Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Η Εφόρμηση"

Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Η Εφόρμηση"

Στα μέσα της δεκαετίας του '30, του 21ου αιώνα, η ανάγκη ελαχιστοποίησης των συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο πριν από το πρώτο κύμα της ανθρώπινης αστρικής μετανάστευσης, έφερε τους εξέχοντες ακτιβιστές, τον ΟΗΕ και τους κατασκευαστές όπλων, να δημιουργούν την Λίγκα του "Παίκτη". Μια πλήρης ψηφιακή παρακολούθηση των στρατών, όπου η στρατιωτική ανέλιξη μέσω των βαθμών και η πρόσβαση σε ακριβά όπλα, δίνεται μέσω ενός πολύπλοκου αυτοματοποιημένου συνδυασμού επιβράβευσης και σε πολύ μικρότερο βαθμό δημόσιων και ιδιωτικών προσφορών χορηγιών. Όλα τα μεγάλα έθνη αποφάσισαν να επιβάλουν αυτές τις συνθήκες σε ανυπόταχτα κρατίδια, με την προϋπόθεση πως θα υπάρχει διαφάνεια, αυστηρά κριτήρια και πλήρης εποπτεία όλων των πρακτικών, από διεθνείς ανεξάρτητες αρχές. Μικρά και μεγάλα κράτη έβλεπαν ένα ισορροπημένο εξοπλιστικό πεδίο, όπου εκεί που τελείωνε η διπλωματία άρχιζε ο πόλεμος με ελάχιστες απώλειες. Οι απώλειες άμαχου πληθυσμού μηδενίστηκαν, η ροή όπλων σε τρομοκρατικές οργανώσεις και αντιστασιακά σχήματα μειώθηκε δραματικά, συστηματικοποιήθηκε η μάχη αυξάνοντας τα ποσοστά επιβίωσης και εξάλειψε τα εγκλήματα πολέμου. Ο πόλεμος στην πλειοψηφία των συγκρούσεων έγινε πιο καθαρός.


Οι Παίκτες

Κατά την ένταξη σε μια στρατιωτική οργάνωση, ιδιωτική ή δημόσια, δίνεται πρόσβαση σε εκπαίδευση, στέγαση και εξοπλισμό, όπως σε κάθε οργανωμένο στρατό. Μέσω αυτοματοποιημένης παρακολούθησης συμπεριφοράς στη μάχη, με αμερόληπτο προγραμματισμό από ουδέτερο φορέα, οι στρατιώτες κερδίζουν πόντους. Τους πόντους αυτούς  μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν για να την αγορά καλύτερου εξοπλισμού, είτε για να την οικονομική υποστήριξη της οικογένειας τους. Εμπόριο και ανταλλαγή, πόντων και εξοπλισμού, μεταξύ παικτών, επιτρέπεται υπό περιορισμούς. Η παρακολούθηση επέτρεψε τον έλεγχο κατά τη διάρκεια του πολέμου και παρείχε τη βάση για περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη. Μέχρι τη δεκαετία του '50, το σύστημα είχε τελειοποιηθεί. Οι ικανοί και προικισμένοι μαχητές βίωναν την αναγνώριση και την ανταμοιβή, χωρίς όμως να δίνεται η δυνατότητα σε πολεμοχαρείς πολιτικές οντότητες να εντείνουν συγκρούσεις μεταξύ κρατών και να ωθούν πληθυσμούς στην εξαθλίωση.

Οι "Παίκτες" λάμβαναν την δυνατότητα εξατομίκευσης (περιορισμένη ανά χώρα, τεχνολογία και κατάταξης τους). Ξεκινούσαν με τον βασικό εξοπλισμό, και στα ανώτερα επίπεδα-βαθμούς αποκτούσαν πρόσβαση σε ακριβότερο και βαρύτερο, όπως θωρακισμένα κοστούμια και εξωσκελετούς. Μειώνοντας δραστικά τη σπατάλη πόρων των κρατών, αυτή η μετατροπή του πολέμου σε παιχνίδι (πολλοί αλγόριθμοι και εμπειρικά δεδομένα αποκτήθηκαν από το σύνολο πολεμικών βιντεοπαιχνιδιών της εποχής, για αυτό επονομάστηκαν "Παίκτες"), βρήκε ευρεία εφαρμογή τελικά. Ποικίλοι ακτιβιστές προσπάθησαν να κάνουν ένα βήμα ακόμα προς το τέλος των πολέμων στη γη, αλλά βρήκαν πολλά εμπόδια, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των "Παικτών".  Ό πόλεμος ήταν τώρα ένα παιχνίδι και αρκετοί το χαίρονταν.


