Συνέντευξη του συγγραφέα Γιώργου Μεσολογγίτη

Συνέντευξη του συγγραφέα Γιώργου Μεσολογγίτη

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Συγγραφέας: Γιώργος Μεσολογγίτης
Τίτλος: Η Εκδίκηση του Ιάσονα Λεμονιάτη
Εκδόσεις: Rising Star
Ημ. έκδοσης: 30/09/2015
Σελίδες: 138

ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ο Ιάσονας Λεμονιάτης ήθελε να επιστρέψει. Να επιστρέψει στην ελίτ όπου άνηκε και να αποδείξει πως δεν ήταν ένας λογοκλόπος. Ένας απατεωνίσκος. Τι και αν είχαν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από την... παρεξήγηση; Θα έκανε τα πάντα για να πετύχει, όπως το είχε κάνει και τότε. "Η εκδίκηση" ήταν το μεγαλειώδες έργο του. Οι πράξεις του παρελθόντος όμως, χάραξαν το μέλλον.

Ένα μέλλον ζοφερό που ο αλτρουισμός έγινε μονόδρομος και η επιβίωση υποχρέωση. Δεν υπήρχε πια χώρος και χρόνος για να κλαψουρίζει η Κατερίνα τη ζωή που δεν είχε ζήσει. Έπρεπε να βγει μπροστά

Ένας φρικιαστικός πόλεμος μόλις είχε ξεκινήσει.

Άνθρωποι μολυσμένοι με μίσος, έπνιγαν στο αίμα κάθε τι διαφορετικό από τη διεστραμμένη μετάλλαξή τους. Μανιακοί βιτζιλάντιδες, οριοθετούσαν αδιαπέραστα σύνορα για την πόλη-κράτος του Πειραιά. Του Πειραιά του Άλκη.

Ένα καυτό Αυγουστιάτικο πρωινό του 2010, οι ζωές όλων άλλαξαν μια για πάντα.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Μπορεί το βιβλίο του Γιώργου Μεσολογγίτη να κυκλοφορεί από το 2015, όμως εγώ τώρα το διάβασα. Αφενός επειδή ξεκίνησα να διαβάζω βιβλία Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού σχετικά αργά, αφετέρου τώρα ένιωσα την διάθεση – μου έκανε κλικ, που λένε – να ασχοληθώ.

Το Η Εκδίκηση του Ιάσονα Λεμονιάτη έχει ένα καλοντυμένο κύριο στο εξώφυλλο με κόκκινα μάτια που σε κοιτάει βλοσυρός και σίγουρα κάτι θέλει από εσένα... και μάλλον όχι κάτι καλό. Παρ' ότι η εικόνα παραπέμπει σε crime thriller, ωστόσο οι ιστορίες του βιβλίου εξελίσσονται σε έναν μετα-αποκαλυπτικό Πειραιά με αιμοδιψείς νεκροζώντανους να λυμαίνονται στους δρόμους. Ο κεντρικός χαρακτήρας της πρώτης ιστορίας είναι ένας αστυνόμος που αρέσκεται να σκοτώνει και να φυλάει την πόλη του από τα τέρατα. Στην δεύτερη ιστορία γινόμαστε μάρτυρες της αρχής τους τέλους μέσα από τα μάτια της Κατερίνας και ενός ταξιτζή που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε όλη αυτή την τρέλα. Φτάνουμε στην τελευταία ιστορία, όπου φιγουράρει και ο τίτλος του βιβλίου. Εδώ έχουμε ένα ξεπεσμένο και πικραμένο σκηνοθέτη που αναζητά με κάθε κόστος μια τελευταία ευκαιρία για να ξεπλύνει το όνομα του.

Κατά την γνώμη μου το αναγνωστικό ενδιαφέρον και η άνεση του συγγραφέα στο γραπτό λόγο χτίζονται ταυτόχρονα από την μία ιστορία στην άλλη. Θεωρώ την πρώτη την πιο άνευρη και αδύναμη. Ίσως εκεί να προσπαθούσε να βρει τα βήματα του, ενώ στην δεύτερη, και ειδικά στην τρίτη, έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και χειρίζεται καλύτερα τους χαρακτήρες.

