Stainless Steel | Κώστας Κυριακίδης: Μια μουσική περιπλάνηση στον χρόνο με έναν αυθεντικά ρομαντικό καλλιτέχνη...

Stainless Steel | Κώστας Κυριακίδης: Μια μουσική περιπλάνηση στον χρόνο με έναν αυθεντικά ρομαντικό καλλιτέχνη...


We want information, information, information”. Το Prisoner των Iron Maiden ήταν το ηχητικό σήμα της metal εκπομπής του 9,84.   

Who are you?” συνέχιζε απτόητη η φωνή ανάμεσα σε παράσιτα και διακοπές. “Να μην σε νοιάζει” μουρμούρισα καθώς σηκωνόμουν. Ήμουν κλεισμένος στο μικρό μου δωμάτιο, σε κάποια ξεχασμένη γωνιά της πόλης. Οι τοίχοι γύρω μου ήταν σκεπασμένοι με αφίσες συγκροτημάτων.

The new number two”. Στην βιβλιοθήκη βρισκόταν το στερεοφωνικό, τα διπλανά ράφια λύγιζαν από το βάρος βιβλίων και βινυλίων.

Who is number one?” Στριφογύρισα τον διακόπτη αριστερά-δεξιά και καθάρισε κάπως ο ήχος.

You are number six”. Έπιασα το καλώδιο της κεραίας και το στερέωσα σε μια μεταλλική προεξοχή.

I am not a number, I am a free man!” Αυτό ήταν πεντακάθαρο, τα είχα καταφέρει.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Ριπές πολυβόλων κι ελικόπτερα ακούστηκαν από τα ηχεία.

Ακούμε τους Έλληνες Raw Silk. Aπό την παρθενική τους δουλειά "Silk Under The Skin" διαλέξαμε το Heroes Don’t Cry. Ήρωες είναι αυτοί που ζουν κι όχι αυτοί που πεθαίνουν”.

Ο Γιάννης Κουτουβός ήταν πάντοτε περιεκτικός, η μουσική είχε τον πρώτο λόγο στις εκπομπές του. Η ορχηστρική εισαγωγή με είχε κερδίσει και τα αυτιά μου ήταν τεντωμένα για την συνέχεια.

“We want information…”. Mόνο τυχαία δεν ήταν η συγκεκριμένη επιλογή σήματος. Ο κόσμος  που ασχολιόταν εκείνη την εποχή, ουσιαστικά κι όχι επιδερμικά, με τον σκληρό ήχο στην Ελλάδα διψούσε για πληροφόρηση. Ξενυχτούσε για να δει το Headbanger’s Ball ή τις εκπομπές των Bailey Brothers στο MTV και σχημάτιζε πηγαδάκια έξω από τα δισκοπωλεία. Χάρη στις αδιάκοπες προσπάθειες του Γιάννη (R.I.P.) είχαν συμβεί σημαντικά πράγματα.

Η ραδιοφωνική εκπομπή του στον 9,84 (Heavy Metal, Shock Metal, RockaRolla), η κυκλοφορία του περιοδικού Heavy Metal και η σταδιακή ένταξη της χώρας στον διεθνή συναυλιακό χάρτη ήταν φανερά βήματα προόδου. Οι κυκλοφορίες όμως συγκροτημάτων, όπως οι Spitfire και οι Northwind από την ΕΜΙ (στέλεχος της οποίας ήταν ο Κουτουβός) δεν ήταν παρά το προσάναμμα της φωτιάς που θέριευε στο underground. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει αυτό που θα ακολουθούσε κι αυτό σηκώνει περαιτέρω ανάλυση που δεν είναι της παρούσας στιγμής. Οι δισκογραφικές εταιρίες που δημιουργήθηκαν όπως η Decapitated (μετέπειτα Unisound), η Molon Lave και η FM θα αποτελούσαν το εφαλτήριο πολλών συγκροτημάτων του χώρου.

Σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν μια μεταβατική περίοδος. Η αναζήτηση σε σκοτεινότερα ηχητικά και στιχουργικά μονοπάτια, είχε δημιουργήσει την μεταλλαγμένη μήτρα από την οποία είχαν ξεχυθεί στον κόσμο το πρώτο κύμα του black και το death metal. Οι ταυτότητες δεν ήταν ακόμα ξεκαθαρισμένες και ο πειραματισμός σε ακραίες αχαρτογράφητες περιοχές, θα δημιουργούσε μεταξύ άλλων και τον ελληνικό black metal ήχο όπως τον γνωρίζουμε και που χρήζει σήμερα ιδιαίτερης αναφοράς. Παράλληλα στο Seattle, στην βορειοδυτική γωνιά των ΗΠΑ, είχε σχηματιστεί ένας μικρός πυρήνας συγκροτημάτων που θα άλλαζαν άρδην τις ισορροπίες και τις τάσεις τα επόμενα χρόνια.

Όμως η δεκαετία του ’90 είχε μόλις μπει κι όλα αυτά βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη. Η εγχώρια σκηνή είχε αρχίσει να ανθίζει και οι κυκλοφορίες είχαν αυξηθεί. Αρκετά thrash, hard, heavy ακόμα και ελληνόφωνα metal σχήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Οι συνειδητοποιημένοι ακροατές -ασχέτως ιδιαιτέρων προτιμήσεων- τα είχαν υποστηρίξει με θέρμη, στην μουσική δεν χωρούσαν προκαταλήψεις παρά τις οπισθοδρομικές φωνές που πάντοτε υπήρχαν.

Raw Silk είχαν προκαλέσει το γενικότερο ενδιαφέρον από την αρχή. Όχι μόνο επειδή είχαν υπογράψει στην ΕΜΙ αλλά κι εξαιτίας των συνειρμών που δημιουργούσε ένας παλιότερος γνώριμος στις τάξεις τους. Ο Κώστας Κυριακίδης. Είχε ήδη κάνει πολλά, περισσότερα απ’ όσα γνώριζαν οι περισσότεροι και οι Raw Silk (πρώην Watergate) ήταν δικό του από πολλές απόψεις δημιούργημα αφού είχε γράψει την μουσική και τους στίχους του “Silk Under The Skin”.

Δεν έχω γνωρίσει τον Κώστα προσωπικά, έτυχε να έχουμε κάποια επικοινωνία και δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη. Να μην ξεχνάμε πως το 2017 οι Raw Silk επέστρεψαν με νέα σύνθεση και καινούριο άλμπουμ. Υπήρχαν πολλά που επιθυμούσα να μάθω και χαίρομαι πραγματικά που θέλησε να μου μιλήσει για την μουσική του πορεία, για το τότε και για το τώρα...

Σε ποια ηλικία αποφάσισες να ασχοληθείς με την μουσική; Έχεις κάνει σχετικές σπουδές και δραστηριοποιείσαι επαγγελματικά στον συγκεκριμένο χώρο σε πολλά επίπεδα. Πως και επέλεξες τα τύμπανα;

Άρχισα να ασχολούμαι με την μουσική από πολύ μικρός, στο σχολείο αλλά και με τις παρέες. Πρώτα με κιθάρα και μετά με τύμπανα και πιάνο. Άρχισα να γράφω μουσική από πολύ νωρίς (1980΄s), θυμάμαι πως με δύο απλά κασετόφωνα έκανα αυτοσχέδιου τύπου overdubs και ηχογραφούσα τις ιδέες μου σε ένα δωματιάκι στην ταράτσα της μονοκατοικίας, στο πατρικό μου στη Νέα Σμύρνη. Υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα κι ενέργεια με τα γκρουπάκια της γειτονιάς, πολύ κέφι και διάθεση. Από 'κει άλλωστε ξεπήδησαν και διάφορα σχήματα που έκαναν κάποια περισσότερη αίσθηση. Μετά το “First Attack” και το “Silk Under the Skin” θεώρησα ότι είχε κλείσει ένας κύκλος για μένα και χρειαζόμουν έναν νέο προσανατολισμό.

