"Ύβρις"

"Ύβρις"

 

Οι τέσσερις ναυαρχίδες προσάραξαν στην γη, βάζοντας φωτιά στον ουρανό. Οι ομίχλες του ωκεανού, όλα τα νέφη της γης, συσπειρώθηκαν γύρω τους. Ο βορράς, η ανατολή, η δύση, και ο νότος μαύρισαν. Η ατμόσφαιρα γέμισε με κρότους, με διαπεραστικά ουρλιαχτά και βουητά. Η κατάλυση των πάντων δεν άργησε να έρθει, σαρώνοντας τις ελπίδες των ανθρώπων. Ο τρόμος τρύπωσε σε κάθε σπίτι. Η καταστροφή της άμυνας συντελέστηκε με καταιγιστικούς ρυθμούς. Οι ηγέτες, άπραγοι, απελπισμένοι, έβλεπαν τα φυλάκια της ανθρωπότητας να πέφτουν το ένα μετά το άλλο, σαν χάρτινοι πύργοι. Ό,τι έχτιζε ο άνθρωπος από την αυγή του πολιτισμού, γκρεμίστηκε. Ολόκληρες βάσεις έλιωσαν από τον πύρινο όλεθρο που εξαπέλυσαν πάνω τους οι Ξένοι. Η ισχύς των μεταλλικών μεγαθήριων ήταν συγκλονιστική. Σαν την καταδίκη πλανιόντουσαν πάνω από τη γη, θαμμένα στα σταχτιά τους νέφη, λάμποντας σαν φάροι στο σκοτάδι, ισοπεδώνοντας ολόκληρες πόλεις κάτω από τη σκιά τους και τα βαθιά σαλπίσματα τους. Η μια ναυαρχίδα στον βορρά ήταν λευκή, η άλλη στον νότο κόκκινη, στη δύση μαύρη και στην ανατολή πράσινη. Συνέτριψαν με χαρακτηριστική άνεση τα όπλα των ανθρώπων, απονέμοντας άγρια τιμωρία. Οι μηχανές, όλα τα ψεύτικα είδωλα του ανθρώπου, απέτυχαν, έρμαια της λαθεμένης πίστης πάνω στην οποία είχαν χτιστεί. Η Γη βρίσκονταν στο έλεος των Ξένων. Τα έθνη είχαν γονατίσει, η μάχη είχε χαθεί.

Τότε, ο αρκτικός κύκλος ράγισε. Βουνά σείστηκαν, ρωγμές απλώθηκαν παντού. Ένας κολοσσιαίος λευκός πύργος αναδύθηκε μέσα από τους πάγους, καμωμένος από γαλακτώδες κρύσταλλο, σπειροειδής σαν σφήνα’ μια στενή στήλη που τρυπούσε σαν λόγχη τον ορίζοντα. Από μπροστά του έφυγε η γη και ο ουρανός, και δεν βρέθηκε τόπος για αυτά. Η λευκότητα του έντυσε με ένα παντοτινό, καθάριο πρωινό τον βορρά, παγώνοντας τον κόσμο. Μια ψυχρή πνοή ξεχύθηκε από μέσα του, για να σμίξει με τα ερεθισμένα νέφη του ουρανού, και να τυλίξει τα πάντα στην ομίχλη. Κάτω, μέσα από την άχλη και διάχυτη πάχνη που πλανιόταν σαν αστραφτερή σκόνη στην ατμόσφαιρα, γεννήθηκε ένα χάσμα’ και από πάνω του υλοποιήθηκε μια τιτάνια μαύρη σφαίρα. Σαν πέλεκυς στέκονταν στην κορυφή του κόσμου, κρεμασμένη πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Ένα θεόρατο, τέλειο μετέωρο σώμα, που προμήνυε το τέλος όλων.

Οφθαλμαπάτες είχαν σκεπάσει την καθαρότητα του ουρανού, παραμορφώνοντας σαν δακρυσμένος καθρέφτης το στερέωμα. Η στρέβλωση γύρω από τη σφαίρα ήταν σαγηνευτική, ένα αποτύπωμα εκστατικό. Ο ήλιος είχε ξεφτίσει, μυριάδες ηλιαχτίδες έδειχναν να έχουν πιαστεί στα δίχτυα της. Το ηλιακό στέμμα έδειχνε να λιώνει και να χύνεται. Τα αλλοιωμένα χρώματα διαχωρίζονταν και αναμειγνύονταν μεταξύ τους, σαν την ψιλή πλαγιαστή βροχή που ραπίζει εδώ κι εκεί τους γκρίζους λόφους, ακολουθώντας τα τερτίπια του αγέρα. Ηλεκτρομαγνητικά ξεσπάσματα έπληξαν και τα τελευταία οχυρώματα των ανθρώπων, βυθίζοντας τα πάντα στο σκοτάδι. Τα στοιχεία της φύσης είχαν τρελαθεί. Αφηνιασμένες θύελλες ξεσπούσαν βίαια παντού, χαοτικά, αλλοπρόσαλλα, για να λήξουν απότομα χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους, ενώ ισχυρές βροχοπτώσεις μαστίγωναν κατά μήκος όλες τις ακτές. Τα βορινά παράλια και οι χερσόνησοι της γης είχαν κατακλυστεί από σεισμικές δονήσεις, ακολουθώντας τον ρυθμό των παλμών που ξεχύνονταν μέσα από τον πύργο.

