Διήγημα | "Σε εκείνους"

Διήγημα | "Σε εκείνους"

Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε που το τσίρκο ήρθε για πρώτη φορά στα μέρη μου. Όλη η πόλη είχε ενθουσιαστεί με το γεγονός. Το απόγευμα, εφ’ όσον είχαν όλοι τελειώσει με τις δουλειές τους, δεν έχασαν καθόλου χρόνο και έσπευσαν μαζί με τις οικογένειές τους να δουν το υπερθέαμα. Εξωτικά και άγρια θηρία θα παρέλαυναν μπροστά τους, άκακα σαν τα κατοικίδια των σπιτιών τους. Θηρία που στο φυσικό τους περιβάλλον μπορούσαν να τα βάλουν με στρατιές ανθρώπων, τελικά δαμάστηκαν και υπηρέτησαν την ανθρώπινη μεγαλοφυία. Άλλοι έλεγαν ότι τα βασανίζουν, άλλοι ότι είναι για καλό, στην πραγματικότητα ήταν απλά η ζωή. Η επιβίωση του ισχυρού. Η ζωή είναι ένας αέναος πόλεμος. Σαν αυτόν που δεν λέει να τελειώσει...

Σήμερα, η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και ο αέρας φυσούσε από τις πλάτες μας, μετωπικά προς τον εχθρό. Ήταν η καταλληλότερη μέρα για μια εκδρομή και ένα πρόχειρο πικνίκ. Τα πάντα ήταν πράσινα και παντού υπήρχε χρώμα, αλλά τελικά πράξαμε αυτό που σχεδιάζαμε από καιρό. Ο μετεωρολόγος μάχης είχε υπολογίσει από καιρό την σημερινή λιακάδα και τον οπίσθιο αέρα. Εκατόν εξηντα οκτώ τόνοι αερίου είχαν μεταφερθεί στην πρώτη γραμμή. Σύσσωμη η ηγεσία και οι επιστήμονές μας, μαζί με δημοσιογράφους και φωτογραφικές μηχανές, ήταν παρόντες για να βιώσουν από κοντά την φρίκη του χημικού πολέμου.

Απελευθερώσαμε το αέριο φορώντας μάσκες και αυτό κινήθηκε αργά και σταθερά προς τους εχθρούς. Όλοι είμασταν παγωμένοι και απορούσαμε τι επρόκειτο να συμβεί. Ξαφνικά τους ακούσαμε να φωνάζουν. Σε λιγότερο από ένα λεπτό άρχισαν να ρίχνουν τον μεγαλύτερο όγκο πυρός που είχα δει ποτέ μου. Κάθε τυφέκιο, πολυβόλο, πυροβόλο που διέθεταν, πρέπει να έριχνε εναντίον μας. Δεν έχω ποτέ μου ακούσει τέτοιο θόρυβο.

 

 

Ο καταιγισμός βλημάτων που περνούσε πάνω από τα κεφάλια μας ήταν απίστευτος. Ο άνεμος εξακολουθούσε να πηγαίνει το αέριο προς τις γραμμές τους. Ακούγαμε τις αγελάδες να μουγκρίζουν και τα άλογα να χλιμιντρίζουν σαν μανιασμένα. Εκείνοι εξακολουθούσαν να ρίχνουν. Πιθανότατα δεν μπορούσαν να δουν σε τι ακριβώς έριχναν. Μετά από δεκαπέντε λεπτά το πυρ άρχισε να φθίνει. Μισή ώρα μετά ακούγαμε μόνο σποραδικά πυρά. Έπειτα τα πάντα ήταν ήσυχα. Σε λίγο η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και βαδίσαμε, περνώντας ανάμεσα από τις άδειες πλέον μπουκάλες με το αέριο.

Αυτό που είδαμε ήταν απόλυτος θάνατος. Τίποτα δεν επιβίωσε.