Η απόφασή μου να φύγω Αγγλία για σπουδές στην κλασσική σύνθεση, ήταν μία από τις καλύτερες αποφάσεις που έχω πάρει στη ζωή μου. Ήταν μια μοναδική εμπειρία που μου άνοιξε πραγματικά τα μάτια από θέμα μουσικής αλλά και από θέμα επαφής με μιαν άλλη κουλτούρα. Τα τύμπανα είναι πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού μου και τα λατρεύω. Αρκετός κόσμος τα βλέπει πολύ επιφανειακά σαν όργανο, χωρίς να αντιλαμβάνεται την εσωτερικότητα και την πνευματική τους διάσταση. Πρόκειται για μια σκληρή και συνεχή αναμέτρηση με τον εαυτό σου. Τουλάχιστον έτσι το νιώθω εγώ. Για αυτό πάντα επιστρέφω σε αυτά, έστω και μετά από μεγάλα διαστήματα αποχής. Νιώθω όμως ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατάφερα να τους αφιερώσω τον χρόνο που ήθελα, καθώς στα διάφορα σχήματα που συμμετείχα ήμουν συχνά επιφορτισμένος και με την συγγραφή των στίχων, της μουσικής, το μάρκετινγκ κλπ.

Ποιες ήταν οι πρώτες σου επιρροές και τι σου αρέσει γενικότερα να ακούς;

Πάντοτε με έλκυε περισσότερο ο Βρετανικός ήχος και τα κλασσικά συγκροτήματα όπως οι Beatles, Queen, Deep Purple, Police, Dire Straits και Pink Floyd. Θυμάμαι πως την εποχή που μεσουρανούσε το πειρατικό ραδιόφωνο στα τέλη των '70s, οι γειτονιές κάθε βράδυ αντηχούσαν με τεράστια άσματα όπως τα "Sultans of Swing", "Cocaine", "Psycho Killer", "Child In Time", "Hotel California", "Roxanne" κλπ. Είχα επίσης πολύ μεγάλη αγάπη στην synth pop των '80s. Eurythmics, Duran Duran, Simple Minds, Alphaville και πολλά ακόμα από τη σκηνή της εποχής. Από metal κυρίως Iron Maiden (μέχρι το τρίτο άλμπουμ), Judas Priest και Dio χωρίς όμως να είμαι πολύ φανατικός. Όταν έφυγα στην Αγγλία και για έξι χρόνια περίπου, άκουγα σχεδόν αποκλειστικά κλασσική και κινηματογραφική μουσική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 2002, άρχισα να ασχολούμαι και πάλι με τον σκληρό ήχο αλλά αναζητούσα ακούσματα πιο μοντέρνα και σύνθετα: Nine Inch Nails, Mars Volta, Radiohead, Tool, A Perfect Circle, Deftones, System of A Down και Cult of Luna.

Οι Art Of Parties ήταν ένα new wave συγκρότημα που ακόμα στοιχειώνει τα dance floors ορισμένων clubs. Πως ήταν η συνεργασία σου μαζί τους; Νομίζω ότι με αυτούς είχες κάνει την πρώτη σου δισκογραφική παρουσία.

Σωστά, αυτή ήταν η πρώτη δισκογραφική μου δουλειά, με το single “Last Time/Central Room” αλλά και με πολλές live εμφανίσεις σε clubs. Ἐχω πολύ καλές αναμνήσεις από αυτή την συνεργασία. Είναι όλοι πολύ καλά παιδιά και καλοί συνεργάτες και αυτό βοηθάει. Με τον Παντελή Βασιλάκη (τραγούδι, κιθάρα στους Art of Parties), ο οποίος μένει εδώ και πολλά χρόνια στην Αμερική, βρεθήκαμε και πάλι πρόσφατα μέσω social media και μάλιστα συνεργαζόμαστε σε ένα καινούργιο του project. Κάτι που ίσως δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι ο Παντελής έχει κάνει και φωνητικά στο τραγούδι Just like a Dream από το “Silk Under the Skin” (uncredited δυστυχώς εκ παραδρομής). Ο αδερφός του, Δημήτρης Βασιλάκης (τραγούδι, μπάσο στους Art of Parties), είναι διεθνώς αναγνωρισμένος σαξοφωνίστας της Jazz. Πρόσφατα οι Art of Parties έκαναν ένα reunion στην Αθήνα με την original σύνθεση, με τον πρώτο τους ντράμερ. Ελπίζω πολύ σύντομα να ξαναπαίξουμε ή να ηχογραφήσουμε πάλι μαζί.

Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τους Spitfire, η ιστορία τους είναι γνωστή. Τι σου έχουν αφήσει οι μέρες εκείνες; Στο “First Attack” οι συνθέσεις ήταν του Ηλία Λογγινίδη. Πιστεύεις πως οι ιδέες σου δεν ήταν συμβατές με το υλικό των Spitfire ή δεν σε ενδιέφερε τότε να συνεισφέρεις δημιουργικά;

Ο συνδυασμός του παιδικού ενθουσιασμού, των ταλαντούχων συνεργατών, της σκληρής δουλειάς αλλά και των ευνοϊκών συγκυριών δημιούργησαν πραγματικά κάτι πρωτοπόρο και ξεχωριστό για την εποχή και για το οποίο φυσικά είμαι περήφανος. Ειδικά η εμπειρία της ηχογράφησης του “First Attack” θα μου μείνει αξέχαστη. Ο εκπληκτικός ήχος στα τύμπανα στο Sierra, χάρη στον ηχολήπτη και υπεύθυνο ήχου του άλμπουμ Κώστα Καλημέρη, σε συνδυασμό με την νεανική ορμή και πίστη στην “ιδέα” (άγνοια κινδύνου από μιαν άλλη οπτική) με ώθησαν πιστεύω εκείνα τα δύο-τρία βράδια να παίξω στο όριο των φυσικών και τεχνικών μου δυνατοτήτων. Ήταν πραγματικά μια εκστατική εμπειρία την οποία νιώθω ακόμα πολύ ζωντανά μέσα μου. Γενικότερα, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που είχα την ευκαιρία να βιώσω τόσο έντονα και με τόση εγγύτητα το μεγαλείο του αναλογικού ήχου, μέσα σε ένα studio διεθνών προδιαγραφών όπως το studio Sierra.

Είχα γράψει ένα κομμάτι με τους Spitfire, το οποίο παίχτηκε στο αξέχαστο live στο Club 22. Ίσως να είχε παιχτεί κι άλλες φορές, δεν θυμάμαι, αλλά δεν είχε ηχογραφηθεί παρά μόνο σε επίπεδο πρόβας. Εγώ είχα υλικό και κομμάτια γιατί όπως σου είπα έγραφα από πολύ μικρός αλλά μετά την κυκλοφορία του “First Attack” τα πράγματα προχώρησαν πολύ γρήγορα και η διάλυση της μπάντας ήρθε επίσης πολύ γρήγορα, οπότε δεν είχαμε ξεκινήσει να δουλεύουμε συστηματικά υλικό για δεύτερο άλμπουμ. Θεωρώ όμως ότι δεν υπήρχαν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν συνεργασία σε δημιουργικό ή άλλο επίπεδο καθώς όπως αποδείχτηκε, υπήρχε μεγάλη διάσταση απόψεων και χαρακτήρων.

Οι Spitfire έχουν γυρίσει ντοκιμαντέρ κι απ’ όσο ξέρω το ίδιο κάνουν κι άλλοι αυτόν τον καιρό. Θα σε ενδιέφερε κάτι ανάλογο για τους Raw Silk;

Ναι, δεν θα ήμουν αντίθετος σε μια τέτοια ιδέα.