Αρμάδες από σκάφη ακολούθησαν την επίθεση των μεταλλικών μεγαθήριων. Πανέμορφα αστρόπλοια, αγγελικά πλασμένα, τυλιγμένα σε μια ιώδη αύρα, πίσω από ένα φάσμα χρωμάτων που έντυνε την κύτη τους με πεδία σαν το σέλας. Οι Γήινοι επεδίωξαν πρώτοι την επαφή, καθώς δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνθηκολογήσουν. Οι Ξένοι δέχτηκαν να παραστούν στην Πρώτη Επαφή, απαιτώντας έναν πρέσβη που να χειρίζονταν άψογα τις αρχαίες γλώσσες. Η συνάντηση έλαβε χώρα στην Γροιλανδία, στα όρια της σκιάς της Μαύρης Σφαίρας. Εκεί ο άνθρωπος ανέβηκε για πρώτη φορά τα σκαλιά μιας κατοικίας που δεν είχε χτίσει με τα δικά του χέρια, και κοίταξε για πρώτη φορά τα πανώρια πλάσματα που έφταναν στη Γη μέσα από τις εσχατιές του σύμπαντος, σ’ ένα ταξίδι που διήρκησε εκατονταετίες. Έκπληξη ήταν το πρώτο πράγμα που ένιωσε. Έκπληξη και δυσαρέσκεια, και ένα κρυφό αίσθημα κατωτερότητας. Ο Ξένος δεν έφερε τίποτα το εξώκοσμο πάνω του, τίποτα το διαφορετικό. Είχε αμιγώς ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Όμως η αύρα του εξέπεμπε τόση δύναμη, τόση αίγλη, που ο Γήινος ένιωσε μικροσκοπικός μπροστά του. Ένιωσε άσχημος και ατελής. Και πράγματι, εκείνος ήταν τέλειος. Πανέμορφος σαν άγγελος, με σφριγηλό κορμί και μάτια ψυχρά σαν την ανταριασμένη θάλασσα. Το πρόσωπο του δεν είχε ίχνος από ρυτίδες, κι όμως, ήταν τόσο αυστηρό, τόσο ώριμο. Η ένδυση του είχε κεντηθεί με αμέτρητες, μικροσκοπικές διάστικτες φολίδες που άστραφταν μαγευτικά, σαν χλωμά μαργαριτάρια, κόβοντας την ανάσα με την ομορφιά τους. Η γνώση έκαιγε σαν φωτιά στο βλέμμα του. Τα μάτια του ήταν γηραιά, συνειδητοποιημένα. Ανώτερα.
 
Πρώτος μίλησε εκείνος. Έδειξε τον θηριώδη λευκό πύργο στον ορίζοντα, μέσα από το παράθυρο του δωματίου, και είπε:
 
«Η μακρά ημέρα όπου όλοι θα κριθούμε έχει αρχίσει».
«Τι είναι αυτό;» ψέλλισε ο πρέσβης, κοιτώντας σαν μελλοθάνατος την αιχμή της στήλης που έμοιαζε να στηρίζει τα διαλυμένα ουράνια. «Πως βρέθηκε στον κόσμο μας;»
«Αυτός είναι ο Λευκός Θρόνος. Υπήρχε εκεί πριν την έλευση σας. Πριν ακόμη βαδίσετε σ’ αυτή γη. Εκεί θα λάβουμε όλοι ρόλους. Μεγάλοι και μικροί. Παλιοί και νέοι.  Εκεί θα κριθεί η γενιά μας και η αγνότητα στο αίμα μας. Εκεί θα εξωραϊστούμε».
«Τι θέλετε από εμάς; Από πού ήρθατε; Γιατί ισοπεδώσατε τα πάντα;»
 
Ο Ξένος μειδίασε. Στάθηκε απέναντι του και έσφιξε την γροθιά του.
 
«Αυτό δεν είναι ισοπέδωση Γήινε. Δεν έχεις ιδέα τι πάει να ισοπέδωση, τι πάει να πει απόλυτη καταστροφή. Δεν βίωσες το δέος του Αφανισμού. Ταξίδεψες στην παραμονή του και ξέχασες».
 
Μια μακρά σιωπή έπεσε ανάμεσα τους. Ο θυμός του Ξένου καταλάγιασε.
 
«Γήινε, η έλευση μας εδώ δεν είναι Κατάκτηση».
 
Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν με ένα βαθύ φως. Αθόρυβα, πλησίασε κοντά του.
 
«Είναι υποταγή. Είναι Συστράτευση. Είναι επανένωση».
 
Εκείνος ζάρωσε μπροστά του. Τα λόγια πάγωσαν στα χείλη του.
 
«Δεν έχουμε σκοπό να σας αφανίσουμε, Παιδιά της Γης. Ήρθαμε να προετοιμάσουμε το έδαφος για την αναμόρφωση μας».
«Αναμόρφωση;»
«Αν με ρωτήσεις, θεωρώ πως είστε ανάξιοι», απάντησε εκείνος, κοιτώντας προς τα βάθη του ορίζοντα και το μεγαλείο του Λευκού Θρόνου. «Αποτύχατε ξανά στην εξορία. Πριν δυο χιλιάδες χρόνια, λάβατε Προειδοποίηση, λάβατε Καθοδήγηση, λάβατε Θυσία, μα σταθήκατε άξιοι της ασωτίας σας. Η εμπιστοσύνη απωλέσθη. Δεν κατορθώσατε να ακολουθήσετε το παράδειγμα μας. Η γενιά σας είναι ακόμη ακατέργαστη, γεμάτη ακαθαρσίες και ανεπιθύμητες προσμείξεις. Τα κόσκινα του χρόνου δεν ολοκλήρωσαν το έργο τους. Μείνατε τόσο πίσω. Ο Κριτής όμως είναι μεγαλόκαρδος. Πιστεύει πως κάποιοι από εσάς αξίζουν».
«Από πού ήρθατε; Πως σας λένε;» ρώτησε ο Πρέσβης. «Ποιος θα μας κρίνει;»
 
Ο Ξένος τον κοίταξε προειδοποιητικά, σαν να του έλεγε: ‘μην κάνεις τον ανήξερο’.
 