Όλα τα ζώα είχαν βγει από τις τρύπες τους για να πεθάνουν. Νεκροί λαγοί, τυφλοπόντικες, αρουραίοι και ποντίκια βρισκόντουσαν παντού στο έδαφος. Η μυρωδιά ήταν ακόμη έντονη στον αέρα. Βλέπαμε μικρά σύννεφα του αερίου ανάμεσα σε ορισμένους θάμνους. Όταν φθάσαμε απέναντι, τα χαρακώματα τους ήταν άδεια, όμως μισό μίλι παραπέρα, βρισκόντουσαν παντού σώματα νεκρών στρατιωτών. Ήταν απίστευτο. Μπορούσαμε να διακρίνουμε πως ορισμένοι είχαν ξεσκίζει με τα νύχια τους τον λαιμό τους, προσπαθώντας να αναπνεύσουν, ενώ άλλοι είχαν αυτοκτονήσει. Τα άλογα, ακόμη μέσα στους στάβλους, οι αγελάδες, οι κότες, τα πάντα ήταν νεκρά. Ακόμη και τα έντομα ήταν νεκρά.

Η ηγεσία μας έφυγε ευχαριστημένη και χαρούμενη. Οι δημοσιογράφοι είχαν παγώσει με το θέαμα, όμως ήταν χαρούμενοι και αυτοί με τη σπουδαία νίκη μας. Εμείς, οι απλοί στρατιώτες, φοβόμασταν μήπως το βράδυ βρεθούμε νεκροί με τον ίδιο τρόπο. Θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν και εκείνοι το ίδιο.

Η νύχτα δεν άργησε να έρθει και βρήκε εμένα και τον υπόλοιπο λόχο μου να είμαστε οχυρωμένοι στο εχθρικό χαράκωμα που μόλις είχαμε καταλάβει. Ο ταγματάρχης μας είχε περάσει τη μέρα μέσα στο αμπρί του, μελετώντας πάνω σε χάρτες την οργάνωση της άμυνά μας. Είχε λάβει σαφή εντολή από τον συνταγματάρχη του πως έπρεπε να κρατήσει την θέση μας πάση θυσία. Ξέραμε ότι το χάραμα θα είχε αντεπίθεση. Δεν χρειαζόταν να μας ενημερώσει κανείς. Όλοι είχαμε περάσει πολλά χρόνια στην πρώτη γραμμή.Το σούρουπο είχε έρθει για να μας δώσει οδηγίες, για το που θα μπουν τα πολυβόλα, στα πόσα μέτρα θα αρχίσουμε να τους βάλλουμε, που θα έχουμε τα κυτία ανεφοδιασμού κλπ. Έπειτα αποσύρθηκε και πάλι στο αμπρί του.

Κάποιοι στρατιώτες προσπαθούσαν να κοιμηθούν όπου μπορούσαν, ενώ άλλοι, φοβισμένοι ακόμα, συζητούσαν για το τι θα μπορούσε να τους συμβεί το χάραμα που θα άρχιζε η αντεπίθεσή τους. Εγώ βρήκα την ευκαιρία να χωθώ μέσα σε έναν κρατήρα που είχε σχηματιστεί από κάποιο βλήμα, εκτελώντας τις ανθρώπινες ανάγκες μου. Τότε παρατήρησα στην άκρη του αναχώματος έναν από δαύτους, να κοιτάει τις άμυνές μας. Παρέμεινα ακίνητος και με αργές κινήσεις άρπαξα το όπλο μου και τον λόγχισα στο πόδι. Εκείνος τρομαγμένος σηκώνει τα χέρια ψηλά και ζητάει να παραδοθεί.

 

 

Από την κραυγή πόνου του, πετάχτηκαν μερικοί σύντροφοί μου και άρχισαν να γελάνε με το θέαμα που αντίκρισαν. Ήμουν με τα παντελόνια κάτω και με το ένα χέρι ακουμπούσα το έδαφος για ισορροπία, ενώ με το άλλο είχα καρφώσει τον καημένο ανιχνευτή. Αμέσως τον πήραν και τον πήγαν στο αμπρί του ταγματάρχη μας. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε ένας πυροβολισμός από μέσα, όμως κανείς δεν πήγε να ελέγξει. Όλοι καταλάβαμε το τι είχε γίνει. Όχι αιχμάλωτοι. Στο άκουσμα του πυροβολισμού δεν ταράχτηκα καθόλου. Ο πόλεμος με είχε κάνει πολύ ψυχρό προ πολλού. Δεν ένιωθα πια τύψεις, μήτε στεναχώρια. Αν δεν τον είχα συλλάβει θα μπορούσε αύριο να ήταν αυτός που θα τραβούσε την σκανδάλη εναντίον μου.

