Εξερευνώντας το (ελληνικό) fan fiction

Εξερευνώντας το (ελληνικό) fan fiction

Πρόσφατα, έπιασα τον εαυτό μου να βαριέται να γράψει. Προσπαθώντας να καταπολεμήσω τη μάστιγα με το όνομα “writer’s block” κατέφυγα σ’ ένα όπλο το οποίο είχα παραμελήσει για πολύ καιρό. Fan fiction! Ω, ναι! Το γράψιμο ενός fan fiction ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν για να ξεκολλήσω. Κάτι ανάλαφρο, που να μη με σκοτίζει πολύ η δημιουργία του και να διαδραματίζεται σ’ έναν δομημένο από ξένο μυαλό κόσμο. Όπως καταλάβατε, λοιπόν, σε αυτό το άρθρο θα μιλήσουμε για τα fan fiction. Θα μοιραστώ μαζί σας κάποιες από τις σκέψεις μου και στο τέλος θα σας κάνω και «δώρο» το πιο πρόσφατο δημιούργημά μου.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Τι είναι τα fan fiction;

Fan fiction ονομάζονται οι γραμμένες από θαυμαστές (fans) ιστορίες, που εξελίσσονται σε ήδη υπάρχοντες κόσμους και βασίζονται σε εδραιωμένους χαρακτήρες. Στα fan fiction η πλοκή συχνά διαφέρει από εκείνη του αρχικού υλικού, τα γεγονότα και οι σχέσεις των χαρακτήρων αλλάζουν, ενώ πολλές φορές εξερευνιούνται ακόμα και δυναμικές που ο αρχικός δημιουργός δεν είχε τολμήσει να φανταστεί.

Γιατί κάποιος ν’ ασχοληθεί με τη δημιουργία ενός fan fiction;

Μπορώ να σκεφτώ πολλά πράγματα. Το γράψιμο, όμως (είτε fan fiction, είτε γενικότερα), είναι πρωτίστως προσωπική υπόθεση, οπότε ο καθένας μπορεί να έχει τους δικούς του λόγους. Κάνοντας μια προσπάθεια να συμπεριλάβω τα πάντα, έπιασα τον εαυτό μου να αποτυγχάνει οικτρά. Οπότε, αποφάσισα να κρατήσω μονάχα τους λόγους που κάνουν εμένα να καταφεύγω στη συγγραφή fan fiction.

Πρώτα και κύρια έρχεται νομίζω η αγάπη για το έργο. Το βιβλίο τελείωσε κι εσύ δεν θέλεις ν’ αφήσεις πίσω σου τον κόσμο και τους χαρακτήρες που λάτρεψες. Αποφασίζεις, λοιπόν, να δώσεις μία ακόμη πνοή στην ιστορία, που ίσως μετέπειτα μοιραστείς και με φίλους, ή στο ίντερνετ. Κάπως έτσι αισθάνθηκα κι εγώ πρώτη φορά το κάλεσμα, όταν μικρότερος έκλεισα ένα από τα βιβλία του Wheel of Time και συνειδητοποίησα ότι θα πρέπει να περιμένω πάρα πολύ μέχρι να πιάσω στα χέρια μου το επόμενο. Εφόσον έγινε η αρχή, μετά μεταπήδησα και σε άλλα φανταστικά σύμπαντα. (L5R gang, are you here?)

Ένας δεύτερος λόγος είναι η ανάγκη για επέκταση της αρχικής ιστορίας. Όλοι μας έχουμε νιώσει κάποιες φορές πως θα θέλαμε κάτι παραπάνω από την πλοκή, και το γράψιμο ενός fan fiction έρχεται για να μας δώσει την πληρότητα που μας λείπει. Επίσης, είναι συνήθης και η εξερεύνηση σεναρίων που δεν καρποφόρησαν στο πρωτογενές υλικό (των γνωστών «τι θα γινόταν αν…»).