Σχέδιο του Σεραφείμ Παππά


Η Εφόρμηση

Σειρήνες ηχούσαν εκκωφαντικά με κόκκινες και κίτρινες λάμπες να φωτίζουν επιληπτικά τους διαδρόμους. 

"Σηκωθείτε, δεν είναι άσκηση! Ετοιμαστείτε, η επίθεση έχει αρχίσει!", έσκουζε ο άντρας με τη γκρίζα στολή, ενώ τράβαγε και έσπρωχνε τους έτοιμους στρατιώτες προς την έξοδο. Στις λίγες στιγμές που τους είχαν απομείνει δικές τους, κάποιοι φιλούσαν αγαπητά αντικείμενα, κάποιοι μια φωτογραφία ή ένα φυλαχτό, ενώ κάποιοι προσεύχονταν δίπλα σε άλλους που καταριόντουσαν τη μοίρα τους. 

Βρισκόταν στο μεταγωγικό, φορώντας τη φθαρμένη πανοπλία του, με τρύπες και βαθουλώματα από σφαίρες. Ήταν από τους τυχερούς, που τον μετέφεραν αυτά που είχαν ακόμα θωράκιση. "Παίκτης επιπέδου 3", υπερηφανεύονταν σε κάτι κοπέλες πριν ένα μήνα. Πλέον δεν του έκαναν αίσθηση τα προνόμια που χαίρονταν, δεν είχε λόγο να συνεχίσει να πολεμά.

Η ομάδα πλήρως εξοπλισμένη με κάθε λογής όπλα, από διάφορους κατασκευαστές, έδειχνε σαν μια μπάντα μουσικών, ο καθένας έτοιμος να παίξει τη δικιά του μελωδία θανάτου. Σκεφτόταν αν θα έγραφε ποτέ όλα αυτά που βίωνε, αν θα έβλεπε το τέλος του πολέμου. Έριξε μια ματιά στο τουφέκι του, έλεγξε τις τσέπες για το φυλαχτό του και ύστερα έστρεψε το βλέμμα του ψηλά για να ψιθυρίσει μια τελευταία προσευχή μέσα από το βουητό της μηχανής.

Ενώ ο λοχαγός τους εξηγούσε συνοπτικά το πλάνο μάχης και τον ρόλο του καθενός στην ενδοεπικοινωνία, η πόρτα άνοιξε για να φανερώσει την κεντρική πύλη της πόλης. Προς ικανοποίησή του, οι ασπίδες άντεχαν ακόμα. Γύρω του έβλεπε διμοιρίες να περπατούν γοργά προς το μέτωπο και συνεργεία να φορτώνουν τους εξωσκελετούς με πυρομαχικά. Ήταν Παίκτες της ανώτατης τάξης, με τον καλύτερο εξοπλισμό και τα μεγαλύτερα προνόμια στην πόλη. Στόχευε να είναι ένας από αυτούς κάποτε, αλλά δεν άξιζε πλέον, σκέφτηκε αμέσως. Είδε πολλά σε αυτή τη πόλη ώστε να αλλάξει γνώμη. Ο λοχαγός τους έδωσε εντολή να ξεκινήσουν για το μέτωπο και να κινηθούν νότια. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά, πίσω στους αμάχους που οδηγούνταν προς τα καταφύγια, γύρισε τη πλάτη του και έτεινε προς τη πύλη.

Όταν πέρασαν την διάβαση, η παλινωδία της μάχης τον διαπέρασε, οι εκκωφαντικοί ήχοι του πυροβολικού έκαναν την καρδιά του να δονείται και η αδρεναλίνη άρχισε να ρέει στο αίμα του. Ρουκέτες σφύριζαν ψηλά, καθώς έψαχναν τους στόχους τους και οι ριπές των όπλων δυνάμωναν ολοένα σε ένταση. Ήταν ακόμα σκοτεινά, με τις εξατμίσεις των ρουκετών να φωτίζουν πιο έντονα από τα αστέρια. Κοιτούσε με ανάμικτα συναισθήματα. Μύριζε την καμένη γη, τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν από τη σκόνη, νιώθοντας μια μεταλλική γεύση στη γλώσσα του. Άρχισαν να κατευθύνονται προς το νότιο μέτωπο. Είχαν εξασφαλίσει το κεντρικό Νιου Τζέρσει και δουλειά τους ήταν να καλύπτουν τα νώτα του δυτικού μετώπου, κυρίως εγκαταλελειμένες συνοικίες, κοντά στο λιμάνι. Η ενδοεπικοινωνία τους ενημέρωσε για εχθρική κίνηση κοντά τους, μιας και θερμικά αποτυπώματα υποδείκνυαν μηχανές και άνθρωπους μαζί. Χρειάζονταν μια αμυντική θέση. Καθώς η ομάδα του άρχισε να απλώνεται στους πολλούς ορόφους της μισοκατεστραμένης οικοδομής, αυτός μαζί με έναν άλλο, τον Κόπερ, γοργά ακολούθησαν τον λοχαγό που θα έβγαινε για ανίχνευση στην περιοχή.