Το χάραμα όλοι ξυπνήσαμε από τον καταιγισμό των εχθρικών πυρών. Πυροβολικό, όλμοι ακόμα και αεροπλάνα έριχναν ότι είχαν κατά πάνω μας. Σταδιακά αυξήθηκε η ένταση πυρός και όλοι είχαμε αφήσει τις θέσεις μας και τρέχαμε να κρυφτούμε μέσα σε κρατήρες, ορύγματα, κουφάλες δέντρων και γενικά οπουδήποτε υπήρχε κάλυψη. Ο θόρυβος της περασμένης μέρας δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτόν. Διαμελισμένα κορμιά ίπτανται στον αέρα, κομμένα άκρα πετάγονται δεξιά και αριστερά, κραυγές πόνου και αγωνίας γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Άλλοι κλαίνε, άλλοι προσεύχονται και άλλοι πυροβολούν στα τυφλά. Ένα παλικάρι έχει πάρει στα χέρια του το πολυβόλο, έχει σηκωθεί όρθιος και έχει αρχίσει να πυροβολεί προς το εχθρικό πεζικό που μόλις είχε αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα, κερδίζοντας χρόνο και ενθαρρύνοντας μας να πάμε στις θέσεις μας.

Η γη σείεται συνεχώς, σκόνη, φωτιά, καπνός παντού γύρω μας. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και μετά βίας αναπνέουμε από τα αέρια των εκρήξεων.

Κόλαση επί γης.

Τα πυρά μαίνονται ακόμα, ώσπου χάνεται ο ήχος του πολυβόλου και μερικές στιγμές μετά, χάνεται και ο ήχος των βλημάτων. Το παλικάρι δεν υπήρχε πουθενά. Είχε χαθεί. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια εικόνα του μυαλού μας που, μέσα στην τρέλα του βομβαρδισμού, προσπαθούσε να εκλογικέψει την κατάσταση, να μας δώσει θάρρος και να μην χάσει τα λογικά του.

Ο απολογισμός μας ήταν να χάσουμε τη μισή μας δύναμη, όλα τα πολυβόλα μας, πλην ενός και τον μεγαλύτερο όγκο πυρομαχικών μας καθώς και κάθε είδους οχύρωση που είχε στηθεί. Τα δέντρα είχαν γυμνωθεί και άλλα είχαν ξεριζωθεί. Όμως ο εχθρός πλησίαζε αργά. Θαρρούσε πως είναι αδύνατο κάποιος να είναι ζωντανός μετά από όλο αυτό. Ούτε τα έντομα δεν θα ζούσαν από κάτι τέτοιο. Γρήγορα ανασυνταχτήκαμε και καταλάβαμε θέσεις μάχης. Δίπλα μας και ο ταγματάρχης, να μας υποδεικνύει με τα χέρια του νέες θέσεις άμυνας στο κατεστραμμένο παντελώς χαράκωμα. Ο εχθρός δεν μας είχε αντιληφθεί και έτσι τους αιφνιδιάσαμε με μία αναπάντεχη ομοβροντία.

Αρχίζουν να πέφτουν, ο ένας μετά τον άλλον. Δεν προλαβαίνουν καν να καλυφθούν και μέσα σε λίγα λεπτά ήταν όλοι τους νεκροί. Ο ταγματάρχης μας διαβεβαίωσε ότι αυτοί ήταν απλά ανιχνευτές και ότι η επίθεση θα αρχίσει σε λίγο. Όπως και έγινε. Παντού ρίχτηκαν καπνογόνα. Μας διέταξε να μη ρίξουμε αν δεν τους δούμε να βγαίνουν από τον καπνό και να είμαστε έτοιμοι με εφ’ όπλου λόγχη. Ο χρόνος κυλούσε τόσο αργά στα μάτια μας που γινόταν βασανιστικό. Όταν ξεπρόβαλαν οι πρώτοι αρχίσαμε να τους ρίχνουμε με οτιδήποτε είχαμε. Χειροβομβίδες, σφαίρες, ακόμα και πέτρες, καθώς τα πυρομαχικά μας τελείωναν. Κάποιοι έτρεχαν να βρούνε κάποια άσκαστη βολίδα στα πτώματα των συντρόφων μας και μας την έφερναν.