Ωστόσο, ο κύριος λόγος που έχει κάνει εμένα να γυρνώ συχνά στο γράψιμο fan fiction είναι αυτός που ανέφερα και στην εισαγωγή του άρθρου. Βοηθούν τη σκέψη μου να βγαίνει από τέλμα και μου δίνουν ώθηση για να συνεχίζω το γράψιμο γενικότερα. Ιδιαιτέρως όταν θέλω να κάνω μια λογοτεχνική άσκηση, τα fan fiction αποτελούν έναν από τους πιο αγαπημένους μου συμμάχους. Επίσης, συνήθως είναι αρκετά εύκολο να μοιραστείς με τρίτους τέτοιου είδους ιστορίες για να πάρεις σχόλια και κριτικές, καθώς το κοινό που τις αποζητά είναι ήδη εκεί.

Γιατί, όμως, στον τίτλο του άρθρου αναφέρω την λέξη «ελληνικό» μέσα στην παρένθεση;

Όσοι ασχολούνται με τη συγγραφή fan fiction, γνωρίζουν πως υπάρχουν αρκετά μέρη όπου αναρτώνται αντίστοιχες ιστορίες από Έλληνες δημιουργούς. Ωστόσο, παρατήρησα πως κάτι λείπει. Σχεδόν κανείς δεν γράφει (ή έστω δεν αναρτά) fan fiction, που να βασίζονται σε έργα Ελλήνων δημιουργών.

Προφανώς πολλοί λόγοι συμβάλλουν σε αυτό και δεν έχω σκοπό να καθίσω να τους αναλύσω. Όταν, όμως, θέλεις να δεις κάτι να συμβαίνει, ίσως πρέπει να κάνεις εσύ την αρχή, έτσι δεν λένε; Εξού κι αποφάσισα να βασίσω τις συγγραφικές μου ασκήσεις σε έργα Ελλήνων, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο, με συγκίνησαν ή μου δώσανε ερεθίσματα. Fan fiction made in Greece, from Greece, που λένε και στη Λάρισα μετά από μπόλικο τσίπουρο.

Η ιδέα μου ήρθε κάπου στις αρχές του 2025. Σκέφτηκα ότι τα fan fiction είναι ένας τρόπος προβολής του αρχικού έργου, αλλά και του δημιουργού που ασχολείται με αυτά δευτερογενώς. Είναι μια συνθήκη που από την οποία κερδίζουν και οι δυο μεριές. Γιατί να μη δώσω (έστω και μικρή) ώθηση σε ένα έργο που με στιγμάτισε, κερδίζοντας ταυτόχρονα και ο ίδιος;

Πρώτο σύμπαν που εξερεύνησα (τουλάχιστον σε βαθμό που να νιώθω άνετα να μοιραστώ το αποτέλεσμα) ήταν εκείνο του βιβλίου του Κωνσταντίνου Ζαχαράκη με τίτλο «Το ξίφος της Προλεάννα». Πραγματικά ένιωσα να με ανανεώνει η όλη διαδικασία και την βρήκα πολύ διασκεδαστική. Μοιράστηκα την ιστορία μου αρχικά με τον ίδιο τον δημιουργό κι έπειτα με περισσότερο κόσμο. Κι εφόσον έγινε η αρχή, ήθελα κι άλλο! Κάπως έτσι προέκυψε κι αυτό το άρθρο.

Ξέρω πως στο μέλλον θα ολοκληρώσω κι άλλα fan fiction βασισμένα σε έργα Ελλήνων δημιουργών. Προς το παρόν, όμως, σας παραθέτω το πιο πρόσφατο. Πρόκειται για ένα διήγημα εμπνευσμένο από τον κόσμο του Ευάγγελου Ιωσηφίδη και τη σειρά βιβλίων «Η γη των Αμόλυντων». Στο μυαλό μου η συγκεκριμένη ιστορία εξελίσσεται κάπου ανάμεσα στο 1ο και το 2ο βιβλίο, αλλά φαντάζομαι πως όσοι έχουν ολοκληρώσει την τετραλογία θα καταλάβουν και κάποια πράγματα που η Λίβυ, η πρωταγωνίστριά μας, αδυνατεί προς το παρόν να κατανοήσει.

