Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Ανέλιξη στον Ουρανοξύστη του Μάγου"

Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Ανέλιξη στον Ουρανοξύστη του Μάγου"
Artwork της Fangda Luo

Καθόταν σε ένα χοντρό τσιμεντένιο κομμάτι που είχε αποκολληθεί από την οροφή. Ήταν ειδυλλιακά, με τις ακτίνες που διείσδυαν από το ρήγμα, να την ηρεμούν. Ένας κύριος της είχε πει παλιότερα, οτι αυτό το κτίριο, ήταν δημοφιλές θέατρο της περιοχής. Τον χάζευε καθώς αυτός ζέσταινε τη γυναίκα του τρίβοντας απαλά τις παλάμες του με τις δικές της, λέγοντας της γλυκά λόγια παρηγοριάς. Ένιωθε μια θλιβερή θαλπωρή, που είχε να νιώσει από μικρή, το οποίο βλέποντας το, την έκανε να θυμηθεί τους γονείς της. Ο Τζον την πλησίασε με ένα χαμόγελο και την τύλιξε με μια ζακέτα που βρήκε στην εξόρμηση του. Μετά από μερικά αναφιλητά, έχωσε το πρόσωπό της στον ζεστό λαιμό του και αφουγκράστηκε την στιγμή. Η μυρωδιά του, οι σταθερές βαθιές ανάσες του, το ζεστό κορμί του.

"Πες μου κάτι από τα παιδικά σου χρόνια", ζήτησε ευγενικά ο Τζον.
"Πως σου ήρθε αυτό; Τι θέλεις να μάθεις;", ρώτησε με απορία η Ίρϊα.
"Τίποτα, έτσι μου ήρθε.. δεν ξέρω, πες μου για τους γονείς σου".
"…Χμμ, δεν θυμάμαι πολλά. Δούλευαν στο σπίτι, κάνανε χειροτεχνίες. Ξέρεις, ο πατέρας μου με τα μαχαίρια του και η μητέρα μου με τα γλυπτά και τα κεραμικά της. Θυμάμαι που κάθε μέρα μετά το μεσημεριανό με ρωτούσανε πως τα πέρασα στο σχολείο καθώς έπιναν το τσάι τους", είπε με νοσταλγικό ύφος και συνέχισε "Μέρες ηλιόλουστες όπως η σημερινή, όταν τελείωναν με το τσάι τους, πήγαινα στο δωμάτιο μου και από το παράθυρό μου έβλεπα την μητέρα μου να ασχολείται με τον κήπο. Είχε ένα κοραλλί καπέλο θυμάμαι".
"Ζούσατε άνετα δηλαδή. Εμείς ήμασταν στριμωγμένοι σε ένα διαμερισματάκι. Γεμάτο χαλιά για να διατηρείται ζεστό και μια τηλεόραση στη γωνία που δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ. Παππού και γιαγιά; Τους θυμάσαι καθόλου;"
"Ελάχιστα! Θυμάμαι πως μας επισκέπτονταν σπάνια. Δεν είχαν σταθερό σπίτι για να πάμε εμείς. Ταξίδευαν τον κόσμο και κάθε φορά που έρχονταν, ο παππούς μου έλεγε διάφορες ιστορίες για θαυμαστά μέρη και ανθρώπους που γνώρισε", απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο και το βλέμμα της χαμένο στις αναμνήσεις, η Ίρϊα.

Της κρατούσε το χέρι και το έτριβε απαλά με τον αντίχειρά του καθώς χάζευε τους υπολοίπους. "Δεν γνώρισα τους δικούς μου παππούδες. Ο πατέρας μου, μου είχε πει πως όταν χτύπησαν οι τυφώνες τα παράλια του Τέξας, πνίγηκαν από την νεροποντή. Οι γονείς μου είχαν ήδη μετακομίσει εδώ",  απάντησε με θλιμμένο τόνο.
"Ναι, μου είχες πει…", δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει η Ίρϊα και ο Τζον συνέχισε
"Θυμάσαι καθόλου τις χειροτεχνίες τον γονιών σου να μου τις περιγράψεις;"
"Έμ, όχι πολύ καθαρά... Η μητέρα μου έβαζε πάντα περίπλοκα γεωμετρικά σχέδια και περίεργα σύμβολα στα έργα της. Ο πατέρας μου όμοια, ίδια σχεδόν με της μητέρας μου. Μου είχαν πει πως είναι παρμένα από την κουλτούρα των προγόνων μου και μου δίδαξαν πώς να σχεδιάζω αρκετά από αυτά, αλλά τα περισσότερα τα έχω ξεχάσει", είπε γεμάτη απογοήτευση.
"Κρίμα, θα 'θελα να τα έβλεπα. Οι δικοί μου ήταν εργαζόμενοι σε μια εταιρία ως καθαριστές. Έλειπαν όλη μέρα στη δουλειά και το βράδυ έτρωγαν και έπεφταν για ύπνο. Από που είναι οι πρόγονοί σου δηλαδή;", την ρώτησε με περιέργεια ο Τζον.
"Δεν ξέρω, κάπου από τη Μέση Ανατολή, νομάδες ήταν. Έμποροι και εξερευνητές", είπε και στο μυαλό της σχηματίστηκαν εικόνες με οάσεις και αμμόλοφους, ξεχασμένες πόλεις θαμμένες στην άμμο και αρχαία έργα ανθρώπων σαν αυτά που διάβαζε στα βιβλία.
"Καλή μου, θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Τώρα που έχουμε ηρεμία, μίλα μου", ξεστόμισε ο Τζον, δίνοντας απαλά φιλιά στα χέρια της.
