Βιβλιοκριτική | "Πνεύματα (Μια ιστορία της Πικρής Στροφής)"

Βιβλιοκριτική | "Πνεύματα (Μια ιστορία της Πικρής Στροφής)"

Πληροφορίες έκδοσης

Τίτλος: Πνεύματα (Μια ιστορία της Πικρής Στροφής)
Συγγραφέας: Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη
Εκδόσεις: Mamaya/Άρπη
Ημ. έκδοσης: 23 / 5 / 2016
ISBN:
978-618-5224-03-5
Σελίδες: 336

 

 

 

 

 

 

 

 

Περίληψη

Ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του Μεγάλου Στρατηλάτη Δάμα, το βασίλειο της Αισωπείας ζει ειρηνικά, αρνούμενο να εμπλακεί σε διενέξεις με τα γειτονικά του κράτη. Στους κοσμοπολίτικους δρόμους της πρωτεύουσας Δαμασινής και σε πείσμα της κακής του τύχης, ο πολυμήχανος νεαρός Παγκράτης προσπαθεί να επιβιώσει, αξιοποιώντας το μεγάλο του ταλέντο στην κατασκευή μηχανών που λειτουργούν με ατμό και τη γοητευτική του προσωπικότητα. Η δύσκολη αλλά στρωμένη του ζωή θα ανατραπεί, όταν φτάσει στην πόλη ο πρίγκιπας Τουνταλίγια και η μάγισσα σκλάβα του, που λέγεται Ζήλεια. Τι θέλουν οι ξένοι από τον Παγκράτη; Τι ρόλο παίζει η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Ομφάλης; Και πώς σε όλο αυτό ανακατεύονται θεοί και δαίμονες;

«Σε κάθε βιβλιοθήκη θα βρίσκομαι. Σε κάθε μέρος ανάγνωσης, σε κάθε σκαλισμένη πέτρα πάνω. Σε κάθε πήλινη πινακίδα με ύμνους, θα υπάρχει η ιστορία μου γραμμένη, ο σκοπός μου. Όταν μια βιβλιοθήκη θα καταστρέφεται, θα θρηνώ. Όταν μια σκαλισμένη πέτρα θα γκρεμίζεται, θα μανιάζω. Όταν μια πήλινη πινακίδα θα ξαναζυμώνεται, θα εξοργίζομαι».

Κριτική

Για το παρόν βιβλίο, αρχικά οφείλω να αναφέρω το εξής: ήταν το πιο πυκνογραμμένο που διάβασα εδώ και πολύ καιρό. Δεν ήταν μεγάλο σε μέγεθος, αλλά έπρεπε να διαβαστεί αργά, στο πλαίσιο μιας ενδελεχούς ανάγνωσης, ώστε να μη χαθεί η λεπτομέρεια. Διότι η λεπτομέρεια ήταν και η ουσία. Οι προβληματισμοί που μου δημιούργησε αρκετοί, και στα σημεία που μου άρεσαν και σε αυτά που δε με ικανοποίησαν. Οπότε θα χωρίσω το άρθρο σε ενότητες και θα αναπτύξω τον κάθε προβληματισμό μου ξεχωριστά.

Α. Πώς σε λένε;

Απ’ την αρχή του έργου, φαίνεται η σημασία που δίνεται στα ονόματα. Στα ονόματα των ανθρώπων, των πόλεων, των περιοχών. Αλλά δε στάθηκε μόνο εκεί. Έδινε διαφορετικές εκδοχές των ονομάτων ανά περιοχή. Δηλαδή ο Παγκράτης λεγόταν αλλού Παγκράτας (αυτή η διαφοροποίηση είναι πραγματική, ανάμεσα στη δωρική και την ιωνική διάλεκτο, βλέπε: Λεωνίδας – Λεωνίδης). Αλλά δεν έφτανε αυτό: τα πρόσωπα στο έργο σχολιάζουν τη διαφορετική χρήση ονομάτων, που κάποτε αποδεικνύεται ευνοϊκή, κάποτε όχι, άλλοτε δείχνει δουλοπρέπεια, άλλοτε ευγνωμοσύνη. Αυτό το μοτίβο δεν αμελείται πουθενά σε όλο το έργο, δίνοντας μια συνέχεια, μια συνέπεια. Οι χαρακτήρες αντιδρούν διαφορετικά ανάλογα με το πώς κατονομάζονται οι ίδιοι και η πατρίδα τους και ο συναισθηματικός τους κόσμος δε μένει ποτέ αμέτοχος από τη χρήση ενός ονόματος.