«Λέγε με Σηθ», είπε δυνατά με την βραχνή φωνή του. «Ήρθαμε από την Νέα Ενώχ, που βρίσκεται στα πέρατα του σύμπαντος. Ήρθαμε να σας πούμε πως το Τέλος των Αιώνων πλησιάζει».
 
Ο πρέσβης χλόμιασε.
 
«Ποιο Τέλος;» ρώτησε.
 
Το πρόσωπο του Σηθ σκλήρυνε.
 
«Το Τέλος που εσύ κι εγώ ορίσαμε, πριν χρόνια αμνημόνευτα», είπε. «Όμως, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ μας είναι πως εμείς μετανοήσαμε πραγματικά, ενώ εσείς εξακολουθείτε να κυλιέστε μέσα στην αμαρτία και την παρακμή. Ζείτε σ’ ένα θέατρο σκιών, αποχαυνωμένοι, εθισμένοι στο ψέμα και την παρακμή, καταδυναστεύοντας θύματα που γεννήθηκαν με παρωπίδες».
 
Ο πρέσβης ένιωσε τον θυμό μέσα του να θεριεύει.
 
«Έχεις πολύ θράσος να προσβάλλεις τον πολιτισμό μας μετά την καταστροφή που σπείρατε στην Γη», είπε. «Ολόκληρες πόλεις χάθηκαν. Νεκροί κείτονται παντού. Εμείς δεν κάναμε τίποτα. Εσείς διαπράξατε γενοκτονία! Εσείς μας επιτεθήκατε δίχως λόγο κι αφορμή!»

«Δεν κάνατε τίποτα;!» ρώτησε ο Σηθ αγριεμένα, μην πιστεύοντας στα αυτιά του. «Θεέ μου, στα αλήθεια είστε τυφλοί. Κοίταξε γύρω σου και θαύμασε τον κόσμο που χτίσατε. Δείτε τι κάνετε ο ένας στον άλλο, πως καταβροχθίζετε τα πάντα γύρω σας. Γεμίσατε τον τόπο με σφαγεία. Γεμίσατε την Γη με δυστυχία. Ξέρεις τι είσαι, Πρέσβη της Γης; Παιδί του Κάιν. Παιδί της Εύας. Θιασώτης του προπατορικού αμαρτήματος, φορέας της επιδημίας που λέγεται απληστία. Τρώτε ο ένας τον άλλο. Ξεχάσατε να δίνετε, μάθατε στα παιδιά σας να βρίσκουν εθισμό στην αρπαγή, στην κατανάλωση και στην αλαζονεία. Δεν σπέρνετε καρπούς, σπέρνετε πολέμους. Δρέπετε δάκρυα, απελπισία. Που είναι η αλληλεγγύη, που είναι η ομόνοια, η αγάπη, η αθωότητα; Που είναι η φιλευσπλαχνία; Αναστεναγμοί του ανέμου έχουν γίνει, ευχές. Ακόμη και την Γνώση μολύνατε. Πάλι προσπαθείτε να νικήσετε το γήρας. Πάλι παίζετε με την ζωή λες και είναι πηλός στα χέρια σας. Πάλι προσπαθείτε να παρακάμψετε την φυσική επιλογή. Έμβρυα. Θυσιάζετε έμβρυα, αχρείοι, πρώιμες ζωές. Εποφθαλμιάτε ακόμη την απαγορευμένη γνώση. Οι κοινοί μας πρόγονοι διαπράξαν Ύβρη. Εσείς ακόμη διαπράττετε. Τι είναι οι άλλοι δηλαδή, αυτών των οποίων τα όνειρα καταχραστήκατε; Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού; Δεν αξίζουν να ζούνε; Δεν αξίζουν να μεταδώσουν, δεν αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία; Έχετε την ψευδαίσθηση πως όλα σας ανήκουν. Τι είναι το Εγώ νομίζεις; Λάσπη. Σκόνη. Τροφή για τον Χρόνο. Το μόνο που μετρά μέσα σου είναι η πληροφορία. Ο διαρκώς εξελισσόμενος κώδικας μιας ολόκληρης γενιάς. Ο καρπός της εξέλιξης που προσπαθεί να σε μεταμορφώσει από βλαστό σε δέντρο. Τρώγοντας τις σάρκες σας, βάζετε τροχοπέδη στην εξελικτική διαδικασία. Μείνατε πίσω, έρμαια της αμαρτωλής φύσης σας. Ταξιδέψαμε από τις άκρες του σύμπαντος, αφήσαμε την εφήμερη ευδαιμονία, για να ενωθούμε με εκείνους τους λίγους που αξίζουν, όχι για να σας καταστρέψουμε. Το γενετικό υλικό θα συλλεχθεί, θα διαφυλαχθεί. Τα έργα σας, από την άλλη, θα χαθούν. Είναι τετριμμένης αξίας. Όλοι μαζί θα λάβουμε την ίδια μοίρα, θα γευτούμε την καταστροφή όσων προϋπήρξαν. Η τύχη μας όμως, λυπάμαι, δεν θα είναι τόσο επισφαλής όσο η δική σας. Βλέπεις, εμείς βελτιωθήκαμε».

«Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Πρέσβης. «Μιλάς για κοινούς προγόνους. Είμαστε συγγενικά είδη; Πως γίνεται αυτό; Η Ιστορία δεν αναφέρει κάτι σχετικό. Η τεχνολογία σας είναι πολύ πιο ανώτερη από την δική μας. Νομίζαμε πως ήμασταν μόνοι μας στο Σύμπαν».
«Η κοινή μας Ιστορία ξεκινά από τα αρχαϊκά χρόνια», απάντησε εκείνος. «Πριν χιλιετηρίδες. Είστε πιο παλιοί απ’ ότι μπορείτε να φανταστείτε. Ανήκετε κι εσείς, όπως εμείς, στην γενιά που σφράγισε την μοίρα κάθε πλάσματος για τους αιώνες που θα έρχονταν. Η μέρα που ο κόσμος άλλαξε για πάντα δεν είναι σήμερα Γήινε, ούτε θα είναι αύριο. Ήταν κάποτε, στα βάθη του παρελθόντος. Στην Αρχή του Χρόνου».
«Τι συνέβη τότε;»
«Όλα ξεκίνησαν στην Ίντεν», άρχισε να εξιστορεί εκείνος. «Στον πράσινο πλανήτη, στο κέντρο του Σύμπαντος, όταν ο χρόνος, νεαρός ακόμη, κυλούσε ομαλά, σε απόλυτη αρμονία. Στο λίκνο της ζωής γεννηθήκαμε, το πρώτο είδος απ’ όλα τα είδη. Εκεί εμείς, οι πρωτόπλαστοι, σηκώσαμε κεφάλι, και κοιτάξαμε στον ουρανό και πέρα από τα άστρα, γεμάτοι απορία. Εκεί ο Δημιουργός ήρθε σ’ επαφή μαζί μας και το Εγώ αγκάλιασε την δυναμική του Νου. Μέσα από τα σπλάχνα της γης εγέρθηκε η Στήλη του Ύγκντρασιλ, ο Πυρήνας της Γνώσης, μέσω της οποίας ερχόμασταν σε επαφή μαζί Του. Από κει μας αποκάλυπτε το πρόσωπο του, μας έδινε τα Δώρα. Καρποί της Γνώσης, πνευματικές δυνάμεις που εξύψωναν την υπόσταση μας, έχοντας σκοπό να αναβαθμίσουν τον κώδικα στο αίμα μας, ώστε να γίνουμε καθ’ εικόνα και ομοίωση Του».
«Ο Δημιουργός;» ρώτησε δύσπιστα ο πρέσβης.
«Ξέρεις ποιόν εννοώ», είπε αυστηρά εκείνος. «Ο Δημιουργός είναι εξώκοσμος. Υπάρχει πέρα από το Σύμπαν. Είναι άπειρος, αυθύπαρκτος, αυτάρκης, αιώνιος, αναλλοίωτος, πανταχού παρών, αόρατος και ακατάληπτος».
«Μιλάς για τον Θεό», συνειδητοποίησε ο πρέσβης.

 Ο Σηθ απέμεινε ανέκφραστος. Κοίταξε στον ουρανό. «Ήρθε σ’ επαφή μαζί μας μέσω του Ύγκντρασιλ. Μας χάρισε τις Σφαίρες. Οι προπάτορες γεύτηκαν τους καρπούς της γνώσης. Εντρύφησαν στα Σέιροθ. Έντεκα σφαίρες, ισάριθμα ανδραγαθήματα. Συνείδηση, σοφία, αγάπη, οίκτος, θέληση, περιέργεια, δημιουργικότητα, όνειρα, εξέλιξη, σύλληψη ζωής’ και έναν ενδέκατο καρπό, που ήταν όμως απαγορευμένος. Την Άλικη Σφαίρα».
 
«Σφαίρες σαν κι αυτή που κρέμεται στον ουρανό;»
 
Ο Σηθ ένευσε συγκαταβατικά. «Το Ύγκντρασιλ δεν σταμάτησε ποτέ να γεννά καρπούς», είπε. «Είναι, άλλωστε, η όψη Του».
 
«Η Άλικη Σφαίρα… τι ήταν;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια.
«Χάριζε ανθεκτικότητα στο χάος, στην  φθορά του χρόνου. Αθανασία».
 
Ο πρέσβης απέμεινε αμίλητος. Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ο Σηθ χαμογέλασε λυπημένα.
 
«Ο Άνθρωπος δεν ήταν έτοιμος. Ο καρπός, επίσης, ήταν ακόμη άγουρος. Το ίδιο το σύμπαν ήταν ανώριμο. Χρειάζονταν ακόμη Έτη ώστε η Δημιουργία να δεχτεί αυτό το δώρο. Όμως, τότε, το χειρότερο συνέβη. Η αλαζονεία και ο φθόνος εμφανίστηκε στην Ίντεν. Δυστυχώς, ο άνθρωπος δεν ήταν ο μόνος που εποφθαλμιούσε την Σφαίρα. Δεν ήταν ο μόνος στερημένος».
 
