν αρκετά πυκνές για να διακρίνει κάτι στον ουρανό. Έκοψε τα σχοινιά και κατέβηκε προσεκτικά κάτω. Το γρασίδι πυκνό και δροσερό, έκανε τα βήματά του αθόρυβα και το έντονο πράσινο χρώμα του τον έκανε να υποψιαστεί πως κάπου κοντά θα έβρισκε κάποιο ρυάκι. Αν ακολουθήσω τη ροή θα καταλήξω σε κάποιον οικισμό, σκέφτηκε και άρχισε να περπατά χωρίς σαφή προσανατολισμό μέχρι να βρει κατηφορική κλίση. Το δάσος εκτείνονταν για πολλά χιλιόμετρα προς όλες τις κατευθύνσεις, μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να συναντήσει απομονωμένες κοινότητες ξυλοκόπων και κυνηγών.

Το δάσος ήταν καλυμμένο με ψηλούς θάμνους, με αναρριχητικά φυτά και βρύα να καλύπτουν πλήρως βράχους και κορμούς. Πρώτη φορά του έβλεπε τόσο μεγάλα δένδρα, με τις πυκνές φυλλωσιές τους να καλύπτουν τον συννεφιασμένο ουρανό, σε αρκετά σημεία πλήρως. Η έντονη υγρασία έδινε στα βρύα ένα έντονο χρώμα και η μυρωδιά σάπιου ξύλου και αποσύνθεσης κατέκλυζε τις αισθήσεις. Θα τολμούσε να ορκιστεί πως σε μερικές περιστάσεις είδε κλωνάρια και λουλούδια να γέρνουν αφύσικα καθώς περνούσε από μπροστά τους, αλλά απέρριψε την ιδέα σαν απόρροια του τραυματισμού στο κεφάλι. Προσπάθησε να αφουγκραστεί το δάσος. Να ακούσει κελαηδίσματα, να διακρίνει τρωκτικά που σκαρφάλωναν από δένδρο σε δένδρο ή ίχνη μεγαλύτερων θηλαστικών που ίσως πέρασαν πρόσφατα από το μέρος που διάβαινε, αλλά προς απογοήτευσή του οι ήχοι ήταν ανεπαίσθητοι και ο πονοκέφαλος του δεν βοηθούσε. Η απόκοσμη ησυχία που επικρατούσε του έδινε μια ενστικτώδη τάση για φυγή, ένιωθε πως τον παρακολουθούσαν.

Διέκρινε καπνό να ανέρχεται κοντά του και προσεκτικά, με τις αισθήσεις του τεταμένες, ξεκίνησε να τον προσεγγίζει. Ίσως έβρισκε κάποιον καταυλισμό, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν εχθροί και σε κάθε του βήμα σταματούσε μήπως ακούσει ανθρώπινες φωνές. Στο βάθος ακούγονταν πουλιά και το απαλό θρόισμα του ανέμου. Ακολουθώντας τη στήλη καπνού κατέληξε στο σημείο συντριβής. Βρήκε ένα εχθρικό αεροπλάνο σφηνωμένο ανάμεσα στα χοντρά κλαδιά ενός γέρικου δένδρου που φλεγόταν, καθώς τα καύσιμα χύνονταν πάνω στον φλοιό του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, σκέφτηκε, καθώς έβλεπε το δένδρο να τυλίγεται στις φλόγες και έφυγε απελπισμένος. Η νύχτα θα τον έβρισκε άστεγο, πεινασμένο και διψασμένο.

