Διήγημα | Στα έγκατα του κινέζικου βουνού

Ιστορίες από τον Μεγάλο Πόλεμο. Περίεργες μηχανές και ανεξήγητα συμβάντα.

Διήγημα | Στα έγκατα του κινέζικου βουνού

Είναι 1923 και ο Μεγάλος Πόλεμος ακόμη μαίνεται. Μια σειρά από υποχωρήσεις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι στο Στρασβούργο οδήγησαν τις λίγες και αποδυναμωμένες δυνάμεις των Συμμάχων, οδηγούμενες από τις βρετανικές μεραρχίες τεθωρακισμένων, στην Στουτγκάρδη για μια τελειωτική  εκστρατεία μέχρι το Βερολίνο. Δεν ξέρανε πως αυτές οι υποχωρήσεις ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο της Γερμανικής ηγεσίας. Χιλιάδες άντρες βάδιζαν στα χνάρια πελώριων αρμάτων όταν ένας αεροστόλος έσπερνε τον θάνατο στη βιομηχανική ζώνη της Αγγλίας, ακρωτηριάζοντας σύριζα της εφοδιαστικές αλυσίδες. Σαν μια βιβλική αποκαλυπτική σκηνή, θειάφι και πύρινη βροχή έβρεχε από τον ουρανό, ενώ ιστορίες ακούγονταν από επιζώντες για θηριωδίες ανάμεσα στους κατοίκους. Το βασίλειο βρισκόμενο σε απελπιστική κατάσταση έστειλε δυο αεροπλάνα σε μια αποστολή να φέρουν πίσω ένα όπλο που κρατούνταν κρυμμένο από τον κόσμο σε μια μονή της Κίνας. Όμως η Κίνα, κυρίως χάρη σε εξωτερικές επεμβάσεις, βρισκόταν σε χάος. Κομμουνιστές επαναστάτες πολεμούσαν τις Αυτοκρατορικές δυνάμεις ταυτόχρονα με Οπλαρχηγούς που βρήκαν την ευκαιρία να δηλώσουν την ανεξαρτησία τους και να ορίσουν τα δικά τους βασίλεια. Βλέποντας τη στιγμή αδυναμίας η Ιαπωνική Αυτοκρατορία έπαιρνε υπό την κατοχή της τα Κινεζικά προτεκτοράτα του Βιετνάμ και του Λάος. Η Βρετανική αυτοκρατορία και άλλες αποικιοκρατικές χώρες ήταν απασχολημένες πολεμώντας τις Γερμανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις στην Ινδοκίνα για να προσέξουν την θύελλα ιαπωνικού ατσαλιού που ερχόταν.

Έφτασαν για να αντικρύσουν έναν γέροντα να τους περιμένει έξω από την είσοδο της μονής. Πέρασαν την μεγάλη αλλά λιτή πύλη για να βρουν ένα όμορφο μικρό κήπο λαξευμένο στον βράχο. Το λιθόστρωτο δάπεδό του, με τον γκρίζο βράχο πίσω του, έκαναν μια όμορφη αντίθεση με τον χρυσό κάμπο που εκτείνονταν μπροστά τους. Παγκάκια για να χαίρονται οι μοναχοί την θέα, γλάστρες φυτεμένες με βότανα και λουλούδια, καθώς και λίθινα ειδώλια θεών και δαιμονίων που λάτρευαν σε αυτό το μέρος του κόσμου, διακοσμούσαν τον χώρο. Εδώ ο παγωμένος άνεμος που κατέβαινε από την βουνοκορυφή δεν τους κτυπούσε και μπορούσε κανείς να θαυμάσει την πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά τους, ανενόχλητος. Στην άλλη πλευρά του κήπου, κτισμένο σε μια πελώρια ρωγμή του βουνού ήταν το μοναστήρι, μια αρχαία λιθόκτιστη κατασκευή, κομψά στολισμένη. Μέσα βρήκαν μια ζεστή, αλλά ήσυχη ατμόσφαιρα. Μερικοί μοναχοί γονατισμένοι προσεύχονταν ενώ άλλοι πηγαινοέρχονται κάνοντας διάφορες δουλειές. Δεν φάνηκε να εκπλήσσονται από δύο Ευρωπαίους και τον ντόπιο μεταφραστή και οδηγό τους. Ο γηραιός μοναχός που τους υποδέχτηκε τους εξήγησε πως γνώριζαν πως θα ερχόντουσαν, η τοπική μάντισσα τους είχε προειδοποιήσει εβδομάδες πριν. Τους οδήγησε σε ένα δωμάτιο, τους έδειξε να κάτσουν και έφυγε αφήνοντάς τους μόνους. Το δωμάτιο εκτός από τον ένα τοίχο και μέρος του ταβανιού ήταν σκαλισμένο μέσα στον βράχο με ένα παράθυρο να κοιτά προς το χαμό του γκρεμού, εντοιχισμένα ράφια γεμάτα σκεύη και εργαλεία στην μια πλευρά ενώ απέναντι πολύχρωμα πανό. Πίσω από το πανό όπου έκρυβε ένα διάδρομο ο γηραιός μοναχός επέστρεψε φέρνοντας λίγο φαγητό και τσάι. Ο οδηγός τους είπε δυο λόγια για το φαγητό και το τσάι που θα πιούν και μερικές συμβουλές ώστε να μην φανούν αγενείς. Ενώ καθόντουσαν και έτρωγαν ο ηγούμενος της μονής μπήκε.