Αρχικά μπερδεύτηκα, μιας και το βιβλίο σε βάζει κατευθείαν μέσα στην πλοκή. Μου έδωσε την αίσθηση πως θεωρούσε δεδομένο ότι ο αναγνώστης γνωρίζει την κατάσταση στον κόσμο του βιβλίου, έτσι αρκετές φορές βρέθηκα σε σύγχυση ως προς το τι συμβαίνει. Σε αυτό δεν βοηθά η απουσία επιμέλειας του βιβλίου και είναι κρίμα γιατί θα είχε διορθώσει την ροή του κειμένου, καθώς και κάποια σεναριακά ατοπήματα. Η δεύτερη ιστορία είναι εμφανώς καλύτερη, με πιο δουλεμένους χαρακτήρες, καλύτερο ρυθμό και μια αίσθηση περιπέτειας που μου άρεσε πολύ. Η τελευταία ιστορία είναι αυτή που άρεσε στους περισσότερους - και γιατί όχι; Καταλαβαίνεις τα πάθη και τις επιθυμίες του Ιάσονα, έχει εκδίκηση, είναι σκοτεινό, ενώ το κλείσιμο του ματιού στον Φάουστ είναι πάντα καλοδεχούμενο.

Δεν θα έλεγα ότι το βιβλίο είναι ξεκάθαρα τρόμου, πέρα από την τρίτη ιστορία. Στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μια μετα-αποκαλυπτική περιπέτεια με χιούμορ, μπόλικη βία, αλλά και κοινωνικό καυτηριασμό - κάτι που προσωπικά μου αρέσει όταν συμβαίνει σε μια ιστορία.
Ένα από τα πράγματα που σου ξεκαθαρίζεται από νωρίς είναι πως ο συγγραφέας αγαπά την πόλη του, τον Πειραιά. Μυριάδες είναι οι αναφορές σε οδούς και μέρη της πόλης. Προσωπικά, έχω μεγαλώσει στον Πειραιά, οπότε το ευχαριστήθηκα. Θα έλεγα μάλιστα πως ο Πειραιάς είναι ένας άτυπος πρωταγωνιστής του βιβλίου. Από την άλλη δεν είμαι σίγουρος πως κάποιος που δεν γνωρίζει την πόλη μπορεί να το εκτιμήσει το ίδιο και να μην τον ξενίσουν οι άγνωστες αναφορές.

Θα προτιμούσα να είχαμε μία κεντρική ιστορία με όλους τους χαρακτήρες να αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Θεωρώ πως οι ιστορίες έχουν το υπόβαθρο να δεθούν σε ένα μυθιστόρημα. Παρ' όλα αυτά "Η Εκδίκηση του Ιάσονα Λεμονιάτη" διαβάζεται εύκολα, οι ιστορίες είναι διασκεδαστικές και οι χαρακτήρες καλογραμμένοι. Σίγουρα όλοι σας θα έχετε σκεφτεί πως θα ήταν αν μια μέρα ξυπνούσατε και ζόμπι είχαν κατακτήσει την πόλη σας. Στο βιβλίο του Γιώργου θα ικανοποιηθεί αυτή η περιέργεια σας και θα απολαύσετε τα ευτράπελα που συμβαίνουν.

Το πιο σημαντικό από όλα όμως είναι το μεράκι και η αγάπη του συγγραφέα για το είδος που γράφει, το οποίο αναβλύζει από κάθε σελίδα. Αρκεί από μόνο του το γεγονός πως ο Γιώργος έκανε αυτό-έκδοση το βιβλίο για να καταλάβεις την αφοσίωση, το πάθος και την αγάπη του δημιουργού για το "παιδί" του. Είναι κάτι που προσωπικά το σέβομαι και το εκτιμώ!