Η συγγραφέας σε πολλά σημεία κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, θέλοντας με τα ονόματα των πόλεων και των κρατών να δώσει χαρακτήρα σ’ αυτές, καθώς, αν και ανύπαρκτα, ταιριάζουν με την παράδοση, την ιστορία ή τη μυθολογία που είναι γνωστή στον αναγνώστη. Θα ήταν διαφορετικό να ονομάζονται οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου Φίτιδες, που δε σημαίνει τίποτα. Εδώ όμως ονομάζονται Μυλήσιοι και η Ελλάδα Μύλητος, που κάτι πάει να πει. Θα ασχοληθώ παρακάτω με το θέμα της γεωγραφίας.

Ένα άλλο στοιχείο που κράτησα, αν και προσωπικά με ενοχλεί κάπως, είναι η χρήση του ονόματος Ζήλεια (η συγγραφέας έχει πατήσει ξανά σε παρόμοιο μοτίβο, καθώς σε άλλο έργο της έχει ονομάσει έναν χαρακτήρα «Θυμός»). Δικαιολογείται και σχολιάζεται μέσα στο βιβλίο, αλλά μου αφήνει την ιδέα ότι η συγγραφέας προσπάθησε αρκετά να δώσει έμφαση στον χαρακτήρα αυτόν και να με προκαταβάλει με το όνομα αυτό. Και το βρίσκω κάπως ενοχλητικό, διότι δεν υπονοείται πως η γυναίκα αυτή έχει σχέση με την Ελλάδα, ενώ αναφέρεται ξεκάθαρα πως φωνητικά το όνομα είναι αυτό, όχι μετάφρασή του σε κάποια από τις γλώσσες του βιβλίου.

Συνολικά, τα ονόματα δεν είναι τυχαία σπαρμένα στο βιβλίο, έχουν ιστορικό βάρος και η συγγραφέας θέλει να δείξει ότι όποιος ψάχνει κάτι σε αυτά, θα κερδίσει κάποια γνώση ή κάποιες εντυπώσεις απ’ το όνομα. Προσωπικά προσπάθησα να μείνω ανεπηρέαστος και να διαβάσω το βιβλίο σαν να ήταν τα ονόματα ανύπαρκτα, αλλά διακρίνω ταλέντο στην ονοματοδοσία. Υπάρχει δηλαδή το ελληνικό, το αιγυπτιακό και το μεσοποταμιακό αρχέτυπο στα ονόματα. Την αξία αυτής της επιλογής ο κάθε αναγνώστης θα την κρίνει μόνος του.

Β. Πού είμαστε;

Όπως και στα ονόματα, έτσι και στον χάρτη ο αναγνώστης βρίσκεται σε ένα δίλημμα. Άραγε ο κόσμος αυτός υπάρχει ή όχι; Βρισκόμαστε στον πραγματικό κόσμο, απλώς σε άλλη εποχή ή σε έναν εντελώς ανύπαρκτο κόσμο; Η απάντηση είναι κάπου στη μέση. Ο χάρτης μοιάζει αλάθητα με τη Μεσόγειο, αλλά η διαφορά υπάρχει στη λεπτομέρεια. Η συγγραφέας πάλι κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, λέγοντάς του «τα ξέρεις τα μέρη, βγάλε τα συμπεράσματά σου. Άλλαξα τα ονόματα αλλά η γεωγραφία γνωστή».

