Διήγημα | "Κατάβαση στην Στύγα"

Διήγημα | "Κατάβαση στην Στύγα"

Οι καρδιές τους ήταν βαριές και το βλέμμα τους θλιμμένο, όσο κουβαλούσαν στις πλάτες τους το σώμα της νεκρής φίλης τους. Μέσα στο ατέλειωτο δάσος, ξεπρόβαλε ένα μικρό ξέφωτο και στη μέση αυτού μία μικρή καλύβα. Ήταν η καλύβα του τυφλού μάγου, που οδηγούσε τους δύο νέους προς το πεπρωμένο τους.Ο γέρος στάθηκε μπροστά στην πόρτα και είπε με την πλάτη γυρισμένη “Ο χώρος είναι ιερός”. Ο Λίνος, ο μεγάλος αδερφός, γύρισε και κοίταξε τον Ορφέα στα μάτια, γνεύοντάς του καταφατικά και έπειτα μαζί με τον μάγο μπήκαν μέσα στην ξύλινη καλύβα.

Η πόρτα έκλεισε μαγικά πίσω τους, μα ούτε ο Λίνος ούτε ο Ορφέας παραξενεύτηκαν. Είχαν δει, εξάλλου, πολλά στη σύντομη ως τώρα ζωής τους. Ο μάγος έσυρε με το μπαστούνι του ένα μικρό χαλάκι που κάλυπτε μια καταπακτή. Σκόνη σηκώθηκε στον αέρα, μιας και ήταν φανερό ότι η καλύβα ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Ο ηλικιωμένος μάγος είπε στα δύο αδέρφια “Είμαι πολύ κουρασμένος, βοηθήστε με”, και ευθύς τα αδέρφια άφησαν προσεκτικά το άψυχο σώμα της νεαρής κοπέλας στο αχυρένιο κρεβάτι δίπλα τους. Το σώμα της ήταν δεμένο προσεκτικά και απαλά, για να μη το τραυματίσουν και χάσει τη λάμψη που είχε όσο ζούσε, πάνω σε δύο μικρούς κορμούς για να μπορούν να τη μεταφέρουν ευκολότερα. Ο Λίνος άνοιξε την καταπακτή και μια έντονη δυσοσμία αναδύθηκε κάνοντας παρέα στην σκόνη.

Το υπόγειο ήταν τόσο σκοτεινό, που κανείς δεν έβλεπε τίποτα πέρα από το πρώτο κούτσουρο που είχε τη θέση σκαλοπατιού. Ο γέρος προχώρησε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια που ήταν μπηγμένα στο χώμα αριστερά, μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. Οι δύο νέοι γρήγορα έλυσαν την κοπέλα και την κράτησαν προσεκτικά από τα πόδια και τα χέρια αντίστοιχα, έτσι ώστε να την κατεβάσουν ευκολότερα. Πρώτος κατέβηκε ο Λίνος, περπατώντας ανάποδα. Όσο πιο πολύ κατέβαινε τόσο περισσότερο άρχισαν όλα να του φαίνονται γκρίζα στα μάτια του. Το δωμάτιο ήταν λουσμένο από κάποιου είδους μαγεία, που τους επέτρεπε να βλέπουν στο σκότος του υπογείου. Η κατάβαση ήταν προσεκτική και από τα δύο αδέρφια, διότι κάποια κούτσουρα ήταν σπασμένα και κάποια ήταν κομμένα σε ακανόνιστα σχήματα, δίνοντας λίγο χώρο στο πέλμα για να πατήσει. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας, κοίταξαν τον μάγο ο οποίος τους έδειξε έναν πέτρινο βωμό στη μέση του δωματίου. Ρίζες κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια και άλλες ξεπρόβαλλαν από τους τοίχους, μιας και το δωμάτιο ήταν απλά σκαμμένο. Οι δύο νέοι τοποθέτησαν τη νεκρή φίλη τους στο σημείο που τους έδειξε ο γέροντας και έκατσαν αντικριστά, δίπλα στον βωμό.