Είχα την χαρά να γνωρίσω σχετικά πρόσφατα τον συγγραφέα – που αλλού; στον Πειραιά – και να μιλήσουμε για λίγο σχετικά με το βιβλίο, αλλά και για τον εκδοτικό χώρο στην Ελλάδα. Είναι ένας καλοσυνάτος τύπος που νομίζω θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για βιβλία, αλλά δεν μας το επέτρεπε η ώρα, έτσι του ζήτησα να μου δώσει μια συνέντευξη, εν όψει της παρουσίασης του βιβλίου του, την οποία μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω. Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο που μου την παραχώρησε και εύχομαι στο μέλλον να δούμε περισσότερους "Ιάσονες" από την συγγραφική του πένα...

Γεια σου Γιώργο και καλώς ήρθες στην Λέσχη μας. Αποτελεί κοινότυπη ερώτηση, το ξέρω, αλλά πρέπει να μάθω. Γιατί επέλεξες να γράψεις το συγκεκριμένο είδος του μετα-αποκαλυπτικού θρίλερ; Τι ήταν αυτό που τελικά σε ώθησε να κάτσεις σε μια καρέκλα και να ξεκινήσεις το γράψιμο;

Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία Μιχάλη και συγχαρητήρια για την καλή δουλειά που κάνει η Λέσχη. Δεν νομίζω ότι επέλεξα εγώ το είδος της ιστορίας, αλλά μάλλον αυτό εμένα. Την εποχή που ξεκίνησα να γράφω τον "Ιάσονα..." ήταν ακόμα ένα project από τα πολλά, που μόλις το ολοκλήρωνα, πίστευα πως θα έμενε σε κάποιο φάκελο του υπολογιστή. Δεν το είχα σκεφτεί καθόλου.

Το βιβλίο δίνει την εντύπωση ενός passion project. Πόσο δύσκολο ήταν να το εκδώσεις και ποια ήταν η ανταπόκριση του κόσμου κατά την κυκλοφορία του; Επίσης, πόσο χρόνο σου πήρε να το γράψεις;

Η βασική δομή, αρχή-μέση-τέλος-χαρακτήρες-στυλ αφήγησης, μου πήραν ένα καλοκαίρι και συγκεκριμένα αυτό που αναφέρεται στην ιστορία. Αυτό του 2010. Αργότερα οι επεμβάσεις μέχρι να φτάσει να είναι αυτό που είναι στο χαρτί (με ό,τι ατέλειες και αν έχει), έγιναν την άνοιξη του 2015, αφού πια είχαμε αποφασίσει ότι θα κυκλοφορήσει στο Φantasticon εκείνης της χρονιάς. Η έκδοση έγινε από την Rising Star που εκείνη την περίοδο ήμουν και εγώ μέλος της σε άλλα projects. Το βιβλίο αυτό είναι η ανάμνηση των πιο αθώων χρόνων σε αυτό το χώρο (πρώτα βήματα τόσο για Rising Star όσο και για Φantasticon) και θα τα θυμάμαι για πάντα ως μια μαγική περίοδο. Όσο για την ανταπόκριση, τι να πω... Είναι 2020 και ακόμα μιλάμε για αυτό. Είναι κάτι που δε περίμενα ποτέ, ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ, ότι θα συμβεί. Ανεξαρτήτως τις παρατηρήσεις για τις αδυναμίες του που είναι όλες δεκτές, το πρόσημο είναι ξεκάθαρα θετικό.

