Διήγημα | "Ζωή και Θάνατος"

Διήγημα | "Ζωή και Θάνατος"

Ήταν ένα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό όταν το αυτοκίνητο έφτασε στον προορισμό του. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και από μέσα βγήκε ένας ηλικιωμένος κύριος, ένα παιδί και οι δύο γονείς του. Πάνε 66 χρόνια από τότε που ο γέρο-Ντίτερ Φος είδε για τελευταία φορά αυτή τη πλαγιά. Κοίταξε αργά γύρω του και παρατήρησε πως δεν είχαν αλλάξει πολλά, από τότε, παρά μόνο ότι ο νέος δρόμος έκοβε το λιβάδι στα δύο. Το δένδρο έστεκε ακόμα αγέρωχο στην κορυφή της πλαγιάς, λίγο πιο δίπλα από τον παλιό δρόμο που ένωνε το Τραν με το Σαμπουά.

«Λοιπόν; Πως νιώθεις πατέρα;» είπε ο πατέρας του μικρού παιδιού απευθυνόμενος προς τον συγκινημένο γέρο.

Ο Ντίτερ δεν μίλησε, παρά μόνο πήρε από το χέρι τον μικρό εγγονό του και κατευθύνθηκε προς το δένδρο ανηφορίζοντας την πλαγιά με την βοήθεια της μαγκουρίτσας του και τον μικρό. Λίγο πιο πίσω του ήταν και ο γιός του με την γυναίκα του. Φτάνοντας στο δένδρο ο γέρο-Ντίτερ κάθησε στο χώμα και ακούμπησε την κουρασμένη πλάτη του στον κορμό του. Έγνεψε στον εγγονό του να κάτσει δίπλα του και ξεκίνησε να διηγείται τον λόγο για τον οποίο έκαναν αυτό το μακρύ ταξίδι.

«Ήταν πριν 66 χρόνια όταν με μετέθεσαν σε αυτό εδώ το μικρό χωριό. Η αποστολή μας φάνταζε εύκολη. Επρόκειτο απλά να κρατάμε τα μετόπισθεν της καλοκαιρινής μεγάλης αντεπίθεσης και να φροντίσουμε ότι σε περίπτωση οπισθοχώρησης, ο δρόμος αυτός πίσω μας, θα έμενε ανοιχτός αρκετά, έτσι ώστε να φύγουν όσο το δυνατόν περισσότεροι δικοί μας και να μην πέσουν αιχμάλωτοι στα χέρια του εχθρού. Μας φαινόταν απίθανο σενάριο, καθώς η αντεπίθεσή μας περιλάμβανε περίπου εκατόν πενήντα χιλιάδες στρατιώτες με υποστήριξη πυροβολικού, βαρέων αρμάτων και αεροπλάνων. Μαζί μας ήταν και ο άσσος των τεθωρακισμένων, ο Μαξιμιλιανός Λίτζκε, ο οποίος αυτός και το πλήρωμά του είχαν καταλάβει μόνοι τους ένα χωριό, αναχαιτίζοντας κιόλας την εχθρική προέλαση, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά όλα τα οχήματά τους, είτε ήταν άρματα είτε ήταν μεταφορικά. Εμείς χαιρόμασταν που θα μέναμε πίσω από τις πρώτες γραμμές και θα κάναμε διακοπές, γλεντώντας πρόωρα τη νίκη και την επιβίωσή μας. Όμως η αλαζονεία και η υπεροψία των στρατηγών και των στρατιωτών δεν έμεινε ατιμώρητη. Πέσαμε με το κεφάλι πάνω στις γραμμές άμυνας του εχθρού σαν τη βροχή πάνω σε ατσάλι. Γρήγορα το μέτωπο κατέρρευσε και άρχισε μια σχεδόν άτακτη οπισθοχώρηση των συντρόφων μας. Οι εχθροί άρχισαν να περικυκλώνουν το στράτευμα και να κλείνουν σταδιακά όλες τις εξόδους διαφυγής μέχρι που μείναμε μόνο εμείς. Μόνο ο δρόμος πίσω μας ήταν ο μόνος δρόμος προς την ελευθερία και έπρεπε να μείνει ανοιχτός όσο περισσότερο γινόταν».

Έκανε μια μικρή παύση και κοίταξε την οικογένειά του όπου περίμενε με αγωνία τη συνέχεια...

