Διήγημα | "Ένας άξιος αντίπαλος"

Διήγημα | "Ένας άξιος αντίπαλος"

Την ημέρα που ο Θάνατος θα έπαιρνε τον Διγενή Ακρίτα μεταμορφώθηκε σε γέροντα και πήγε στο παλάτι για να δει την αντίδραση του Διγενή πριν έρθει η κρίσιμη ώρα.

Γέροντας: Γεια σου λεβέντη μου τι κάνεις;
Διγενής: Δεν είμαι καθόλου καλά γέροντα
Γέροντας: Γιατί λεβέντη μου, τι σου συμβαίνει;
Διγενής: Έχω πολλά προβλήματα
Γέροντας: Για κάθε πρόβλημα υπάρχει λύση
Διγενής: Όμως για το πρόβλημα που έχω εγώ δεν υπάρχει λύση
Γέροντας: Μίλα ξεκάθαρα για να δω τι σε απασχολεί
Διγενής: Με κυνηγάει ο θάνατος
Γέροντας: Γιατί σε κυνηγάει;
Διγενής: Για να με σκοτώσει
Γέροντας: Βλέπω λεβέντη μου ότι πολλή κακοτυχία έχει πέσει πάνω σου

 

~Τότε ο Θάνατος πήρε την αρχική του μορφή~

 

Διγενής: Που πήγε ο γεράκος που ήταν εδώ;
Θάνατος: Μην είσαι ανόητος Διγενή, δεν υπήρξε ποτέ γεράκος
Διγενής: Και τότε με ποιον μίλαγα τόση ώρα;
Θάνατος: Με εμένα και να σου πω την αλήθεια έπαιξα καλά τον ρόλο μου
Διγενής: Τι θέλεις;
Θάνατος: Να σου κάνω μια ερώτηση
Διγενής: Άντε πες την και πήγαινε στο καλό
Θάνατος: Δεν θα φύγεις τόσο γρήγορα από μένα
Διγενής: Το ήξερα, αλλά ήθελα να σιγουρευτώ άμα λες αλήθεια
Θάνατος: Με φοβάσαι Διγενή;
Διγενής: Στην ζωή μου έχω μάθει να φοβάμαι τους φίλους μου μην με προδώσουν, έχω μάθει να φοβάμαι τους εχθρούς μου μην με σκοτώσουν αλλά δεν έχω μάθει να φοβάμαι τον θάνατο.

~Στην απάντηση αυτή ο Θάνατος βούρκωσε και πήγε σε μια γωνιά να κλάψει με την ηρεμία του, αφού σκούπισε τα δάκρυα του είπε στον Διγενή.~

Θάνατος: Σήμερα κατάλαβα πόσο χρήσιμος είσαι για τους ανθρώπους, να είσαι καλά...

Μετά από αρκετό καιρό ο Διγενής αρρώστησε και πέθανε. Μόλις το έμαθε ο Θάνατος στεναχωρήθηκε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γιατί δεν του το επέτρεπε ο Χάροντας. Την επόμενη μέρα ο Θάνατος μεταμορφώθηκε σε γέροντα και πήγε στην αγορά για να δει τις αντιδράσεις των ανθρώπων για τον θάνατο του Διγενή. Εκεί συνάντησε έναν νεαρό και έπιασαν κουβέντα. Ο νεαρός του είπε ότι, στην μάχη του με τον Χάρο, ο Διγενής δείλιασε. Τότε ο Θάνατος πήρε την αρχική του μορφή. Μόλις τον είδε ο νεαρός έμεινε στον τόπο. Τόσο μεγάλος ήταν ο θαυμασμός που είχε ο Θάνατος στον Διγενή που δεν θα άφηνε κανέναν να πει κακό λόγο για τον καλύτερο του φίλο.

Ευχαριστούμε τον Πάνο Βασιλακάκο για την παραχώρηση του διηγήματος