Έγραψες τρεις ξεχωριστές ιστορίες. Ποια είναι η αγαπημένη σου και για ποιο λόγο;

Δεν θα είμαι κοινότυπος και όντως θα διαλέξω κάποιο από τα "παιδιά" μου. Αν και τις έγραφα παράλληλα αμέσως κατάλαβα τη δυναμική που είχε ο Ιάσονας. Με τις ιστορίες του Άλκη και της Κατερίνας διασκέδασα γιατί ανακάλυπτα τον Πειραιά και τη Σαλαμίνα, παίζοντας μαζί τους σε μια διαφορετική διάσταση και οι χαρακτήρες ανακάλυπταν με τη σειρά τους σιγά-σιγά το τι ήταν ικανοί να κάνουν, μαζί με έμενα. Ο Ιάσονας, διαπιστώνω μετά από τόσο καιρό, πως από την αρχή ήταν εκεί και μου υπαγόρευε το τι θα κάνει. Εγώ νόμιζα ότι έγραφα μια ζομπονουβέλα, αλλά εκείνος μου ψιθύριζε απλώς την ιστορία του.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, ποιος χαρακτήρας ήταν αυτός που ταυτίστηκες περισσότερο και ποιος αυτός που δεν θα τον ήθελες ούτε για γνωστό σου; Με δεδομένο πως ο Ιάσονας δεσπόζει στον τίτλο και το εξώφυλλο, να υποθέσω πως είναι ο αγαπημένος σου;

Δεν ταυτίζομαι ακριβώς με τους χαρακτήρες μου. Με κανέναν τους δεν θα έκανα παρέα. Είναι όλοι θερμοκέφαλοι και απρόσεκτοι. Και μιλάω για τους "καλούς", δεν πιάνω τους μοχθηρούς. Αν έγραφα για χαρακτήρες που θα έκανα παρέα, θα ήταν όλοι τεμπέληδες που βλέπουν Netflix (αν και δεν είχε έρθει ακόμα τότε) και αγοράζουν μετά μανίας τόσα βιβλία, λες και θα ζήσουν 1000 χρόνια. Αλλά θα ήταν το κατάλληλο βιβλίο για ανθρώπους που υποφέρουν από αϋπνίες. Προσπαθώ να βρω πράγματα - που ξεκάθαρα δεν είμαι - μέσα από κάθε χαρακτήρα που γράφω· πράγματα που μπορεί να θαυμάζω αλλά να μην τολμάω, πράγματα που δεν μπορώ να κάνω νομοτελειακά ή πράγματα που μισώ και σιχαίνομαι.

Από πού άντλησες έμπνευση για τις ιστορίες σου; Υπήρξαν και άλλες που είχες σκεφτεί και αν ναι για ποιο λόγο δεν συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο;

Ήταν 2010 και πνιγόμουν, κυρίως ψυχολογικά, από την οικονομική κρίση που έδειχνε τα δόντια της σιγά-σιγά. Σε σχέση με ό,τι άλλο έγραφα τότε ήταν μια ψυχοθεραπεία. Έτσι ξεκίνησα να κάνω κάτι που εφαρμόζω ακόμα και σήμερα. Κρατάω σημειώσεις για τους ανθρώπους και τις καταστάσεις γύρω μου. Αν και ποτέ δεν γράφω με προσχέδιο τη δομή της ιστορίας, αφού αφήνομαι λέξη προς λέξη να με οδηγήσει εκείνη, έχω τη χειροποίητη μαγική βίβλο με όλους τους ανθρώπους και τις συνήθειές τους που τράβηξαν το ενδιαφέρον μου. Όσο για τις ιστορίες, ναι υπήρχαν δυο ακόμα· μία στο κέντρο της Αθήνας με τους χαρακτήρες που βλέπουμε στον επίλογο και μία στην Άνω Σύρο που συνδέει την ιστορία της Κατερίνας, ανάμεσα στο τέλος της πρώτης και το τέλος της δεύτερης. Ωστόσο και οι δυο γράφτηκαν εν μέσω της προετοιμασίας του βιβλίου, το 2015 (τότε επισκέφθηκα και την Σύρο) και δεν ήταν στο επίπεδο των τριών που τελικά προκρίθηκαν.