Το “Silk Under The Skin” ήταν ένα από τα σημεία αναφοράς μιας ολόκληρης γενιάς ελλήνων οπαδών. Τι αναπολείς από εκείνη την εποχή; Το τολμηρό εξώφυλλο ποιανού ιδέα ήταν; Πάντοτε αναρωτιόμουν αν σας είχε δημιουργήσει προβλήματα.

Αυτό που μου έχει μείνει πιο έντονα είναι η διαδικασία ηχογράφησης του άλμπουμ. Τέσσερα χρόνια μας πήρε να ολοκληρώσουμε τις ηχογραφήσεις μετά από αμέτρητες ολονυχτίες στο Sierra παρέα με τον παραγωγό Κώστα Καλημέρη. Υπήρχε πολύ κέφι, υψηλό ηθικό -δεν ήμασταν δεμένοι με εταιρία οπότε είχαμε τον απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο- άνεση χρόνου και πολύ state of the art gear στη διάθεσή μας για πειραματισμό συμπεριλαμβανομένων αρκετών “μαγικών” synthesizers και samplers. Και φυσικά, πάλι το όνειρο του αναλογικού ήχου σε όλο του το μεγαλείο. Μόλις τέλειωσε το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε τελικά από την ΕΜΙ, ξεκινήσαμε τις ζωντανές εμφανίσεις. Ειδικά η περίοδος των εμφανίσεων στο “Bobby’s” στη Γλυφάδα, νομίζω πως έχει μείνει αξέχαστη σε όσους σύχναζαν στο μπαρ εκείνη την εποχή αλλά και σε όλα τα παιδιά της μπάντας.

Ναι, είναι λίγο τολμηρό το εξώφυλλο, επηρεασμένο από την αισθητική της εποχής, αλλά δεν είχαμε ποτέ ως τώρα κάποιο πρόβλημα. Την επιμέλειά του είχε αναλάβει η εταιρία και το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολύ εντυπωσιακό. Όταν πήγα να το δω στο ατελιέ του γραφίστα, κάπου στην Μεσογείων, διαπίστωσα ότι το μέγεθος του πίνακα ήταν περίπου 1,5 επί 2 μέτρα. Αυτό στη συνέχεια φωτογραφήθηκε, μετά έγινε σμίκρυνση και προσαρμόστηκε στις διαστάσεις του εξωφύλλου προκειμένου να διατηρηθεί η λεπτομέρεια.


Raw Silk, 1990

Μετά την αποχώρηση κάποιων μελών από τους Raw Silk δεν συνέχισες το συγκρότημα. Αισθάνθηκες πως το κεφάλαιο έπρεπε για κάποιο λόγο να κλείσει;

Όχι δεν ήταν αυτό, δεν ήθελα να κλείσω κάποιο κεφάλαιο. Προσπαθήσαμε για ένα διάστημα να βρούμε αντικαταστάτες και να συνεχίσουμε. Η αναζήτηση ήταν μάλλον προς λάθος κατεύθυνση και δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Μοιραία ήρθε η απογοήτευση και η κόπωση κι έτσι τέλειωσε εκεί άδοξα εκείνο το σχήμα.

“If you know that I am an unbeliever, then you know me better than I do myself. I may be an unbeliever, but I am an unbeliever who has a nostalgia for a belief”. Από την φράση αυτή του Pasolini, είχαν πάρει την ονομασία τους οι Nostalgia For A Belief. Σκοτεινή ατμόσφαιρα και ήχος που ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Το project δεν προχώρησε παρόλο που ήταν φανερό πως υπήρχαν προοπτικές, γιατί; Πρόβαλλες εκεί ένα ενδιαφέρον φάσμα επιρροών από μια διαφορετική οπτική γωνία.