Με τις υποδείξεις του λοχαγού, σιωπηλά και αργά, έφτασαν στη γειτονιά που τους είχε επισημανθεί. Με την πλάτη στον τοίχο και με το πρόσωπο αμυδρά να προεξέχει της γωνίας, προσπάθησε να διακρίνει στο βάθος του δρόμου, εάν αυτό που έβλεπε να κινείται ήταν άνθρωπος ή μηχανή. Η απορία του σύντομα λύθηκε, καθώς ένιωσε το τσιμέντο πίσω του να υποχωρεί και το σβέρκο του να μουσκεύει από το αίμα του λοχαγού. Ένα μηχανικό χέρι γύρισε να του πιάσει τον λαιμό, αλλά γρήγορα αποθαρρύνθηκε από τις απανωτές βολές του. Πετώντας μια χειροβομβίδα, ο Κόπερ, τον έπιασε από το ώμο τραβώντας τον μακριά από τον δρόμο. Μια ιδέα που νίκησε τα ένστικτα φυγής, του επέτρεψε να σηκώσει τα γυαλιά του λοχαγού. Ήταν γυαλιά επαυξημένης πραγματικότητας, μια παροχή αποκλειστικά για τους αξιωματικούς. Πλέον, φορώντας τα, θα είχε πρόσβαση στο τοπικό σχέδιο μάχης. Έπρεπε πρώτα όμως να γίνει η ταυτοποίηση του και η πιστοποίηση από τα κεντρικά.

Αφού γύρισαν στο στενό από όπου ήρθαν, έστριψαν να μπουν στη διπλανή πολυκατοικία. Ήταν μια ταβέρνα, κρίνοντας από τη διακόσμηση και την άδεια βιτρίνα φαγητών. Μερικές καρέκλες γύρω από τα τραπέζια, σπασμένα γυαλιά και πεσμένοι σοβάδες γέμιζαν τον χώρο. Πριν προλάβει να αφουγκραστεί την κατάσταση, στην οποία πλέον βρίσκονταν, ακούστηκαν από το βάθος του δρόμου τα μηχανικά άκρα να συνθλίβουν το τσιμέντο που βρισκόταν στο διάβα τους.

"Πρέπει να γυρίσουμε πίσω, να ειδοποιήσουμε τους άλλους", ψιθύρισε ο Κόπερ στο αυτί του χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα του από τον τοίχο. 

"Αν βγούμε θα μας φάνε! Πρέπει να πάμε από πίσω και να κάνουμε τον κύκλο", απάντησε, δείχνοντας την πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα αυτού του λεηλατημένου εστιατορίου. 

Με αναπηδήματα προσπέρασαν τον πάγκο της κουζίνας και έτρεξαν για την πίσω πόρτα του μαγαζιού. Αφού έριξαν μια γρήγορη ματιά στο άδειο σοκάκι, άρχισαν να τρέχουν, ακούγοντας τις καρέκλες του μαγαζιού να σέρνονται και ένα τεχνητό γέλιο να τους γεμίζει με τρόμο. Έβλεπε την θερμότητά τους ή κάπου εκεί ψηλά πετούσαν αόρατοι ανιχνευτές, τροφοδοτώντας με πληροφορίες τις μηχανές για τη θέση τους, σκεφτόταν ανατριχιασμένος, ενώ έτρεχε προς τη πλησιέστερη κάλυψη. Το κυνήγι δεν πρέπει να κράτησε πάνω από μισή ώρα, αλλά του φάνηκε μια αιωνιότητα. Περνώντας από πολλά στενά, δρόμους και πολυκατοικίες,  κατέληξαν δίπλα από το λιμάνι, μακριά από την αρχική τους θέση και αποκομμένοι από την ομάδα τους. Αυτή η συνοικία ήταν άδεια παραδόξως. Έίχαν απομακρυνθεί αρκετά από τις γραμμές και θα ήταν τυχεροί εάν συναντούσαν φίλους. Τα κτίρια εδώ έστεκαν ακόμα σχεδόν ανέγγιχτα από την πολιορκία, για τον λόγο ότι κατέληγαν σε αδιέξοδο. Ήταν μια περιοχή χαμηλής στρατηγικής αξίας. 