«Δεν έχω μιλήσει σε κανέναν για ότι έγινε εδώ σε αυτή τη πλαγιά πριν τόσα χρόνια, ούτε καν στην μακαρίτισσα τη γυναίκα μου. Γιατί ότι έγινε εδώ δεν με αφήνει περήφανο, αλλά ντροπιασμένο και με τύψεις. Θα σας τα πω όλα όπως τα έζησα και όπως έγιναν. Ήρθε η ώρα να απαλλαγώ από το φορτίο που βαραίνει τόσα χρόνια το μυαλό και τη ψυχή μου. Όταν μάθαμε ότι μόνο εμείς είχαμε μείνει για να φυλάμε την οπισθοχώρηση, όλοι είχαμε σαστίσει γιατί ξέραμε τι θα ακολουθούσε. Γι' αυτό ο λοχίας Άρνο Σούλτς μπήκε στο αμπρί του ταγματάρχη μας για να ρωτήσει ποιες θα ήταν οι εντολές μας. Όμως τον βρήκε να κάθεται στην καρέκλα του με τα πόδια πάνω στο τραπέζι, στο οποίο είχαμε τον ασύρματο και ένα τελάρο με μπουκάλια κρασί δίπλα του μισοτελειωμένα».

«Ποιες είναι οι εντολές μας κύριε;» ρώτησε τον ταγματάρχη.
«Ξέρεις» του απάντησε χωρίς καν να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«Να πεθάνουμε» μονολόγησε. «Να μιλήσω εγώ στους άντρες κύριε;» ρώτησε και ο ταγματάρχης απλά έγνευσε καταφατικά με γυρισμένη ακόμα την πλάτη.

Ο λοχίας Άρνο βγήκε έξω και φώναξε στους άντρες να μαζευτούν γύρω του.

«Σύντροφοι, έφτασε η μεγάλη ώρα. Η ώρα που θα εκτελέσουμε τις εντολές μας με θάρρος και πειθαρχία όπως κάναμε τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν για την πατρίδα μας. Η διοίκηση περιμένει σήμερα να κάνουμε ένα και μοναδικό πράγμα· να πεθάνουμε. Όμως να μη φοβηθείτε, αλλά να νιώθετε υπερηφάνια που εσείς θα έχετε την τιμή να πεθάνετε απόψε μαζί μου για να σώσετε τόσους και τόσους συντρόφους σας από τον βέβαιο χαμό τους. Μόνο εσείς και κανένας άλλος δεν θα έχει την ευκαιρία να του χρωστάνε τη ζωή του εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι. Μόνο υπερηφάνια μπορεί να νιώσει κανείς όταν κάνει το σωστό, το καθήκον του, όχι μόνο προς την πατρίδα του αλλά προς τους συντρόφους του. Να είστε σίγουροι πως όλοι όσοι γυρίζουν τις πλάτες τους σε εσάς σήμερα και γυρίζουν πίσω στην πατρίδα, σας ζηλεύουν και σας φθονούν, γιατί εσείς τους σώσατε σήμερα, σε εσάς χρωστάνε τα πάντα και για μια ολόκληρη ζωή θα σας ζηλεύουν γιατί εσείς θα μείνετε και θα πεθάνετε ενώ αυτοί θα τρέχουν. Να είστε με το χαμόγελο στα χείλη όταν θα νικάτε σήμερα εδώ και κάθε άλλη φορά στο μέλλον, γιατί εσείς τα βάλατε μόνοι σας ενάντια σε όλους, ενώ εκείνοι όχι. Καταραμένες θα είναι οι ημέρες και τα χρόνια όσων δεν θα είναι εδώ σήμερα για να δώσουν τον ύψιστο φόρο αίματος. Γεμάτες τύψεις θα είναι οι ημέρες όσων από εσάς πετάξουν το όπλο και φύγουν τρέχοντας από δω μαζί με τους άλλους. Κάθε βράδυ θα κοιμούνται με ενοχές που δεν θα έχουν πεθάνει εδώ μαζί σας, ενώ εσείς στο μέλλον κάθε μέρα σαν σήμερα, με χαρά και περηφάνεια, θα παίρνετε στα πόδια σας τον εγγονό σας και θα του διηγείστε περήφανα τι έγινε εδώ. Θα του δείχνετε τις ουλές σας και τα τραύματά σας, σαν απόδειξη ότι ήσασταν εδώ σήμερα και κάθε ένας από σας θα είναι αδερφός μου για πάντα, επειδή παλέψαμε πλάι πλάι και χύσαμε το αίμα μας μαζί. Ζήτω λοιπόν εμείς και κανένας άλλος