Σηκώθηκαν αμέσως και υποκλίθηκαν σαν ένδειξη σεβασμού. Ο ηγούμενος φαινόταν τρομερά μεγάλης ηλικίας. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό του ήταν αμέτρητες και το ένα του μάτι, που έπασχε από καταρράκτη, ήταν πιο λευκό και από μάρμαρο. Ο οδηγός τους σύστησε και από τις λίγες κουβέντες που αντάλλαξε σε σπαστά αγγλικά μαζί τους φαινόταν πως το γέρικο πνεύμα του διατηρούσε την διαύγεια του. Κάθισε μαζί τους και σέρβιρε στον εαυτό του τσάι. Μίλησαν αρκετή ώρα για το ταξίδι τους, τον Πόλεμο στη Δύση και τον εμφύλιο. Με λίγες κουβέντες ευγνωμοσύνης για την υποδοχή τους, ένας από τους πιλότους έβγαλε ένα σφραγισμένο γράμμα και το έδωσε στον ηγούμενο εξηγώντας συνοπτικά την κατάστασή τους και τον λόγο για τον οποίο στάλθηκαν. Ο ηγούμενος το διάβασε και άρχισε να μιλάει κρυπτικά με βλέμμα ανακούφισης. Ο οδηγός, ανίκανος να μεταφράσει, άρχισε να συγχύζεται, αλλά περισσότερο αγχωνόταν με αυτά που άκουγε. Με την νευρικότητα εμφανής στο πρόσωπό του οι απεσταλμένοι αντιλήφθηκαν πως οτιδήποτε τους εξηγούσε δεν ήταν ευχάριστο. Κοιτώντας τα απορημένα πρόσωπά τους σηκώθηκε με ένα χαμόγελο και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.

Διέσχισαν μερικούς διαδρόμους της μονής για να οδηγηθούν στο άνοιγμα μιας στοάς. Από την κλίση και την έλλειψη φωτός κατάλαβαν πως κατέβαιναν βαθιά μέσα στο βουνό. Η στοά σε μερικά σημεία διακλαδιζόταν και μπορούσε κανείς να νιώσει ένα ρεύμα φρέσκου αέρα να έρχεται, λογικά από κάποιο απομονωμένο μέρος του βουνού. Περπατούσαν πολύ ώρα με την ατμόσφαιρα να γίνεται ολοένα πυκνότερη.Σε όλη τη διάρκεια το βήμα του ηγούμενου ήταν σταθερό και σίγουρο παρά το σκότος που τους κατέκλυζε. Η στοά άρχισε να μειώνει την κλίση της και όταν έγινε επίπεδη μπορούσαν να διακρίνουν ένα μακρινό φως. Συνάντησαν μια βαριά ξύλινη πόρτα καλυμμένη με δεκάδες κινεζικούς χαρακτήρες, μικρούς και μεγάλους. Κάποιοι ζωγραφισμένοι, μερικοί σκαλισμένοι στο ξύλο και άλλοι σμιλεμένοι στις κεφαλές από πρόκες, βαθιά σφηνωμένες στη πόρτα. Περίεργες πέτρες φώτιζαν τον χώρο γύρω από την πόρτα και γύρω τους διέκρινε κανείς μια μεγάλη συλλογή από προσευχές, κρεμασμένες στα τοιχώματα της στοάς. Ο ηγούμενος είπε μερικά λόγια που έκανε τις καρτέλες με τις προσευχές να λάμψουν ανεπαίσθητα και κτύπησε την πόρτα, η οποία μετά από λίγο κύλισε.