Μόλις βρήκαν κάλυψη στον ημιόροφο, ο Κόπερ άρχισε να δουλεύει τα καλώδια του ασυρματού του. Η μηχανή του τα έσκισε καθώς περνούσε την λεπίδα της από το στέρνο του λοχαγού. Τα χέρια του έτρεμαν κι ας τα είχε ξαναζήσει όλα αυτά. Τα γυαλιά και η ενδοεπικοινωνία είχαν χάσει το σήμα τους. Η μηχανή είχε σταματήσει την καταδίωξή της, μιας και από ό,τι φαίνεται είχε κάποια σημαντικότερη δουλειά να κάνει. Σε αυτή την σχετική ησυχία βρήκε την ευκαιρία να πιεί λίγο νερό. Έδωσε το παγούρι στον Κόπερ και άρχισε να μασουλάει μια μπάρα ενέργειας. Δεν άργησε να επανέλθει η γραμμή επικοινωνίας και ο Κόπερ άρχισε αμέσως την αναφορά των γεγονότων. Πριν όμως προλάβει να ολοκληρώσει,  με ένα ψυχρό βλέμμα και κρύο ιδρώτα να τον λούζει, ξεστόμισε, "Δεν τους προλάβαμε, οι μηχανές τους βρήκαν"..

Έμειναν σιωπηλοί, θρηνώντας για λίγο τους φίλους τους, μέχρι που η πραγματικότητα απαίτησε από αυτούς να βρουν ένα τρόπο να γυρίσουν. Πλέον ήταν εγκλωβισμένοι σε μια μικρή χερσόνησο πίσω από εχθρικές γραμμές. Η λιποταξία τρύπωσε σαν ιδέα στο μυαλό τους, αλλά κανείς δεν είπε τίποτα. 

Το ηθικό τους κάπως είχε αναπτερωθεί, χάρη στη μπάρα ενέργειας που έφαγαν. Πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, ουσίες που δημιουργούν μια ψευδή αίσθηση αυτοπεποίθησης και μια μικρή δόση ναρκωτικής ουσίας. Μια ουσία που κάνει τους στρατιώτες αναίσθητους σε αρνητικά μηνύματα, που ίσως λάβουν στη μάχη. Απαραίτητη και υποχρεωτική η τακτική κατανάλωσή της για όλο τον στρατό.

Σύμφωνα με τον χάρτη, ήταν στο λιμάνι του Νιουαρκ, απέναντι από το Νιου Τζέρσεϊ. Ξεκίνησαν να οδεύουν προσεκτικά, προς φιλικές θέσεις, με τον Κόπερ να δοκιμάζει διάφορες συχνότητες στη πορεία και να καταριέται τους περιπλέκτες*. Παράλληλα, η διαδικασία πιστοποίησης είχε αρχίσει. Σαν να είχε αρχίσει να φωτίζει ο ουρανός, όταν οι κανονιές άρχισαν να γίνονται πιο έντονες και οι ριπές να ηχούν σαν να έρχονται από την άκρη του δρόμου. Ο ασύρματος ξαφνικά άρχισε να βουίζει, με διαταγές και οδηγίες, ταυτόχρονα με τα γυαλιά του λοχαγού, που γέμισαν το οπτικό του πεδίο με πληροφορίες για την θέση των λόχων και την πορεία της μάχης. Οι ομάδες της νότιας πλευράς κατάφεραν να αναχαιτίσουν την έφοδο των μηχανών. Φτάνοντας στο σημείο εκείνο, αντίκρυσαν το κόστος της μάχης που προηγήθηκε. Διαμελισμένοι άνθρωποι, τοίχοι βαμμένοι κόκκινοι από το αίμα και διασκορπισμένα εξαρτήματα που γέμιζαν τον δρόμο. Ο Κόπερ πήγε να βρει τον υπεύθυνο, ενώ αυτός πήγε να καθίσει με μια ομάδα πολεμιστών, που περίμεναν το επόμενο κύμα, φροντίζοντας τα όπλα τους.

Αμίλητος, απλά κοιτούσε και άρχισε να γράφει στο σημειωματάριό του, κάνοντας γρήγορα σκίτσα μαζί. Μια ώρα είχε περάσει περίπου, όταν τον βρήκε ο Κόπερ, μεταφέροντας του τις διαταγές του Διοικητή. Ένα μεταγωγικό θα τους μετέφερε λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, όπου θα ανασυντάσσονταν με το σύνταγμα 14Α κοντά στις γέφυρες Έσσεξ και Χάρισον, όπου οι μισθοφόροι της συμμαχίας ήθελαν να εξασφαλίσουν για πέρασμα.

Λίγη ώρα αργότερα, το φορτηγό τους άφησε μπροστά από ένα επιβλητικό κτίριο. Πολύ πιο παλαιό από την πόλη, έφερνε στο μυαλό του την αίγλη της Αμερικής των παιδικών του χρόνων. Παρατήρησε την δυτική πτέρυγα γυμνή, κτυπημένη από σωρεία βλημάτων και πληθώρα οπών και ρωγμών στο υπόλοιπο κτίριο. Οι ουρανοξύστες του Μανχάταν, φαινόντουσαν θολοί. Αυτό τον οδήγησε στο συμπέρασμα, πως μια ασπίδα κάλυπτε τη γειτονιά, με κέντρο αυτό το κτίριο, γεγονός που τον έκανε να νιώσει μια άνεση. Πολεμάς με μεγαλύτερο θάρρος όταν γνωρίζεις πως ο εχθρός σου βρίσκεται στο έδαφος, μπροστά σου κι όχι από πάνω σου, χαμένος στα σύννεφα. Αναγκαστικά θα κτυπούσαν το κτίριο με μετωπική επίθεση πλέον. Από μια επιγραμματική εξιστόρηση, των μέχρι τότε γεγονότων, από έναν λαβωμένο στρατιώτη, έμαθαν πως οι Παίκτες ανωτέρου επιπέδου, φρόντισαν την αντίσταση στα ανατολικά με μηδαμινές απώλειες, ενώ το "Ζαφείρι της Ανατολής", συνέτριψε τον εχθρό στο βόρειο μέτωπο. Φήμες στις συχνότητες έλεγαν, πως ο Πρόεδρος ετοίμαζε ένα υπερόπλο για να τελειώσει τον πόλεμο μαζί με την πολιορκία, αλλά ίσως ήταν τέχνασμα για να μην χάσουν το ηθικό τους οι στρατιώτες. Στα Νότια και Δυτικά, τους είχαν πιάσει απροετοίμαστους και κατάφεραν να ανακτήσουν πολύ χαμένο έδαφος πριν ακόμα ξημερώσει. Όλα αυτά που άκουγαν, τους οδήγησαν στην ελπιδοφόρα ιδέα, πως η πολιορκία θα έσπαγε σύντομα με μια θορυβώδη νίκη για το Δουκάτο της Νέας Υόρκης. 

Ο ουρανός είχε ανοίξει πολύ το χρώμα του και ηλιαχτίδες άρχισαν να φωτίζουν τα ρετιρέ των ψηλών κτιρίων, με έντονες χρυσές αντανακλάσεις. Έριξε το βλέμμα του προς την πόλη. "Είναι ακόμα σκοτεινή, καλό αυτό", σκέφτηκε. Αυτό σήμαινε πως οι ασπίδες άντεχαν ακόμα.

Δεν άργησε να ηχήσει συναγερμός. Νέα επιδρομή πλησίαζε και έπρεπε να κρατήσουν τη θέση τους μέχρι να καταφθάσουν ενισχύσεις. Βρίσκοντας καλή κάλυψη, κοίταξε μέσα από μια οπή του τοίχου μπροστά του. Στην όψη των αναθεματισμένων μηχανών, στον ήχο των αρμάτων μάχης, άρχισε να αναθεωρεί τις επιλογές που έκανε στη ζωή του. Γυρνώντας, είδε τους δικούς του να στήνουν πολυβόλα και πρόχειρες κατασκευές για προστασία. Ο Διοικητής ήταν σαφής. Θα κρατούσαν αυτή την ευνοϊκή, για τους αμυνόμενους, θέση και μόλις οι ενισχύσεις έφθαναν, θα περνούσαν στην επίθεση. Με τις πρώτες ριπές, θραύσματα άρχισαν να πέφτουν από τους τοίχους ολόγυρά τους, οβίδες σφύριζαν και κομμάτια κτιριών άρχισαν να καταρρέουν, πλακώνονταν από κάτω τους άτυχους. Σχεδόν άμεσα, μόλις το βίωσε αυτό, ένιωσε κάτι να στάζει πάνω του. Η μεταλλική γεύση επέστρεψε στο στόμα του και τα ρουθούνια του άρχισαν να καίνε. Ένα ψιχάλισμα γρήγορα μετατράπηκε σε βροχή, αλλά οι σταγόνες ήταν ζεστές, το δέρμα του άρχισε να καίει, τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν πάλι. Συνειδητοποίησε ότι τους ψέκαζαν και μόλις δόθηκε η εντολή, σύσσωμοι όλοι άρχισαν αν τρέχουν μέσα σε κτίρια. Λίγοι δυστυχείς, δέχθηκαν πλήγματα καθώς έτρεχαν εκτιθειμένοι και έγιναν ένα μακάβριο θέαμα για τους υπόλοιπους. Με την βροχή να πέφτει πάνω τους, το δέρμα άρχισε να λιώνει και να γίνεται ένα με την πανοπλία τους. Τα μάτια τους έγιναν κόκκινα και οι κραυγές οδύνης έγιναν κάλεσμα για ανακούφιση. Όσους δεν μπόρεσαν να τραβήξουν στην ασφάλεια, που παρείχαν οι στέγες, αυτοκτόνησαν. Η υγρασία άρχισε να πλήττει αυτούς μέσα στα κτίρια πλέον, με τα υφασμάτινα καλύμματα, του αναπνευστικού εξοπλισμού, να μην έχουν αποτέλεσμα. Φάνηκαν οι μηχανές. Ψηλόλιγνα ανθρωποειδή ντυμένα με γκρίζες πανοπλίες. Εκεί πού θα περίμενε κανείς να συναντήσει το βλέμμα ενός άνδρα, έβλεπε την αντανάκλασή του σε μυριάδες μικρές κάμερες, όπως τα μάτια μιας μύγας κι εκεί που κάποιος θα έβρισκε θερμά χέρια, τα άκρα τους στιλπνά έδρατταν διαφόρων ειδών μεγάλα όπλα. Σε απόλυτο συγχρονισμό άρχισαν να ρίχνουν με μεγάλη ευστοχία προς το κτίριο. 

Παγιδευμένοι και τρομοκρατημένοι από το ανελέητο χείμαρρο σφαιρών, που δεν έληγε, άρχισαν να τρέχουν προς τις πίσω εξόδους του κτιρίου. Δέχτηκε ένα κτύπημα καθώς έτρεχε, αλλά ήταν επιφανειακή πληγή. Κουτσαίνοντας, με τη βοήθεια ενός αγνώστου, κατάφερε και πέρασε το δρόμο που χώριζε τις οικοδομές. Η "βροχή" είχε λήξει, όμως η υγρασία συνέχισε να τους καίει τα πνευμόνια. Πολλοί έβηχαν και ασθμαίνωντας, με δάκρυα στα μάτια, άρχισαν να απελπίζονται. Οι μισθοφόροι της συμμαχίας φημίζονταν για την γνώση και  χρήση ανορθόδοξων, "παράνομων" τακτικών, αλλά κανείς δεν είχε αντιμετωπίσει τέτοια όξινη βροχή. Έδεσε πρόχειρα το τραύμα και η αιμορραγία σταμάτησε. Οι μηχανές άρχισαν να στριγγλίζουν αποδοκιμαστικά προς αυτούς, μηχανικά γέλια γέμιζαν την γειτονιά, ενώ τα μεταλλικά κεφάλια άρχισαν να φαίνονται από τα παράθυρα του κτιρίου που μόλις εγκατέλειψαν. Σαν να μην έφτανε αυτό, ένα άρμα μάχης εμφανίστηκε στην άκρη του δρόμου, αποκόπτωντας την διέξοδο διαφυγής. Ένας, μη βλέποντας άλλη διαφυγή, όρμησε προς τις μηχανές, γυρνώντας απότομα στην, τυφλή για αυτές, γωνία του κτιρίου απέναντι και έκανε να τις προσπεράσει. Με μηχανική ακρίβεια το χέρι μιας πέρασε τα τούβλα του τοίχου, τον έπιασε από το κρανίο και το συνέθλιψε. Τώρα συνειδητοποίησε πόσο τυχερός στάθηκε πριν λίγες ώρες...

Απεγνωσμένοι άρχισαν να πέφτουν στα γόνατα, πετώντας τα όπλα και υψώνοντας τα χέρια τους. Οι μηχανές έστρεψαν τις κάνες των όπλων τους προς τα κάτω και πλησίασαν αρμονικά προς το μέρος τους. Από το άρμα έφτασαν κάποιοι, μισθοφόροι, αν έκρινε σωστά από τον εξοπλισμό τους, που τους πέρασαν χειροπέδες και έβαλαν στον καθένα να εισπνεύσει από μία μπουκάλα. Ένιωσε αμέσως καλύτερα μόλις το έκανε. Φαίνεται οτι ανετρέπε την επήρρεια του ψεκασμού. Το δέρμα του όμως έκαιγε ακόμα. Άρχισαν να σαρώνουν τα πρόσωπά και τα δακτυλικά τους αποτυπώματά, με την ελπίδα ότι είναι κάποιος σημαντικός ανάμεσά τους. Το σύνταγμα 14Α ήταν νεοιδρυθές, με τους περισσότερους να είναι πρωτάρηδες και αμαθείς, ενώ μερικοί δεν είχαν αποκτήσει ακόμα επίσημη θέση στην πολιτοφυλακή. Είχαν αυτοπεποίθηση, δεν βιάζονταν και οι κινήσεις του ήταν ήρεμες. Αυτό του προκάλεσε εντύπωση. Να πολεμούν πλάι με μηχανές; Μισθοφορικά άρματα μάχης; Δεν γνώριζαν τι γίνονταν στα άλλα μέτωπα ή ήταν όλο αυτό μέρος του σχεδίου τους; Κοιτώντας τους, παρατήρησε ότι όλοι ήταν άρτια εξοπλισμένοι, με βαριά όπλα και γερά κράνη. Τρεις τα είχαν βαμμένα σε φανταχτερά χρώματα, με κομψά σχέδια, δίχως έγνοια για τη προσοχή που τραβούσαν στη μάχη. Ανάμεσά τους, υποδήλωνε ένδειξη εμπειρίας και ικανότητας, απ' ότι είχε μάθει. Όταν τον αναγνώρισαν, τον πλησίασε ένας που κάπνιζε παραδίπλα. Φαίνεται ήταν ο πιο προχωρημένος στην ομάδα και τον θεώρησαν για αρχηγό τους. Τον έσυραν μέσα σε ένα απομακρυσμένο, από τους υπόλοιπους, χώρο και τον έδεσαν σφιχτά σε μια σκουριασμένη καρέκλα, δίνοντας του να πιει ένα σιρόπι. Πριν όμως αρχίσει η ανάκριση, ένα εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε απ' έξω, που τον ακολουθήσαν κραυγές πόνου και βολές όπλων, ταυτόχρονα με ιαχές αποθέωσης από τους κρατούμενους. Οι δέσμιοί του έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει και στην πιθανότητα μιας αψιμαχίας, ένας δικός του ήρθε να τον λύσει. "Ήρθαν οι Οπλοαρχηγοί", είπε με ένα πλατύ χαμόγελο. "Σωθήκαμε".

Με ένα πιστόλι στο χέρι και κουτσαίνοντας, έφτασε στην έξοδο απ' όπου είχαν έρθει, για να τους αντικρύσει να μάχονται. Οι αφίσες και τα βίντεο τελικά δεν ήταν απλά μηχανογραφημένη προπαγάνδα. "Οπλαρχηγοί" αποκαλούνταν οι παίκτες των τελευταίων επιπέδων. Αυτοί ήταν λίγοι, άνθρωποι που με την καταστροφή αφιερώθηκαν στην ίδρυση ενός νέου κόσμου με ατσάλι και πυρίτιδα. Στη νέα τάξη βρήκαν δόξα και ανέσεις, που η πλειοψηφία ονειρεύονταν να αποκτήσει, με κάθε είδους απόλαυση στη διάθεσή τους. 

Δύο μόνο μπορούσε να διακρίνει, οι οποίοι φορούσαν ένα βαρύ εξωσκελετό πλήρως κλειστό σε πανοπλία. Λευκοί, με γκρίζες και κόκκινες γραμμές στο στήθος, να δείχνουν τη θέση και την ταυτότητά τους, φέροντας το οικόσημο του Προέδρου στους ώμους τους. Και οι δύο, είχαν από ένα βαρύ μυδραλιοβόλο στα χέρια και στην πλάτη τους μια μικρή πλατφόρμα ρουκετών. Ανάμεσά τους, κομμένα άκρα, καλώδια και λάδια από τις μηχανές και στο βάθος πτώματα από τους μισθοφόρους. Το άρμα είχε αρχίσει ήδη να ρίχνει προς το μέρος τους, αλλά η βαριά πανοπλία τους, εξοστράκιζε τα βλήματα καθώς αυτοί έβρισκαν κάλυψη. 

Τι μπορούσε να κάνει αυτός και οι υπόλοιποι; Το τουφέκι του ήταν άφαντο, μερικοί έκαναν να το βάλουν στα πόδια όσο μπορούσαν, ενώ άλλοι έψαχναν σημεία για να ενισχύσουν τους σωτήρες τους. Πήρε ένα τουφέκι που βρήκε δίπλα από ένα πεσόντα και έτρεξε να βρει μάχιμη θέση, όσο οι μισθοφόροι είχαν επικεντρωμένα τα πυρά τους αλλού. Ένα σμήνος από ρουκέτες, έφυγε από την πλάτη ενός, ανοίγοντας άμεσα μια μεγάλη οπή στην άτρακτο του άρματος. Ένα δεύτερο σμήνος ρουκετών, αποτελείωσε το προσωπικό μέσα σε αυτό. Με το άρμα να φλέγεται πίσω τους, οι παίκτες πλησίασαν τους στρατιώτες, ακούγοντας μια γυναικεία φωνή να τους εμψυχώνει και να τους καθοδηγεί. Θα συνέχιζαν εμπρός, σπρώχνοντας το μέτωπο, μέχρι το πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της, όταν μια κόκκινη δέσμη φωτός διαπέρασε τον συνέταιρό της. Ένα λουτρό αίματος άρχισε να ρέει. Εκεί που κανονικά θα ήταν η κοιλιά του, πλέον υπήρχε μια τεράστια τρύπα. Στο βάθος ακούστηκε ένα σφύριγμα και μια δεύτερη δέσμη εμφανίστηκε. Με γρήγορους διασκελισμούς την απέφυγε, ρίχνοντας πολλές κατάρες προς όποιον τις έριχνε. Γρήγορα, όλοι τους αρχίσανε να ψάχνουν την πηγή της δέσμης. Με την ασπίδα της πόλης ενεργοποιήμενη και τους εχθρικούς περιπλέκτες, οι ενδοεπικοινωνίες ήταν πάλι κλειστές και τα γυαλιά του άχρηστα. Δεν ακούγονταν κάποιο άρμα ή τα πόδια κάποιας μηχανής. Μια δέσμη τέτοιας ισχύος θα χρειαζόταν μεγάλη πηγή ενέργειας, σκέφτηκε. Θα έπρεπε να έρχεται από ένα μεγάλο άρμα. Όμως τίποτα δεν φαινόταν, ούτε ακουγόταν.

