Δημήτρης Δελαρούδης | Σύγχρονος περιηγητής ανάμεσα σε Αλλόκοσμους...
Κάποια στιγμή, πριν μερικά χρόνια, είχα την τύχη να διαβάσω ένα βιβλίο. Ο τίτλος αυτού Ο Ιός της Βαβέλ και συγγραφέας του ο Δημήτρης Δελαρούδης. Επρόκειτο για μια συλλογή διηγημάτων που με γοήτευσε με τις “αλλόκοτες” ιστορίες που περιείχε. Οι σελίδες του βιβλίου αποκάλυψαν μια μυστική πύλη, η οποία με οδήγησε σε έναν κόσμο που ο συγγραφέας θέλησε να μου αποκαλύψει! Έκτοτε, ως ένας ιδιόμορφος και ενθουσιώδης σύγχρονος περιηγητής των αλλόκοσμων, ως συλλέκτης ιστοριών, διηγήσεων και κάθετι παράξενου και απόκοσμα γοητευτικού, συνεχίζει να εξερευνά, να καταγράφει και να μας προσφέρει ιστορίες δοσμένες μέσα από μια πολυπρισματική προσέγγιση της εύθραυστης πραγματικότητας μας. Με όχημα του την λογοτεχνία του Φανταστικού και μέσα από την ιδιαίτερη γραφή του, τις θεματολογικές του προσεγγίσεις και την αστείρευτη έμπνευση, δεν το κρύβω πως ανήκει στους αγαπημένους μου συγγραφείς της λογοτεχνίας του Παράξενου και του Φανταστικού. Με τιμά -πρωτίστως- όμως με την φιλία του και γι’ αυτό σήμερα έχω την ιδιαίτερη χαρά και την τιμή να τον φιλοξενώ στην Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας...
1) Δημήτρη θα ήθελα καταρχάς να σε καλωσορίσω στην ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.Κ. Θέλεις να ξεκινήσουμε, λέγοντας μας μερικά πράγματα για σένα, ώστε να σε γνωρίσουμε καλύτερα;
Καλώς σας βρήκα! Πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που δίνω συνέντευξη σε έναν άνθρωπο και μια λέσχη που εκτιμώ και συμπαθώ ιδιαίτερα. Λοιπόν, αγαπητέ Θανάση, άρχισες με την πιο δύσκολη ερώτηση. Πάντα μου ήταν δύσκολο να μιλήσω για μένα, αλλά καταλαβαίνω ότι είναι αναπόφευκτο. Δεν έχω μεγάλο βιογραφικό με τίτλους σπουδών, μεταπτυχιακά ή διδακτορικά. Γεννήθηκα στη Γερμανία το 1972. Έχω σπουδάσει Μάρκετινγκ και Πληροφορική και είμαι υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας στον τομέα της Πληροφορικής. Μιλάω αγγλικά και γερμανικά. Μένω στη Θεσσαλονίκη, είμαι παντρεμένος και έχω μια υπέροχη κόρη. Εννοείται πως είμαι χαζομπαμπάς, όπως θα έπρεπε να είναι κάθε μπαμπάς. Πέρα από το γράψιμο, έχω ασχοληθεί και με τα εικαστικά για μερικά φεγγάρια.
2) Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι, αναγνωστικά για αρχή και συγγραφικά μετέπειτα, με την λογοτεχνία του Φανταστικού;
Άρχισα να διαβάζω εξωσχολικά βιβλία από την τρίτη δημοτικού, όταν δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη του σχολείου την Οδύσσεια σε μια απλουστευμένη έκδοση. Έκτοτε, άρχισα να ψάχνω βιβλία με περιπέτειες και βυθίστηκα στον Ιούλιο Βερν, όπως φυσικά και οι περισσότεροι της γενιάς μου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 διάβαζα Τουέην, Ντεφόου (Ντεφόε), Μαλό, Λόντον, Χέμινγουεη και Στήβενσον. Αργότερα, συνέβη το big bang! Στα δεκατρία μου αγόρασα τον Χρυσό Σκαραβαίο του Πόε και αργότερα, στην πρώτη λυκείου, έπεσαν στα χέρια μου τα «ωροράκια» που λέμε σήμερα, δηλαδή οι αξεπέραστες συλλογές Ε.Φ. και τρόμου που επιμελούνταν και μετάφραζε ο Γιώργος Μπαλάνος. Επρόκειτο για αποκάλυψη! Μαγεύτηκα από τον Λάβκραφτ και ολοκλήρωσα πολλάκις την ανάγνωση των απάντων του Πόε και του Λάβκραφτ (τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, για αρκετά έτη). Άρχισα να γράφω το 1989 σε μια παλιά γραφομηχανή του πατέρα μου. Μη φανταστείς πολλά. Γύρω στα δύο ή τρία διηγήματα το χρόνο. Το 1995, γνώρισα τη γραφή του Μπόρχες και του Κάρλος Καστανέντα, που πραγματικά μου έδωσαν τεράστια ώθηση. Το συνεπές, καθημερινό γράψιμο άρχισε ουσιαστικά τον Ιούλιο του 1996, μόλις επέστρεψα από το Πλύμουθ της Αγγλίας, όπου βρισκόμουν για σπουδές Πληροφορικής. Μέχρι το 2005, προέκυψαν αρκετά διηγήματα, όπως και πολυάριθμες ημιτελείς ιστορίες και μυθιστορήματα που περιμένουν ακόμη στον σκληρό μου δίσκο.