“Αφήστε τα όπλα”, τους είπε και αμέσως ο Ορφέας άφησε το τόξο και τα βέλη δίπλα του, με προσοχή και σεβασμό προς αυτά. Με τον ίδιο τρόπο έδρασε και ο Λίνος αφήνοντας τα μαχαίρια του. Ο γέρος τότε άρχισε να μιλάει σε γλώσσες περίεργες, που φάνταζαν εξωπραγματικές ή ήταν γλώσσες τόσο αρχαίες που ο ίδιος ο χρόνος ξέχασε να τις πάρει μαζί του στο ξεκίνημα της αιώνιας πορείας του. Τα μάτια του είχαν γυρίσει, τονίζοντας ακόμα περισσότερο το λευκό του βολβού του αρχίζοντας να πετάει διάσπαρτα στο χώρο ρίζες, μάτια ζώων, νύχια καθώς και κάθε λογής ανούσια πράγματα για τους κοινούς θνητούς, βγάζοντάς τα μέσα από το πελώριο ράσο του.

Ένα ελαφρύ αεράκι άρχισε να φυσάει από την κατεύθυνση του μάγου. Όσο περισσότερο δυνάμωνε η ένταση της φωνής του, τόσο δυνάμωνε και ο αέρας. Σύντομα όλα γύρω τους άρχισαν να γυρίζουν γύρω γύρω σαν ανεμοθύελλα. Σκουλήκια βγήκαν από το έδαφος και γέμισαν τα όπλα των νεαρών αδερφών, που κοιτούσαν έκπληκτοι και φοβισμένοι το υπερθέαμα. Τα σκουλήκια έθαβαν σιγά σιγά τα όπλα στο χώμα και πάλλονταν στο ρυθμό των επικλήσεων του μάγου. Μόλις τα όπλα βρέθηκαν στα σπλάχνα της μάνας γης, άπλετο φως ξεπήδησε από τα μάτια του γέρου μάγου και περιέλουσε το σκοτεινό δωμάτιο. Σύντομα οι νέοι βρέθηκαν αναίσθητοι στο πάτωμα. Οι ψυχές τους είχαν αποχωριστεί από τα σώματα τους και βρίσκονταν μεταξύ του Άδη και του παραδείσου. Στο μάτι φαίνονταν σαν να αιωρούνται, μα αισθάνονταν τα πόδια τους αισθάνονταν να πατάνε σε στερεό έδαφος. Ένιωθαν γαλήνη, σαν να μην ήθελαν να φύγουν ποτέ τους. Κοίταξαν γύρω τους και το μόνο που έβλεπαν ήταν ελαφριά ομίχλη και διάσπαρτα στο βάθος μαύροι οβελίσκοι. Ο Ορφέας κοίταξε κάτω από τα πόδια του και αναστατώθηκε στη θέα του ποταμού των ψυχών. Οι ψυχές των κοινών ανθρώπων έρρεαν προς την αιώνια κατοικία τους αργά και γαλήνια. Ψυχές που δεν κατάφεραν να μπουν στον παράδεισο, καθώς δεν κρίθηκαν άξιες από τον Μίνωα, τον δικαστή του Άδη. Ο Λίνος έσκυψε και έβαλε τα χέρια του μέσα στο νερό του ποταμού, προσπαθώντας να αγγίξει κάποια από τις ψυχές. Όμως τα νερά του ποταμού της Στυγούς που ήταν τόσο τοξικά, που είχαν καταφέρει να δηλητηριάσουν τον ημίθεο Αλέξανδρο, έκαψαν τον Λίνος όπου έβγαλε αμέσως τα χέρια του ουρλιάζοντας από τον πόνο και τη θέα των παραμορφωμένων άκρων του. Αμέσως μπροστά στα μάτια του ο πόνος έφυγε και τα χέρια του επουλώθηκαν.

“Είσαι καλά;”, ρώτησε ανήσυχος ο Ορφέας.

“Μην ανησυχείς μικρέ”, είπε ψυχρά ο Λίνος.

“Που είμαστε Λίνο;”, είπε απορημένα ο μικρός αδερφός.

“Μεταξύ του Άδη και του παραδείσου μικρέ. Πάμε να δούμε τους οβελίσκους, ίσως εκεί καταλάβουμε κάτι παραπάνω”.

Πλησιάζοντας προς τον κοντινό οβελίσκο η ομίχλη αραίωνε, βλέποντας πλέον καθαρά τα περίεργα ιερογλυφικά που ήταν σκαλισμένα πάνω του. Ο Λίνος παρατήρησε ότι δεν ήταν το πρωταρχικό τους χρώμα μαύρο, παρά ότι ήταν λουσμένοι με ένα παχύρευστο μαύρο υγρό υλικό, που παρόμοιο του δεν είχαν δει ξανά.