Οι εχθροί έμοιαζαν ατελείωτοι και όταν τα όπλα μας σίγησαν, μία ήταν η λύση. Ο ταγματάρχης μας φώναξε «Αέρα!» και όλοι μαζί κραυγάζοντας την ίδια ιαχή επιτεθήκαμε. Έπειτα από πολύωρη και σφοδρή λογχομαχία σταθήκαμε και πάλι νικητές, όμως για ακόμα μία φορά με δραματικές απώλειες. Βρεθήκαμε να παλεύουμε σώμα με σώμα. Άλλοι είχαν πέτρες στα χέρια τους, άλλοι φτυάρια, τσεκούρια, άλλοι με μπουνιές και λαβές, και αυτό διότι αν λογχίζαμε κάποιον αντίπαλο στο στήθος ήταν δύσκολο και χρονοβόρο, για τη ροή της μάχης, να τραβήξει κανείς πίσω το όπλο του και έτσι βρεθήκαμε γρήγορα να παλεύουμε με νύχια και με δόντια.

Το απόγευμα είχε φτάσει. Πεινούσαμε, είμασταν γεμάτοι αίματα, σκόνες, λάσπες και κούραση. Όμως κανείς μας δεν ζήτησε φαγητό. Ξέραμε ότι δεν υπήρχε. Δεν μας απασχολούσε όμως. Είχαμε πέσει με τα μούτρα να επιδιορθώσουμε ότι μπορούσαμε. Ξέραμε ότι δεν θα αργούσε να έρθει πάλι ο εχθρός. Ο ταγματάρχης επικοινώνησε τηλεγραφικά με την ανώτατη ηγεσία και ζήτησε άμεσα σφαίρες, χειροβομβίδες, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, σκαπανικά και ότι άλλο. Δεν χρειαζόμασταν φαγητό, οι κοιλιές μας είχαν γεμίσει με θάνατο, χρειαζόμασταν απλά ένα θαύμα. Η ηγεσία μας ζήτησε να πεθάνουμε στις θέσεις μας και να μη παραδοθούμε για κανέναν λόγο και ότι σύντομα θα έφτανε ό,τι ζητήσαμε. Ο ταγματάρχης απάντησε πως οτιδήποτε και αν συμβεί, ο εχθρός δεν θα περάσει και ότι οποιοσδήποτε εγκαταλείψει τη θέση του θα πεθάνει από το περίστροφό του.

Όλοι μαζί κουνήσαμε το κεφάλι συγκαταβατικά και φωνάξαμε ζήτω ο αυτοκράτορας, ζήτω η πατρίς. Όλο το βράδυ έφταναν συνεχώς ενισχύσεις και κάποιοι αφανείς ήρωες πηγαινοέφερναν ασταμάτητα πυρομαχικά και εργαλεία. Τα μεσάνυχτα ήμουν σκοπός, στο νεοσύστατο πολυβολείο, στην άκρη της άμυνάς μας. Μαζί μου φύλαγε ένας καινούργιος.

«Πήγαινε να κοιμηθείς, θα φυλάω εγώ και για τους δυο μας όλο το βράδυ. Είσαι πολύ κουρασμένος», μου είπε.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ με όλα αυτά που έχω δει τις δυο τελευταίες μέρες», του απάντησα.

Φαινόταν μεγαλύτερος από μένα ηλικιακά, όχι πολύ βέβαια, παραμένοντας σκεπτικός μετά την απάντηση μου.

«Πίσω στο αρχηγείο, μας είπαν ότι ο αυτοκράτοράς τους είναι απέναντι και παρακολουθεί την αντεπίθεση» μου είπε.
«Κάποιοι σκέφτηκαν να τον δολοφονήσουμε καταδρομικά, αλλά είπαν ότι δεν είναι ευγενής τρόπος μάχης και απέρριψαν την ιδέα», είπε συνεχίζοντας.