Εδώ δεν μπορείς να παραβλέψεις τα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία. Η Απέλλα είναι η Σπάρτη και οι Απελλάτες σκέφτονται και δρουν σαν Σπαρτιάτες. Αυτό είναι θετικό από τη μία, διότι δεν ξεκινάμε το ταξίδι μας στον κόσμο αυτόν από το μηδέν, αλλά αναρωτιέμαι: αν το βιβλίο μεταφραστεί στα αγγλικά και διαβαστεί από έναν Νεοζηλανδό, όλες αυτές οι αναφορές και οι υπαινιγμοί δε θα χαθούν στη μετάφραση; Πάλι υποκειμενική η απάντηση, όπως το πάρει κανείς. Δεύτερο ερώτημα: αφού η κοσμοπλασία είναι τόσο ζωντανή κι έντονη, δεν είναι κακό που ο αναγνώστης ξεκινά αφορμώμενος από άλλα, γνωστά του στοιχεία, αντί να αφεθεί στα επιδέξια χέρια της συγγραφέως;

Συνολικά έχει γίνει πολλή και καλή δουλειά στην κοσμοπλασία κι αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα στους πολίτες αυτού του κόσμου με βάση την καταγωγή, ιεράρχηση και τα ιστορικά στοιχεία ακολουθούνται με συνέπεια από πόλη σε πόλη κι από χώρα σε χώρα.

Γ. Δείξε μου τους άλλους, να σου πω ποιος είσαι.

Οι πληροφορίες που δίνονται για τις πόλεις και τους κατοίκους τους είναι καταιγιστικές. Οι περιγραφές σε κάθε μικρή λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής κάνουν το έργο πιο ζωντανό. Δεν παραλείπεται καμία λεπτομέρεια στην ένδυση, στη διατροφή, στην εργασιακή ζωή και στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Χωρίς αμφιβολία, έχει δοθεί πολλή φαιά ουσία στην κοσμοπλασία.

Διέκρινα όμως ένα μοτίβο: πολλές πληροφορίες δίνονταν με αντιθέσεις. Με το που μαθαίναμε ότι στη Δαμασινή Ιασώ υπάρχει το Α έθιμο, δίνονταν και τα αντίστοιχα της Απέλλας ή της Ομφάλης. Έτσι η πολυμορφία και η αναντιστοιχία ανάμεσα στις πόλεις πετυχαίνουν να κάνουν διακριτή την κουλτούρα των τόπων αυτών. Φυσικά, αυτό έχει ως αντίβαρο την επιβάρυνση του έργου με πληροφορίες που παραμένουν απλώς πληροφορίες, διότι δεν έχουν αντίκτυπο πάντα στην πλοκή. Κάποιες πόλεις δεν τις επισκεπτόμαστε ποτέ. Αξίζει άραγε η τόση πληροφορία και κοσμοπλασία ή όχι; Αυτό πάλι το κρίνει ο κάθε αναγνώστης, αλλά σίγουρα γίνεται φανερό ότι το παρόν έργο δεν είναι για εύκολη ανάγνωση.

Συνολικά, δίνεται με σχετικά μεγάλη ακρίβεια η εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα (αρχαιότητα, πιθανότατα Ελληνιστική εποχή) με βάση την κουλτούρα, λόγω των αντικειμένων (π.χ. στλεγγίδα), των μαγειρεμάτων (π.χ. γεμιστό κρεμμύδι) και των συνηθειών (π.χ. λουτρά).

Δ. Μα καλά, μάγος είσαι;

Τα δύο επόμενα κεφάλαια σχετίζονται με τις τεχνικές λεπτομέρειες που διατρέχουν όλο το έργο. Πρώτον: η μαγεία. Όχι απλά υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη μαγείας στο έργο, αλλά συγκρίνονται μεταξύ τους, αλληλεπιδρούν και, ανάλογα με την τοποθεσία, υπερτερούν το ένα απέναντι στο άλλο, χωρίς να μάθουμε ποτέ ποιο είναι ισχυρότερο. Η λεπτομέρεια στη μαγική πρακτική και στις τελετουργίες είναι το δεύτερο πιο σημαντικό στοιχείο στο έργο, καθώς η συγγραφέας επιμένει να περιγράφει τι ακριβώς γίνεται στις τελετές των χαρακτήρων και τι αντίκτυπο έχουν. Η μαγεία είναι μια ζωντανή παρουσία στο έργο κι έχει αντίκτυπο στα πάντα. Με λίγα λόγια, αν κάποιος αναγνώστης θέλει να μιμηθεί τις πρακτικές αυτές, του δίνεται η ευκαιρία. Αν και εγώ δε θα το συνιστούσα. Η μαγεία στο βιβλίο αυτό μοιάζει επώδυνη, αμφίβολη κι επικίνδυνη.