“Τι κάνουμε τώρα αδερφέ;”, ρώτησε ο Ορφέας.

“Δεν ξέρω”, απάντησε σκεπτικά ο Λίνος ακουμπώντας το παράξενο υλικό. Τότε το παχύρευστο υγρό ζωντάνεψε και μέσω του χεριού κάλυψε γοργά τον Λίνο. Ο Ορφέας τρομαγμένος προσπάθησε να κλωτσήσει τον μεγάλο του αδερφό για να σπάσει τον σύνδεσμό του με τον οβελίσκο. Όταν όμως το πόδι του βρέθηκε σε επαφή με το σώμα του αδερφού του, το υλικό άρχισε να περνάει το ίδιο γρήγορα και να τον καλύπτει. Προσπάθησε να κινηθεί, μα είχε χάσει τον έλεγχο του σώματος σε όποιο σημείο ήταν το υγρό. Έριξε μια τελευταία ματιά στον αδερφό του, που ήταν τελείως καλυμμένος και προσπάθησε να του μιλήσει πριν το μαύρο υγρό καταφέρει να σκεπάσει και το δικό του σώμα.

Τώρα πια ο οβελίσκος ήταν καθαρός και τα ιερογλυφικά φώτισαν με ένα έντονο πράσινο χρώμα που έδωσε ξανά ζωή στους δύο νέους. Άνοιξαν τα μάτια τους αντικρίζοντας ο ένας τον άλλον. Ακόμα και ο μεγάλος αδερφός, που πάντα ήταν ψυχρός και κακός με τον αδερφό του, ένιωσε ανακούφιση που ήταν καλά. Τον αγαπούσε πολύ, μα δεν το έδειχνε ποτέ του. Ήταν ψυχρός και σκληρός γιατί ήθελε να τον προστατέψει από την αγνή και αγαθή ψυχή του και από τους κινδύνους του κόσμου. Γι’ αυτό και τον έμαθε να πολεμάει με τόξο, ώστε να είναι μακριά από τον κίνδυνο, όσο αυτός θα εξόντωνε τους εχθρούς στην πρώτη γραμμή.

“Χαίρομαι που είσαι καλά μικρέ”, προσπάθησε να πει ψυχρά ο Λίνος, μα τα μάτια του τον πρόδιδαν. Ο Ορφέας δεν είπε κάτι, απλά χαμογέλασε, γιατί δεν ήθελε να κάνει τον αδερφό του να φανεί συναισθηματικός και ευαίσθητος. Δεν θα του άρεσε. Γύρισε την πλάτη στον αδερφό του, ρίχνοντας το βλέμμα του στο ποτάμι των ψυχών.Με μια γρήγορη κίνηση έβαλε μέσα τα χέρια του, όπως είχε κάνει και ο αδερφός τους λίγες στιγμές νωρίτερα. Στην όψη αυτού ο Λίνος προσπάθησε να αντιδράσει μα δεν πρόλαβε.

Το υγρό, από τα χέρια του, χάθηκε στα ύδατα της Στυγούς και οι ψυχές αναστατώθηκαν προσπαθώντας να αγγίξουν λίγο από το υγρό που χάνονταν. Ο Ορφέας έβγαλε τα χέρια του έντρομος και παρατήρησε ότι δεν είχαν επηρεαστεί από τα τοξικά νερά, όπως του Λίνου.