Σωστά, Pasolini είναι. Είμαι μεγάλος λάτρης τού European Art Cinema αλλά και του κινηματογράφου γενικότερα. Έψαξα πολύ το όνομα εκείνου του σχήματος γιατί ένιωθα κατά κάποιο τρόπο ότι αυτό θα σηματοδοτούσε και την στροφή αισθητικής και ήχου. Εδώ μου δίνεις την ευκαιρία να διευκρινίσω και μια παρανόηση που ίσως υπάρχει γενικά σε σχέση με το μουσικό μου προφίλ, αλλά που είναι απόλυτα κατανοητή. Επειδή η δουλειά μου με τους Raw Silk έτυχε και της μεγαλύτερης προβολής στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ο πολύς κόσμος μοιραία με συνδέει αυστηρά με τον συγκεκριμένο ήχο. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ανακριβές. Ποτέ δεν ήμουν φανατικός οπαδός τού λεγόμενου AOR και ειδικά η αισθητική των Αμερικανικών κυρίως γκρουπ του είδους δεν με εκφράζει ιδιαίτερα. Στα τέλη του '80 όλα αυτά ήταν κατά κάποιο τρόπο ανερχόμενη μόδα η οποία μοιραία παρέσυρε σχεδόν τους πάντες, αλλά για μένα ήταν περισσότερο κάτι σαν μια…γλυκιά ζάλη παρά κάτι το πιο βαθύ.

Γυρνώντας στους Nostalgia, είχα την τύχη να συνεργαστώ με εκλεκτούς συνεργάτες και παραγωγό πάλι τον Κώστα Καλημέρη. Το αποτέλεσμα πραγματικά με εκφράζει και θεωρώ ότι έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου. Μου δόθηκε η ευκαιρία να συνδυάσω τις πιο heavy επιρροές μου, με στοιχεία κλασικής μουσικής αλλά και πιο πειραματικά στοιχεία. Για λόγους που είναι εύκολα κατανοητοί, οι συνθήκες στη μουσική βιομηχανία δεν ευνοούν πλέον την δημιουργία μόνιμων σχημάτων. Αν δεν υπάρχουν άμεσα οικονομικά κίνητρα και απολαβές αυτά δεν είναι εύκολο να συνεχίσουν ενωμένα, ειδικά όταν έχουν στις τάξεις τους ταλαντούχους μουσικούς. Η πρόθεση πάντως υπήρχε από όλους αλλά δυστυχώς οι συνθήκες δεν ήταν για μια ακόμα φορά ευνοϊκές.

Το 2017 οι Raw Silk κυκλοφόρησαν το “The Borders Of Light” με καινούρια σύνθεση. Η κοπέλα του εξωφύλλου του πρώτου άλμπουμ επέστρεψε σαν Ερινύα στο δεύτερο. Κατάφερες στο τέλος να εξορκίσεις τις εσωτερικές σου Χίμαιρες; Αντιμετώπισες αρκετές δυσκολίες μέχρι να βγει αυτή η δουλειά;

Πολύ εύστοχες οι παρατηρήσεις σου για το εξώφυλλο. Η κοπέλα του πρώτου άλμπουμ επιστρέφει σαν Χίμαιρα, συμβολίζοντας την έκπτωση του ονείρου και το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου. Πάντα υπάρχουν δυσκολίες για να βγει ένα άλμπουμ και δεν ξέρω αν εξόρκισα τις Χίμαιρές μου ή όχι, πάντως θεωρώ μέσα μου ότι άξιζε ο κόπος και ότι το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την προσπάθεια. Είχα πολύ αξιόλογους συνεργάτες και η όλη διαδικασία της ηχογράφησης του άλμπουμ στην Αγγλία και μάλιστα στο Birmingham και πιο συγκεκριμένα στην μοναδική, απόκοσμη, post-industrial ατμόσφαιρα της Black Country που αποτελεί την γενέτειρα του σκληρού ήχου, ήταν από μόνη της μια εμπειρία αξέχαστη.