Μια ολοστρόγγυλη καταπακτή περίπου δύο παλάμες σε πάχος, που κυλιόνταν σε ένα αυλάκι με τη βοήθεια σχοινιών και μοχλών σφράγιζε ερμητικά των χώρο από τη στοά. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ βαριά από την έλλειψη εξαερισμού, με πέτρες, ίδιες όπως εκείνες της εισόδου περιμετρικά τοποθετημένες, να φωτίζουν αμυδρά τον χώρο. Οι μοναχοί που στέκονταν φρουροί, τους κοιτούσαν ύποπτα αλλά στην παρουσία του ηγούμενου ήταν αμίλητοι. Ο ηγούμενος έδειξε προς στο κέντρο αυτού του χαμηλοτάβανου χώρου σε ένα βωμό. Ένα ορυκτό βρισκόταν πάνω του, μέσα σε ένα όμορφο ξύλινο κλουβί όπου ήταν κρεμασμένα πολλά και διάφορα προστατευτικά ξόρκια και ευχές. Γύρω από τον βωμό βρισκόταν ένα χαντάκι, με φάρδος περίπου τρισήμιση μέτρα, που ήταν τόσο βαθύ που δεν έβλεπε κανείς τον πάτο. Σκαλισμένο από δεκάδες γενεές μοναχών που έζησαν σε αυτή τη μονή αιώνες τώρα θα πρέπει να ήταν δεκάδες μέτρα βαθύ.

Δυο δεμένα μεταξύ τους φαρδιά κομμάτια ξύλου, στερεώθηκαν για να γεφυρώσουν το χάσμα και ο ηγούμενος, αφού πλησίασε τον βωμό, τους προέτρεψε να πλησιάσουν. Δεν υπήρχε μεγάλη επιφάνεια γύρω του για να σταθούν με άνεση και το κατάμαυρο χάος, μόλις ένα βήμα από πίσω τους, τους έκανε να ανατριχιάσουν. Όταν πλησίασαν είδαν πως επρόκειτο για έναν σκουρόχρωμο όνυχα. Ο ηγούμενος ψιθυρίζοντας ξεκλείδωσε το πορτάκι του κλουβιού. Δεν άργησαν να παρατηρήσουν πως οι αντανακλάσεις στις στιλπνές επιφάνειές του μετακινούνταν και ύστερα από προσεκτική παρατήρηση είδαν πως ακόμα και η σκιά του κρυστάλλου άλλαζε κι ας έμεναν οι πηγές φωτός ακίνητες. Παρατεταμένη ώρα ενασχόλησης τους έκανε να νομίζουν πως ο όνυχας πάλλεται και αλλάζει μορφή, γεγονός αδύνατο. Τουλάχιστον έτσι ήθελαν να πιστεύουν. Μια δυσφορία ξεκίνησε να τους καταβάλει. Πρώτη τους σκέψη ήταν η έλλειψη αερισμού του χώρου και ο βέβαιος θάνατος που τους περίμενε αν παραπατήσουν, αλλά υποσυνείδητα είχαν και οι δύο την ιδέα πως το ορυκτό τους επηρέαζε. Κάπως τους έκανε να το κοιτούν αποσβολωμένοι. Ο ηγούμενος τους συνέφερε με ένα κτύπημα του μπαστουνιού του και ζήτησε να συγκεντρωθούν για αυτό που πρόκειται να συμβεί. Άνοιξε το πορτάκι του κλουβιού και άρχισε να απαγγέλει έναν ψαλμό. Αρχικά ήταν ήρεμος και με αργό ρυθμό, μέχρι που επιτάχυνε σταδιακά, ανεβάζοντας τον τόνο, μέχρι να ακούγεται σε όλον τον χώρο με τους φρουρούς να συμμετέχουν και αυτοί. Τελείωσε τον ψαλμό και άρθρωσε μερικές ξένες λέξεις που έκαναν τους παρόντες να ανατριχιάσουν ανεξήγητα.