3) Κλασική ερώτηση μεν, αναπόφευκτη δε, αλλά ποιοι ήταν εκείνοι οι συγγραφείς που σε επηρέασαν περισσότερο, σε διαμόρφωσαν και εν τέλει σε έκαναν να θελήσεις να γράψεις;
Οι Χ.Λ. Μπόρχες, Ρέι Μπράντμπερι, Γκούσταβ Μέιρινκ, Άρθουρ Μάχεν, Κλαρκ Άστον Σμιθ, Γκυ ντε Μωπασάν, Χούλιο Κορτάσαρ, Ρόμπερτ Τσέημπερς, Άλντζερνον Μπλάκγουντ, Γουίλιαμ Χ. Χόντζον, Χ. Φ. Λάβκραφτ, Ε.Α. Πόε, Κάρλος Καστανέντα, Γιώργος Μπαλάνος, Φριτζ Λάιμπερ, Χ.Τ. Γουέλς, Τόμας Λιγκότι, Σίρλεϊ Τζάκσον, Έρμαν Έσσε, Ούρσουλα Λε Γκεν, Άρθουρ Κλαρκ, Λόρδος Ντάνσανι, Ντίον Φόρτσουν, Κλάιβ Μπάρκερ, Γουίλιαμ Γκίμπσον, Γ. Μπ. Γέητς, Τέντ Τσιανγκ και μερικές δεκάδες –ή εκατοντάδες– ακόμα.
4) Πέραν της λογοτεχνίας του Φανταστικού έχεις συμμετάσχει, κατά το παρελθόν, με κείμενα σου και στον χώρο της Αναζήτησης. Ποιο είναι το σημείο εκείνο που τέμνονται αυτά τα δύο πεδία ενδιαφέροντος;
Υποθέτω ότι αναφέρεσαι στα άρθρα μου στο περιοδικό Strange... Το σημείο τομής είναι πάντα η Απόδραση (με κεφαλαίο Α). Στην έρευνα του παραφυσικού αναζητάς τα όρια του κόσμου μας, ο οποίος, πολλές φορές δεν σε πείθει για την ευστάθεια και τη λογική του. Γενικά, όσοι ασχολούμαστε με το Φανταστικό, το Παραφυσικό και το Αλλόκοτο δεν πειθόμαστε εύκολα για το τι εστί απτή πραγματικότητα, πόσο μάλλον για την σταθερότητα και την «καλοπροαίρετη» λειτουργία της. Ψάχνουμε αυτό, το γνωστό «glitch στο Matrix» που θα μας οδηγήσει σε μονοπάτια απόδρασης από το ψέμα· την κατασκευασμένη εικόνα του οποιοδήποτε γκρίζου συστήματος. Χρησιμοποιώντας τον όρο «λογοτεχνία» ως πρόσχημα έχεις τη δυνατότητα να στέλνεις τα υπονοούμενά σου σχετικά με την ευθραυστότητα του κόσμου μας με τρόπο σχετικά ασφαλή.