Ανοίγει τα μάτια δραπετεύοντας μετά βασάνων απ’ τα δίχτυα των ονείρων. Οι πρωινές ηλιαχτίδες λούζουν τις πεδιάδες που απλώνονται κάτω απ’ τα πόδια της, κάνοντας ρυάκια και ποταμούς ν’ αστράφτουν. Στο πλάι της μια φωτιά ψιθυρίζει βραχνά το επιθανάτιο μοιρολόι της. Ένα κύμα παγωνιάς απλώνεται ταχύτατα στο κορμί της. Με την ανάσα της να έχει κοπεί απ’ την επέλαση του ψύχους, ανασηκώνεται. Τρίβει τα μπράτσα της αναριγώντας και πλησιάζει τα μισοκαμένα κούτσουρα.

«Έλκο!» ψελλίζει, δείχνοντάς τα. Φλόγες ξεπετάγονται από τ’ ακροδάχτυλά της και στήνουν χορό στ’ αποκαΐδια. Μ’ ένα χαρούμενο χλιμίντρισμα το Σελέριτάν της την επιβραβεύει. Το μαγικό πλάσμα, όμοιο με άλογο που έχει δεχθεί απλόχερα τη χάρη της φωτιάς, έρχεται προς το μέρος της και στριμώχνει τη μουσούδα του στην αγκαλιά της.

«Ναι, Φλογοπάτη, θα φύγουμε» λέει, διερωτώμενη ταυτόχρονα για τον προορισμό. Της φαίνεται παράξενο, αλλά έχει ξεχάσει πού πηγαίνει. Που να λαμπαδιάσω ολόκληρη, ούτε πού βρισκόμαστε δεν θυμάμαι! Καταβάλλει υπερπροσπάθεια για να κρατήσει τα συναισθήματα κρυφά απ’ το Σελέριταν, μιας και δεν της αρέσει να του μεταφέρει την ένταση και τους φόβους της.

Κάθεται δίπλα από τη φωτιά για να ζεσταθεί κι αγναντεύοντας τη θέα προσπαθεί ν’ ανακαλέσει τις χαμένες της μνήμες. Το τοπίο φαντάζει γνώριμο, θα μπορούσε εύκολα να βρίσκεται κάπου στο Μάνοθ. Ίσως να είμαι πάνω στα βουν… Ένα άγριο πετάρισμα φτερών διακόπτει τον συλλογισμό της. Ασυναίσθητα το κεφάλι της στρέφεται προς τον ουρανό. Αδυνατεί να πιστέψει στα μάτια της, καθώς αντικρύζει το πλάσμα που προσγειώνεται με θόρυβο στα βράχια. Ένα γιγαντόσωμο ερπετό, πάνω από τέσσερα μέτρα μήκος, την κοιτάζει. Το βλέμμα του Μπέλεκραστ, όμοιο με εκείνο ενός πεινασμένου αρπακτικού, είναι καρφωμένο επάνω στην ίδια και στο μαγικό ον που τη συντροφεύει.

«Γρήγορα, Φλογοπάτη! Στη σπηλιά!» γκαρίζει η Λίβυ, δείχνοντας ένα στενό άνοιγμα ανάμεσα στα βράχια.

Μόλις οι δυο τους εισέρχονται στο φυσικό καταφύγιο προσπαθεί να ηρεμήσει. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υπερνικήσει με τα ξόρκια της αυτό το εμπόδιο, μιας και τα Μπέλεκραστ είναι πλάσματα που τρέφονται με μαγεία. Κλείνει τα μάτια κι αποζητά να βρει την ισορροπία του εδάφους μέσα της. Ανακαλεί τις συζητήσεις με τον Ντάρον και τις διδαχές της Αλύσσα. «Τόρκο» ψελλίζει, ζητώντας από τα βράχια ν’ ακούσουν το κάλεσμά της.