Λίγες στιγμές αμήχανης ανυπομονησίας πέρασαν όταν μέσα από την σκοτεινή επιφάνεια του όνυχα μπορούσαν να ορκιστούν πως διέκριναν κάτι να τους κοιτά. Η θολή επιφάνεια έγινε διαυγής, για να φανερώσει ένα πελώριο μάτι στεφανωμένο από άλλα μικρότερα πολύχρωμα μάτια που τους κοιτούσαν.Το απόκοσμο βλέμμα ήταν διατρητικό, έβλεπε την ψυχή τους. Το ξάφνιασμα ήταν τέτοιο που ένας εκ των πιλότων άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του, αλλά τον πρόλαβαν πριν πέσει στην άβυσσο γραπώνοντάς τον από τον γιακά. Ο γέροντας γέλασε δυνατά και κοίταξε πίσω στον όνυχα, στα μάτια που τους περιεργάζονταν. Φανερά αναστατωμένοι από αυτό που αντίκρισαν οι επισκέπτες έκαναν να φύγουν, αλλά ένας δυνατός κρότος από το μπαστούνι του γέροντα τους σταμάτησε ακαριαία. Οι φρουροί επιδεικτικά στάθηκαν μπροστά από την στοά, την μοναδική έξοδο από τον χώρο. Ο ηγούμενος προσπάθησε να τους ηρεμήσει. Έδειχνε κατανόηση. Όσοι έβλεπαν αυτό το βλέμμα για την πρώτη φορά ένιωθαν την θέση τους στο σύμπαν να αμφισβητείται, ανάμεσά τους κι αυτός, τους είπε καθησυχαστικά. Τους εξήγησε πως αυτός ο όνυχας δεν ήταν παρά ένας φεγγίτης μιας απόκοσμης φυλακής ή ένα παράθυρο σε μία άλλη διάσταση. Δεν ήταν σίγουρος. Για το γεγονός όμως που μπορούσε να μιλήσει με αυτοπεποίθηση ήταν πως αιώνες τώρα προστάτευαν τον κόσμο από αυτό που έμενε μέσα του. Ικανό, με διακριτικό τρόπο, να αλλοιώσει την πραγματικότητα γύρω του, το συγκρατούσαν στα έγκατα της γης μακριά από τις μηχανορραφίες των ανθρώπων. Έκλεισε το κλουβί λέγοντας κάποιες άγνωστες λέξεις και με τρυφερό τρόπο τους είπε να αρχίσουν το δρόμο της επιστροφής.

Λαχανιασμένοι έφτασαν στη μονή και με την πρώτη ευκαιρία έκατσαν σε μια εσοχή στον βράχο να ξεκουραστούν. Ο ηγούμενος που ακολουθούσε σιωπηλός τους είδε και γέλασε. Παρόλο που ήταν καμπουριασμένος και ζαρωμένος από τα γηρατειά δεν φαινόταν καθόλου κουρασμένος. Τους πείραξε λίγο για να τους φτιάξει τη διάθεση. Αφού δείπνησαν κανονικά, έκαναν ένα λουτρό και ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Αύριο θα έπαιρναν τον κρύσταλλο μαζί τους και θα επέστρεφαν. Ήταν κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά. Για αυτό τους έστειλαν εδώ, σκεφτόντουσαν. Τώρα καταλάβαιναν γιατί κανείς δεν μπορούσε να τους εξηγήσει την αποστολή, να τους προειδοποιήσει για αυτό που έμελλε να δουν. Αλλά πως αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως όπλο; Πως θα μπορούσε κάποιος να το αξιοποιήσει σε ένα πόλεμο που διεξάγεται με τουφέκια και βόμβες; Φοβόντουσαν μήπως έβλεπαν στον ύπνο τους εκείνο το απόκοσμο βλέμμα, αλλά τα βλέφαρα τους έκλειναν.