Στο άκουσμα των όσων είπε έχασα την ψυχραιμία μου, τον άρπαξα και του είπα με υψωμένη φωνή:

«Ενώ να ρίχνεις αέρια στους αντιπάλους σου λες και είναι ποντίκια είναι ευγενής τρόπος μάχης; Είναι ευγενές να μη σε νοιάζουν οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων που πεθαίνουν καθημερινά σε όλη την ήπειρο; Ποια είναι η ευγένεια σε όλο αυτό;», είπα και του έδειξα τα πτώματα των εχθρών που ήταν διασκορπισμένα παντού.
«Που βρίσκεται η ευγένεια σε έναν πόλεμο που γίνεται για ένα καπρίτσιο των αριστοκρατών; Ο πόλεμος πια δεν έχει τιμή, δεν είναι όπως τα παλιά χρόνια που νικούσε ο πιο ανδρείος και ο πιο δεξιοτέχνης, δεν είναι όπως παλιά που η ζωή είχε αξία και ο πόλεμος γινόταν για πολύ σοβαρούς λόγους, προασπίζοντας αξίες και ιδανικά. Τώρα δεν έχει τίποτα, νικάει απλά όποιος έχει τα περισσότερα κανόνια, όποιος σφάξει τους περισσότερους αθώους και όποιος κάνει τα πιο απεχθή εγκλήματα να για φοβερίσει τον αντίπαλο. Που είναι η ευγένεια σε όλο αυτό; Κάποτε ο πόλεμος ήταν γιορτή και όλοι πήγαιναν εθελοντικά και με χαμόγελα. Τώρα το μόνο χαμόγελο που έχει κάποιος, είναι του αυτοκράτορα και αυτό μόνο όταν νικάμε με οποιοδήποτε μέσο», συνέχισα οργισμένος κρατώντας τον σφιχτά από τα πέτα του τζάκετ του.
«Και τι μπορείς να κάνεις για όλα αυτά; Καταδικασμένος είσαι, όπως και όλοι μας, να πεθάνεις σε αυτή την τρύπα», μου απάντησε.

Είχε δίκαιο, μα είχα πλέον πεισμώσει. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω.

«Που είναι το αρχηγείο τους;», τον ρώτησα
«Είσαι τρελός; Σκοπεύεις να πας μόνος σου;», μου είπε ξαφνιασμένος
«Κάποιος πρέπει να δώσει ένα τέλος σε αυτή την παράνοια»
«Βλέπεις στον ορίζοντα εκείνα τα φώτα; Εκεί είναι ένα χωριό που είναι το αρχηγείο της περιοχής. Εκεί είναι και αυτός», μου απάντησε δείχνοντας προς το σημείο με εμφανή τα σημάδια της ανησυχίας στο πρόσωπο του.
Χωρίς να χάσω χρόνο πήδηξα έξω από το πολυβολείο και με έρπυση κατευθύνθηκα προς τις εχθρικές γραμμές. Μόνος κατευθύνεται κανείς προς τον έρωτα, τη δόξα και το θάνατο.

Κάπου στα μισά υπήρχε ένας τεράστιος κρατήρας. Μέσα υπήρχε ένας από αυτούς. Κοιταχτήκαμε και πήγα να τον προσπεράσω. Συχνά τα βράδια και οι δύο πλευρές έστελναν κάποιον να κόψει τα εχθρικά συρματοπλέγματα και να γυρίσει πίσω, ώστε το πρωί της επίθεσης να τα περάσουν εύκολα. Ακόμα πιο συχνά, δυο αντίπαλοι συναντιόντουσαν στη διαδρομή, όμως κανένας δεν πείραζε τον άλλον, γιατί ο παραμικρός θόρυβος θα ξυπνούσε πυρά και από τις δύο πλευρές. Αυτό είχαμε στο μυαλό μας και οι δύο και κανένας δεν έδωσε σημασία.