Ο πρέσβης περίμενε τον Σηθ να συνεχίσει.
 
«Ένας από τους Υποτακτικούς στασίασε», εξήγησε εκείνος. «Ο πιο ισχυρός. Ανακήρυξε τον εαυτό του Σφετεριστή και διέφθειρε τους ανθρώπους για να αδράξει την Σφαίρα, με απώτερο σκοπό να μπορεί να χειραγωγεί τον Χρόνο και να ανέβει σε κλίμακα ισχύος».
«Τι είναι οι Υποτακτικοί;» ρώτησε ξανά ο πρέσβης.
«Ανώτερα, εξώκοσμα πλάσματα. Λειτουργοί της θέλησης Του, καμωμένοι από το πυρ το εξώτερο, που μπορούσαν να εξαγνίσουν ολόκληρους τόπους με φωτιά. Τα πρώτα, πανίσχυρα τέκνα του Δημιουργού και οι πιο παλιοί υπηρέτες. Κατά χάριν αθάνατα όντα, που δεν περιορίζονται από το χρόνο και το χώρο, και δρουν εκτός της ύλης. Παρ΄ όλη τη καθαρότητα και απλότητα της στοιχειακής τους φύσης, αποδείχθηκαν δεκτικοί της κακίας. Ο Σφετεριστής παρέσυρε κι άλλους, πολλούς, στην εξέγερση του. Βλέπεις, δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, δεν μπορούσαν να εξελιχθούν, κι αυτός ήταν ο λόγος της δυσαρέσκειας τους. Ήταν ισχυροί, αιώνιοι, μα για πάντα στερημένοι από δημιουργικότητα, εξέλιξη, όνειρα και σύλληψη ζωής. Τους είχε επιτραπεί να αγγίξουν μόνο τα έξι πρώτα Δώρα. Ένιωθαν ανολοκλήρωτοι. Αυτοανακηρύχθηκαν Κατακτητές των Κόσμων. Οι υπόλοιποι, όσοι έμειναν πιστοί, εναντιώθηκαν στους σφετεριστές με σφοδρότητα».
 «Και τι έγινε μετά;»
 «Ο άνθρωπος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες του, συμπεριφέρθηκε με αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο στον θεϊκό νόμο που επέβαλλε όρια στην ανθρώπινη δράση. Επιχείρησε να υπερβεί τη θνητή του φύση και να εξομοιωθεί με τον Δημιουργό. Η Σφαίρα άνοιξε. Το Χάος ξεχύθηκε στην γη. Ο Χρόνος μολύνθηκε. Ο Θάνατος αφήνιασε. Το κακό εξαπλώθηκε στον κόσμο, ριζώνοντας εκεί όπου μπορούσε να αναπτυχθεί και να ευημερήσει. Η αιώνια νύχτα σκέπασε το σύμπαν. Ο Δημιουργός αντίκρισε το δημιούργημα του να εκφυλίζεται, να γίνεται απρόσιτο. Από τότε πληρώνουμε όλοι την αμαρτία τους. Από τότε γευόμαστε στο πετσί μας τις συνέπειες της απληστίας».
 «Ο Χρόνος μολύνθηκε;»
 «Η εύθραυστη ισορροπία χάθηκε. Το σύμπαν άρχισε να γερνά με ταχύτερους ρυθμούς. Η ανάπτυξη του εκτροχιάστηκε, ο μηδενισμός του ήταν επικείμενος. Η φθορά του χρόνου άρχισε να καταναλώνει την ύλη σαν επιδημία. Αυτό που ήταν σχεδιασμένο να χτίζει, άρχισε να κατατρώγει. Το άπειρο βλέπεις, όπως προείπα, δεν ήταν έτοιμο. Ένα μέρος του άρχισε να αποσυντίθεται με τρομακτικούς ρυθμούς. Ο χώρος στα έσχατα σύνορα άρχισε να ξεφτίζει. Η επιτάχυνση της εντροπίας και η βίαιη διόγκωση του σύμπαντος γέννησε κι άλλα πλάσματα, ατελή, που δεν ήταν μέρος του θεϊκού σχεδίου. Τους Δευτερόπλαστους».
 «Και τι έκανε ο Δημιουργός;»
 «Περιόρισε την ζημιά στο ένα τρίτο της Δημιουργίας», απάντησε εκείνος. «Σφράγισε το υπόλοιπο σύμπαν με Σκοτεινή Ύλη και ο μηδενισμός ανακόπηκε».
 «Σκοτεινή Ύλη;» ρώτησε ο πρέσβης, στενεύοντας καχύποπτα τα μάτια.
 