Ήταν μεσημέρι όταν τους ξύπνησαν. Κοιμόντουσαν πολλές ώρες αλλά το είχαν ανάγκη και οι μοναχοί το σεβάστηκαν. Βρήκαν τον ηγούμενο μαζί με αρκετούς μοναχούς στο προαύλιο και ανάμεσά τους ένα μεταλλικό κουτί. Με τη βοήθεια των μοναχών θα κατέβαιναν το βουνό και από εκεί και πέρα ο κρύσταλλος μέσα του θα ήταν δικιά τους ευθύνη. Ο ηγούμενος συγκινημένος έδωσε στον καθένα τους από ένα φυλαχτό σαν αποχαιρετιστήριο δώρο, τους έδωσε μερικές συμβουλές και τους ευχήθηκε καλό ταξίδι καθώς έφευγαν. Η κατάβαση ήταν γρήγορη. Η έντονη ηλιοφάνεια έκανε τον παγερό αγέρα σχετικά υποφερτό. Όταν έφτασαν στους πρόποδες αποχαιρέτησαν τους συνοδούς τους που έφευγαν ανακουφισμένοι και εύθυμοι για τη μονή. Κρυμμένα στον στάβλο του μεταφραστή βρήκαν τα αεροπλάνα τους. Τα καλύτερα διπλάνα της Βασιλικής αεροπορίας, βελτιωμένα για το πολύωρο ταξίδι που τους περίμενε. Θα έπρεπε να φύγουν σύντομα, σκέφτηκαν, αν ήταν να προλάβουν τους παρόντες ευνοϊκούς ανέμους στον άστατο καιρό της εποχής. Ξεκουράστηκαν λιγότερο από όσο θα προτιμούσαν, ύστερα από ένα χορταστικό γεύμα και ετοίμασαν τα αεροπλάνα τους για απογείωση.

Ο ουρανός άρχισε να αποκτά γκρίζα σύννεφα, αλλά ο δυνατός αέρας που τα ωθούσε προς το μέρος τους βοήθησε τα αεροπλάνα να αποκτήσουν γρήγορα ύψος. Καθώς πετούσαν είδαν μια μάχη να διεξάγεται δίπλα από ένα ρέμα άρδευσης. Πλησίασαν χωρίς να ρίξουν πυρά. Κόκκινα λάβαρα, μπλε πανοπλίες, τουφέκια και σπαθιά! Δεν ήταν δικός τους ο πόλεμος αυτός. Σύμφωνα με την πυξίδα και τον χάρτη πίστευαν πως πετούσαν πάνω από το κέντρο της Μϊανμάρ. Η στάθμη των καυσίμων είχε αρχίσει να πέφτει ανησυχητικά, αλλά ήταν όλα υπολογισμένα. Είχαν λάβει μια συσκευή και το μόνο που χρειάστηκε να κάνουν ήταν να πατήσουν το πλήκτρο στο κέντρο της όταν πίστευαν πως πλησιάζουν στον προορισμό τους. Μέσα στην νύχτα οι γερμανικές δυνάμεις δεν θα τους έβλεπαν να προσγειώνονται, αλλά η νυχτερινή προσγείωση μπορεί να προβεί πιο θανάσιμη από μια αερομαχία. Οι λαμπτήρες της συσκευής άναψαν και γρήγορα βρήκαν την δεύτερη στάση της αποστολής τους. Τρεις μεγάλες φωτιές σημάδευαν το σημείο προσγείωσης μέσα στη συννεφιασμένη νύχτα. Αυτό το καινοτόμο μαραφέτι που αποκαλούσαν "ασύρματο", για καλή τους τύχη φαίνεται να δούλεψε.

Σε ένα άσημο χωριό, μια μικρή φρουρά βρετανικών δυνάμεων τους περίμενε με καύσιμα και προμήθειες. Πανευτυχείς κάθισαν να πιούν και να φάνε. Εξουθενωμένοι, το μόνο που σκεφτόντουσαν ήταν να κοιμηθούν, αλλά έπρεπε να συνεχίσουν. Η γη αυτή άνηκε κατά το μεγαλύτερο κομμάτι της σε ολλανδικές και γερμανικές εμπορικές εταιρίες, οι οποίες έτειναν να είναι περισσότερο αδυσώπητες από τις κυβερνητικές ένοπλες δυνάμεις των αντίστοιχων χωρών. Γέμισαν με καύσιμα τα αεροπλάνα και ύστερα από μερικά τσιγάρα αναχώρησαν και πάλι. Η μεθαμφεταμίνη που τους έδωσαν για την αποστολή θα τους κρατούσε ξύπνιους.