Τότε όμως σκέφτηκα ότι θα χρειαστώ δικά τους ρούχα για να περάσω απαρατήρητος και έτσι πισώπλατα τον μαχαίρωσα στα πνευμόνια, για να μη μπορέσει να κραυγάσει. Ντύθηκα με τα ρούχα του και συνέχισα την πορεία μου, καταφέρνοντας να περάσω απαρατήρητος και να φτάσω κοντά στο χωριό.Ήμουν περιτριγυρισμένος από δαύτους. Τριγυρνούσα αρκετή ώρα στο χωριό και περίμενα να βρω κάποιο σημάδι για το που μπορεί να ήταν ο αυτοκράτοράς τους. Τότε παρατήρησα ένα αμάξι παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου. Ήταν το μοναδικό που είχα δει, οπότε υπέθεσα θα ήταν δικό του. Κρύφτηκα σε ένα στενό, πίσω από κάτι βαρέλια, έχοντας πλήρη ορατότητα προς τον στόχο μου. Δεν άργησε να φανεί και αμέσως τον σημάδεψα, πυροβολώντας τον στην κοιλιά.

Αρχικά όλοι είχαν σαστίσει και έφτιαξαν μια ανθρώπινη ασπίδα γύρω του για να τον μεταφέρουν με ασφάλεια. Όπλισα και πυροβόλησα μερικές φορές ακόμα πετυχαίνοντας μερικούς από τους φρουρούς του ή άλλους υψηλόβαθμους. Όλο το χωριό ήταν "στο πόδι" και έρχονταν προς το μέρος μου.

 


Ήμουν τόσο αφοσιωμένος στο σκοπό μου, που δεν είχα κάποιο σχέδιο διαφυγής. Η όλη αποστολή ήταν μια σκέτη αυτοκτονία, οπότε δεν περίμενα να γυρίσω ζωντανός. Η μόνη ελπίδα μου ήταν στα χέρια της τύχης και της μοίρας.Μερικά πυρά πέρασαν ξυστά από τη μύτη μου. Γύρισα να ανταποδώσω και πέτυχα μερικούς ακάλυπτους. Έτρεξα μέσα στο στενό και βγήκα από την άλλη πλευρά. Στο βάθος έβλεπα ένα δάσος και σκέφτηκα ότι εκεί είχα τη μοναδική ελπίδα να ξεφύγω. Έτρεξα με όλη μου την ψυχή. Δεν έχω τρέξει πιο γρήγορα στη ζωή μου, ούτε καν όταν τρέχαμε για να καταλάβουμε τις εχθρικές θέσεις. Έτρεξα πιο γρήγορα και από τότε που συνάντησα ξανά την αγαπημένη μου Έμιλι. Όμως ποτέ στην ιστορία πόδια δεν έτρεξαν πιο γρήγορα από τις σφαίρες, πιο γρήγορα από τον ίδιο τον καβαλάρη του θανάτου που θέριζε χιλιάδες νέους καθημερινά τόσα χρόνια.

Είχα πέσει μπρούμυτα, καταμεσής του δρόμου. Με είχαν πετύχει στην πλάτη, κάπου στην σπονδυλική στήλη. Δεν ένιωθα πόνο, μα γαλήνη. Ταυτόχρονα και ελπίδα, ότι ο πόλεμος θα έληγε και θα είχα σώσει αμέτρητες ζωές. Ένιωθα και την περηφάνεια των δικών μου όταν θα διάβαζαν στις εφημερίδες ότι ο γιος τους, με τη ζωή του, τέλειωσε τον πόλεμο που φάνταζε αιώνιος. Κανείς δεν θα με θεωρούσε πραγματικά νεκρό, γιατί του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται, όπως είχε πει κάποτε ένας ποιητής μιας άλλης νεκρής εποχής ηρώων, τότε που οι λαοί βάδιζαν προς το θάνατο τραγουδώντας, τότε που βάδιζαν προς τη ζωή. Η μόνη που θα με έκλαιγε θα ήταν εκείνη η γλυκιά μου Έμιλι και αυτό ήταν το μόνο που με πλήγωσε. Ίσως με πλήγωσε περισσότερο από την σφαίρα και το δρεπάνι του χάρου που με πλησίαζε.Τότε ήταν που η όραση μου άρχισε να θολώνει και σιγά σιγά έσβηναν τα χρώματα από παντού. Τα αφτιά μου άκουγαν παρά μόνο βοές, που σιγά σιγά απομακρύνονταν. Μέσα σε όλα αυτά, το μυαλό μου άρχισε να ανατρέχει στο παρελθόν. Τότε στο τσίρκο, στα πάρκα που έπαιζα μικρός με τα αδέρφια μου και τους φίλους μου, ο έρωτας με την Έμιλι και κάθε στιγμή που περάσαμε μαζί. Καμία ανάμνηση δεν ήρθε από τις γκρίζες μέρες του πολέμου. Τα πάντα σκοτείνιασαν με ένα τελευταίο χαμόγελό μου.