Μαζί με τον λοχία όλοι οι στρατιώτες φώναξαν «Ζήτω

Ο λοχίας μπήκε πάλι μέσα στο αμπρί του ταγματάρχη και τον ρώτησε: «Λοιπόν; Πως τα πήγα;» και ο ταγματάρχης ενώ συνέχισε να πίνει και να του έχει γυρισμένη την πλάτη του απάντησε: «Προάγεσαι σε λοχαγός και αναλαμβάνεις διοίκηση σήμερα». Ο λοχαγός -πλέον-Άρνο έκανε μια μικρή υπόκλιση και βγήκε πάλι έξω. Εκείνη την ώρα ένα φορτηγό μεταφοράς προσωπικού, γεμάτο με στρατιώτες. σταμάτησε. Κατέβηκε ένας επιλοχίας και πλησίασε τον λοχαγό Άρνο και του είπε: «Προλαβαίνετε να έρθετε μαζί μας. Έχουμε λίγο χώρο πίσω για μερικούς και αν ξεφορτωθούμε όπλα και σφαίρες μπορεί να χωρέσουν μερικοί ακόμα».

Ο λοχαγός τον κοίταξε αγριεμένα και του είπε:

«Όχι, κανένας δεν θα φύγει από τη θέση του».
«Είσαι τρελός; Είσαστε εκατό και πάτε να τα βάλετε με έναν ολόκληρο στρατό! Δεν θα αντέξετε ούτε μια ώρα εδώ. Ελάτε μαζί μας σας παρακαλώ» είπε ο επιλοχίας πιάνοντας τον ώμο του Άρνο. Τότε ο λοχαγός χτυπάει το χέρι του επιλοχία και του απαντάει: «Δεν θα αφήσω κανέναν να πιαστεί αιχμάλωτος του εχθρού, δεν θα αφήσω πίσω την ηθική μου και τις ιδέες μου για να λιποτακτήσω, δεν είμαι δειλός σαν εσένα και ούτε οι άντρες μου είναι».
«Μην είσαι σίγουρος λοχαγέ, δώσε την ευκαιρία στους άντρες σου να φύγουν και να πολεμήσουν μια άλλη μέρα με πιο ευνοϊκές συνθήκες, μην τους παίρνεις μαζί σου στον τάφο για ένα καπρίτσιο σου» είπε ο επιλοχίας και τότε ο λοχαγός του έριξε με δύναμη μια γροθιά στη μύτη ρίχνοντάς τον κάτω.

Γύρισε και μας κοίταξε ο λοχαγός και μας είπε:

«Όποιος θέλει να φύγει ας το κάνει τώρα. Αυτά που είπα πριν στο λόγο μου είναι αληθινά και μέσα από την ψυχή μου, όμως δεν θα κρατήσω κακία σε κανέναν σας αν δεν θέλει να κάτσει εδώ μαζί μου».

Τότε εγώ κινήθηκα προς το λοχαγό και του ζήτησα την άδεια να αποχωρήσω μαζί με τους άντρες του επιλοχία. Ο λοχαγός με ρώτησε γιατί ήθελα να φύγω και του απάντησα πως είμαι πολύ μικρός για να θυσιαστώ εδώ σήμερα. Είμαι μόνο δεκαοχτώ χρονών και πολεμάω ήδη ένα χρόνο και θα ήθελα να ζήσω τη ζωή μου κάποια στιγμή και πως δεν νιώθω έτοιμος να πεθάνω εδώ σήμερα. Τότε ο λοχαγός μου είπε με αγάπη και στοργή κάτι που με στοιχειώνει όλη μου τη ζωή έκτοτε.

«Θα καταλάβεις πότε θα βρεθείς σε ένα ωραίο μέρος για να πεθάνεις. Τότε δεν θα φανεί σαν θυσία, αλλά σαν μια ευκαιρία. Αυτή η στιγμή θα είναι εμφανής και ευδιάκριτη. Η απόφαση θα είναι πολύ απλή και θα παρθεί μόνη της. Όταν χιλιάδες ζωές κινδυνεύουν, μία ζωή δεν είναι και τόσο σημαντική. Αλλά, μερικές φορές μια είναι αρκετή για να κάνει τη διαφορά».