5) Κάθε σου βιβλίο και κάθε σου διήγημα μπορεί από το να κρυφοκοιτάξει έως και να βουτήξει στα βαθιά, μέσα σε κόσμους και πραγματικότητες “κρυμμένες” από τα μάτια των πολλών. Γιατί επιλέγεις να γράφεις αυτού του είδους τις weird ιστορίες;
Νομίζω ότι η απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν διαφέρει από την απάντηση που μόλις έδωσα παραπάνω. Οι περισσότερες ιστορίες μου είναι μια υπενθύμιση ή ένα κλείσιμο του ματιού σε όσους μπορούν να καταλάβουν που αναφέρομαι, αλλά, ταυτόχρονα και ένα ευγενικό λάκτισμα προς όσους θέλουν να ψάξουν κάποια πράγματα λαμβάνοντας έναυσμα από κάποια ιστορία μου. Πιστεύω ότι η απλή παράθεση των γεγονότων σε μια ιστορία δεν την αναγάγει σε λογοτεχνία. Αντιθέτως, ο συνδυασμός κάποιου βαθύτερου μηνύματος κρυμμένου στην πλοκή, παράγει αυτομάτως λογοτεχνία.
6) Είσαι ένας άνθρωπος που εδώ και πολλά χρόνια συμμετέχεις σε κινήσεις και κύκλους ανθρώπων, προωθώντας την λογοτεχνία του Φανταστικού. Θέλεις να μας πας λιγάκι πίσω, να μας δώσεις το κλίμα που επικρατούσε τότε, κάτι που, ενδεχομένως, μπορεί να έχεις κρατήσει μέσα σου και το θυμάσαι με νοσταλγία;
Θυμάμαι άπειρα πράγματα με νοσταλγία. Σε μια εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν μαζευόμασταν ένα μάτσο νερντς (ή γκικς, όπως θα λέγαμε σήμερα) έξω από το βιβλιοπωλείο «Η Άγνωστη Καντάθ» στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κάθε πρωινό Σαββάτου για να συζητήσουμε τα περί του φανταστικού. Αυτό ήταν το Facebook της εποχής. Έπειτα, η παρέα αυτή μεγάλωσε και έγινε λέσχη και ονομάστηκε Ε.Λ.Φ. (Ελληνική Λέσχη του Φανταστικού) με καταστατικό, συνδρομές και όλες τις νόμιμες διαδικασίες. Συναντιόμασταν κάθε 13 του μήνα σε συγκεκριμένο σπίτι στο κέντρο. Ήταν τόσο ωραία! Συζητήσεις, καπνός, ποτά, ανταλλαγές βιβλίων και πρωτόλειων κειμένων... Βγάζαμε και τριμηνιαίο newsletter που μοιραζόταν ανάμεσα στα μέλη. Βασικά, ήταν μια ρομαντική εποχή αναζήτησης και ευημερίας σε σχέση με σήμερα. Δεν κυκλοφορούσε ούτε το ένα δέκατο των βιβλίων που υπάρχουν σήμερα και όποιος Έλληνας κατάφερνε να εκδώσει βιβλίο του Φανταστικού ήταν απλά... θεός. Από τη λέσχη αυτή προέκυψε το περιοδικό Ανιχνεύσεις και μετέπειτα το Strange. Αρχηγός, εμπνευστής, μπροστάρης και πρόεδρος σε όλα αυτά ήταν πάντα ο Παντελής Γιαννουλάκης.
7) Αλήθεια, σε ποια κατηγορία συγγραφέων ανήκεις; Σε αυτούς που γράφουν διαρκώς, που κρατάνε σημειώσεις, ιδέες, διηγήματα ή/και μυθιστορήματα στον υπολογιστή τους ή γράφεις κάθε φορά που θέλεις να κυκλοφορήσεις κάτι συγκεκριμένο;
Νομίζω σε όλες. Πρώτα απ’ όλα, γράφω καθημερινά. Εννοείται ότι κρατάω σημειώσεις, γιατί αυτό είναι η σπουδαιότερη δουλειά που πρέπει να κάνει ένας συγγραφέας. Αρχίζω να γράφω διηγήματα και πολύ συχνά τα αφήνω ημιτελή ώστε να τα συνεχίσω αργότερα. Άλλες φορές τα παρατάω όλα αυτά στην άκρη, προκειμένου να εστιάσω την προσοχή μου σε κάτι που θέλω να βγει άμεσα, όπως ένα διήγημα για κάποιο διαγωνισμό.
