«Τροχιές» της Samantha Harvey

Έξι αστροναύτες (από Αμερική, Ιαπωνία, Βρετανία, Ιταλία και Ρωσία), γυναίκες και άνδρες, ταξιδεύουν με ταχύτητα 27.000 χλμ./ ώρα. Μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο βλέπουν δεκαέξι φορές την ανατολή και τη δύση, τις εποχές ν' αλλάζουν, τους παγετώνες να διαδέχονται ερήμους. Παρά τις εικόνες ασύλληπτης ομορφιάς και την καθημερινότητά τους στο σκάφος, η σκέψη τους γυρίζει στους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Μια κάρτα, ένα μέιλ, ένας θάνατος, ένας τυφώνας γίνονται αφορμές για βαθιές σκέψεις και σημαντικές αποφάσεις.
Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα από τα πολυσυζητημένα μυθιστορήματα του τελευταίου έτους, πολύ πιο πριν ακόμη βραβευτεί τον περασμένο Νοέμβριο με το σημαντικό βραβείο Booker. Όμως, αυτή η διαπίστωση δεν είναι κάτι καινούργιο στη λογοτεχνική πορεία της Βρετανίδας συγγραφέως Σαμάνθα Χάρβεϊ (1975). Όπως, έχει συμβεί στο παρελθόν με άλλα της βιβλία και την ένταξή τους στις σχετικές λίστες, έτσι και τώρα, οι «Τροχιές» προκάλεσαν έντονες συζητήσεις, όχι μόνο λόγω του βραβείου, αλλά και λόγω της επιλογής της να καταπιαστεί μ’ ένα ιδιαίτερο είδος, αυτό της επιστημονικής φαντασίας (ΕΦ). Σε γενικές γραμμές, θα έλεγα ότι είναι ένα από τα πιο καλογραμμένα κείμενα που έχω διαβάσει, το οποίο συνδυάζει άριστα τις καλύτερες φιλοσοφικές στιγμές του πρωτομάστορα Ιούλιου Βέρν και με το υψηλό ύφος των Ρέι Μπράντμπερι και Στάνισλαβ Λεμ.
«Κοιτάζουν προς τα κάτω και καταλαβαίνουν γιατί αποκαλείται Μητέρα Γη. Όλοι το νιώθουν πότε πότε. Όλοι συσχετίζουν τη γη με μια μητέρα, κι αυτό τους κάνει να νιώθουν παιδιά. Με τα καλοξυρισμένα πρόσωπά, τα κοντά μαλλιά, τα προβλεπόμενα σορτσάκια, το φαγητό που τρώγεται με κουτάλι, το χυμό που πάντα πίνεται με καλαμάκι, τα γιορτινά σημαιάκια, τις πρώιμες νύχτες, την επιβαλλόμενη αθωότητα των φιλότιμων ημερών, όλοι και όλες έχουν στιγμές εδώ πάνω που ο αστροναύτης εαυτός τους εξαλείφεται ξαφνικά, και κυριεύονται από μια δυνατή αίσθηση παιδικότητας και μικρότητας. Η πελώρια μητέρα τους είναι πάντοτε παρούσα έξω από τον γυάλινο θόλο.» (σελ. 22-23)
Ο Αμερικανός Σον, η Βρετανή Νελ, η Γιαπωνέζα Τσίε, ο Ιταλός Πιέτρο και οι Ρώσοι Ρομάν και Άντον διασχίζουν τα γεωγραφικά μήκη όλων των ηπείρων και των ωκεανών, ολοκληρώνουν τα καθήκοντά τους, αγναντεύουν τα ηλιοβασιλέματα και την εναλλαγή των εποχών, παρατηρούν την ξέφρενη πορεία ενός τυφώνα και συζητούν για το μέλλον της ανθρωπότητας. Διαβάζουμε με άλλα λόγια τις σκέψεις και τις σχέσεις μεταξύ έξι αστροναυτών στον διεθνή διαστημικό σταθμό, όταν αυτός πραγματοποιεί 16 τροχιές γύρω από τη Γη μέσα σε 24 ώρες, ταξιδεύοντας με ταχύτητα 27.000 χλμ την ώρα. Παρόλο αυτά, ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει, ή