"Γλυκέ μου, τι σε έπιασε; Τι θέλεις να ξέρεις", απάντησε στα αναφιλητά χαμογελώντας
"Τα πάντα για σένα", μονολόγησε με μελιστάλαχτο βλέμμα ο Τζον.

Της φαινόταν αλλιώτικος ξαφνικά. Κάτι στο τρόπο που μιλούσε, που την άγγιζε, τη φιλούσε. Το μέρος σκοτείνιασε και ένας υπόκωφος θόρυβος ερχόταν από μακριά. Ένιωθε μια δόνηση στα πέλματά της. Με μια γρήγορη κίνηση έκανε να αρπάξει το τόξο της μαζί με τη τσάντα της αλλά δεν ήταν εκεί. Γύρισε να ρωτήσει τον Τζον αλλά, προτού προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτησή της, είχε εξαφανιστεί. Όλος ο κόσμος, που μόλις τώρα χάζευε, είχε φύγει αλλά για κάποιον άγνωστο λόγο δεν ένιωθε απορία, ούτε ήταν ξαφνιασμένη. Σαν να το περίμενε αυτό. Η ένταση της δόνησης γινόταν πιο δυνατή και τραντάγματα την έκαναν να χάνει την ισορροπία της. Ρυθμικά, όπως πηδούσε σε τραμπολίνο μικρή. Πιάστηκε από μια γυμνή σιδερόβεργα του τοίχου και άρχισε να κατευθύνετε προς την έξοδο. Συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν που ήταν και μέσα στην σύγχυση ακολουθούσε το ένστικτό της. Κομμάτια άρχισαν να πέφτουν από την οροφή και πλέον όλο το κτίριο έτριζε αφύσικα. Τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να κάνει ολόκληρο κτίριο να κινείται έτσι ρυθμικά, σκέφτηκε καθώς πάσχιζε να διατηρήσει την ισορροπία της στους λοξούς διαδρόμους και τα διαλυμένα σκαλοπάτια. Πλέον, ένιωθε ολόκληρη τον εαυτό της να τραντάζεται με το κτίριο, χάνοντας την επαφή με το δάπεδο, σαν όλος ο όροφος να άρχιζε να καταρρέει. Με δύναμη, επανήλθε στο έδαφος μόνο για να αναπηδήσει πάλι. Ο διάδρομος άρχισε να σκοτεινιάζει κι άλλο και η όρασή της θόλωσε. Ένιωθε τα πόδια της αδύναμα, τα κόκαλά της πονούσαν, έχασε την ισορροπία της ακόμα μια φορά και σωριάστηκε.
Με το που κτύπησε το κεφάλι της στο κρύο τσιμέντο τα μάτια της άνοιξαν για να δει κάποια σκαλοπάτια. Κάποιος την κουβαλούσε στον ώμο του. Έβαλε λίγη δύναμη και έσπρωξε το κορμί της να δει προς τα πίσω. Ο λαιμός της πονούσε, μη μπορώντας να σηκώσει το κεφάλι της για πολύ ώρα. Είδε κάποιους με ξυρισμένα κεφάλια, φορώντας ποδιές, να την ακολουθούν.
Ένας νεαρός με γαλάζια μάτια και δύο βύσματα στο κεφάλι την πλησίασε, λέγοντας της
"Μην φωνάξεις. Δεν είμαστε εχθροί σου. Σε βρήκαμε αναίσθητη και σε πήραμε. Δραπετεύουμε, οπότε μη βγάλεις άχνα".
Δεν είχε δύναμη να απαντήσει και χαλάρωσε πάλι κλείνοντας τα μάτια της. Ποιος την μετέφερε, αναρωτήθηκε, καθώς οι σκέψεις τις άρχισαν να χάνονται. Ήταν ο Τζον; Ήθελε να ξέρει.
Ήταν σε μια αίθουσα όταν άνοιξε τα μάτια της. Ένας στρατιώτης της είχε δώσει να μυρίσει κάτι απαίσιο. Αυτό, την ξύπνησε φαίνεται γιατί τα ρουθούνια της ακόμα έκαιγαν.

"Που είμαι; Ποιοι είστε εσείς", είπε τρομαγμένη, καθώς κοιτούσε γύρω της. Κάποιοι με ποδιές ξεκουράζονταν και μιλούσαν μεταξύ τους, παρατηρώντας την. Άλλοι φαίνονταν σαν στρατιώτες, αλλά δεν είχαν τις κομψές πανοπλίες του Δουκάτου. Ο κύριος που την ξύπνησε κάθισε βαθιά και με ήρεμο τόνο της μίλησε.
"Γεια σου. Με λένε Τζορτζ. Είμαστε μισθοφόροι της Συνομοσπονδίας. Ήρθαμε να σταματήσουμε τον Πρόεδρο και να δώσουμε ένα τέλος στον πόλεμο και την εξαθλίωση που έχει προκαλέσει. Όμως μάθαμε στη πορεία, πως υπήρχαν άτομα εδώ πέρα, αιχμάλωτοι, που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν. Ένα τέτοιο άτομο είσαι και εσύ. 'Ολοι όσοι βλέπεις εδώ, θα πολεμήσουν μαζί μας. Δεν είσαι υποχρεωμένη όμως, είσαι ελεύθερη να φύγεις αν το θελήσεις".
Με ένα βλέμμα σύγχυσης κοίταξε το ταβάνι, μιας και της ήρθαν μαζεμένες πολλές πληροφορίες. Σκέφτηκε τους υπόλοιπους τι να απέγιναν.. Ήθελε να μάθει.
"Οι δικοί μου, είναι καλά; Πού βρίσκονται;", ρώτησε με αγωνία.
"Δεν γνωρίζουμε. Αλλά για να σε είχαν στο ανακριτήριο, σημαίνει πως τους ήσουν σημαντική! Οπότε λογικά δεν θα τους πείραξαν, μήπως και τους αξιοποιήσουν στο μέλλον για να σε εκβιάσουν.’’
"Ανακριτήριο; Θυμάμαι έναν άνδρα με ασημένια πανοπλία σε μια πράσινη ομίχλη. Κοίταξα το σπαθί του και έχασα τις αισθήσεις μου. Ένα παιδί με μωβ ρούχα και ουλές ήταν μαζί μου στο περιπολικό. Με νάρκωσαν. Έβλεπα πως ήμουν σε ένα καταφύγιο και μας βομβάρδιζαν. Με βρήκατε στα συντρίμμια; Όχι, δεν βγάζει νόημα",  αναπολούσε η Ίρϊα, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις αναμνήσεις και τις σκέψεις της. Δεν μπορούσε να διακρίνει που τελείωναν οι αναμνήσεις και που ξεκινούσαν τα όνειρα.
"Καταφύγιο; Χμμ.. Αυτό που βίωσες μάλλον ήταν ένα τεχνητό όνειρο. Συνηθισμένη πρακτική πλέον. Βάζουν το υποκείμενο σε ένα γνώριμο περιβάλλον, μαζί με οικεία άτομα, ώστε να τους αποσπάσουν πληροφορίες πιο εύκολα. Ήσουν ναρκωμένη εξάλλου όταν σε βρήκαμε. Αυτό θα εννοείς", εξήγησε καθώς έγνεφε καταφατικά η γυναίκα δίπλα του.
"Εε, είμαι η Ίρϊα", αποκρίθηκε. "Παρά την επιθυμία μου για εκδίκηση, δεν είμαι μαχήτρια. Ένα τόξο ξέρω να χειρίζομαι καλά και δεν νομίζω να το έχετε. Θα σας είμαι βάρος", εξηγούσε καθώς έτριβε τα μάτια της. Πήρε το παγούρι που της πρόσφερε και αφού ήπιε συνέχισε.
"Πρέπει να βρω τους δικούς μου. Πρέπει να φύγουμε από την πόλη. Τελείωσε η πολιορκία; Οι πύλες είναι ανοικτές;"
Το βλέμμα τους σκοτείνιασε. Συνοφρυωμένη η γυναίκα που στεκόταν δίπλα τους είπε, "Η πολιορκία έληξε. Χάσαμε. Εμείς απομείναμε και μερικοί ακόμα, που φαντάζομαι δεν θα αργήσουν να τους βρουν. Εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να πολεμήσουμε όμως, ήρθαμε για να βρούμε τον Πρόεδρο, οπότε δεν έχει σημασία η έκβαση της πολιορκία"
"Τι εννοείς;", ρώτησε Ίρϊα.
"Αποστολή αυτοκτονίας", μονολόγησε ένας στη γωνία. Ήταν το παιδί που είχαν μεταφέρει μαζί της, ένας έφηβος συμμορίτης από τους Μωβ Αίλουρους του Μπέι Σάιντ, από το Κουίνς από ό,τι κατάλαβε. Με ρόμπα ασθενή φαινόταν αλλιώτικος, μα το βλέμμα του ήταν γεμάτο θυμό και οι ουλές που κάλυπταν το πρόσωπό του τον αγρίευαν. Την κοίταξε. Κοίταξε και τους υπόλοιπους και συνέχισε. "Δεν υπάρχει διαφυγή για εμάς. Θα μας ξαναπιάσουν και θα μας υποβάλλουν πάλι στις δοκιμασίες και τα πειράματά τους. Εάν καταφέρουμε και φτάσουμε στη προεδρική κατοικία όμως, χρησιμοποιώντας τον Πρόεδρο και την οικογένεια του σαν ομήρους, θα τους ανταλλάξουμε με την ελευθερία μας".
"Φορώντας ρόμπες ασθενή; Με τι όπλα; Ενάντια στη προεδρική φρουρά!; Μόνοι αυτοί οι δύο έχουν εξοπλισμό. Δύο! Καλύτερα να δοκιμάσουμε για την πιο απομονωμένη πύλη", είπε ένας κύριος με φαλάκρα και ρυτιδιασμένα μάτια καθώς έδειχνε προς τη Σάρα και τον Τζορτζ.
"Έρνεστ, είναι και άλλοι στην ομάδα μας. Τους έχουμε ενημερώσει. Έρχονται με εξοπλισμό. Θα περιμένουμε σε αυτό το δωμάτιο. Εδώ δεν θα μας βρει κανείς. Στο μεταξύ θα θέλαμε να μάθουμε τα ταλέντα σας. Ξέρουμε για ποιους λόγους σας είχαν εκεί. Μην ντρέπεστε να μας πείτε", είπε η Σάρα με ένα μικρό χαμόγελο.
"Δεν είστε απλοί μισθοφόροι να υποθέσω", είπε μια καχεκτική κοπέλα που καθόταν πάνω σε ένα κουτί.
"Όχι, δεν είμαστε", απάντησε η Σάρα καθώς κοιτούσε αφηρημένα προς το κέντρο του χώρου ψιθυρίζοντας κάτι. Διακριτικά τα δάκτυλά της έκαναν φιγούρες και τα μάτια της σχημάτιζαν σχέδια με την κίνηση τους.