Κατά την ανάγνωση βρέθηκα αρκετές φορές μπροστά σε δριμύ κοινωνικό σχολιασμό. Θεωρείς πως ένας συγγραφέας πρέπει να περνάει την γνώμη του μέσα από τα στόματα των χαρακτήρων του;

Δεν το έκανα εσκεμμένα. Δεν ξέρω αν το έχω ξανακάνει σε άλλη ιστορία.

Το μόνο σίγουρο είναι όταν γράφεις (ή καταπιάνεσαι με οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης) δεν υπάρχουν "πρέπει". Και μια ανάλαφρη ιστορία που θα δώσει στον αναγνώστη και την αναγνώστρια μια ανάσα μέσα από την κουραστική καθημερινότητα χωρίς πολύπλοκα (και πολλές φορές, δήθεν) μηνύματα, είναι πολύτιμη.

Σίγουρα αν ζεις μέσα στην κοινωνία και δεν είσαι αποκομμένος σε κάποια ειδυλλιακή λίμνη με ένα κουβά λεφτά δίπλα στον καναπέ, χωρίς να το σχεδιάσεις η ιστορία σου θα έχει προβληματισμούς που βιώνεις σε καθημερινή βάση.

Με τα αμέτρητα έργα που γίνονται πλέον στον Πειραιά, τις συρρικνωμένες οδικές αρτηρίες, την απουσία πάρκινγκ και γενικά την απίστευτη κίνηση, θεωρείς πως οι ήρωες στην δεύτερη ιστορία σου θα είχαν ξεφύγει αν γινόταν zombie outbreak στις μέρες μας;

Αγαπάω τον Πειραιά. Τον θεωρώ κάτι σαν κολλητό μου. Αλλά αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του λένε. Το μακρινό 1999, όταν ακόμα υπήρχε το Πράσινο λεωφορείο για το δρομολόγιο του Πειραιάς - Πέραμα (το σημερινό 843), έμεινα εγκλωβισμένος μαζί με έναν φίλο για τρεις ώρες. Τρεις ώρες από το τέρμα πέρα από τον Άγιο Νικόλα, μέχρι τον Άγιο Σπυρίδωνα. Μια απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια. Εμείς πηγαίναμε Σαλαμίνα για αυτό και δεν κατεβήκαμε, αλλά ήμασταν 12 άτομα σε εκείνο το λεωφορείο και βρήκαμε ευκαιρία να γνωριστούμε μάλιστα και να διασκεδάζουμε με τον χαμό. Πολλά χρόνια αργότερα, διέσχισα την Ηρώων Πολυτεχνείου από άκρη σ' άκρη, σε 1,5 ώρα με το αυτοκίνητο, γιατί κάτι έπρεπε να παραλάβω. Πάλι δέκα λεπτά απόσταση με τα πόδια. Όλα αυτά πριν τα έργα και τις μονοδρομήσεις. Το μποτιλιάρισμα και ο Πειραιάς είναι δυο έννοιες παντρεμένες χρόνια. Ελπίζω το μετρό να το λύσει αυτό κάποια στιγμή. Για το τραμ, απλώς... δεν σχολιάζω!

Τι είδους βιβλία διαβάζεις γενικά και ποιους συγγραφείς εκτιμάς περισσότερο;

Μικρός λάτρευα την ελληνική μυθολογία και τις Ανατριχίλες. Αργότερα ανακάλυψα τον πιο ενήλικο τρόμο, την φαντασία του Τόλκιν και χάθηκα στα ονειρικά και στοιχειωμένα σοκάκια τους. Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης με μυθιστορηματική αφήγηση με τίτλο Ο Δρόμος του Ειρηνικού Πολεμιστή του Dan Millman. Και μου άλλαξε τον τρόπο που νόμιζα ότι απολαμβάνω βιβλία και ιστορίες γενικότερα. Αν και παραμένει, μάλλον το μοναδικό του είδους αυτού που έχω διαβάσει. Πλέον, δεν κρίνω βιβλία από τον / την συγγραφέα, ούτε από το είδος· τα βιβλία είναι ζωντανοί οργανισμοί, είναι πύλες. Έχουν αύρα. Αν με πείσει αυτό, θα το ξεκινήσω. Μπορεί να είναι η περιγραφή, η περίληψη, μπορεί το εξώφυλλο, ο τίτλος, η πρώτη σελίδα ή η κριτική από κάποιον που γνωρίζω τα κριτήρια με τα οποία αξιολογεί. Ακόμα και μια αρνητική κριτική μπορεί να μου τραβήξει το ενδιαφέρον.