Κι εκείνα, απαντούν. Ένας προς έναν οι λίθοι που γυρόφερναν την είσοδο της σπηλιάς ξεκινούν να κινούνται. Κυλούν και φέρνουν τα σώματά τους κοντά, φράζοντας την είσοδο. Κάποιοι από αυτούς πέφτουν και πάνω στο Μπέλεκραστ, χτυπώντας αλύπητα το κορμί του.

Σκόνη και σκοτάδι απλώνονται τριγύρω. Μονάχα το φλογισμένο κορμί του Φλογοπάτη φωτίζει το εσωτερικό της σπηλιάς. Η Λίβυ ξεφυσά ανακουφισμένη. «Σωθήκαμε» ψελλίζει, χαϊδεύοντας τη μουσούδα του μαγικού πλάσματος.

Ωστόσο, ένας θόρυβος, μια κίνηση ανάμεσα στα βράχια, έρχεται να την διαψεύσει. Το Μπέλεκραστ δεν έχει ηττηθεί και σαλεύοντας το μακρύ κορμί του αποζητά ν’ απελευθερωθεί από τα δεσμά. «Τόρκο» φωνάζει αυτή τη φορά η Λίβυ, επιδιώκοντας να θάψει το τέρας με ακόμη περισσότερα βράχια. Αλίμονο. Αδυνατεί ν’ ανακτήσει την ιδιοσυγκρασία που απαιτείται για να δαμαστούν οι δυνάμεις του εδάφους.

«Γρήγορα, πάμε πιο βαθιά» λέει, έχοντας αισθανθεί πως στο βάθος της σπηλιάς κρύβεται ένα ακόμη άνοιγμα. Ξεκινά να τρέχει προς τη σωτηρία, ρίχνοντας συνεχώς κλεφτές ματιές στο σκοτάδι που την ακολουθεί. Ένας συριστικός βρυχηθμός φτάνει στ’ αυτιά της, αποκαλύπτοντας πως ο διώκτης της είναι ελεύθερος απ’ τα δεσμά του. Ορμά προς τα εμπρός απελπισμένα, ευχόμενη να συναντήσει σύντομα την έξοδο.

Ακολουθεί για ώρα το μονοπάτι του στενού διαδρόμου, μέχρι που μπροστά της αντικρύζει φως. Φως θερμό, γέννημα των πρωινών ηλιαχτίδων. Αναθαρρεύει κι αδυνατεί να συγκρατήσει το χαμόγελό της. Αισθάνεται και το Σελέριτανς να μοιράζεται μαζί της αντίστοιχα συναισθήματα. Το κτήνος που τους ακολουθεί, ο θηρευτής της μαγείας, έχει ώρα ν’ ακουστεί. Ίσως να έχει πάρει κάποια λάθος στροφή και να τους έχει χάσει.

Η Λίβυ πλησιάζει προς την έξοδο. Ένα στενό άνοιγμα, μήκους ελάχιστων μέτρων, απλώνεται μπροστά της. Ασυναίσθητα κάνει να σκύψει και να συρθεί μέσα του. Τότε, όμως, κρύος ιδρώτας τη λούζει. Συνειδητοποιεί την κατάσταση στην ολότητά της και σταματά. Εκείνη θα μπορούσε να διαφύγει. Θα μπορούσε να σφραγίσει την είσοδο και με χέρια της, δίχως χρήση μαγείας του εδάφους, εφόσον εξέλθει. Ωστόσο, για το Σελέριταν, το φλόγινο άλογο, δεν υπάρχει τρόπος να την ακολουθήσει.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ένα γρύλισμα ανακοινώνει την παρουσία του κτήνους. Σέρνεται στον διάδρομο το Μπέλεκραστ, βέβαιο πως έχει στριμώξει για τα καλά το θήραμά του. Ο Φλογοπάτης σπρώχνει με τη μουσούδα του τη Λίβυ προς την έξοδο κι έπειτα γυρνάει ν’ αντικρύσει τον εχθρό τους. Της είναι αδύνατο να τον εγκαταλείψει. Πώς θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο;