“Νομίζω κατάλαβα τι πρέπει να κάνουμε. Το υγρό μας προστατεύει από τα νερά” είπε με σιγουριά ο Ορφέας και αμέσως ξεκίνησε να βουτήξει μέσα στο ποτάμι.
“Ορφέα, όχι, στάσου”, φώναξε ανήσυχος ο Λίνοςκαι έτρεξε να τον σταματήσει.
“Δεν είδες πως αναστατώθηκαν οι ψυχές, από το υγρό σου, όταν το έβαλες μέσα στο ποτάμι; Θα μας σκοτώσουν”, συνέχισε.
“Ίσως, αλλά πρέπει να βρούμε την ψυχή της Ευρυδίκης”, απάντησε ο Ορφέας και προσπάθησε πάλι να καταδυθεί. Για άλλη μια φορά ο Λίνος τον εμπόδισε λέγοντάς του, “Ας ψάξουμε λίγο ακόμα και μετά θα το κάνουμε”. Ο Ορφέας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και σηκώθηκε όρθιος.
Κοίταξαν γύρω τους και παρατήρησαν ότι οι υπόλοιποι οβελίσκοι ήταν ακόμα μαύροι ενώ ο δικός τους όχι. Τα ιερογλυφικά τρεμόπαιζαν με το πράσινο φως, σαν να ήταν κάποιος φάρος που καλούσε τα πλοία στη φουρτουνιασμένη και ομιχλώδη θάλασσα.
“Πάμε να δούμε τους άλλους οβελίσκους”, πρόσταξε ο Λίνος. Όσο απομακρύνονταν από τον αρχικό οβελίσκο τόσο τους περιέλουζε ξανά η ομίχλη, μόνο και μόνο για να εξαφανιστεί ξανά όταν πλησίασαν τον επόμενο.
“Οι οβελίσκοι κρατάνε μακριά την ομίχλη”, είπε ο Ορφέας.
“Απορώ γιατί”, απάντησε ο Λίνος. “Ας αγγίξουμε και αυτόν”, συνέχισε.

Προς έκπληξή τους, ο οβελίσκος γκρεμίστηκε μπροστά τους, όταν τον άγγιξε ο Λίνος. Το υγρό έπεσε μέσα στο ποτάμι και οι ψυχές αφηνίασαν, αρχίζοντας να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια θα το γευτεί. Έντρομοι και οι δυο έτρεξαν προς τον αρχικό οβελίσκο. Η πορεία τους όμως διακόπηκε όταν είδαν μια ψυχή να βγαίνει από το ποτάμι μπροστά τους. Δεν ήταν άλλη, από τη ψυχή της νεκρής φίλης τους Ευρυδίκης.

Φοβούμενοι το χειρότερο, έμειναν ακίνητοι. Η ψυχή ήταν γαλήνια σαν κοιμισμένη και έμοιαζε να αιωρείται ξαπλωμένη,κινούμενη προς τον οβελίσκο με τα πράσινα ιερογλυφικά που την καλούσε. Οι δύο νέοι την ακολουθούσαν με τον ρυθμό της όντας ακόμα φοβισμένοι.

“Ακόμα και νεκρή, είναι τόσο όμορφη”, είπε σαγηνευμένος ο Ορφέας.
“Μην παρασύρεσαι από το πάθος σου μικρέ”, είπε αυστηρά ο Λίνος.

Ο μικρός Ορφέας δεν νοιάστηκε για τη συμβουλή του αδερφού του. Μέσα του ήθελε να αγγίξει την αγαπημένη του. Το πάθος μέσα του έκαιγε και ένιωθε ότι θα χάσει το μυαλό του αν δεν την σώσει από τον θάνατο. Η γαλήνη του προσώπου της τον μάγευε όλο και περισσότερο, μέχρι τη στιγμή που ενέδωσε στις νεανικές ορμές του και όρμησε να την αγκαλιάσει.

Ο Λίνος δεν πρόλαβε να τον σταματήσει και όταν τελικά άγγιξε τη νεκρή Ευρυδίκη, το μαύρο υλικό ξεχύθηκε από πάνω του και ξεκίνησε να ενώνετε με την νεκρή ψυχή της, που όλο και περισσότερο άρχισε να παίρνει το χρώμα των ζωντανών. Για μια στιγμή ο Ορφέας αναλογίστηκε αν ήταν σωστό που ενέδωσε στα συναισθήματά του χωρίς να σκεφτεί, όμως δεν νοιάστηκε να το αναλύσει στο μυαλό του, όταν κατάλαβε ότι πάνω τους είχαν τη σύσταση της ίδιας της ζωής, που απλά έπρεπε να τη μεταφέρουν σε αυτόν που ήθελαν να αναγεννήσουν. Τώρα όλα άρχισαν να βγάζουν νόημα στο μυαλό του και στράφηκε να το εξηγήσει στον αδερφό του.