8) Η φαντασία είναι ένας τρόπος για να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα, μια μορφή “αποδρατισμού”. Για σένα είναι μόνο αυτό ή και κάτι περισσότερο;
Πέρα από απόδραση είναι και συχνότητα σκέψης. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα γύρω μας, δηλαδή. Ένας συγγραφέας του φανταστικού δεν ασχολείται με τη φαντασία μόνο όταν κάθεται μπροστά στον υπολογιστή για να γράψει. Τα αντικείμενα και οι άνθρωποι γύρω του αντιμετωπίζονται με διαφορετικές οπτικές σε καθημερινή βάση. Μια κούπα του τσαγιού, για παράδειγμα, δεν αποτελεί μόνο ένα συνηθισμένο χρηστικό αντικείμενο. Είναι ταυτόχρονα σπηλιά, δισκοπότηρο, διαστημόπλοιο ή ακόμα, το καπέλο ενός κινέζου αυτοκράτορα. Δεν εννοώ ότι είμαστε τρελοί όσοι γράφουμε. Απλώς, κάθε τι που αντιλαμβανόμαστε το βλέπουμε δυναμικά και όχι στατικά.
9) Κάποιος που δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με το σύνολο ή μέρος του έργου σου, τι θα έπρεπε να αναμένει διαβάζοντάς τα;
Μια μίξη επιστημονικής φαντασίας, τρόμου και φάνταζι, πασπαλισμένα με μπόλικη Απόδραση.
10) Κινείσαι μεταξύ του ονειρικού κόσμου, του κόσμου του παράξενου και του μεταφυσικού. Ταξιδεύεις από την “μακρινή” Καρκόσα μέχρι την σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Πού βρίσκουν κοινό σημείο επαφής όλα αυτά μέσα στα έργα σου;
Στην πρόκληση του στοιχείου του «θαυμαστού». Το να προσφέρεις απόλαυση προκαλώντας πρωτόγνωρους ειρμούς στον αναγνώστη.
11) Παράξενο, μεταφυσικό, Αλλόκοσμος, αστυμαγεία, αθέατος κόσμος. Αυτά είναι μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεσαι στις ιστορίες σου. Κατά πόσο μπορεί κάποιος να διεισδύσει στο πνεύμα των έργων σου αν δεν είναι εξοικειωμένος με αυτού του είδους τα θέματα;
Νομίζω οποιοσδήποτε που δεν φορά παρωπίδες είναι ικανός να αντιληφθεί το τι ακριβώς περιγράφω. Δεν συνηθίζω να γράφω για μια μερίδα ατόμων χρησιμοποιώντας μάλιστα ακατανόητες ορολογίες. Γράφω για όλους, ασχέτως αν μέσα στα κείμενά μου υπάρχουν τα λεγόμενα «κλεισίματα του ματιού» που αναφέραμε πριν.
12) Μου ήταν πάντα γοητευτικός ο τρόπος που στοιχεία από την σφαίρα του “Παράξενου” δίνονταν μέσα σε έργα φαντασίας, πολλές φορές ξεκάθαρα, άλλες καλυμμένα κάτω μια μυστηριώδη διακριτικότητα. Πόση “πραγματικότητα” μπορεί να κρύβεται τελικά μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου της λογοτεχνίας του Φανταστικού;
Υπάρχουν εκατοντάδες έργα με «κρυμμένες» πραγματικότητες, τα οποία, φυσικά, ανήκουν στη σφαίρα του Φανταστικού. Ενδεικτικά θα αναφέρω τον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» του Χάξλευ, το περιβόητο «1984» του Όργουελ και το «Φαρενάιτ 451» του Μπράντμπερι, βιβλία που πλέον γνωρίζουν άπαντες, εντός και εκτός της λογοτεχνίας του φανταστικού. Γράφτηκαν το 1931, το 1948 και το 1951 αντίστοιχα. Την εποχή που εκδόθηκαν ήταν αδύνατο να εκτιμηθεί από το αναγνωστικό κοινό το πόσο προφητικά ήταν και για μερικούς ήταν απλά ανήκουστο να συμβούν όσα αναφέρονται περί ολοκληρωτισμού χωρίς στρατιωτικό νόμο ή περί ύπνωσης και καταστολής της μάζας με τρόπους που βασίζονται κυρίως στο ένστικτο της επιβίωσης, τον ναρκισισμό και την ανασφάλεια. Για να μην αναφέρουμε τα δεκάδες βιβλία του Φίλιπ Κ. Ντικ, τα οποία, θα χαρακτήριζα εφιαλτικά λόγω των απίστευτα καίριων προβλέψεών τους, όπως για παράδειγμα την ύπαρξη του ίντερνετ, την αναγνώριση προσώπων, την αυστηρώς προσωποποιημένη διαφήμιση, τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό, τα εμφυτεύματα μνήμης στον εγκέφαλο, το αυτοτροφοδοτούμενο Σύστημα μέσω της γραφειοκρατίας, και, φυσικά, αυτό που ονομάζουμε σήμερα Μάτριξ. Ο κατάλογος πάει μακριά, και περιλαμβάνει τον Γουίλιαμ Γκίμπσον, τον Ρόμπερ Άντον Γουίλσον και πολλούς άλλους.