Προς έκπληξη όλων, ευχάριστη διάθεση γέμισε τη μουντή αποθήκη που κρύβονταν. Αστεία σχόλια και χαμόγελα, ο καθένας με στόμφο άρχισε να περιαυτολογεί.
"Α! Εγώ μπορώ να κοιτώ εξαιρετικά μακριά. Ακόμα και σε συννεφιασμένες μέρες μπορώ να βλέπω τα άστρα. Έχω πετύχει με το τουφέκι μου διάνα από εφτακόσια μέτρα απόσταση! Χωρίς σκόπευτρο!", είπε με πομπώδες ύφος ένας, ονόματι Πιρς.
Πριν προλάβει να συνεχίσει, τον διέκοψε ένας σαν να ήθελε να τον ξεπεράσει σε γόητρο. Σηκώνοντας τα μανίκια του, αποκαλύφθηκαν τατουάζ που κοσμούσαν τα χέρια του από τον καρπό μέχρι τους ώμους και συνέχιζαν στη πλάτη.
"Την δερματοστιξία την έκανα μόνος μου, ωραίο σχέδιο δεν είναι; Δεν είναι μόνο για εμφάνιση, προσέξτε!".
Πέρασαν λίγες στιγμές και τα σχέδια ζωντάνεψαν. Ζωγραφισμένα σπαθιά πήραν μορφή και βγήκαν από το δέρμα του όπως ξεπροβάλουν τα κέρατα του ελαφιού. Ζωγραφισμένα μάτια εστίαζαν και περιεργάζονταν τον περίγυρό τους και από την πλάτη του φτερά εμφανίστηκαν.
"Τα φτερά στη πλάτη ήταν πολύ δύσκολο να τα κάνω. Με μοχλούς και καθρέφτες όμως τα κατάφερα και πλέον μπορώ να πετώ σαν πουλί. Αλλά δεν μπορώ να τα χρησιμοποιώ εσαεί", είπε και οι μορφές άρχισαν να επιστρέφουν στο δέρμα του.
"Πρέπει να είμαι συγκεντρωμένος και με κουράζουν από ένα σημείο και μετά".
Όλοι τους αποσιωπημένοι. Δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ακόμα και στις χώρες της Σάρα και της Αγνής τέτοια δύναμη ήταν πολύ σπάνια. Η ικανότητα να πραγματοποιείς δημιουργήματα της φαντασίας κατά βούληση μέσα από ένα σχέδιο. Τρομακτική δύναμη, σκέφτηκε η Σάρα. Θυμήθηκε για έναν κατακτητή, που είχε μάθει στο σχολείο, ο οποίος κέρδιζε μάχες με αναλώσιμα σκιάχτρα-στρατιώτες, παρμένα από τη φαντασία του.
"Θαυμαστές οι ικανότητες σας κύριοι, αλλά θα σας παρακαλούσα απλά να τις περιγράψετε, διαφορετικά θα μας βρουν", είπε η Σάρα.
Μια απορία διαγράφτηκε στα πρόσωπά τους αλλά δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να ρωτήσουν γιατί. Κάτι στο βλέμμα της, τους έκανε να νιώθουν αμήχανα.
Η Ίρϊα αποστομώθηκε. Δεν πίστευε τι έβλεπε στα μάτια της. Ήξερε πως υπήρχαν "ιδιαίτεροι" άνθρωποι, είχε διαβάσει για αυτούς σε βιβλία αλλά ποτέ δεν περίμενε πως θα ήταν σε ένα δωμάτιο γεμάτο με τέτοια άτομα. Αναρωτήθηκε όμως αυτή γιατί να είναι μαζί τους;
"Εγώ δεν έχω <δυνάμεις> γιατί με είχαν μαζί με εσάς;", ρώτησε σαν να περίμενε κάποιος να ξέρει τη βούληση των δέσμιών τους.
Μετά από στιγμές ησυχίας, ένας μεσήλικας που ξεκουραζόταν χάμω, είπε "Νομίζω πως κι εσύ έχεις, αλλά δεν το ξέρεις ακόμα. Ή δεν την έχεις ανακαλύψει ή μας κοροϊδεύεις".
Θιγμένη απάντησε αμέσως "Αλήθεια λέω! Δεν είμαι σαν εσάς!".
Γρήγορα έκανε να την καθησυχάσει ο Τζορτζ. "Ηρέμησε, ξέρω πως νοιάζεσαι να βρεις τους δικούς σου. Νομίζεις πως δεν έχεις θέση εδώ, αλλά το γεγονός πως σε βρήκαμε μαζί με τους άλλους, σημαίνει πως έχεις έστω προοπτικές. Θα μας ήσουν πολύτιμη. Άκουσε με. Έλα μαζί μας. Θα τα καταφέρουμε να βρούμε τον Πρόεδρο και όλοι μαζί θα φύγουμε από εδώ. Εάν φύγεις για να βρεις τους άλλους, το πιο πιθανό είναι να σε πιάσουν ενώ περιπλανιέσαι. Είμαστε η καλύτερη επιλογή για σένα αυτή τη στιγμή. Πολέμησε μαζί μας".