Ήταν στα ανοικτά της Μϊανμάρ, στον κόλπο της Βεγγάλης. Έπρεπε να φύγουν μακριά από την ακτογραμμή μιας και αυτή ήταν τόπος συχνών συγκρούσεων. Ήταν αργά τη νύχτα, όταν άκουσαν μερικές ριπές. Στην αρχή νόμισαν πως ήταν ο ήχος από τις μηχανές και δεν έδωσαν σημασία. Ο ουρανός ήταν καθαρός, χωρίς φεγγαρόφωτο και τα αστέρια βασιλεύαν, φωτίζοντας μαγικά τον Ινδικό ωκεανό. Μια δεύτερη ακολουθία ριπών όμως και η διάτρηση του φτερού από ένα από τα αεροπλάνα γρήγορα τάραξαν την ηρεμία. Ο πιλότος του δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει το άλλο αεροπλάνο, όταν είδαν μια σκιά να σκίζει τον αέρα δίπλα τους. Μέσα στο σκοτάδι το μόνο που θα μπορούσε να προδώσει ένα αεροπλάνο ήταν η πυρακτωμένη εξάτμιση, αλλά δεν μπορούσαν να διακρίνουν κάτι. Αφήσαν το ευνοϊκό ρεύμα αέρα που διένυαν για να αποκτήσουν το μέγιστο δυνατό υψόμετρο με την ελπίδα πως τα αντίπαλα αεροπλάνα θα τους έχαναν μέσα στον έναστρο ουρανό ή αν ήταν τυχεροί να μην μπορούσαν να τους φτάσουν.

Πετούσαν πολύ ώρα χωρίς άλλη παρενόχληση μέχρι να επιστρέψει η σκιά. Ένα σφύριγμα ακούστηκε καθώς έσκιζε τον αέρα δίπλα τους ρίχνοντας πυρά. Το σφύριγμα διαπερνούσε τον βόμβο της μηχανής και του ανέμου τρυπώνοντας βαθιά στο μυαλό των πιλότων. Τα φτερά τους γέμισαν τρύπες, αλλά οι πιλότοι και οι μηχανές φάνηκαν να είναι καλά. Κοιτούσαν γύρω τους ελπίζοντας να το διακρίνουν στο σκοτάδι. Την ψυχοφθόρα ανυπομονησία διέκοψαν οι πυροβολισμοί ενός από τα δύο βρετανικά σκάφη. Παρατηρώντας τη λάμψη των άστρων να διακόπτεται από μια μαύρη φιγούρα, έστρεψε την ιπτάμενη μηχανή του προς την πορεία της φιγούρας ευθυγραμμίζοντας τις κάνες του και άρχισε να πυροβολεί κάνοντας τις να λάμπουν στο σκοτάδι.

Σαν αντίδραση για τα πυρά, η σκιά ξεκίνησε την κάθοδό της, προσεγγίζοντας από μπροστά με το σφύριγμα της να γίνεται ολοένα και πιο δυνατό. Το σφύριγμα διεκόπη απότομα όταν οι βολές του διπλανού το έκαναν να σκάσει με ένα κρότο χωρίς φωτιά. Ένα υγρό τινάχτηκε και πιτσιλιές τους μούσκεψαν, καθώς περνούσαν μέσα από ένα σύννεφο βρωμερής πίσσας. Μόνο έτσι μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την ουσία που λούστηκαν. Ο άλλος πιλότος παρατήρησε πως, όταν τους περιέλουσε το δίχως οσμή υγρό, το κιβώτιο που αυτός είχε δεμένο μπροστά από το κάθισμά του, δονούνταν. Στην αρχή νόμισε πως ήταν ο κινητήρας που το έκανε να δονείται έτσι. Όλο το αεροπλάνο τραντάζονταν από τον άνεμο και τις στροφές της μηχανής, εξάλλου. Όμως η δόνηση ήταν ασύγχρονη με το αεροπλάνο. Η προσοχή στο κουτί τον έκανε να νιώθει ένα συναίσθημα που προέρχεταν από αυτό. Μια ενσυναίσθηση άρχιζε να τον κατακλύζει καθώς το απόκοσμο βλέμμα επέστρεψε από τα βάθη του μυαλού του για να του κατακλύσει στιγμιαία τις αισθήσεις. Ένα ρίγος τον διαπέρασε και σε μια θυμωμένη αντίδραση έδωσε μια κλωτσιά στο κιβώτιο σταματώντας την δόνηση. Με το χέρι του να τρέμει τράβηξε το σταυρό που κρεμόταν γύρω από τον λαιμό και τον φίλησε, ελπίζοντας να βρει παρηγοριά. Η ησυχία που ακολούθησε τους βεβαίωσε πως το αεροπλάνο που τους επιτέθηκε ήταν μόνο του. Ποιος όμως πετά χωρίς συνοδεία; Να ήταν ανιχνευτής; Πώς όμως τους εντόπισε μέσα στο σκοτάδι τόσο μακριά από την ακτή;