Ε. Ουσίες και Πνεύματα

Οι τεχνικές λεπτομέρειες που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου σχετίζονται με την τέχνη του πρωταγωνιστή, που είναι εφευρέτης και κατασκευαστής μηχανημάτων. Βάση της τεχνικής του είναι η χρήση του ατμού, κάτι που με κάνει να χαρακτηρίσω το έργο «Ancient time steampunk». Η χρήση του ατμού μάλιστα από τον πρωταγωνιστή και τον μέντορά του έχει τόση σημασία, που θεωρείται μοναδική και προκαλεί πάντα τον θαυμασμό, τον τρόμο και το ενδιαφέρον των υπολοίπων.

Η κατασκευή των μηχανημάτων δίνεται αφειδώς. Μαθαίνουμε τα υλικά που χρειάζονται, τον τρόπο κατασκευής, τα προβλήματα κατά την κατασκευή και τη χρήση, σε βαθμό που με κάνει ν’ αναρωτιέμαι: άραγε η συγγραφέας τα έχει κατασκευάσει και δοκιμάσει όλα αυτά; Η λεπτομέρεια είναι καθηλωτική. Βέβαια αυτό έχει και τα αρνητικά του, καθώς δε θα κάτσει να ασχοληθεί ο αναγνώστης με τη λεπτομέρεια της κάθε κατασκευής. Αυτό που θέλει είναι το αποτέλεσμά τους στην πλοκή. Πάντως για μένα η δουλειά αυτή δείχνει αγνό ενδιαφέρον και με οδηγεί στο τελικό μου συμπέρασμα.

Όσο για τον τίτλο, μάλλον από αυτό το σημείο πηγάζει. Ενώ στην αρχή περίμενα επίκληση πνευμάτων (όχι πως λείπουν από το βιβλίο), μάλλον η έννοια «πνεύμα» ταυτίζεται με την πτητική ουσία του ατμού.

ΣΤ. Σε ποιον θεό πιστεύεις;

Φυσικά, σ’ ένα έργο που αγκαλιάζει τη μεσογειακή αρχαιότητα, κεντρική θέση πρέπει να έχουν οι θρησκείες. Οι θεότητες είναι αδιαμφισβήτητα υπαρκτές, η παρουσία και η εύνοιά τους ορατή και το τίμημα της ασέβειας η ατυχία και η αποτυχία.

Δεν μπορώ να ξέρω το γιατί, αλλά οι περισσότερες θεότητες είναι πραγματικές. Αναφέρονται τα ονόματα του Κρόνου, του Δαγών, αλλά και μικρότερων θεοτήτων και πλασμάτων: Σειληνοί, Σάτυροι, Τρίτωνες, Γοργόνες. Το έργο μια περνάει στην πραγματική ιστορία / μυθολογία και την άλλη σε φανταστικές θεότητες και πολιτιστικά στοιχεία, απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω. Υπάρχει δωδεκάθεο, υπάρχουν τείχη που χαρακτηρίζονται κυκλώπεια και υπάρχει η έννοια της επιφοίτησης, ως μαγικό μέσο απόκτησης γνώσης. Προσωπικά σε πολλά σημεία μπερδευόμουν με το πού θέλει να καταλήξει το έργο, σε άλλα απλά πήγαινα με το ρεύμα. Συνολικά η λατρεία και η έννοια της πίστης είναι πειστικές και απαραίτητες έννοιες στο έργο.