Κάθισε και το σκέφτηκε για λίγο, ενώ συνέχισαν οι υπόλοιποι. Μια μικροκαμωμένη, μαυρομαλλούσα κοπελίτσα με έντονους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, ονόματι Τάμυ, μπορούσε είπε, να μετακινεί τηλεπαθητικά μικρά αντικείμενα του περίγυρού της. Ο μεσήλικας, που τον έλεγαν Κλαρκ, μπορούσε να δυναμώσει προσωρινά σε υπεράνθρωπο επίπεδο. Ο καχεκτικός νεαρός, τραυλίζοντας, είπε πως πριν λίγα χρόνια έβαλε φωτιά σε ένα τραμπούκο που τον ενοχλούσε, χωρίς να ξέρει πως έκτοτε τον πηγαινοφέρνουν σε διάφορα εργαστήρια, ανακαλύπτοντας πως με το μυαλό του κάνει τα αντικείμενα να αυταναφλέγονται. Ζήτησε να τον φωνάζουν  <Τριάντα Δύο>. Τέλος, ο συμμορίτης, είπε πως όταν νευριάζει ορμάει λυσσασμένα σε όποιον τον απειλεί και όταν συνέρχεται βρίσκει το θύμα του και όποιον άτυχο ήταν παρών στο συμβάν μισοφαγωμένο. Το συμμορίτικο όνομά του ήταν Τσάβο.

Εμφανίστηκαν η Αγνή, η Τζένη με τον Τζον κουβαλώντας μαζί τους πολεμοφόδια, ρούχα και όπλα. Τα μοίρασαν στους διασωθέντες. Είχαν φροντίσει τα άρβυλα να ταιριάζουν, όπως και τα ρούχα. Ο Τζορτζ αφού συνομίλησε ψιθυριστά με τη Σάρα αναφώνησε, "Λοιπόν, αναχωρούμε μόλις είστε έτοιμοι. Ο στρατός, ακόμα απωθεί του πολιορκητές, όσοι απέμειναν τέλος πάντων, οπότε δεν αναμένουμε να συναντήσουμε εχθρούς πέρα από την προεδρική φρουρά στο μέγαρο. Όσοι έχουν εμπειρία από μάχη θα μπουν στην οπισθοφυλακή, εμείς μπροστά και οι υπόλοιποι στη μέση. Μην ρίχνετε εάν δεν ρίξουμε πρώτα εμείς και προς θεού μην δοκιμάσετε τις δυνάμεις σας εάν δεν χρειάζεται. Απορίες;"
Η Τάμι ρώτησε, "Εάν μας εντοπίσουν τότε μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα ταλέντα μας;"
"Ναι, εξάλλου μόλις μπούμε στο μέγαρο λογικά θα καλέσουν τους Προστάτες".
Τα πρόσωπα τους χλόμιασαν στη σκέψη πως θα πρέπει να αντιμετωπίσουν όχι έναν, αλλά πολλούς Προστάτες. Κορυφαίοι πολεμιστές με ενισχυμένα οστά, τεχνητά δευτερεύοντα όργανα, μέσα σε μια άφθαρτη στολή που πετά. Κάθε κράτος σπάνια είχε πάνω από δυο. Οι καλύτεροι των καλύτερων κόστιζαν όσο ένα τάγμα και δεν ήταν λίγες οι φορές που αξιοποιούσαν τα δώρα τους για μοχθηρούς σκοπούς στη συνέχεια. Ο Πρόεδρος μπορούσε να περηφανεύεται για τους πέντε που κοσμούσαν τον ιδιωτικό του στρατό. Ανάμεσά τους το <Ζαφείρι της Ανατολής>, αλλά η σκέψη γρήγορα έφυγε, σκεπτόμενοι πως κρατούσαν το βόρειο μέτωπο μόνοι τους. Δύσκολα να επέστρεφαν όλοι τους όπως ήλπιζαν.

Βλέποντας τους σκυθρωπούς, αντιλαμβανόμενη τις σκέψεις τους, η Αγνή με χαμόγελο άρχισε να τους ενθαρρύνει καθώς έφευγαν. Τα λόγια της παραδόξως είχαν  έντονη επίδραση.
Ήταν απόγευμα, με έντονη ηλιοφάνεια, όμως στα δυτικά μπορούσαν να διακρίνουν ένα νέφος να καλύπτει τα προάστια. Με τους περισσότερους δρόμους άδειους και τις κάμερες απενεργοποιημένες, γρήγορα από γωνία σε γωνία, κατέληξαν μπροστά από τον ουρανοξύστη που στέγαζε το προεδρικό μέγαρο στη κορυφή του. Ο υψηλότερος ουρανοξύστης στην άκρη της νέας πόλης. Με θέα όλο το πέλαγος και ευδιάκριτο από την μια άκρη του Δουκάτου μέχρι την άλλη. Ένα επιβλητικό και κομψό κτίριο, με δικούς του κρεμαστούς κήπους. Αυτό που όμως κανείς δεν καταλάβαινε, πέρα από την Αγνή και τη Σάρα, ήταν πως το κτίριο ήταν προστατευμένο με χρήση ξορκιού. Μερικοί, ίσως ανεπαίσθητα, ένιωθαν κάτι, αλλά αυτές το ένιωθαν στον αέρα, στην όψη, ακόμα και στην οσμή. Η ενέργεια του ξορκιού δεν ήταν καθαρή. Απόβλητο ενός δυνατού ξορκιού, βρώμικη και απωθητική, που τις έκανε να νιώθουν αμήχανα. Ήταν το ξόρκι που έληξε την πολιορκία, απαγορευμένο σε όλες τις σχολές μαγείας, ένα υπερόπλο ικανό να διαταράξει την υφή της πραγματικότητας.
Ανάμεσα από αυτούς και την είσοδο ήταν μερικές συστοιχίες από οδοφράγματα, καθώς και μια ομάδα από στρατιώτες που μιλούσαν με την φρουρά κρατώντας σκοπιά. Κρυμμένοι από τον σάκο του η Τζένη έβγαλε μερικές τιάρες.
"Φορέστε τες σας παρακαλώ, είναι φυλαχτά. Σκεφτείτε το σαν κράνη για τις σκέψεις σας".
Χωρίς να καταλαβαίνουν που αρχίζουν οι δοξασίες των μισθοφόρων και με ελάχιστη διάθεση για αντίλογο, τα φόρεσαν. Ελαφριές, εύκαμπτες με μερικά πετράδια πάνω τους και απλά γεωμετρικά σχέδια να τις ενώνουν. Περισσότερο σαν στέκες για μαλλιά, παρά σαν βασιλικά κοσμήματα, που όμως φορώντας τες ένιωσαν την άνεση που τους στερούσε το βλέμμα της Σάρας.
Καλά στοχευμένες βολές και μια ερυθρή δέσμη φωτός βρήκε ξαφνικά την ομάδα. Κανείς τους δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Μόλις μπήκαν στο αίθριο, καλώσορίστηκαν από ένα ολόγραμμα, το οποίο δεν άργησε να σβήσει όταν ο Τζον ένωσε το βύσμα του με αυτό στην βάση του ολογράμματος. Έκλεισε τα μάτια του και μετά από λίγες στιγμές ανησυχίας, μονολόγησε. "Εντάξει, το εσωτερικό κύκλωμα βιντεοσκόπησης και ενδοεπικοινωνίας έχει παρακαμφθεί. Οι θύρες ασφαλείας σφραγισμένες παντού, εκτός από τη διαδρομή μας και ο συναγερμός θα ενεργοποιηθεί σε είκοσι εφτά λεπτά. Η εσωτερική μόνωση δεν τους επιτρέπει να επικοινωνούν μέσω ασύρματου, οπότε θα προλάβουμε να φτάσουμε στην κορυφή πριν καταλάβουν πως είμαστε εδώ".
"Με αυτούς εκεί έξω όμως, τι γίνετε;", είπε ο Πιρς, δείχνοντας προς την ομάδα που μέχρι πρότινος φρουρούσαν την είσοδο.
"Μόλις τους δουν θα σημάνουν τον συναγερμό", συμπλήρωσε ο Κλαρκ. Και οι δύο τους ήταν φανερά ταραγμένοι από το πρόσφατο φονικό που βίωσαν.
"Μην σας απασχολεί, όταν το καταλάβουν θα είμαστε μέσα στο μέγαρο. Θα σφραγίσουμε τις εξόδους μόλις μπούμε μέσα. Όλοι οι πολίτες είναι στο καταφύγιο, οπότε όποιον δείτε, ρίχτε του χωρίς τύψεις", απάντησε με απάθεια ο Τζον σαν να είναι ρουτίνα για τον οποιονδήποτε.
Η ομάδα άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα που οδηγούσε στον εξώστη. Υπήρχε μια μεγάλη πλατφόρμα για ομιλίες με θέα όλο τον κόλπο. Εκεί ορίζονταν το δεύτερο επίπεδο της πόλης, όπου ζούσαν οι ευκατάστατοι και οι προνομιούχοι. Το μέγαρο, παρόλο που άνηκε στον ίδιο ουρανοξύστη που βρισκόντουσαν τώρα, ήταν ξεχωριστά δομημένο από το υπόλοιπο κτίριο για λόγους ασφαλείας. Λαχανιασμένοι έφτασαν στον εξώστη. Κρεμαστοί κήποι ομόρφαιναν το χώρο, σε συνδυασμό με μεγαλοπρεπή σιντριβάνια και εξωτικά πτηνά να κελαηδούν χαρμόσυνα, ανίδεα με αυτό που συνέβη στα προάστια της πόλης, εκεί που διεξήχθη η πολιορκία. Μέσα από τη τζαμαρία του θόλου αντίκρισαν το κακό που βρήκε όσους δεν μπόρεσαν να περάσουν στον εσωτερικό κλοιό της μάχης.
Καπνοί ανέρχονταν από τις διάφορες συνοικίες με μερικά κτίρια να έχουν σβήσει, αφήνοντας πίσω ένα μελανό κέλυφος. Κάποιες γειτονιές είχαν ισοπεδωθεί πλήρως, αφήνοντας μαύρους σωρούς στο έδαφος.
"Ο καταραμένος!", φώναξε η Σάρα.
"Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό, ίσως μας καταδίκασε όλους έτσι", απάντησε η Αγνή.
"Τι συνέβη;", ρώτησε η Τάμυ.
"Δεν χρειάζεται να ξέρεις", απάντησε ψυχρά ο Τζον.
"Χρειάζεται", αντιμίλησε ο Τζορτζ και δείχνοντας τη καιόμενη πόλη, είπε προς τους καινούργιους συμπολεμιστές του, "Αυτό που βλέπετε, είναι το αποτέλεσμα ενός από τα απαγορευμένα ξόρκια στη πιο δυνατή μορφή του. Ικανό να κάψει πόλεις ολόκληρες, με τους κατοίκους να μυρίζουν το λίπος τους πριν βρουν τον θάνατό τους. Ο Πρόεδρος έληξε τη πολιορκία, θυσιάζοντας μέρος της ψυχής όλων όσων ήταν εδώ. Στα καταφύγια, στους δρόμους, ακόμα και οι υπηρέτες δίπλα του. Από το πιο αθώο παιδί, μέχρι τον πιο σαδιστή Παίκτη, όλοι τους παρέδωσαν τη μοίρα τους στον διάολο παρά τη θέλησή τους. Ανάμεσα τους κι εσείς. Για αυτό και για όσα μαρτύρια προξένησε η παρουσία του εδώ, πρέπει να φτάσουμε στον Πρόεδρο και να τον σταματήσουμε".
Μετά από λίγη σιωπή και ματιές μεταξύ τους, ο Κλαρκ είπε "Ας μην καθυστερούμε λοιπόν".

Πλησίασαν στην κεντρική είσοδο, όπου φρουροί με ψηλά το ανάστημα μπήκαν σε βαθύ ύπνο. Η Αγνή διαβάζοντας το ξόρκι, κοιτούσε μήπως χτύπησε καθώς έπεφταν αναίσθητοι.
"Γιατί δεν τους σκοτώνουμε, δεν καταλαβαίνω", απόρησε, βρίζοντας συνάμα ο Τσάβο.
"Η προεδρική φρουρά έχει αισθητήρες, ώστε να παρακολουθείται η σωματική κατάστασή τους, ούτως ώστε αν πάθει κάποιος το οτιδήποτε να το αντιληφθεί άμεσα η ασφάλεια".
Ο Τζον πλησίασε τον Τζορτζ και ψιθύρισε στο αυτί του, "Αυτό θα το έκανε για να προστατευτεί από τους Άλλους. Δεν μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι πως δεν το έκανε για εμάς".
Ύστερα από ένα καταφατικό νόημα, ο Τζορτζ έδωσε εντολή να κινηθούν προσεκτικά προς την είσοδο. Βρήκαν την αίθουσα υποδοχής άδεια και συνέχισαν καχύποπτοι. Ανερχόμενοι σιωπηλά από το κλιμακοστάσιο, με αργό και σταθερό ρυθμό, φτάσανε στην αίθουσα δεξιώσεων. Μια μεγάλη αίθουσα διακοσμημένη σε μεταμοντέρνο ύφος, που ένωνε τους προσωπικούς χώρους του μεγάρου με το υπόλοιπο οίκισμα. Περιέργως, κανείς δεν ήταν εδώ να γιορτάζει το τέλος της μάχης ή έστω να φρουρεί τον χώρο. Ο συναγερμός σε λίγα λεπτά θα ενεργοποιούταν και σίγουρα θα έχουν ήδη αντιληφθεί πως κάτι πάει στραβά, τρέχοντας να δουν εάν ο Πρόεδρος είναι ασφαλής.
Άρχισαν να διασχίζουν το χώρο με τα όπλα ανά χείρας, υποψιασμένοι πως επρόκειτο για παγίδα. Είχαν φτάσει στο άλλο άκρο της αίθουσας στο οποίο βρισκόταν η σκάλα, που οδηγούσε στην προεδρική κατοικία, όταν ακούστηκε ένας δυνατός ήχος από κάτι να σπάει.
Γυρίζοντας βρήκαν τον τελευταίο, τον Κλαρκ να καταρρέει με τον λαιμό του σπασμένο.
"Φυλαχτείτε, είναι αόρατοι!", αναφώνησε ο Τζον, καθώς έκανε να καλύψει την Αγνή με το κορμί του. Ο Τζορτζ έβγαλε να φορέσει κάποια γυαλιά, αλλά τον διέκοψε η κραυγή της Ίρϊας.
"Χειροβομβίδα!". Δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τι γινόταν και όλοι τους έχασαν την όρασή τους ύστερα από τη δυνατή λάμψη που γέμισε την αίθουσα. Δύο που πρόλαβαν και κάλυψαν τα μάτια τους, είδαν τρεις να μαχαιρώνονται, με την στολή τους να βάφεται κόκκινη από το αίμα που έρρεε από το λαιμό τους. Ο Τσάβο, ο Τριάντα Δύο και ο Πιρς, έπεσαν χάμω ανίκανοι να σταματήσουν  την αιμορραγία
Η φωνή της Σάρας ακούστηκε και φύσηξε μια σκόνη που έβγαλε από το πουγκί της. Η σκόνη γέμισε τον χώρο και κάθισε πάνω σε δύο κινούμενες μορφές. Όλοι άρχισαν να ρίχνουν, αλλά οι φιγούρες έσπασαν τη τζαμαρία και πέταξαν να διαφύγουν. Ενώ ήταν εκτός πεδίου ορατότητας, έξω από το σπασμένο πλαίσιο, δύο χειροβομβίδες πετάχτηκαν μέσα. Με μια γρήγορη κίνηση γεμάτη χάρη, η Τάμυ τις πέταξε έξω για να σκάσουν και να βγάλουν ένα πυκνό πράσινο αέριο.
"Υπνωτικό αέριο", μονολόγησε η Ίρϊα. Το ίδιο έριξαν και σε εμάς, πριν μας απαγάγουν γυρίζοντας προς τους αιμόφυρτους. Είχαν χάσει πολύ αίμα. Έβαλαν αναπλαστικό ζελέ πάνω από τις πληγές, κάλυψαν τον λαιμό τους με επίδεσμο και τους άφησαν να κείτονται, ελπίζοντας πως θα επιζήσουν μέχρι να τους βρουν.
"Δεν μπορούμε να καθυστερούμε. Ξέρουν πως είμαστε εδώ", είπε η Σάρα, κοιτώντας προς την έξοδο.
"Μα δεν μπορούμε να τους αφήσουμε έτσι!"
"Μπορούμε",  απάντησε και έκανε νόημα στους υπόλοιπους να συνεχίσουν.