Μερικές ριπές έφυγαν στο κενό, μήπως και λάβουνε καμία απάντηση, όμως επικρατούσε ησυχία, ωσότου, μια τρίτη ερυθρή δέσμη ήρθε μαζί με μια τέταρτη σχεδόν αμέσως. Είδε την Παίκτρια να τις αποφεύγει με ευελιξία, παρά το βάρος της, αλλά οι δυο στρατιώτες δίπλα της, δεν ήταν τόσο ευκίνητοι. Άρχισε να οδεύει προς την κατεύθυνση προέλευσης, παρά το γεγονός ότι κάθε ένστικτό του φώνάζε να μην το κάνει.

Ησυχία επικρατούσε περιμένοντας τους ανιχνευτές να εντοπίσουν την πηγή, αλλά κανένα νέο. Από πότε οι μισθοφόροι είχαν τέτοιον εξοπλισμό; Τη σιωπή έσπασε η κραυγή της Παίκτριας, να ζήτα απεγνωσμένα βοήθεια, ενώ η στολή της άρχισε να συστρέφεται, με τα άκρα της να κάμπτονται αφύσικα και τα πολεμοφόδια να εκρήγνυνται πάνω της. Πριν μπορέσει να συνειδητοποιήσει τι έβλεπε, ο εξωσκελετός είχε γίνει μια μεταλλική μπάλα στο πάτωμα, με αίμα και λάδι να κυλά από τις εσοχές της. Τρομοκρατημένοι, άρχισαν να τρέχουν, μα στην τρίτη δρασκελιά όλοι τους ακινητοποιήθηκαν και κατέρρευσαν. Δεν ήξερε τι τον κρατούσε παγωμένο εκεί. Ένιωθε πως θα έχανε τις αισθήσεις του, αλλά η ζαλάδα έφυγε γρήγορα. Την αντικατέστησε μια διαύγεια, μια γαλήνη. Είδε μια γυναίκα με ρούχα παραλλαγής να ξεπροβάλει μέσα από ένα μισογκρεμισμένο κτίριο, κρατώντας ένα βιβλίο. Περπατούσε αγέρωχα προς το μέρος του, ψιθυρίζοντας μόνη της, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο βιβλίο. 

Η κοπέλα πλησιάζοντας, έβλεπε πίσω της κάποιες φιγούρες να κινούνται. Ήταν μισθοφόροι, αλλά δεν έδωσε σημασία. Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της καθώς εκείνη πλησίαζε. Μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της. Μια κοπέλα με γλυκό πρόσωπο, κατακόκκινα χείλη και καστανά μαλλιά. Είχε φτάσει πλέον δίπλα του. Γιατί δεν έριχνε τόση ώρα; Τι τον κρατούσε εκεί, ανίκανο να κινηθεί; Δεν μπορούσε καν να μιλήσει, είχε αποσβολωθεί. Ήταν πανέμορφη και στην όψη της μια ζεστασιά τον κατέκλυζε, μια αγαλλίαση γέμιζε την καρδιά του, ένιωθε ευτυχισμένος. 

"Πως σε λένε;", ρώτησε με ένα μικρό χαμόγελο, κλείνοντας το βιβλίο της. Τα μάτια της, ήταν γεμάτα στοργή και απαλότητα.

"Κάιλ... Κάιλ Χίκινγκς, εσένα;"

"Αγνή".

*Περιπλέκτης ή ψευδοτυχαιοποιητής: μια συσκευή διάφορων εφαρμογών, που χρησιμεύει για την σκόπιμη εμπλοκή, παρεμπόδιση ή παρεμβολή σε εξουσιοδοτημένες ασύρματες επικοινωνίες.