Ο ήλιος έδυε κάνοντας το δάσος να σκοτεινιάζει ταχύτατα. Δεν ακούγονταν κελαϊδίσματα, ούτε το θρόισμα του ανέμου. Η πυκνή χλόη, οι ψηλοί θάμνοι και τα αναρριχητικά φυτά που θαύμαζε είχαν χαθεί προ πολλού, αποκαλύπτοντας ένα νεκρό δάπεδο σήψης. Σε κάθε βήμα του ξερά φύλλα έσπαζαν, προδίδοντας την παρουσία του, εντείνοντας ρυθμικά την αίσθηση απελπισίας που τον κυρίευσε. Προχωρούσε ζαλισμένος στην πυκνή ατμόσφαιρα, στο αρχαίο αυτό τμήμα του δάσους, καλυμμένο με νεκρική σιγή, όταν είδε ένα λευκό πέπλο να προχωρά αργά προς το μέρος του. Κοκκαλωμένος από τον φόβο το παρακολουθούσε καθώς εξαφάνιζε τα δένδρα στο διάβα του, ολοένα πλησιέστερά του, μέχρι που έφτασε να τον καλύψει κι αυτόν μια ομίχλη τόση πυκνή που με δυσκολία μπορούσε να διακρίνει λίγα μέτρα παρακάτω. Η αναπνοή του του έδινε την αίσθηση πνιγμού, καθώς με κάθε ανάσα του έβηχε νερό. Σαν ζαλισμένος από μέθη, παραπατούσε ψάχνοντας στήριξη στους κορμούς των δένδρων. Μέσα στην ζάλη αντίκρυσε φιγούρες να περπατούν σιωπηλά, σκιές μέσα στο λευκό νέφος. Αδρεναλίνη τον κατέκλυσε και στάθηκε ακίνητος πίσω από θάμνους, παρατηρώντας προσεκτικά τις φιγούρες. Μέτρησε τέσσερις να περπατούσαν σαν πομπή. Περίπολος άραγε; Αποκλείεται. Μια ομάδα κυνηγών που επιστρέφει, σκέφτηκε ελπιδοφόρα και προχώρησε. Ένα μονοπάτι παρουσιάστηκε και στάθηκε πίσω από ένα κορμό περιμένοντας την πομπή να πλησιάσει. Μέσα από την ομίχλη οι σκιές προχωρούσαν σταθερά, σιωπηλές, μουντές. Ένας τρόμος τον κυρίευσε για αυτό που αντίκρυσε.

Ανθρωποειδή ζώα περπατούσαν στο μονοπάτι. Ένας σκύλος, φορώντας μια σκουριασμένη πανοπλία με ένα μικρό σπαθί στην ράχη του, περπατούσε μπροστά. Ένα παραμορφωμένος άνδρας με στραβά χέρια και ένα άτριχο ασύμμετρο νεανικό πρόσωπο ακολουθούσε. Πίσω τους ακολουθούσε μια ψηλόλιγνη φιγούρα ντυμένη με μια φθαρμένη κελεμπία φορώντας μια ξύλινη μάσκα και κρατούσε μια βέργα που στη άκρη είχε κρίκους και πέτρες κρεμασμένες. Δεν μπορούσε να δει τον τέταρτο. Η πυκνή ομίχλη και τα άτομα μπροστά του τον έκρυβαν. Είδε δύο λαμπερά μάτια να περιεργάζονται τον χώρο, καθώς η ο σκύλος σήκωσε ψηλά την μουσούδα του και άρχισε να μυρίζει. Συνειδητοποίησε τι μύριζε όταν είδε τα μάτια τους να κοιτούν προς το μέρος του και το μακρύ χέρι του μασκοφόρου τον έδειξαν αφήνοντας ένα απαλό βογγητό. Γονατισμένος, προσπάθησε να επικοινωνήσει, να εκλιπαρήσει για τη ζωή του, αλλά δεν απάντησαν. Ένα κτύπημα με την λαβή του σπαθιού, τον έκανε να γευτεί το χώμα προτού χάσει τις αισθήσεις του.

Συνήλθε δεμένος γύρω από ένα τοτέμ, περιστοιχισμένο με νεκροκεφαλές διαφόρων ζώων, αναμεσά τους και ανθρώπων. Σαστισμένος έκανε να τιναχθεί, αλλά μια κλωτσιά τον ακινητοποίησε. Πόδι ενός ανθρώπου, αλλά με δέρμα πτηνού, έμπηγαν ελαφρά τα γαμψά νύχια τους στο στέρνο του πιέζοντας. Από το γόνατο και πάνω, καφέ φτερά κάλυπταν το σώμα μέχρι τον καβάλο, όπου μια δερμάτινη πανοπλία ξεκινούσε.

«Είμαστε οι φρουροί αυτής της μεριάς τους δάσους, ποιος είσαι εσύ που καις τα αρχαία δένδρα μας; Εξηγήσου!» είπε η αινιγματική φιγούρα, κρατώντας ένα κρεμαστό από νεκροκεφαλές πουλιών, καθώς έδειχνε ένα τελετουργικό μαχαίρι την καρδιά του και ένα στεφάνι φτιαγμένο από δεκάδες λεπτά κλωνάρια.

Προσπαθώντας να συγκρατήσει τον πανικό του, νιώθοντας το βρακί του να υγραίνεται είπε «Είμαι ο Σαμ, δεν... δεν έβαλα εγώ τη φωτιά. Σας παρακαλώ, αφήστε με.» συνέχισε να ικετεύει, αλλά ο πτηνάνθρωπος του άγγιξε απαλά το στόμα με το νύχι του. Ο μασκοφόρος έδειξε με το μαχαίρι παρακάτω. Ο Σαμ γύρισε το κεφάλι του για να δει έναν πιλότο να τεμαχίζεται με ζήλο από μια ομάδα κυνάνθρωπων. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και βλαστήμησε την τύχη του.