Raw Silk, 2017

Πως υποδέχτηκε ο κόσμος το άλμπουμ και ποια είναι η αποτίμησή σου μετά από τέσσερα χρόνια;

Η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού υποδέχτηκε το άλμπουμ με ενθουσιασμό, ωριμότητα και χωρίς προκατάληψη και τους ευχαριστώ γι' αυτό. Οι κριτικές ήταν στην πλειοψηφία τους θετικές και ενθουσιώδεις. Μπορείτε να διαβάσετε μερικές από αυτές εδώ. Ήταν μια εντελώς ανεξάρτητη παραγωγή και καταφέραμε να φτάσει το άλμπουμ σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία γεγονός που από μόνο του αποτελεί επιτυχία. Ποτέ δεν είμαι απόλυτα ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα ενός άλμπουμ και πάντα υπάρχει κάτι που θα 'θελα να αλλάξω ή να κάνω αλλιώς. Όπως λέει και η παροιμία όμως, το τέλειο είναι ο εχθρός του καλού και φυσικά έπρεπε να δουλέψουμε μέσα στα πλαίσια που επέτρεπε το περιορισμένο budget πού υπήρχε.

Οι στίχοι του “Silk Under The Skin” έχουν ποικίλη θεματολογία, καταπιάνονται με τον έρωτα, τον πόλεμο και την θρησκεία. Στο “Βorders Of Light” αποπνέουν μια σκοτεινότερη, ενδοσκοπική διάθεση και υπάρχουν για πρώτη φορά αναφορές σε μυθολογικές μορφές-αρχέτυπα. Μίλησέ μου για την στιχουργική σου προσέγγιση κι αν θεωρείς εξίσου σημαντικό το συγκεκριμένο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας. Ασχολείσαι με την λογοτεχνία;

Κατά την διάρκεια της δημιουργίας του άλμπουμ, έφυγε από τη ζωή ένας από τους πιο επιστήθιους παιδικούς μου φίλους, γεγονός που είχε φυσικά τεράστια επίδραση επάνω μου και σηματοδότησε τον τίτλο αλλά και την όλη θεματολογία του άλμπουμ. “Τα Σύνορα του Φωτός” είναι για μένα και η πύλη προς την άλλη πλευρά. Επίσης το πρώτο αλλά και τα δύο τελευταία tracks του άλμπουμ, αντιθετικά σε ύφος και ατμόσφαιρα, γράφτηκαν όταν έφυγε ο Χρήστος και είναι σαφώς προσθήκες που ένιωσα αναγκαίο να γίνουν εκείνη τη στιγμή. Με τις αναφορές των στίχων στις μυθολογικές μορφές, έψαχνα από τη μία να βρω ένα συνδετικό κρίκο που να διέπει τους στίχους όλου του άλμπουμ αλλά ίσως ήθελα να φέρω και λίγο περισσότερο “Ελλάδα” μέσα σ’ αυτό, μιας και όλη η παραγωγή και οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Αγγλία.

Οι μυθολογικές μορφές, όπως σωστά παρατηρείς, παραπέμπουν σε μια πιο βαθιά, αόρατη συνείδηση και αποτέλεσαν εύπλαστο υλικό καθώς “ανοίγουν” αβίαστα την πόρτα προς την υπέρβαση, το όνειρο και την κάθαρση, στοιχεία που συχνά προσπαθώ να προσεγγίσω μέσα από τη μουσική μου. Το τραγούδι “Chimera” σαν πρωταρχική ιδέα είναι εμπνευσμένο από τη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση χωρίς να έχει άμεση θεματική σχέση με το μυθιστόρημα, που είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Με ενδιαφέρει η λογοτεχνία και η ποίηση κι ασχολούμαι όσο μπορώ, υπό την έννοια ότι διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ. "Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ", "Σολάρις", "Πικνίκ δίπλα στο δρόμο", "Ο Μαλόν πεθαίνει", "Γαλήνη", "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" είναι μερικά από τα πιο αγαπημένα μου.