Αρνείται να δεχτεί τη θυσία του ως δεδομένη κι έρχεται να σταθεί στο πλάι του. Το Μπέλεκραστ πλησιάζει. Η γλώσσα του κτήνους τρεμοπαίζει μπροστά απ’ τα σαγόνια του, γευόμενη τη μαγεία και τον φόβο που αιωρούνται ανάμεσα στα μόρια του αέρα. Σέρνεται αργόσυρτα κι επιδεικνύει τα δόντια του, ανοίγοντας ταυτόχρονα τα φτερά του.

Οργή και τρόμος βράζουν μέσα στα σωθικά της Λίβυ. Δεν πρόκειται να παραδοθεί αμαχητί. Με το ένα της χέρι αγγίζει τον πιστό της σύντροφο και με το άλλο δείχνει το πλάσμα που απειλεί να δώσει τέλος στην ύπαρξή της.

«Έλκο!» φωνάζει, αντλώντας ταυτόχρονα δύναμη απ’ το κορμί του Σελέριτανς. Την επίθεσή της υποδέχεται, σαν να ήταν δώρο, ο θηρευτής. Οι φλόγες το λούζουν αλλά αδυνατούν να το βλάψουν. Καθώς πλησιάζουν το κορμί του εξασθενούν και το Μπέλεκραστ τις ρουφά λαίμαργα μέσα του απ’ τα ρουθούνια. Σύντομα το ξόρκι τερματίζεται. Το κορμί του εχθρού φαντάζει πιο διογκωμένο, με το πλάσμα να κάνει έκδηλο πως διψά να γευτεί ακόμη περισσότερη μαγεία.

«Έλχιν!» γαυγίζει αυτή τη φορά η Λίβυ, καλώντας κύματα φωτιάς στο πλευρό της. Σύντομα, αισθάνεται τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, γενόμενες βορά του Μπέλεκραστ. Όταν το ξόρκι σώνεται, γονατίζει. Πεσμένος στο πλάι της, με τις φλόγες του να σιγοκαίνε εξασθενημένες, βρίσκεται και ο Φλογοπάτης. Απέτυχε. Όχι μόνο δεν έχει καταφέρει να εξοντώσει το κτήνος, αλλά εκείνο φαντάζει ακόμη πιο τρομερό, πλέον. Το κορμί του έχει γίνει διπλάσιο σε μήκος, με τη μαγεία που ρούφηξε να παιχνιδίζει στα μάτια του. Συχνά το πλάσμα ανοιγοκλείνει το στόμα του, ξερνώντας φλόγες αριστερά και δεξιά.

Ο Φλογοπάτης χλιμιντρίζει άτονα. Η Λίβυ τον κοιτά, πασχίζοντας να κρατήσει ανοιχτά τα βλέφαρά της. Έπειτα αφήνεται να πέσει πάνω του. Η γνώριμη θέρμη του δέρματος του πλάσματος έχει χαθεί. Ωστόσο, ελάχιστη –ανεπαίσθητη σχεδόν– ζεστασιά ακόμη φωλιάζει στο κορμί του.

Έφτασε η ώρα να ψάξει κι εκείνη βαθιά μέσα της. Να βρει το πάθος για ζωή που της χαρίζει το στοιχείο της φωτιάς. Εκείνο το πάθος που είναι κατά πολύ ανώτερο απ’ τα επιπόλαια νεύρα. Ρουφά μία ανάσα και κοιτά τον θηρευτή της. Το πλάσμα πασχίζει ακόμη να διαχειριστεί το μέγεθος της μαγικής ενέργειας που έχει απομυζήσει.