Ο Σηθ χαμογέλασε αινιγματικά, θλιμμένα, κάνοντας μια μικρή παύση. «Ένας αμόλυντος συμπαγής χώρος όπου ο Χρόνος παύει να κυλά. Μια ακατέργαστη περιοχή του σύμπαντος όπου η εντροπία σταματά, όπου η ενέργεια σταματά να εκφυλίζεται και το καθετί στερεοποιείται».
«Εμείς δηλαδή σπείραμε την φθορά του χρόνου;» ρώτησε δύσπιστα πρέσβης. «Σε ολόκληρο το αχανές σύμπαν;»
«Μια μικρή σπίθα αρκεί για να κάψει και το πιο μεγάλο δάσος», απάντησε δεικτικά ο Σηθ. «Η παρακμή μεταδόθηκε σαν φωτιά, με γεωμετρική πρόοδο».
«Μετά; Τι συνέβη;»
«Ακολούθησε η Θεοδικία. Αμφότεροι κατηγόρησαν ο ένας τον άλλο, δεν αναγνώρισε κανείς τη συγχώρεση. Σε μας, τους αγαπημένους Του, έδειξε ευσπλαχνία και δεν μας αφάνισε. Αναθεμάτισε όμως τους υπόλοιπους και τους αποκλήρωσε. Εκείνοι, κυνηγημένοι, κρύφτηκαν στην Πρώτη Άβυσσο. Οι πρόγονοι μας, μολυσμένοι πια, ντροπιασμένοι, έλαβαν έξωση από την Ίντεν. Εκδιώχτηκαν με δυο ναυαρχίδες στην Έα, στο μολυσμένο τμήμα της Δημιουργίας. Επιρρεπείς πια στον θάνατο και την αυξημένη εντροπία, μόχθησαν για να ξαναχτίσουν την ζωή τους».
«Αυτό όμως δεν ήταν το τέλος».
 
Ο Σήθ κούνησε θλιμμένα το κεφάλι.
 
«Τα χειρότερα έπονταν. Η αμαρτία είχε ήδη ριζώσει στις καρδιές τους. Στην Έα οι εξόριστοι ίδρυσαν τρεις μητροπόλεις. Δυστυχώς όμως, μέσα από την εκπνοή και την ματαιότητα της εποχής εκείνης, ήρθε η οργή, η θλίψη και ο θρήνος. Ένας εμφύλιος άναψε μεταξύ τους. Εκείνοι που Αποκτήθηκαν, φθόνησαν την Επιδοκιμασία. Αδελφός σκότωσε αδελφό. Μια μητρόπολη εξαλείφθηκε στον εμφύλιο, και άλλη μια ισοπεδώθηκε, εκείνη που κρατούσε την Σιδερένια Λόγχη. Η τρίτη, η πιο μικρή, δεν συμμετείχε στην σύρραξη. Ο Δημιουργός επενέβη. Οι Αδελφοκτόνοι έδειξαν μεταμέλεια, μα όχι ειλικρινή μετάνοια. Εξορίστηκαν ξανά, ζώντας νομαδική ζωή στις Εσχατιές, ώσπου κάποια στιγμή ίδρυσαν την Γηραιά Ενώχ, την Αμαρτωλή. Ένα μέρος όπου υπέθαλπε την κακία. Δεν διδάχθηκαν τίποτα από τον κατατρεγμό. Αίσχη έγιναν εκεί. Αίσχη που προσέλκυσαν τους Έκπτωτους από την Πρώτη Άβυσσο, σαν την μύγα που την τραβά το μέλι, βυθίζοντας την ανθρωπότητα ξανά στην αμαρτία».
 
Ο πρέσβης, αμίλητος, περίμενε τον Σηθ να συνεχίσει.
 
«Εκεί γεννήθηκαν οι Κραταιοί», ψιθύρισε εκείνος. «Οι Καταρρίπτοντες. Βλέπεις, αυτοί που έπεσαν από τα ουράνια, κατάφεραν τελικά να αποκτήσουν απογόνους».
«Οι Κραταιοί;»
«Γίγαντες. Κοσμικοί Τρόμοι».
 
Ο πρέσβης δεν έβγαλε άχνα. Ο Σηθ συνέχισε.
 
«Βίαια, σιχαμερά, τυραννικά πλάσματα. Υβριδικά όντα που ήρθαν σε ύπαρξη αθέμιτα. Η απόλυτη ασχήμια, η απόλυτη διαστροφή. Οι Έκπτωτοι απώλεσαν τις υπερβατικές τους ιδιότητες, με απώτερο στόχο να τεκνοποιήσουν και οι απόγονοι τους να αδράξουν τα Δώρα που οι ίδιοι είχαν στερηθεί. Οι ενσαρκωμένοι ονομάστηκαν Ελώχ. Μπορούσαν πια να εξελιχθούν και να αναπαραχθούν. Οι γάμοι τους με τις κόρες των Αδελφοκτόνων είχαν ως αποτέλεσμα την έξαρση της βίας στη Δημιουργία. Ο κόσμος γέμισε βδελύγματα και τρόμους. Η Ύβρις είχε ολοκληρωθεί. Η Νέμεσις και η Τίσις ήταν προ των πυλών».
 
«Τι συνέβη;»
«Ο Δημιουργός, μέσα στην οργή του, εξαπέλυσε τον Αφανισμό. Μια καταστροφή κατακλυσμικών διαστάσεων που εξάγνισε σχεδόν ολόκληρο το Σύμπαν. Δεν έχεις δει κόσμους να καταρρέουν ο ένας μετά τον άλλο Γήινε, φράγματα να συνθλίβονται, αβύσσους να καταναλώνουν ολόκληρους γαλαξίες και το χάος να οδύρεται από την ηδονή, εκστασιασμένο από τη σύντομη ζωή του. Δεν έχεις δει την πραγματικότητα να γίνεται εύθρυπτη και να αναλώνεται, όπως κάνει ένα κάστρο καμωμένο από άμμο που το δέρνει ο αγέρας. Δεν είδες ποτέ αληθινές πληγές στα σωθικά των άστρων. Ό,τι ήταν, έπαψε να υπάρχει, έσβησε στην ανυπαρξία. Οι περισσότεροι Εχθροί καταστράφηκαν. Τους καλύτερους της τρίτης πόλης, εμάς, τους πήρε μαζί του, κοντά στα σύνορα. Εκεί ιδρύσαμε την Νέα Ενώχ, σε πείσμα της παλιάς. Εκεί σώσαμε την υπόληψη του ανθρώπινου γένους και γίναμε οι Εκλεκτοί. Οι υπόλοιποι υποδεέστεροι Άνθρωποι, εσείς, σας επιτράπηκε να ξεφύγετε την τελευταία στιγμή με την Κιβωτό. Όσοι σφετεριστές δεν έσβησαν στον Αφανισμό, αποκλείστηκαν πίσω από τα συντρίμμια, στο Υπερπέραν, φυλακισμένοι σε αιώνια δεσμά. Ο ανθρώπινος πληθυσμός διεσώθη. Η Κιβωτός άντεξε στις απειλές και στους απόκοσμους κινδύνους του σύμπαντος, άντεξε στο μακροχρόνιο Ταξίδι. Μετά από μεγάλες αγωνίες και δοκιμασίες, ταξιδεύοντας στα φτερά της καταστροφής, προσάραξε εδώ. Οι ολιγομελείς επιζώντες αποκήρυξαν την καταγωγή και την κληρονομιά τους. Αναθεμάτισαν την τεχνολογία, βγήκαν και προσέφεραν θυσία ευχαριστίας στον Δημιουργό, χτίζοντας βωμό. Ονόμασαν το νέο σπίτι Γαία».
 
Ο πρέσβης απέμεινε αμίλητος. Όλα αυτά που άκουγε ήταν πια οικεία.
 
«Όλα ξεκίνησαν από την αρχή για σας, χαμένοι αδελφοί», συνέχισε να εξιστορεί ο Ξένος. «Οι Εκπίπτοντες περιορίστηκαν. Η απειλή ξεχάστηκε. Λάβατε μια τρίτη ευκαιρία. Γδυθήκατε. Στερηθήκατε. Σας δόθηκε αμνηστία. Και που σας οδήγησε αυτό; Αποτυχημένοι ξανά. Στερημένοι από ψυχή. Γυμνοί από πίστη, από αγάπη. Ξανά γυρεύετε να ικανοποιήσετε την ανάγκη της πνευματικής τροφής με λάθος τρόπο. Αντί να συλλέγετε τους καρπούς της Γνώσης από τα κλαδιά, τους ψάχνετε τυφλά στη γη, σαν άπληστα σκουλήκια. Τόσα χρόνια είχατε. Αντί να βελτιωθείτε, ασχημύνατε. Γίνατε χειρότεροι από τους Αδελφοκτόνους».
«Τι πρόκειται να συμβεί;» ρώτησε ο πρέσβης.
«Σε χίλια χρόνια λήγει η φυλάκιση των Εχθρών», απάντησε ο Σηθ. «Οι Ορδές θα ξεχυθούν ξανά στη Δημιουργία. Οι Δευτερόπλαστοι, οι Κραταιοί, οι Ελώχ και οι Αδελφοκτόνοι θα διεξάγουν την Τελευταία Δοκιμή. Το Τέλος των Αιώνων πλησιάζει. Η τρέχουσα εποχή τελειώνει. Η ύστατη μάχη ξεκινά. Πρέπει να φανούμε έτοιμοι. Πρέπει να καταστραφούν ολοσχερώς. Και από κει, μετά, ξεκινά η Κάθαρση του Χρόνου και η αποκατάσταση της ισορροπίας».
«Κι εμείς; Τι θα απογίνουμε;»
«Θα εξαγνιστείτε μαζί μας. Θα μπούμε όλοι σε ένα στάδιο απόλυτης ακινησίας που θα διαρκέσει χίλια χρόνια. Ο Κριτής θα ξεδιαλέξει. Από το γενετικό υλικό θα κρίνει ποιες γενιές είναι οι καλύτερες. Ο Κώδικας, μεταλλαγμένος πια, καλύτερος χάρη στην διαδικασία της φυσικής επιλογής, θα ανακτηθεί και θα τελειοποιηθεί εκ νέου. Όσοι αξίζουν θα εξυψωθούν, θα σταθούνε πλάι Του στο Τέλος των Αιώνων. Αναμόρφωση, ανάταση, ανάπλαση. Θα γίνουμε ο στρατός Του και θα συντρίψουμε τους τρόμους των Εχθρών. Οι υπόλοιποι, όσοι κριθούν ανάξιοι, θα καταστραφούν. Έχουμε διορία χίλια χρόνια να ανταποκριθούμε».  
«Όλοι μαζί; Κι εσείς το ίδιο όπως εμείς;»
«Σου είπα. Η έλευση μας εδώ είναι επανένωση, είναι συστράτευση. Όσοι αξίζουν θα λάβουν την Εξύψωση. Εμείς δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.  Φανήκαμε επιμελείς, μοχθήσαμε στην μακρά προετοιμασία. Ήρθαμε την προκαθορισμένη ώρα για να προετοιμάσουμε το έδαφος και να ενωθούμε μ’ αυτούς που ξεχωρίζουν ανάμεσα σας».
«Τι είδους Δημιουργός θα αφάνιζε τα παιδιά του;» ρώτησε ο πρέσβης πικραμένος.
 