Μόλις βγήκαν όλοι από την αίθουσα, η Αγνή έβγαλε μια ταινία από το σάκο του Τζον, κολλώντας την στο πλαίσιο της πόρτας. Ψιθύρισε μερικούς τραγουδιστούς στίχους και τα γεωμετρικά σχέδια της ταινίας έλαμψαν. "Εντάξει, η παγίδα είναι έτοιμη, πάμε".
Από τη κορυφή της σκάλας, ένας διάδρομος τους χώριζε με τα προσωπικά δώματα του, ο οποίος περιβαλλόμενος από τζαμαρίες τους καθιστούσε εκτεθειμένους.
"Ακόμα μια φορά. Θα αντέξεις;", είπε ο Τζορτζ, κοιτώντας τη Σάρα.
"Πρέπει. Μαζευτείτε όλοι γύρω μου, θα μας κάνω αόρατους", απάντησε.
Βγάζοντας ένα μικρό βιβλίο από τη τσέπη της και κρατώντας έναν κρύσταλλο, άρχισε να απαγγέλει φωναχτά τους στίχους από το ξόρκι που διάβαζε. Ύστερα, αφού άγγιξε τα μάγουλα καθενός από την ομάδα, έκανε μια χειραψία και όλοι τους ένιωσαν μια δυσφορία.
"Το ξόρκι έπιασε, αλλά δεν θα κρατήσει όσο τη προηγούμενη φορά, πρέπει να βιαστούμε", είπε στηριζόμενη στον Τζορτζ, φανερά εξουθενωμένη.
Άρχισαν να διασχίζουν τον διάδρομο γοργά, για να καταλήξουν στον ημιυπαίθριο κήπο. Με την είσοδο τους, νάρκες έσκασαν μπροστά τους, βγάζοντας μια λάμψη που τους τύφλωσε. Με δυνατά χτυπήματα, η Τάμυ και η Σάρα κατέρρευσαν αναίσθητες, προτού επανακτήσουν όλοι την όρασή τους. Ακόμα φανερωμένοι από τη σκόνη, έγιναν εύκολος στόχος και με μερικές ριπές απωθήθηκαν. Από τα μεγάλα τους μπράτσα και τις γυμνασμένες τους γάμπες, μικροί προωθητήρες τους δώσανε ώση να πετάξουν και από μακριά άρχισαν να ρίχνουν πολλαπλές ριπές, σαν αντίποινα στον Τζον, την Ϊρια, τη Τζένη, την Αγνή και τον Τζορτζ. Τρέχανε για να βρουν κάλυψη. Ο Κλαρκ τραυματίστηκε στο πόδι και κρύφτηκε πίσω από μια πελώρια γλάστρα, ενώ οι υπόλοιποι περιορίστηκαν σε ένα κιόσκι. Ήξεραν ποιον να χτυπήσουν, αλλά είδε πως δεν τις μαχαίρωσαν, οπότε ο Τζορτζ σκέφτηκε πως αυτές τις ήθελαν ζωντανές. Όπως και πριν με το υπνωτικό.
"Δεν θα αργήσουν οι ενισχύσεις. Έριξα το σύστημα ενδοεπικοινωνίας, αλλά θα το βάλουν μπρος όπου να ‘ναι. Κάτι πρέπει να κάνουμε με δαύτους", φώναξε ο Τζον.
"Λυπάμαι παιδιά, αλλά δεν μπορώ να βοηθήσω έτσι όπως είμαι τώρα", είπε η Αγνή, φανερώνοντας την αιμορραγία που προκλήθηκε στον ώμο της.
"Αγνή, τι μπορείς να κάνεις για αυτούς; Μπορείς να μπεις στο μυαλό τους ή κάτι τέτοιο;"
"Ή κάτι τέτοιο; Είσαι σοβαρός; Τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Στη καλύτερη περίπτωση να τους ζαλίσω για λίγα δευτερόλεπτα", απάντησε η Αγνή
"Μου αρκεί, κάντο".
Η Αγνή ψιθύρισε κάτι, κρατώντας ένα φυλαχτό και οι ριπές σταμάτησαν. Οι Προστάτες φαίνοταν να χάνουν την ισορροπία τους, χάνοντας ύψος, βρίσκοντας μια απότομη προσγείωση στο χείλος του ημιυπαίθριου κήπου.
"Γρήγορα", αναφώνησε ο Τζορτζ και άρχισαν να τους ρίχνουν ενώ ήταν ακόμα ευάλωτοι.
Τότε ο Τζορτζ και η Τζένη σταμάτησαν και έτρεξαν να τους μαχαιρώσουν, διότι από ό,τι φαινόταν, οι στολές τους ήταν αδιάτρητες για να εμποδιστούν από τις ριπές των όπλων τους.
"Εσύ!", φώναξε η Ίρϊα.
"Τον γνωρίζεις;", ρώτησε ο Τζον και χωρίς να περιμένει απάντηση έριξε δυο τουφεκιές μόνο για να εξοστρακιστούν πλήρως.
"Ήταν αυτός που με απήγαγε. Μόλις έβγαλε το σπαθί του έχασα τις αισθήσεις μου.. δεν θυμάμαι άλλα", είπε η Ίρϊα. "Προσέξτε το σπαθί του, είναι μαγικό!", τους φώναξε.
Έβγαλε το σπαθί για να φανερωθεί μια λεπίδα, που έλαμπε έντονα ένα απόκοσμο ιώδες χρώμα, με χιλιάδες αποχρώσεις που εναλλάσσονταν μεταξύ τους. Πίσω από την ασημένια προσωπίδα μια αντρική φωνή ακούστηκε "Μην ανησυχείτε, όλα θα τελειώσουν ανώδυνα".