Κρατήθηκα για να μη κλάψω και ο λοχαγός με ένα χαμόγελο με πήρε αγκαλιά και με έστειλε στο φορτηγό μαζί με τους άντρες του επιλοχία. Ζήτησε από τον επιλοχία να του δώσει όλα τα όπλα και τα εφόδιά τους, μιας και θα τους ήταν άχρηστα πλέον, ως ένα φόρο τιμής που δεν θα τους βοηθούσαν στον σκοπό τους. Φεύγοντας, ο επιλοχίας ευχήθηκε καλή τύχη στον λοχαγό και εκείνος του απάντησε αυστηρά ότι η τύχη είναι για τους αδύναμους. Όχι αρκετή ώρα μετά ξεκίνησε και η επίθεση. Οι αμυνόμενοι δεν θα κρατούσαν ως το απόγευμα αν κάποια στιγμή δεν ερχόταν, σαν από μηχανής θεός, ο Λίτζκε με το πλήρωμά του. Οι οποίοι αρνήθηκαν να φύγουν από μάχη για δεύτερη φορά. Για αυτούς η μάχη ήταν μια ιεροτελεστία και τους ήταν αδιανόητο να φύγουν. Ήδη την πρώτη φορά το έκαναν για χάρη του στρατηγού, τώρα όμως δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να τους σταματήσει και να τους στερήσει το θάνατο. Ή θα πέθαιναν αυτοί ή όλοι οι άλλοι. Μέχρι το απόγευμα ζωντανοί είχαν μείνει μόνο το πλήρωμα του Λίτζκε, καταφέρνοντας να κρατήσουν το δρόμο ανοιχτό μέχρι το βράδυ, όπου και πέθαναν ύστερα από την περικύκλωσή τους.

Ο γέρο-Ντίτερ σταμάτησε, κοίταξε την οικογένειά του για μια στιγμή και συνέχισε:

«Μόνο είκοσι χιλιάδες κατάφεραν να επιστρέψουν και εκατόν δέκα χιλιάδες πιάστηκαν και φυλακίστηκαν. Πολλοί από αυτούς πέθαναν στη φυλακή, άλλοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων και δούλευαν μέχρι τελικής πτώσης. Άλλοι δικάστηκαν και εκτελέστηκαν, άλλοι εκτελέστηκαν χωρίς δίκη και ελάχιστοι έζησαν μέχρι το τέλος του πολέμου, μόνο και μόνο για να δουν την πατρίδα τους ισοπεδωμένη, εξαθλιωμένη και κατεστραμμένη. Είδαν τους συγγενείς τους νεκρούς, τις αδερφές και τις μητέρες τους πόρνες στον κατακτητή, τα αδέρφια τους σκλάβους και ζητιάνους. Έτσι κάποιοι αυτοκτόνησαν και κάποιοι άλλοι έγιναν μετανάστες σε χώρες μακρινές. Εγώ έμεινα πίσω και παρόλες τις κακουχίες και τις ατέλειωτες νύχτες πείνας και κρύου, έζησα. Κάθε μέρα σκεφτόμουν ότι έπρεπε να είχα πεθάνει εδώ και πόσο λάθος ήταν να αναζητήσω την ζωή. Δεν είχα καταλάβει ότι από τη στιγμή που θα ανέβαινα στο φορτηγό δεν θα είχα ζωή. Εν τέλει παρόλο που κατάφερα να ανταπεξέλθω και να κάνω οικογένεια, το μυαλό μου είχε μείνει εδώ. Είχα μεγαλώσει πολύ για να ζήσω τη ζωή που νόμιζα ότι θα ζούσα τότε, στα δεκαεπτά μου, που έφυγα από τη μάχη και γύρισα πίσω».