«Τι... ποιοι είστε;» ρώτησε και έκανε να κάτσει, σπάζοντας μερικά κρανία από απροσεξία

«Είμαστε οι κάτοικοι του δάσους και μπήκατε απρόσκλητοι στο σπίτι μας! Πες μας, ποιοι είστε και τι θέλετε με εμάς;» ζήτησε απαιτητικά ο μασκοφόρος και έκανε ένα νεύμα στον πτηνάνθρωπο να αφήσει τον Σαμ

«Ε, δεν το θέλαμε. Κάναμε μάχη, το αεροπλάνο μου καταρρίφθηκε και τυχαία κατέληξα εδώ. Αφήστε με να φύγω δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Το ορκίζομαι» απάντησε ο Σαμ και έριξε μια τελευταία ματιά σε ότι απέμεινε από τον άλλο πιλότο.

Το τελετουργικό μαχαίρι ήταν ένα σκουριασμένο σίδερο με φθαρμένη ανάγλυφη λαβή. Το κρατούσε μια ψιλόλιγνη φιγούρα που φορούσε βρώμικα ρετάλια, διάφορα κρεμαστά γύρω από τον λαιμό του, φιαλίδια, μικρά και μεγάλα κόκκαλα, κρανία. Η ξύλινη λευκή μάσκα του έκρυβε δύο κίτρινα μάτια που λαμπύριζαν. Το στεφάνι του αποτελούνταν από δεκάδες λεπτά κλωνάρια δίνοντας μια αίσθηση εξουσίας.

«Είμαι... είμαι ο Σαμ, εσείς ποιος είστε;» ζήτησε με ένα ευγενικό τόνο.

«Δεν έχω όνομα. Είμαι ο Δρυίδης αυτού του δάσους, όλοι μας εδώ... τουλάχιστον οι περισσότεροι.» και έδειξε το παραμορφωμένο ανδρείκελο που, λίγα μέτρα μακρύτερα, περιεργάζονταν τα εργαλεία του πιλότου. «Γενεές τώρα, είμαστε αποκομμένοι από τον κόσμο. Μας κυνήγησαν, όταν μείναμε λίγοι, κρυμμένοι σε αυτό το αρχαίο κομμάτι του δάσους! Μας ξέχασαν. Έτσι κι εμείς ζούμε απωθώντας τα αδιάκριτα μάτια. Από πότε οι άνθρωποι πολεμούν στους αιθέρες; Τι πόλεμος είναι αυτός που σας απαγορεύουν να χρησιμοποιείτε σπαθιά;»

Συνειδητοποιώντας πως δεν είχαν ιδέα για το τι γίνεται στον έξω κόσμο, έκανε με αργές κινήσεις να σηκωθεί, σκύβοντας ελαφρά, σαν ένδειξη υποταγής και του έδειξε το εθνόσημό του. «Είμαι πολεμιστής, της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, πολεμάμε με μηχανικά πουλιά. Δεν έχουμε ανάγκη πλέον τα σπαθιά.» είπε και έκανε κάποιες κινήσεις με τις παλάμες του, προσπαθώντας να αναπαραστήσει δυο αεροπλάνα που μονομαχούν.

Ο πτηνάνθρωπος σήκωσε ελαφρά το γόνατο, σαν έτοιμος να του ανοίξει τον λαιμό με μια κλωτσιά, αφήνοντας ένα ελαφρύ γέλιο. Το πρόσωπό του, αν και διατηρώντας τις ανθρώπινες αναλογίες, είχε μάτια και στόμα αρπακτικού πουλιού. Ο μασκοφόρος, σιωπηλός, ακίνητος, έβγαλε ένα ψίθυρο και του ζήτησε να τον ακολουθήσει.

«Τι είστε; Φαίνεστε άνθρωποι και ζώα μαζί» ρώτησε ο Σαμ, καθώς τον ακολουθούσε, ελπίζοντας πως όλο αυτό που ζει είναι ένας εφιάλτης. Πως είναι στο κλαδί ακόμα, αναίσθητος από το κτύπημα που υπέστη.