Ξαφνικά ένα απαλό χέρι χάιδεψε τα μαλλιά μου. Άνοιξα τα μάτια μου και παρατήρησα, με φόβο, ότι αιωρούμουν πάνω από την πόλη. Όμως το σώμα μου έλειπε και στην θέση του υπήρχε μόνο το πνεύμα μου. Γύρισα να κοιτάξω ποιανού ήταν εκείνο το γλυκό χάδι. Η ψυχή μου γέμισε γαλήνη όταν είδα έναν άγγελο με το πρόσωπο της Έμιλι να μου χαμογελά.

Έμεινα σαστισμένος να την κοιτάω, καθώς είχα χάσει τα λόγια μου. Κοίταξα γύρω μου και έβλεπα συνεχώς ψυχές να αναδύονται από παντού. Ψυχές νέων παιδιών που έχουν πεθάνει να κατευθύνονται με τον ψυχοπομπό τους προς τα ουράνια. Μαζί τους ήταν και η ψυχή του αυτοκράτορα.

Γύρισα και κοίταξα πάλι τον άγγελό μου.

«Είσαι όντως εσύ;», του αποκρίθηκα.
«Οχι, είμαι ένας άγγελος σαν όλους τους άλλους. Απλά εσύ βλέπεις το πρόσωπο που πραγματικά θες να δεις», μου απάντησε με την ίδια γλυκιά φωνή της και άρχισε να με ανεβάζει προς τον ουρανό κρατώντας με από το χέρι.

Όσο ανεβαίναμε προς τα ουράνια μπορούσα να δω όλο και περισσότερους αγγέλους να σέρνουν από το χέρι τις ψυχές. Φάνταζε με έναν μακάβριο χορό που ήταν παράλληλα μαγευτικός. Σε λίγη ώρα είχαμε βγει από την ατμόσφαιρα και έβλεπα από ψηλά τον πλανήτη να φλέγεται από άκρη σε άκρη και από την άλλη πλευρά έβλεπα τα άστρα, τους άλλους πλανήτες και τα νεφελώματα. Τότε ήταν που μας κάλυψε το φως και βρεθήκαμε μπροστά στις πύλες του παραδείσου, όπου ο γέρος φρουρός δίκαζε τους νεκρούς για τις πράξεις τους. Εκεί ο άγγελος μου με άφησε μόνο και πετώντας μακριά χάθηκε στον ορίζοντα.

Πλησίασα τον γέρο και τον κοίταξα στα μάτια. Εκείνος μου έδωσε απλά ένα κλειδί.

«Δεν το αξίζω», του είπα
«Το αξίζεις περισσότερο από όσο πιστεύεις», μου είπε χαμογελαστά.
«Μα έχω σκοτώσει τόσους πολλούς ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια», του είπα δακρυσμένος.
«Γιε μου, δεν τους σκότωσες συνειδητά, μα θυσιάστηκες οικειοθελώς για να τους σώσεις. Αυτό και μόνο αρκεί. Γιατί το αίμα των ηρώων είναι ιερότερο από το μελάνι των σοφών και από την προσευχή των πιστών και ενάρετων» συνέχισε.

Τότε η τεράστια χρυσή πύλη άνοιξε εμπρός μου και καθώς ήμουν δακρυσμένος με έλουσε το φως της αθανασίας...