Ο γιός του στεναχωρήθηκε και θύμωσε με τον πατέρα του, λέγοντας του:

«Δηλαδή μετάνιωσες που έκανες οικογένεια; Μετάνιωσες που γνώρισες τη γυναίκα σου;»
«Όχι», είπε ο γέρος. «Μετάνιωσα που γύρισα πίσω και είδα ότι αγαπούσα κατεστραμμένο. Έπρεπε να φτιάξω κάτι νέο για να αγαπήσω και αυτό το έφτιαξα με τη μητέρα σου. Όμως μέσα μου πάντα ένιωθα ότι έπρεπε να μείνω εδώ. Ότι και να έκανα πάντα μια φωνή μέσα μου με κατηγορούσε που έφυγα και παρακαλούσα το χρόνο να γυρίσει πίσω. Αλλά αυτή είναι η τιμωρία του δειλού. Να πεθαίνει κάθε βράδυ γιατί είπε όχι όταν έπρεπε να πεθάνει μία φορά».

Ο γιός του, παρόλα αυτά, δεν συγκινήθηκε με τα λόγια του πατέρα του αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Τότε το γέρο-Ντίτερ ζήτησε από το γιό του και τη γυναίκα του να απομακρυνθούν και να τον αφήσουν μόνο με τον εγγονό του. Πέρασε το δεξί χέρι του γύρω από τον εγγονό του και έμειναν μαζί να κοιτούν το άπειρο, μέχρι που σιγά σιγά άρχισαν να κλείνουν τα μάτια του, χωρίς ο μικρός να το καταλάβει. Και μερικές στιγμές μετά πετάγεται ανοίγοντας τα μάτια του. Τότε είδε μπροστά του τον λοχαγό του, ντυμένο με τη στολή του και γύρω του οι στρατιώτες του λόχου του. Όλοι φαινόντουσαν τόσο ζωντανοί που κοίταξε τα χέρια του και συνειδητοποίησε ότι έλειπαν τα σημάδια του γήρατος και των κακουχιών. Ήταν λες και ήταν πάλι δεκαεπτά χρονών, λες και έκανε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Ακούμπησε το πρόσωπό του και συνειδητοποίησε ότι όντως ήταν πάλι έφηβος, φορώντας και αυτός τη στολή του. Για μια στιγμή νόμιζε ότι είχε μόλις ξυπνήσει και ότι η ζωή που έζησε ήταν ένα περίεργο όνειρο. Μα μετά απόρησε γιατί τα βλέπει όλα ασπρόμαυρα. Ίσως ήταν κάποια παρενέργεια από τον ύπνο και τα μάτια του δεν είχαν συνέλθει ακόμα.

«Κύριε λοχαγέ!», αναφώνησε και τότε όλοι στράφηκαν προς το μέρος του Ντίτερ. Πριν προλάβει να συνεχίσει, ο λοχαγός, τον πλησίασε και έσκυψε προς το μέρος του, δίνοντάς του το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί όρθιος και του είπε: «Επιτέλους ήρθες. Σε περιμέναμε βλέπεις.»
«Γιατί με περιμένατε;» ρώτησε όλος περιέργεια ο Ντίτερ.
«Για τη μεγάλη μας πορεία» του είπε ο λοχαγός. «Έπρεπε να είμαστε όλοι συγκεντρωμένοι πρώτα για να αρχίσουμε» συνέχισε.

Τότε ο λοχαγός γύρισε προς τους υπόλοιπους και άρχισε να δίνει παραγγέλματα, ενώ οι υπόλοιποι εκτελούσαν συντεταγμένα. Ο Ντίτερ ξεκίνησε να πάει προς τους υπόλοιπους και να συνταχτεί μαζί τους, αλλά ο λοχαγός τον απέτρεψε λέγοντάς του: «Εσύ φίλε μου θα μείνεις εδώ. Εσύ θα μείνεις με τους υπόλοιπους εδώ» και έδειξε πίσω από την πλάτη του Ντίτερ. Εκείνος κοίταξε πίσω του και αντίκρυσε χιλιάδες άλλους στρατιώτες με στολές, είτε παρόμοιες με τη δική του, είτε με άλλες στολές που δεν είχε δει ξανά, είτε ακόμα με στολές που φορούσαν οι εχθροί που στο παρελθόν είχαν ανταλλάξει πυρά. Τότε ξαναγύρισε και κοιτάζοντας πάλι το λοχαγό του, τον είδε να προελαύνει μαζί με τους υπόλοιπους του λόχου του προς τον ορίζοντα, σιγά σιγά, ανεβαίνοντας προς τον ουρανό.