13) Από τον Ιό της Βαβέλ μέχρι και τον Στοιχειωτή, ποιο από τα βιβλία σου θεωρείς πως είναι πιο κοντά στην δική σου προσέγγιση για το Φανταστικό; Ποιο είναι αυτό στο οποίο έχεις μεταφέρει, μέσα στις σελίδες του, ένα κομμάτι από το “υλικό” που αποτελεί την κοσμοθεωρία σου;
Σε όλα μου τα βιβλία υπάρχει ένα κομμάτι από την ασυνείδητη και χωρίς ετικέτες νοητική μου στάση απέναντι στον κόσμο μας. Σε κάθε βιβλίο μου θα ανακαλύψεις αυτή τη σιωπηλή εξέγερση που με χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Σχεδόν παντού υπάρχει ένα μήνυμα αντίστοιχο με το «There are more things in Heaven and Earth, Horatio…» που έγραψε και ο Σαίξπηρ στον Άμλετ.
14) Ποιο είναι το πιο “παράξενο” βιβλίο ή διήγημα που έχεις γράψει μέχρι τώρα;
Είναι κάποια διηγήματα που δεν τόλμησα να δημοσιεύσω λόγω της παραξενιάς της δομής ή της θεματολογίας τους όπως το «Η Φίφη Μπι κλείνει τα μάτια της».
15) …και ποιο είναι το πιο “παράξενο” βιβλίο ή διήγημα που έχεις διαβάσει μέχρι τώρα;
Βιβλίο: «Τα σουρεαλιστικά παιχνίδια (Μάρτιος 1921 - Σεπτέμβριος 1962)
Αρχεία Γάλλων υπερρεαλιστών»
Διήγημα: «The Geezenstacks» του Φρέντρικ Μπράουν.
16) Έχεις σκεφτεί ποτέ να γράψεις κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ότι έχεις κάνει μέχρι τώρα; Ακόμα και να πειραματιστείς με κάποιο διαφορετικό είδος λογοτεχνίας;
Φυσικά και το προσπάθησα. Όμως, πάντα μου λείπει το μαγικό μπαχαρικό του φανταστικού που νοστιμεύει τις δημιουργίες μου.
17) Εν τέλει, Δημήτρη, γιατί γράφεις;
Για να γεμίσω τα κενά της καθημερινής πλήξης, ταξιδεύοντας όπου θέλω μέσα από ένα μαγικό πλαίσιο που ονομάζεται οθόνη. Για να θεραπεύσω τα παιδικά και εφηβικά τραύματά μου με τον πιο οικονομικό τρόπο. Για να μην σκέφτομαι ανούσια πράγματα όπως τις στοχευμένες ειδήσεις, το ποδόσφαιρο και την πολιτική. Τέλος, για να προσφέρω απόλαυση σε μια χούφτα αναγνωστών.