Έπειτα, η έννοια της βλασφημίας και της αθεΐας προσεγγίζονται τόσο μέσω της πρόληψης και των δεισιδαιμονιών των χαρακτήρων, όσο και φιλοσοφικά. Οι θεοί υπάρχουν, σου μιλάνε, αλλά εσύ διαλέγεις αν θα τους πιστέψεις και αν θα τους ακολουθήσεις.

Ζ. Ο άγνωστος Χ

Στο τέλος ικανοποιήθηκα από την κατάληξη των διαφόρων πρωταγωνιστών. Πραγματικά ικανοποιήθηκα. Η Ζήλεια γινόταν όλο και πιο ερωτεύσιμη με κάθε εμφάνισή της, ο Παγκράτης πιο ικανός και συμπαθής, ο Θεόδωρος κι ο Λατ ήταν χαρακτήρες για τους οποίους νοιαζόμουν. Αυτό που μου έμεινε ως απορία και θα ήθελα μια απάντηση εντός του βιβλίου, είναι το κοσμοϊστορικό γεγονός που απαντάται συχνά αλλά δεν απαντιέται πουθενά (ή τουλάχιστον εγώ δεν ικανοποιήθηκα από τις όποιες εξηγήσεις): τι ήταν αυτή η Στάχτη που ήρθε; Ποιος την έφερε, η Φύση ή κάποιος θεός; Υπάρχει ένα πέπλο μυστηρίου που θα ήθελα να τραβηχτεί κάποια στιγμή και να μάθω τα πώς και τα γιατί.

Άλλοι άγνωστοι Χ απαντήθηκαν μέσα από συνομιλίες με θεούς. Όχι αγαπημένο μου μοτίβο αυτοί οι τεράστιοι μονόλογοι από τον έναν ή τον άλλον θεό, αλλά σίγουρα δίνουν απαντήσεις σε αρκετά άλλα ερωτηματικά. Η έννοια Πικρή Στροφή ήταν η αγαπημένη μου, από τη διατύπωση μέχρι τα νοήματα που υπονοεί για την πραγματικότητα.

Η. Εν κατακλείδι

Το τελικό μου συμπέρασμα είναι το εξής: η Ευθυμία Δεσποτάκη ήθελε να δημιουργήσει. Ήθελε να παραλλάξει τον χάρτη της Μεσογείου, να αλλάξει τα ονόματα και να παίξει μαζί τους, να ασχοληθεί με τη μαγεία και τις επιστημονικές-εφευρετικές-κατασκευαστικές ικανότητές της και το κατάφερε. Έτσι παίρνονται βέβαια μεγάλα ρίσκα, διότι το έργο βαραίνει φυσικά εξαιτίας αυτών. Τελικά τα παραπάνω στοιχεία δε μου μοιάζουν το μέσον αλλά ο σκοπός. Η συγγραφέας δεν ήθελε να μας πει απλώς μια ιστορία  «Ο Α πήγε στο Β μέρος για να κάνει το Γ». Όχι. Η πλοκή στα περισσότερα σημεία του έργου είτε επιβραδύνεται τρομερά είτε δεν έχει σημασία. Είναι το τέταρτο μάλλον σε σημασία, μετά την κοσμοπλασία, τις περιγραφές και την κουλτούρα. Αυτή η υποψία μου θαρρώ πως επιβεβαιώθηκε στο τέλος, όπου ο πρωταγωνιστής αναλύει τον σκοπό του και για εμένα, αν και απελευθερωτικό και ικανοποιητικό στοιχείο, ήταν πρωτόγνωρο. Μέχρι τότε ο άνθρωπος απλώς αντιδρούσε, δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελε.

Οπότε το βιβλίο σίγουρα το προτείνω λόγω της πολλής κι ενδελεχούς δουλειάς που έγινε για τη δημιουργία του. Δεν το προτείνω στον αναγνώστη που απλώς θέλει να διαβάσει μια ιστορία. Κρύβει πλούτο μέσα του και για να ανασκάψεις αυτόν τον πλούτο θέλει απαραιτήτως τα εργαλεία, την υπομονή, την επιμονή και τον ιδρώτα.