Ο Ξένος αγρίεψε.
 
«Βλάσφημε», είπε. «Μιλάς εσύ που καταδυναστεύεις τους πάντες στο όνομα της απληστίας. Γι’ αυτό καταντήσατε έτσι. Προσβάλετε, λοιδορείτε, εκμεταλλεύεστε, καταναλώνετε χωρίς ποτέ να αναλογιστείτε τις συνέπειες».
«Ποια ακριβώς θα είναι η μοίρα μας;» ρώτησε ο πρέσβης, συνειδητοποιώντας πως το τέλος της ανθρωπότητας ήταν κοντά.
«Έκρηξη Σκοτεινής Ύλης θα λάβει χώρα μέσα από την Εβένινη Σφαίρα», απάντησε ψυχρά ο Ξένος. «Άχρονος χώρος θα περιχυθεί πάνω μας. Η εντροπία θα μηδενιστεί. Η ενέργεια θα πάψει να εκφυλίζεται, η ζωή θα ανασταλεί.  Ένα μαύρο ανθεκτικό κέλυφος θα σκεπάσει αυτόν τον κόσμο. Το ξεδιάλεγμα θα αποκαλύψει ποια έθνη έχουν το λιγότερο αμόλυντο φορτίο, την πιο ολοκληρωμένη πληροφορία. Όλα βλέπεις, καταγράφονται στο αίμα μας. Όλα καταγράφονται στον Κώδικα. Μέσω αυτού, παλιοί και νέοι θα κριθούν. Παιδιά και γέροι, ζωντανοί και νεκροί».
«Δεν αξίζουμε μια ακόμη ευκαιρία;»
 «Λάβατε προειδοποίηση στο παρελθόν και την αγνοήσατε. Την υποβαθμίσατε. Τώρα πια είναι πολύ αργά για μετάνοιες».
 
Ξαφνικά, ένα τρομακτικό βουητό έσκισε την ατμόσφαιρα. Η γη σείστηκε. Οι λίμνες της Γροιλανδίας ρυτίδωσαν. Ο αρκτικός ωκεανός άρχισε να λυσσομανάει, συνθλίβοντας τους πάγους. Οι υπόκωφοι συριγμοί του ανέμου μεταμορφώθηκαν σε οδυρμούς, σε σπαραχτικά ουρλιαχτά. Το έδαφος, μέσα στην οδύνη του, ζάρωσε κι άρχισε να τραντάζεται. Ένα απόκοσμο μουγκρητό γέμισε με δέος και τους δύο.
 
«Ξεκινάει», ψέλλισε ο Σηθ, με κομμένη την ανάσα.
 
Η μαύρη σφαίρα άνοιξε αργά, σαν μεταλλικό λουλούδι. Η γη ανυψώθηκε στους ουρανούς, σμιλεύοντας ένα φυσικό δοχείο καμωμένο από παγωμένο χώμα. Το χάσμα που είχε ανοιχτεί στα πόδια του Λευκού Θρόνου διευρύνθηκε, βαθύ πια σαν την κόλαση. Το ουράνιο σώμα άρχισε να έλκει τα πάντα γύρω του, με βιαιότητα, συμπιέζοντας τον χώρο γύρω του. Δέντρα ξεριζώθηκαν, κτίρια άρχισαν να πλέουν στον αέρα σαν αργοστόλιστα καράβια, μέσα από μάζες γεμάτες πέτρες, πάγο και χαλίκια.  Ο ορίζοντας γέμισε με πτυχώσεις, με διάφανους κυματισμούς που ρυτίδωναν τα νέφη. Ο αέρας έγινε παχύρρευστος, αναιμικός, κι ο δίσκος του ήλιου άρχισε να ματώνει. Ο ουρανός σχίστηκε, ένα απόκοσμο σκοτάδι άρχισε να χύνεται στην γη, μέσα από την σφαίρα, θυμίζοντας μαύρο μύρο.  

 


Πρώτα τους χτύπησε το ψύχος. Μια παγωνιά σαρωτική, που έκλεψε ανάσες με το άγριο ράπισμα της. Το έρεβος κάλπαζε αφηνιασμένο καταπάνω τους, σαν παλιρροϊκό μαύρο κύμα. Η κορυφή της Γης μαύρισε, σκεπάζοντας κάθε μορφή και σχήμα, κάθε χαρακτηριστικό του εδάφους. Καταποντισμός, μαύρη λαίλαπα έπληξε τις ισοπεδωμένες πόλεις, πνίγοντας και τα τελευταία ερείπια του ανθρώπου. Η ενισχυμένη βαρύτητα έδεσε τα πάντα με αλυσίδες. Πουλιά πάγωσαν στον αέρα, το νερό στερεοποιήθηκε, κάθε κίνηση μηδενίστηκε. Η ύλη ζυμώθηκε, ξανάγινε πηλός. Τα πάντα αδρανοποιήθηκαν κάτω από το σκοτάδι, κάθε μορφή ενέργειας επέστρεψε στην αρχική ακατέργαστη μορφή. Ό,τι ήταν κάποτε ανθρώπινο, καταδικάστηκε σε αιωνία ακινησία, κλεισμένο για πάντα μέσα σε μια κεχριμπαρένια φυλακή μαύρη σαν κατράμι. Τα έργα άλλων εποχών, άχρηστα πια, καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Το τέλος των πάντων είχε ξεκινήσει. Η Ημέρα της Κρίσης είχε φτάσει...