«Είμασταν άνθρωποι κάποτε, ήμασταν Δρυίδες! Η κάθε μεταμόρφωσή μας, σε κάποιο πλάσμα της φύσης, μας άφηνε ένα στίγμα. Ολοένα και περισσότερο ένα κομμάτι μας διατηρούσε τα χαρακτηριστικά του ζώου, κάνοντας την πλήρη αλλαγή λιγότερο αναστρέψιμη, μέχρι που κάποια στιγμή η τελική μας μορφή έγινε αυτή. Είναι η μοίρα κάθε Δρυΐδη. Αν και δεν είμαστε όλοι Δρυΐδες. Το ανδρείκελο εκεί πέρα το βλέπεις; Μια οικογένεια το άφησε όταν ήταν βρέφος στο δάσος να το φάνε οι λύκοι. Γεννήθηκε παραμορφωμένο και στην αλαζονεία τους έκριναν πως πρέπει να πεθάνει. Ακούσαμε το κλάμα του, το βρήκαμε. Κουρνιασμένο στη ρίζα ενός δένδρου, έτοιμο να πεθάνει αποφασίσαμε να το υιοθετήσουμε.

Περνούσαν ανάμεσα από μικρές καλύβες, φτιαγμένες με πέτρες στοιβαγμένες πρόχειρα και κλαδιά. Διέκρινε βλέμματα να τον κοιτούν καχύποπτα. Ανάμεσα τους είδε και μικρά παιδιά να παίζουν, βγάζοντας απάνθρωπους ήχους από τα κτηνώδη πρόσωπά τους. Τον οδήγησε για να δει τα απομεινάρια ενός παλιού αεροπλάνου. «Αυτό είναι ένα αεροπλάνο; Δικό σας είναι αυτό;» τον ρώτησε. Τα εθνόσημα είχαν φθαρεί με το χρόνο. Ήταν παλαιάς γενεάς, από τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Ήταν μικρό παιδί όταν πετούσαν αυτά.

«Αεροπλάνο είναι, αλλά παλιό. Δεν μπορώ να καταλάβω ποιανού είναι. Κάτσε, πως είναι δυνατόν να επικοινωνούμε; Δεν είμαστε στην Αγγλία.» ρώτησε τον μασκοφόρο που τον κοίταξε με απορία και έβγαλε ένα απάνθρωπο γέλιο που τον έκανε να ανατριχιάσει. «Στο μυαλό σου είμαι. Μιλάμε νοητικά.» απάντησε ο μασκοφόρος, σαν η ερώτησή του να ήταν ηλίθια και συνέχισε να περπατά.

Κατέληξαν σε μια πόρτα. Στεκόταν μόνη, χωρίς τοίχους γύρω της, χωρίς δωμάτιο, στην κορυφή ενός μικρού υψώματος. Ξύλινη, φθαρμένη και χωρίς χερούλι για να την ανοίξει κανείς. «Αυτή είναι η έκτη πόρτα.»

Ο Σαμ, ανίκανος να συγκρατήσει τα λόγια του ρώτησε «Οι άλλες πέντε που είναι;» περιμένοντας να τον ξεκοιλιάσουν κυνάνθρωποι και αποτραβήχτηκε, αλλά ο μασκοφόρος απλά κοιτούσε σιωπηλός.

Έδειξε ένα χαραγμένο σύμβολο πάνω της και εξήγησε «Αυτό είναι το κέλτικο σύμβολο για το έξι. Δεν γνωρίζουμε που είναι οι άλλες. Η πόρτα ήταν εδώ πολύ πριν έρθουμε εμείς. Κανείς δεν μπορεί να την αγγίξει, να την βλάψει. Μόνο να δούμε μπορούμε και μέσα από τις σχισμές να διακρίνουμε τι βρίσκεται από την άλλη πλευρά.» και έκανε νόημα στον πιλότο να πλησιάσει. Να δει μέσα από τις σχισμές.

«Τι βλέπεις; Αναγνωρίζεις το μέρος από την άλλη πλευρά; Ανήκει στην αυτοκρατορία σου την βρετανική αυτό το μέρος;»

Ανίκανος να διακρίνει κάτι έκανε να πλησιάσει, αλλά ένα αόρατο πεδίο τον απέτρεπε να έρθει πολύ κοντά στην πόρτα, πόσο μάλλον να την αγγίξει. Όση περισσότερη δύναμη εφάρμοζε, τόσο πιο δυνατά απωθούνταν.

«Δεν... δεν βλέπω κάτι. Δεν ξέρω τι είναι από την άλλη πλευρά. Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράγμα» απάντησε απογοητευμένος στον μασκοφόρο, ελπίζοντας να μην θυμώσει

Ο Μασκοφόρος, στάθηκε σιωπηλός για λίγη ώρα, πότε κοιτώντας προς την πόρτα, πότε προς τον Σαμ και με μια γοργή κίνηση άνοιξε τον λαιμό του με το τελετουργικό μαχαίρι!