Όταν είδαν κάποια σύννεφα μακριά τους συνειδητοποίησαν πως πετούσαν προς λάθος κατεύθυνση. Οι πυξίδες τους έδειχναν, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, λάθος ένδειξη τόσες ώρες που πετούσαν. Κι όμως, τους άλλους στην Μϊανμάρ τους βρήκαν χωρίς δυσκολία. Πως απομαγνητίστηκαν; Αν συνέχιζαν έτσι θα τελείωναν τα καύσιμα και θα έβρισκαν έναν υγρό θάνατο στη μέση του ωκεανού. Παρά την πνευματική κόπωση από την πολύωρη πτήση και την επήρρεια της μεθαμφεταμίνης κατάφεραν με την βοήθεια των άστρων να βρουν την απόκλισή τους. Θα τους έφταναν όμως τα καύσιμα για να φτάσουν τον προορισμό τους;

Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να φωτίζει τον ουρανό αλλά παρέμεινε κρυμμένος πίσω από τον ορίζοντα. Χρυσές ανταύγειες κτυπούσαν τα σύννεφα κάνοντας τα να φαίνονται αιθέρια. Τον θαυμασμό της μαγικής θέας ενοχλούσε η σκέψη για τα καύσιμα που τελείωναν. Οι λαμπτήρες στον ασύρματο έλαμπαν, υποδεικνύοντας πως ήταν κοντά, αλλά δεν μπορούσαν να διακρίνουν τον προορισμό τους. Έκαναν κύκλους στα σύννεφα προσευχόμενοι για την ανακάλυψη. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια, θα τελείωναν τα καύσιμα τους ώστε να δώσουν μια τελευταία ώθηση στα αεροπλάνα να αγγίξουν τα ουράνια. Οι μηχανές έκαναν μικρές διακοπές, καθώς οι αντλίες πάσχιζαν να τραβήξουν καύσιμα από τον πάτο των δεξαμενών. Με προσευχές στα χείλη τους, κρατώντας τον σταυρό καθώς διαπερνούσαν τα σύννεφα, τελικά βρήκαν τον προορισμό τους.

Πελώρια αερόπλοια, με έλικες να ωθούν αέρα προς τα κάτω, αιωρούνταν κομψά πάνω από τον απέραντο ωκεανό. Αντλίες στα πλαϊνά τους που φωσφόριζαν ελαφρά στο μισοσκόταδο της χαραυγής απέβαλλαν τεχνητά σύννεφα που έκρυβαν τον αεροστόλο. Επάλξεις με πολυβόλα κοσμούσαν την περιφέρεια των αερόπλοιων και στο ουραίο πτερύγιο βρισκόταν βαμμένη μια πελώρια σημαία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που γέμισε τις καρδιέςς των πιλότων με ανακούφιση και ενθουσιασμό. Στο κέντρο του σχηματισμού ίπτανται δύο δίδυμα αερόπλοια στις ράχες των οποίων συγκρατούνταν μια πλατιά πλατφόρμα με υπόστεγα στις άκρες. Το κόσμημα της Βασιλικής Βρετανικής Αεροπορίας, η μεγαλύτερη ιπτάμενη κατασκευή, δεύτερη μόνο μετά το αεροφρούριο του Καπετάνιου Μορς. Ευθυγραμμίστηκαν με το ιπτάμενο αεροπλανοφόρο για την προσγείωση και παρά τον έντονο άνεμο κατάφεραν να προσγειωθούν. Διένυσαν λιγότερο από δέκα μέτρα στην πλατφόρμα, όταν οι μηχανές έσβησαν!