Υπάρχουν κάποιες νεώτερες εξελίξεις που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας; Έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;

Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και την φιλοξενία σου. Ἠταν μεγάλη τιμή για εμένα και τους Raw Silk. Η πανδημία ίσως αλλάξει πολλά πράγματα που θεωρούσαμε ως τώρα δεδομένα στην καθημερινότητά μας. Ο χρόνος θα δείξει. Όπως πάντα ελπίζουμε για το καλύτερο αλλά είμαστε προετοιμασμένοι και για το χειρότερο. Όπως και να 'χει, στόχος μας είναι να δώσουμε σύντομα και πάλι το παρών από όποιο βήμα μπορούμε.

Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω προσωπικά αλλά κι εκ μέρους της στήλης “Stainless Steel” της Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας, για τον χρόνο που αφιέρωσες σε αυτήν την τόσο ξεχωριστή συνέντευξη. Η τιμή είναι δική μου, εύχομαι καλή επιτυχία σε όλα τα μελλοντικά σου σχέδια!

Μπορείτε να επισκεφθείτε την προσωπική ιστοσελίδα του Κώστα Κυριακίδη, στον παρακάτω σύνδεσμο, για περισσότερες πληροφορίες

https://kostaskyriakidis.wixsite.com/rawsilk-official

 

Raw Silk - “Silk Under The Skin” 1990

Για το “Silk Under The Skin” έχουν ακουστεί πολλά και όλα ισχύουν. Σε γραπώνει από το πρώτο άκουσμα και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Διαθέτει ευκολομνημόνευτα ρεφρέν -δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι ένα επιφανειακό άκουσμα που θα εξατμιστεί μετά τον πρώτο ενθουσιασμό - ένταση, νεύρο και συναίσθημα. Στον χώρο του μελωδικού hard rock παραμένει η δυνατότερη ελληνική πρόταση. Θα μπορούσα να αραδιάσω γκρουπ κι από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, προσπαθώντας να εντοπίσω ομοιότητες κι επιρροές, όμως θα ήταν άδικο. Οι Raw Silk είχαν καταφέρει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να διαμορφώσουν τον δικό τους προσωπικό ήχο και να αποκτήσουν αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Αν δεν βρίσκονταν στην Ελλάδα και είχαν ηχογραφήσει αυτό το άλμπουμ στο εξωτερικό τότε η ιστορία ίσως να ήταν διαφορετική. Για μένα είχαν την στόφα μεγάλου συγκροτήματος.

 

Raw Silk - “The Borders Of Light” 2017

Θα ήταν άστοχο από πολλές απόψεις να συγκρίνει κανείς το “The Borders Of Light” με τον προκάτοχό του. Υπάρχει συνθετική ωριμότητα και λεπτομέρεια, ένα μουσικό χαλί που ξεδιπλώνεται κρύβοντας ανάμεσα στις πτυχές του την ουσία των Raw Silk. Ο προσεκτικός ακροατής θα διακρίνει το μετάξι κάτω από το πολυκαιρισμένο δέρμα και θα το νιώσει στα περάσματα των πλήκτρων και στην ατμόσφαιρα. Θα το διαισθανθεί στα progressive παιχνιδίσματα, στην συνθετική δομή, στις ενορχηστρώσεις και στην στιχουργική αναμέτρηση του φωτός με τις σκιές. Δεν υπάρχουν fillers, είναι ένα πλήρες άλμπουμ. Η παραγωγή είναι πεντακάθαρη, ο ήχος ισορροπημένος και ο τραγουδιστής απολαυστικός. Ακόμα και ιδιαίτερα απαιτητικά εγχειρήματα όπως το δωδεκάλεπτο, κινηματογραφικό ομώνυμο -με τους ελληνικούς στίχους στο τέλος και τις αναφορές στην μυθολογία- δεν “κλωτσάνε” στιγμή. Το “The Borders Of Light” ρέει αβίαστα σαν δροσερό νερό, για να ξεδιψάσει τους φίλους των Raw Silk και όχι μόνο.