“Λίνο, πάνω μας έχουμε την ουσία της ζωής που απλά πρέπει να της την δώσουμε. Γι’ αυτό οι ψυχές αφήνιαζαν όταν η ουσία έπεσε στο νερό. Απλά ήθελαν να γευτούν τη ζωή μια τελευταία φορά ή ακόμα και να ξεφύγουν από το βασίλειο του Άδη”.
“Νομίζω έχεις δίκαιο μικρέ μου αδερφέ. Ας της την δώσω και ‘γω με τη σειρά μου, μήπως φύγουμε από αυτό το απαίσιο μέρος”, είπε ο Λίνος και άγγιξε και αυτός με τη σειρά του την ψυχή της. Μόλις το υγρό του ενώθηκε και αυτό με τη σειρά του, απόρησε τι μπορεί να συμβεί τώρα πια που ένα κομμάτι της ζωής της είχε χαθεί στα νερά από τα χέρια του Ορφέα.

Η ψυχή πλέον έμοιαζε με ζωντανή και σιγά σιγά έφτανε στον οβελίσκο που κατευθύνονταν. Τότε αυτός με τη σειρά του αποσυναρμολογήθηκε και άνοιξε μια πύλη. Ήταν η πύλη προς τον άνω κόσμο. Τον κόσμο τον ζωντανών. Όταν οι τρεις τους πέρασαν μέσα της, τα πνεύματά τους ενώθηκαν ξανά με το υλικό τους σώμα και τα δύο αδέρφια ξύπνησαν απότομα στο υπόγειο του γέρου μάγου, που ακόμα μιλούσε σε άγνωστες γλώσσες. Ξάφνου, η πνοή του μάγου βγαίνει από το στόμα του και μπαίνει στο σώμα της νεκρής, αφήνοντας το δικό του που σταδιακά γίνονταν άμμος. Η γη σείστηκε και άρχισε να αναδύει τα όπλα των αδερφών και να ρουφάει μέσα της τον βωμό με τον σώμα της Ευρυδίκης, μαζί με οτιδήποτε άλλο είχε ρίξει ο μάγος νωρίτερα. Τα αδέρφια ζώθηκαν με τα όπλα τους και ο Ορφέας πήρε στην αγκαλιά του την αγαπημένη του που μόλις είχε ανοίξει τα μάτια της. Έτρεξαν και οι δύο προς τις σκάλες που σιγά σιγά και αυτές με τη σειρά τους άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Όταν βγήκαν έξω από το σπιτάκι στη μέση του δάσους, το είδαν αργά να εξαφανίζετε, μέχρι που χάθηκε κάθε ίχνος του. Λίγες στιγμές μετά τίποτα δεν θύμιζε ότι ανθρώπινο χέρι είχε κάποτε επέμβει στη μαγευτική φύση.

“Που βρίσκομαι;”, ρώτησε τρομαγμένα η Ευρυδίκη.
“Ηρέμησε αγαπημένη μου. Είσαι ασφαλής”, είπε καθησυχαστικά ο Ορφέας.
“Θυμάμαι πως πέθανα. Τι έγινε;”, είπε η Ευρυδίκη.
“Ταξιδέψαμε στον Άδη και σε φέραμε πίσω στη ζωή”, είπε χαρούμενα ο Λίνος.
“Τότε γιατί όλα είναι σκοτεινά;”, ρώτησε η Ευρυδίκη.

Τα αδέρφια σάστισαν και ο φόβος του Λίνου έγινε πραγματικότητα. Ένα κομμάτι της Ευρυδίκης είχε χαθεί στα ύδατα της Στυγούς. Θα είναι τυφλή για την υπόλοιπη ζωή της. Ήταν η τιμωρία του μικρού Ορφέα από τον κύριο των νεκρών, που ατίμασε τα νερά του ποταμού με την ουσία της ζωής. Τώρα πια θα ζει χωρίς να δει ποτέ ξανά τον κόσμο των ζωντανών και οποιονδήποτε άλλο αγαπημένο της.

“Συγνώμη αγαπημένη μου, έχασα ένα κομμάτι σου στην προσπάθειά μου να σε αναγεννήσω και αυτό ήταν το φως σου”, είπε με δάκρυα στα μάτια ο Ορφέας.
“Δεν πειράζει, αρκεί που είμαστε μαζί”, είπε η Ευρυδίκη και προσπάθησε να σκουπίσει τα μάτια του Ορφέα με το χέρι της.
“Πάμε σπίτι μας, μικρέ. Ανησυχεί η μητέρα”, είπε χαρούμενα ο Λίνος και όλοι μαζί πήραν τον δρόμο του γυρισμού.