«Έλκο» ψελλίζει η Λίβυ, μετατρέποντας σε φλόγα κάθε ρανίδα συναισθημάτων που φωλιάζουν στα υπόγεια της ψυχής της. Ζέστη. Ζέστη και φως απλώνονται μπροστά της και μια αίσθηση άγνωστη, που δίνει μια αλλόκοτη υπόσταση στη μαγεία.

Το Μπέλεκραστ, αδυνατώντας ν’ αρνηθεί το δώρο που έρχεται κατά πάνω του, ανοίγεται προς το ξόρκι για μία ακόμη φορά. Για τελευταία φορά. Καθώς οι δυνάμεις ξεκινούν να εγκαταλείπουν για τα καλά τη Λίβυ και τον Φλογοπάτη, το κτήνος διαλύεται. Άστατα κι άναρχα ξεκινά ν’ αποσυντίθεται το κορμί του, με την υπόστασή του να γίνεται ένα με αυτό που επί χρόνια κυνηγούσε. Μια έκρηξη ακολουθεί και μετά σκοτάδι. Η Λίβυ σβήνει. Το τελευταίο πράγμα που φτάνει στ’ αυτιά της, είναι ο αδύναμος χτύπος της καρδιάς του Φλογοπάτη.

«Είσαι καλά; Ξύπνα!» την επαναφέρει στην πραγματικότητα –ποιος ξέρει πόσο καιρό αργότερα;– μια γνώριμη φωνή. Τα μάτια της ανοίγουν με δυσκολία για ν’ αντικρύσουν την Αλύσσα. Η μάγισσα την κοιτά παγερά, δίχως ίχνος συναισθήματος να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Ταυτόχρονα, συμμαζεύει μέσα στον μανδύα της το αρχαίο μαγικό κειμήλιο, που χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της.

«Νιώθω χάλια. Μήπως με άκουσαν;» ρωτά το κορίτσι, κοιτώντας στο πλάι. Ο Ντάρον και ο Κάυλ κοιμούνται.

«Μην ανησυχείς, τους είναι αδύνατο να μας ακούσουν. Συγχαρητήρια, τα κατάφερες! Τώρα ξέρεις. Τώρα ξέρουμε και οι δυο» λέει η μάγισσα.

«Τι ξέρουμε; Δεν καταλαβαίνω!» ενίσταται η Λίβυ, ψάχνοντας με το βλέμμα της τον Φλογοπάτη. Το πλάσμα δεν μοιάζει με τη μορφή που είχε στο όνειρό της. Όχι ακόμη τουλάχιστον, μιας κι εδώ θυμίζει πιότερο ένα φυσιολογικό άλογο, παρά ένα ον που ‘χει δεχτεί τη χάρη της μαγείας.

«Ξέρουμε τι είδους άνθρωπος θα γίνεις. Κι αυτό είναι πιο σημαντικό από κάθε ξόρκι» απαντά ατάραχη η Αλύσσα. Η Λίβυ σαστίζει. Κάνει ν’ ανοίξει το στόμα της, αλλά είναι τόσα πολλά αυτά που θέλει να πει, που το ξανακλείνει δίχως ν’ αρθρώσει λέξη. Ξεφυσά και σκέφτεται βουβή. Τελικά, ρωτάει.

«Αισθάνθηκα την παρουσία μιας ακόμη μαγείας. Κάτι πέρα από τα τέσσερα στοιχεία, ή έτσι νομίζω! Τι ήταν;»

Η Αλύσσα χαμογελά. Ποτέ της δεν έχει ξαναχαμογελάσει κατά τη διάρκεια ενός εκ των ιδιαίτερων, μυστικών μαθημάτων τους. «Θα μάθεις όταν έρθει η ώρα».