Ξέρω ότι ασχολείσαι πολύ με την μουσική. Θες να μας πεις λίγο για αυτό το κομμάτι των καλλιτεχνικών ανησυχιών σου;

Κάποτε ήθελα να γίνω μουσικός και αυτό μου γέννησε μάλιστα ένα ολόκληρο (διαφορετικό από τον "Ιάσονα") βιβλίο 1000 σελίδων. Αποκορύφωμα αυτού ήταν η περίοδος 2016-2017 που ηχογράφησα soundtrack για το επερχόμενο (τότε) αυτό βιβλίο με τίτλο Martin Hellwood (υπάρχει στο Spotify). Δεκαοχτώ μήνες ηχογραφήσεων με πολλούς μουσικούς σε τραγούδια που ήταν συνθέσεις προηγούμενων ετών και παντρεύονταν με την πλοκή και τον ψυχισμό του κεντρικού χαρακτήρα. Όταν τελείωσε όλο αυτό, ξεφούσκωσε η θέληση. Ίσως κάποτε να ηχογραφήσω και πάλι κάτι, ίσως και όχι. Από το 2017 έχω γράψει δυο τραγούδια και μελετάω 4 ώρες... το χρόνο!

Όταν γράφεις ακούς μουσική (και αν ναι τι;) ή προτιμάς πλήρη ηχητική απομόνωση;

Για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Τσακ Πόλανικ, στο αδικημένο από κάποιες κριτικές Νανούρισμα που διαβάζω τώρα, είμαι ησυχοφοβικός. Απομόνωση όταν διαβάζω, ναι. Όταν γράφω όμως, είναι άλλη ιστορία... Το ιδανικό για μένα θα ήταν να γράφω τρέχοντας σε διάδρομο εν μέσω συναυλίας των Opeth και κάποιος να μου ανεβάζει το ρυθμό συνεχώς. Είναι επίπονη διαδικασία το γράψιμο και δεν μπορώ να το πολεμήσω, παρά μόνο με αντάρτικο. Έχω playlists διαμορφωμένες ανάλογα με τη σκηνή που γράφω κάθε φορά και κυριολεκτώ. Άλλα πράγματα ακούω σε μια ρομαντική σκηνή, άλλα σε ερωτική. Άλλα σε μια βίαιη σκηνή σε αστικό περιβάλλον στην Αθήνα και άλλα σε μια φανταστική κωμόπολη. Διαφορετική μουσική υπόκρουση όταν ο χαρακτήρας αντιμετωπίζει τον εαυτό του και διαφορετική όταν αντιμετωπίζει τον κόσμο. Και παρασύρομαι...

Το βιβλίο σου το έχεις αφιερώσει "..για κάθε ζωντανό-νεκρό". Τι σημαίνει αυτό; Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο παραπάνω; Τι μας κρύβεις;

Το 2010 ένιωθα παγιδευμένος σε μια καθημερινότητα που δεν ήθελα. Δουλειά, παρέες, κοινωνική κατάσταση, πόλη, μέλλον που διαφαινόταν! Όλα ήταν απέναντί μου και εγώ απλώς περιφερόμουν χωρίς σκοπό. Σαν ζόμπι. Και ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι νιώθουν έτσι καθημερινά. Θυμάμαι πολύ καλά γιατί έβαλα αυτή την αφιέρωση, αλλά πλέον μου φαίνεται ξένος άνθρωπος αυτή η εκδοχή του εαυτού μου. Ευτυχώς...

Πως βλέπεις την ελληνική λογοτεχνία του Φανταστικού και του Τρόμου στην Ελλάδα και ποια βιβλία έχεις ξεχωρίσει;

Πάντα ήμουν η αθώα φωνή της άποψης που έλεγε ότι θαυμάζω τη σκηνή μας no matter what. Και επίτηδες εκφράζομαι με... αδέξια αγγλικά σε αυτό το σημείο. Για να τονίζω ότι παρά τις κάποιες, κάθε μέρα και λιγότερες, αδυναμίες, είναι εντυπωσιακή η ανάπτυξη του χώρου. Και μόνο χαρά μου προσφέρει αυτό. Μέχρι το 2015, δεν ήξερα κάποιον Έλληνα στο χώρο εκτός από τον.... συγχωρεμένο τον Μπαλάνο. Είχα μαύρο σκοτάδι. Και εκεί, σε αυτό το σκοτάδι ξεπήδησαν πένες από όλες τις πλευρές της Ελλάδας να πουν ιστορίες. Εγώ νιώθω σαν να ζω σε ένα μεγάλο λούνα παρκ με το πιο συναρπαστικό τρενάκι τρόμου που υπάρχει. Κάποια σημεία του είναι πιο θεαματικά, κάποια πιο απότομα και κάποια πιο βατά. Στο σύνολό του όμως είναι αξιοπρόσεκτο. Όταν κάνεις αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία, όλο και κάποιον ξεχνάς, έτσι μπλέκεις. Αυτό είναι το κακό της σκηνής μας. Αλλά δεν κωλώνω. Λοιπόν γράφε: Γιώτσας - Κάτω από το κρεβάτι, Κέλλης – Νεκρή Γραμμή, Ζερβός – Η Εξορία του προσώπου, Κεραμίδας – Κοράκι σε άλικο φόντο, Συλλογικό Τρόμος (εκδόσεις Ανάτυπο) για τις ιστορίες των Σταμάτη Λαδικού και Ναούμ Θεοδοσιάδη, Μάνουελ ο Μικρός Μαύρος Μάγος (εικονογραφημένο) του Μπαμπούρη, Τσαλπατούρος - Έλος, Μποζινάκης - Απόκρημνος Χρόνος και θα μπορούσα να γράψω 72 σελίδες ακόμα, αλλά σέβομαι το χώρο σας. Τα παραπάνω είναι αυτά που μου έρχονται σε πρώτη, γρήγορη σκέψη. Δεν αποτελούν τα μοναδικά, ούτε καν των ίδιων των συγγραφέων.

Αναφορικά με τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, κατά την εμπειρία σου, θεωρείς πως δίνεται το βήμα σε νέους συγγραφείς αυτού του είδους ή όχι;

Έγινε προσπάθεια από τις εκδόσεις Λιβάνης, Κέδρος και Κλειδάριθμος τα περασμένα χρόνια. Πιο παλιά νομίζω και από το ΟΞΥ. Δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί. Ο Λιβάνης νομίζω έχει προβλήματα. Αυτό που παρατηρώ τώρα και γίνεται με μεγαλύτερο ζήλο, είναι από τις εκδόσεις Bell και θέλει συγχαρητήρια. Γιατί δεν βάζουν μόνο λεφτά σε κάτι που ξέρουν, πρακτικά πια και όχι με μαντεψιές, ότι είναι ρίσκο, αλλά χρησιμοποιούν όλο το δίκτυό τους για την προώθησή του. Το 50% του βιβλίου για να πετύχει είναι η ιστορία, η επιμέλεια και η ποιότητα έκδοσης. Το άλλο 50% είναι η προώθηση και το δίκτυο διανομής. Δεν λέω πως οι προηγούμενοι δεν έκαναν αυτό, αλλά τα τελευταία δυο χρόνια ασχολούμαι περισσότερο με το βιβλίο επαγγελματικά, εκτός από αναγνώστης και συγγραφέας, έτσι έχω στοιχεία και εμπειρίες κυρίως από το 2018 και μετά. Θέλω να αναφέρω τις εκδόσεις Λυκόφως και Ars Nocturna εδώ, γιατί παρά το γεγονός πως μιλάμε για διαφορετικά μεγέθη, έχω δει βιβλία τους σε πολλές γωνιές της Ελλάδας. Και ξέρω πόσο δύσκολο είναι αυτό. Καλό το internet και είμαι τρελός οπαδός του· αν δεν υπήρχε δεν θα είχα προσωπικά υπόσταση, αλλά το να βρίσκεις ένα βιβλίο να σε περιμένει σε κάποιο συνοικιακό βιβλιοπωλείο· έτσι γεννιούνται οι θρύλοι.

Ξέρω ότι γράφεις στο schoolofrock.gr και έκανες ένα μεγάλο και απολαυστικό αφιέρωμα στα βιβλία τρόμου των εκδόσεων Οξύ. Πόσο δύσκολο ήταν να μαζέψεις όλες αυτές τις πληροφορίες; Πιστεύεις ότι θα υπάρξει ανάλογη εποχή, όπου οι εκδοτικές θα μεταφράζουν σπουδαία έργα ξένων συγγραφέων του Φανταστικού;

Ήταν (και είναι) μια διαρκής αναζήτηση πληροφοριών σε ίντερνετ, βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες ακόμα και τώρα που το άρθρο είναι στον αέρα. Είχα τη βοήθεια του εκδοτικού οίκου, αλλιώς δεν γινόταν, αλλά και του Θανάση Παπαγεωργίου (συνδιαχειριστή της ομάδας Λογοτεχνία Τρόμου και συνεργάτη στο School of Rock Radio) που έχει όλη τη σειρά στην κατοχή του. Εκτός από τα διάσημα έργα τρόμου και φαντασίας που κατά καιρούς έχουμε δει από πολλούς εκδοτικούς, νομίζω ότι τα ψαγμένα και κρυμμένα διαμάντια (έστω και... άκοπα), δύσκολα θα τα δούμε σε άλλο οίκο πέραν των εκδόσεων ΟΞΥ. Οι άνθρωποι εκτός από επιχειρηματίες και επαγγελματίες (εκδότες, μεταφραστές, επιμελητές, γραφίστες, τυπογράφοι κλπ) είναι αρρωστάκια με τον τρόμο και τη φαντασία όπως διαπίστωσα από κοντά. Ναι, τόσο λαϊκά. Ποιος άλλος θα κυκλοφορούσε τα Μάτια;

Το βιβλίο σου βγήκε το 2015. Πέρα από συμμετοχές σου σε συλλογικά έργα δεν έχουμε δει κάτι άλλο από εσένα. Για ποιο λόγο; Ετοιμάζεις κάτι για μελλοντική κυκλοφορία;

Ιστορίες μου υπάρχουν στη συλλογή Τρόμος (Ανάτυπο 2017), Το έπος της Φαντασίας: Resurrection (i-Write 2018), Ένα εκατομμύριο λέξεις – Το βιβλίο του School Of Rock.gr (2019), 21+1 συγγραφείς μας λένε τον καφέ (2020). Επίσης το 2017 βγήκε, στην ουσία δοκιμαστικά, αφού όπως βγήκε έτσι εξαφανίστηκε (και καλώς έγινε), το Martin Hellwood που ανέφερα πιο πριν. Η πρώτη φορά που έστειλα κείμενο σε εκδοτικό εκτός από το μακρινό 2015, ήταν πριν λίγες μέρες. Αναμένουμε...

Γιώργο σε ευχαριστούμε πολύ που μας παραχώρησες αυτή την συνέντευξη και σου ευχόμαστε πολλές δημιουργικές ευχές σε ότι κι αν κάνεις.

Καλή επιτυχία και πάντα με μια αγκαλιά βιβλία!