18) Δημιουργείς, διαβάζεις, κινείσαι στον χώρο της ευρύτερης κοινότητας του Φανταστικού στην Ελλάδα. Πως βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται; Τι σε ευχαριστεί και τι σε στενοχωρεί από τον χώρο;
Αρχικά να πω ότι είμαι απογοητευμένος από το εξαιρετικά μικρό αναγνωστικό κοινό του Φανταστικού στην Ελλάδα. Στις μέρες μας, δυστυχώς, μπορώ να το γνωρίζω γιατί υπάρχει το ίντερνετ: τα κοινωνικά δίκτυα, το goodreads, τα στατιστικά του ΟΣΔΕΛ, οι εκκαθαρίσεις των βιβλίων μου. Σε παλιότερες εποχές, πριν το ίντερνετ, ή όταν αυτό βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακή μορφή, δεν είχες τη δυνατότητα να ξέρεις τη θέση σου μέσα στον αναγνωστικό κύκλο που ονομάζεται Φανταστικό. Οι μόνοι που γνώριζαν ήταν οι εκδοτικοί οίκοι που ασχολούνταν με το φανταστικό, οι οποίοι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Με στενοχωρεί επίσης το γεγονός ότι πλέον δεν μπορείς να έχεις προσδοκίες πωλήσεων του βιβλίου σου αν δεν είσαι καλά δικτυωμένος σε Instagram, Tiktok και Facebook, ώστε να προσελκύεις κόσμο μέσω της εικόνας σου και της ικανότητάς σου στο μάρκετινγκ. Αυτό, δυστυχώς, δεν είναι λογοτεχνία, αλλά βομβαρδισμός εικόνων και βίντεο, όπου το προϊόν δεν διαφοροποιείται και πολύ από ένα απορρυπαντικό πλυντηρίου. Βλέπεις, παίζει ρόλο και η παρουσιάστρια ή ο παρουσιαστής ή ακόμα και η εμφάνιση του ίδιου του συγγραφέα. Πριν την έκρηξη των δικτύων όλα γινόντουσαν σίγουρα πιο αγνά. Όχι ότι δεν υπήρχαν πληρωμένες θέσεις στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Αυτό συνέβαινε και σε πολύ παλαιότερες δεκαετίες. Όμως, το βασικό κριτήριο ήταν η δια στόματος διαφήμιση. Ο ενθουσιασμός του αναγνώστη για κάτι που διάβασε και το διαλαλούσε σε φίλους και γνωστούς.
Αν με ευχαριστεί κάτι, είναι ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που απολαμβάνουν τα καλά βιβλία, όπως και το γεγονός ότι έχω γνωρίσει πολλούς ομότεχνους και ομοϊδεάτες εξαιτίας των κοινωνικών δικτύων και μπορώ να ανταλλάσσω απόψεις μαζί τους ανά πάσα στιγμή. Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη, δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς. Δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Χιλιάδες ή εκατομμύρια τίτλοι εκδίδονται κάθε χρόνο. Πλέον, ο καθένας μπορεί να γράψει με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης και όλων των εργαλείων που μπορεί να βρει στο ίντερνετ. Χιλιάδες βιβλία, αλλά μόνο ελάχιστα κρύβουν πραγματαική Ψυχή μέσα τους. Νομίζω ότι πλησιάζουμε σε μια δεύτερη βιβλική Βαβέλ.
19) Πέραν των συμμετοχών σου σε συλλογές διηγημάτων, να περιμένουμε κάτι αποκλειστικά δικό σου στο άμεσο μέλλον; Ποια είναι γενικότερα τα σχέδια σου από ‘δω και πέρα;
Ναι, αντιλαμβάνομαι την ευγενική σου νύξη, περί συμμετοχών... Η αλήθεια είναι ότι έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα στο χώρο του παραφυσικού, μόνο που δεν είμαι ικανοποιημένος μαζί του. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Προτιμώ να βγάλω ένα βιβλίο σε πέντε χρόνια και να αισθάνομαι καλά μαζί του, παρά να εκδώσω κάτι μόνο και μόνο για να εκδώσω. Έχω επίσης έτοιμο τον σκελετό για ένα μεγάλο μυθιστόρημα, αλλά είναι άγνωστο το πότε θα αρχίσει η συγγραφή του.
20) Σε αυτό το σημείο η συνέντευξή μας έφτασε στο τέλος της. Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για ακόμη μία φορά για την ανταπόκρισή σου στο κάλεσμα της ΛΕΦΑΛΟΚ, την φιλία και την εμπιστοσύνη σου. Ελπίζω να τα πούμε και σύντομα κάποια στιγμή από κοντά. Κλείνεις, με τα τελευταία λόγια να ανήκουν σε σένα...
Αυτό που εισέπραξα μέχρι σήμερα από εσένα Θανάση, αλλά και απ’ όλη την παρέα της ΛΕΦΑΛΟΚ είναι μια μεγάλη και ζεστή αγκαλιά. Είμαι πολύ χαρούμενος που σας γνωρίζω, αντιλαμβανόμενος πλήρως την βαθιά και αγνή σας αγάπη για το Φανταστικό. Σας ευχαριστώ ολόψυχα για κάθε στήριξη που προσφέρετε στο χώρο. Η φιλία, η συμπάθεια και η εμπιστοσύνη είναι πέρα από αμοιβαίες.