μάλλον καλύτερα, μετράει διαφορετικά. Το διάστημα έχει τους δικούς του ρυθμούς και αναγκαστικά όλοι οι αστροναύτες έχουν προσαρμοστεί, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Η κοινή σκέψη που τους ενώνει όταν δεν διεξάγουν τα πειράματα και δεν συλλέγουν δεδομένα, είναι να παρατηρούν την ομορφιά του ενός τεράστιου, αλλά ταυτόχρονα μικροσκοπικού πλανήτη και να απολαμβάνουν την πραγματική ελευθερία, αυτή που δεν μπορούν να απολαύσουν στην επιφάνεια. Εκτός από την ρουτίνα τους ως αστροναύτες και τις επιστημονικές τους υποχρεώσεις -που δεν είναι ουκ και λίγες- τους γνωρίζουμε και ως απλούς ανθρώπους σε διάφορες φάσεις του βίου τους, όταν έχουν άλλους ρόλους τελείως διαφορετικούς από τώρα, εξίσου όμως σημαντικούς είτε ως παιδιά, είτε ως γονείς. Μόνο που στο διάστημα όλες αυτές οι εμπειρίες, όπως και τα όνειρα, αποκτούν άλλη σημασία, αφού το μυαλό λειτουργεί διαφορετικά και οι σκέψεις πάντα μετασχηματίζονται. Ίσως η έλλειψη της βαρύτητας να εξηγεί πολλά πράγματα, ίσως όμως να οφείλονται στη μοναδική θεά της Γης, η οποία σου κόβει πάντα την ανάσα. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, όταν βρίσκεσαι σε τροχιά, όλα αποκτούν άλλη σημασία.
«Ίσως να είμαστε οι νέοι δεινόσαυροι και πρέπει να προσέχουμε.» (σελ 210)
Το μεγάλο ατού του μυθιστορήματος είναι συγγραφική δεινότητα της Χάρβεϊ. Επειδή, έχω διαβάσει κι άλλα βιβλία της, θα έλεγα ότι γενικότερα είναι μια από τις καλύτερες πένες του αγγλοσαξονικού κόσμου αυτή τη στιγμή. Μέσα στον περιορισμένο χώρο του διαστημικού σταθμού, αναπλάθει απίστευτες εικόνες μοναδικής ζωντάνιας μέσα κι έξω απ’ αυτόν. Σε πολλά σημεία μου θύμισε τον Λεμ και το «Σολάρις» ή τον Μπράντερι και «Τα Χρονικά του Άρη». Ωστόσο, είναι κάτι από παραπάνω εμφανές, ότι η Χάρβεϊ χρησιμοποιεί κυρίως το απλό ύφος του αγγλόφωνου μοντερνισμού – η Βιρτζίνια Γούλφ είναι άλλωστε η βασική της επιρροή, το οποίο γίνεται περισσότερο αντιληπτό στα βαθύτερα υποστρώματα των εσωτερικών μονολόγων/διαλόγων των πρωταγωνιστών. Κι σ’ αυτό το σημείο αναρωτιέται ο αναγνώστης. Εφόσον η Χάρβεϊ δεν έχει καταπιαστεί με την ΕΦ σε παλιότερά της κείμενα, πώς τα καταφέρνει και ανταπεξέρχεται τόσο καλά στις απαιτήσεις του ιδιαίτερου ύφους της, το οποίο διαθέτει ένα στιβαρό υπαρξιακό υπόβαθρο; Κάπως έτσι φαίνεται, κατά την γνώμη μου, η στόφα ενός/μιας συγγραφέα, επειδή μπορεί να γράψει εξίσου καλά σε όλα τα λογοτεχνικά είδη. Φυσικά, σημείο κλειδί εκτός από την έμπνευση, αποτελεί η προεργασία και η μελέτη πάνω σε συναφή θέματα. Σίγουρα η έρευνα της ήταν πολύμηνη, προσπαθώντας να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης των αστροναυτών και γενικότερα των επιστημόνων ακόμη και αυτών που βρίσκονται στους σταθμούς εδάφους.
Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με τα ερεθίσματα που δίνει συχνά η συγγραφέας για σκέψη και προβληματισμό σε μια σειρά από περιβαλλοντολογικά και επιστημονικά θέματα σχετικά με τον πλανήτη μας. Τότε, αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο η μαγεία και συνεισφορά του πρώιμου Ιουλίου Βερν όπως αυτή αποτυπώθηκε στο καλύτερό του μυθιστόρημα, το «Είκοσι χιλιάδες λεύγες της θάλασσας». Η Χάρβεϊ όπως και είχε πράξει προηγουμένως και ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας της ΕΦ προσφέρει μια κριτική περιήγηση σε μια σειρά από διαχρονικά ζητήματα όπως το τίμημα της προόδου και η αίσθηση του φόβου, την οικολογία και τον υπαρξισμό, καθώς και τον ρόλο της πολιτικής απέναντι στην επιστήμη. Ο χαρακτήρας ενός αναρχικού Νέμο μπορεί να απουσιάζει, αλλά οι πολυμήχανοι αστροναύτες με την βοήθεια της επιστήμης προτείνουν λύσεις που είναι συνήθως μπροστά μας, όπως συμβαίνει συνήθως άλλωστε, επειδή σιωπούν και αφουγκράζονται τους ήχους του πλανήτη μας και την κοσμική ακτινοβολία του Ήλιου.
Επίσης, οφείλω να σημειώσω πόσο πολύ απόλαυσα τον τρόπο που η συγγραφέας χρησιμοποιεί την λανθασμένη εστίαση, τοποθετώντας μέσα στο κείμενο την ανάλυση τόσο του πίνακα «Las Meninas» (1656) του Ντιέγκο Βαλάσκεθ, όσο και την περίφημη φωτογραφία με τη σεληνάκατο του Απόλλων 11 που τράβηξε το 1969 ο Μάικλ Κόλινς πριν διασχίσει για πρώτη φορά την σκοτεινή πλευρά του δορυφόρου μας. Αν παρατηρήσετε τον πίνακα ή την φωτογραφία, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το φως αν και διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο και στις δύο περιπτώσεις, τελικά μας αποτρέπει να καταλάβουμε αμέσως τι ακριβώς παρατηρούμε. Τι είναι αυτό που απουσιάζει και στις δύο περιπτώσεις και δεν παρέχουν οι δύο αναπαραστάσεις έναν αληθινό τόνο στο γενικό σύνολο; Είναι μια «αληθινή» αντανάκλαση ή μια μίμηση της πραγματικότητας; Η απάντηση βρίσκεται στο κείμενο.
«Όμως τι νόημα θα είχε να στείλεις στο διάστημα δημιουργήματα που δεν έχουν μάτια να το δουν ούτε καρδιά για να το φοβηθούν ή να το απολαύσουν;» (σελ 61)
Για το τέλος, άφησα το μοναδικό μειονέκτημα που εντόπισα εντελώς ξαφνικά. Πιο συγκεκριμένα, καθώς προχωράει η ανάγνωση, όταν θα έχετε φτάσει κάπου στην μέση του μυθιστορήματος, θα συνειδητοποιήσετε ότι η πλοκή με την παραδοσιακή έννοια, δεν υπάρχει. Ίσως πολλοί αναγνώστες δυσαρεστηθούν. Αυτό που έχω να προτείνω για εκείνη τη στιγμή είναι να κοιτάξετε μέσα σας και να απομακρύνεται αυτές τις σκέψεις. Είμαι σίγουρος ότι αμέσως θα εντοπίσετε μόνο συναισθήματα, ίσως και μια ελαφριά μελαγχολία, σίγουρα όμως μια ελπίδα φωτός για το μέλλον. Άλλωστε, όλες αυτές τις έντονες στιγμές τις σκέφτονται και οι αστροναύτες που βρίσκονται σε τροχιά.
Εξαιρετική η μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή.