Διαβάσαμε | "Η Γη των Αμόλυντων: Αιθέρας" του Ευάγγελου Ιωσηφίδη

Διαβάσαμε | "Η Γη των Αμόλυντων: Αιθέρας" του Ευάγγελου Ιωσηφίδη

Ο καιρός περνάει. Η αποστολή τους γίνεται πιο πιεστική από ποτέ καθώς ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και τις δυνάμεις τους. Στον δρόμο που έχουν διαλέξει οι ισορροπίες είναι λεπτές. Στο δεύτερο μέρος της Γης των Αμόλυντων, το ταξίδι στη χερσόνησο Ίστεν συνεχίζεται. Τα αρχαία κειμήλια καλούν τον Κάυλ, τη Λίβυ και τον Ντάρον σε κινδύνους που αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά, καθώς μια σκιά ετοιμάζεται να καλύψει τα πάντα…
 


 

Το δεύτερο μέρος της σειράς «Η Γη των Αμόλυντων» του Βαγγέλη Ιωσηφίδη, ο «Αιθέρας», είναι το τρίτο βιβλίο του συγγραφέα που διαβάζω. Ξεκίνησα με το «Φιλήμων – Ο ερευνητής του μεταφυσικού», έπειτα με την «Τριάδα», το πρώτο μέρος της «Γης των Αμόλυντων» και στο τέλος διάβασα τον «Αιθέρα». Το πόρισμα που βγήκε από αυτές τις ώρες ανάγνωσης είναι ένα: ο Βαγγέλης Ιωσηφίδης έχει να προσφέρει πολλά στον χώρο της ελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας. Πάμε, μέσα από την κριτική μου για τον «Αιθέρα», να δούμε τους λόγους!

Θα προσπαθήσω όσο μπορώ να κρατήσω το κείμενο spoiler free, ωστόσο ενδεχομένως να αναφερθώ σε κάποια γεγονότα από το πρώτο βιβλίο που θεωρώ δεδομένα.

Βρισκόμαστε λοιπόν στην αυγή του πολέμου ανάμεσα στο Άζελνοθ και το Σίμινοθ, εκεί όπου έκλεισε και το πρώτο βιβλίο της σειράς και μείναμε όλοι σύξυλοι, χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήξει τελικά αυτή η διαμάχη. Τελικά ο πόλεμος πράγματι ξεκινά και οι χαρακτήρες μας αλλάζουν μέσα από αυτόν. Παράλληλα, η αποστολή τους για να συγκεντρώσουν τα κειμήλια των Αμόλυντων συνεχίζεται και απαιτεί απ’ τους ίδιους να δώσουν τον δυνατότερο –και όχι τον καλύτερο– εαυτό τους, προκειμένου να τα κάνουν δικά τους και να έρθουν πιο κοντά στον στόχο τους, να γίνουν οι ισχυρότεροι μάγοι που υπήρξαν ποτέ. Μέσα από τις μάχες, τις πολιτικές μηχανορραφίες και τα ηθικά διλήμματα, οι τρεις έφηβοι που έφυγαν από το χωριό τους πριν από δύο χρόνια δε θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιοι.

Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά στοιχεία του βιβλίου, που είναι και τα περισσότερα. Για αρχή, η απουσία της Αλύσσα (όχι και τόσο spoiler, έχει γίνει από τη μέση του πρώτου βιβλίου) γίνεται περισσότερο αισθητή από ποτέ άλλοτε. Οι τρεις μάγοι πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να έχουν το θάρρος –και το θράσος– να ζητούν από μεγάλους βασιλείς αυτό που θέλουν. Ακόμα, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν μόνοι τους και να ζυγίζουν τις καταστάσεις, καθώς διακυβεύεται η ίδια τους η ζωή. Η μάγισσα-μέντορας, όμως, φρόντισε να τους έχει εφοδιάσει με όλες αυτές τις γνώσεις πριν εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Αυτό γίνεται φανερό σε αρκετά κομμάτια του βιβλίου, όπου όλοι τη φέρνουν στο μυαλό τους και σκέφτονται: «Τι θα έκανε η Αλύσσα στη θέση μου;» Αυτή η διαδικασία δε δείχνει έναν ώριμο μάγο, αλλά ούτε κάποιον ανώριμο. Είναι το ενδιάμεσο στάδιο, εκείνο στο οποίο βρίσκονται οι πρωταγωνιστές μας, έχοντας απογαλακτιστεί από τη μέντορά τους και όντες μπροστά σε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία και κινδύνους. Επομένως, στο συγκεκριμένο βιβλίο υπήρξε η εξέλιξη χαρακτήρων όπως ακριβώς την ήθελα: σταδιακή, ουσιαστική και λυτρωτική.

Στη συνέχεια, ένα άλλο στοιχείο που μου άρεσε πολύ είναι η κοσμοπλασία του Βαγγέλη Ιωσηφίδη. Είχαμε πάρει μερικές γεύσεις από το πρώτο βιβλίο της σειράς αλλά τώρα ο συγγραφέας δίνει ρέστα. Λίγα βασίλεια, αλλά τόσο μεστά που σε κάνουν να νιώθεις πως βρίσκεσαι δίπλα στον Κάυλ, τη Λίβυ και τον Ντάρον όσο ταξιδεύουν και βλέπεις όσα αντικρύζουν κι αυτοί. Σε όποιο έδαφος της γης των Αμόλυντων πατά ο αναγνώστης μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, μυρίζει τον αέρα του, απολαμβάνει τις γεύσεις του και βλέπει τα θεάματά του – και αυτό ακριβώς, για εμένα, είναι το μεγαλύτερο ατού της κοσμοπλασίας του Ιωσηφίδη, ένα στοιχείο που θα ήταν καλό να υπάρχει σε όλα τα βιβλία υψηλής φαντασίας. Γνωρίζουμε νέα εδάφη με εντυπωσιακά θαύματα, νέα μαγικά όντα, τέρατα ή μη, νέους ανθρώπους, είδη μαγείας, μυστικιστικά τάγματα… Τι άλλο να πω;

Για το σύστημα μαγείας δεν έχω να πω πολλά πράγματα, εξάλλου τα περισσότερα φάνηκαν στο πρώτο βιβλίο. Ίσως αυτό, όμως, να είναι το παράδοξο. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς ο συγγραφέας μέσα από το πιο απλό σύστημα μαγείας –εκείνο των τεσσάρων στοιχείων της φύσης– αντλεί τόσα νέα χαρακτηριστικά και συνδυασμούς. Είναι, πραγματικά, η απόδειξη πως η φύση πάντα σε εκπλήσσει και ότι ποτέ δε θα μάθεις όλα της τα μυστικά. Έχουμε νέα μαγικά, νέες κατηγορίες μάγων και γενικότερα, έναν αέρα ανανέωσης όσον αφορά τη μαγεία.

Έπειτα, η πλοκή ήταν μεστή και χωρίς να με κουράσει ή να κάνει κοιλιά μού πρόσφερε μία πολύ ευχάριστη ιστορία. Ο «Αιθέρας» είναι ένα μεγάλο βιβλίο. Όχι μόνο όσον αφορά το μέγεθος, αλλά όσον αφορά κυρίως την ιστορία και την εξέλιξή της. Όταν το ξεκίνησα, δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πού θα κατέληγε, καθώς κατά τη διάρκειά του οι χαρακτήρες αλλά και ο κόσμος τους εξελίχθηκαν και άλλαξαν τόσο πολύ, που πραγματικά ένιωσα ότι διάβασα ένα μεγάλο βιβλίο. Αυτό, για εμένα προσωπικά, είναι πολύ θετικό, γιατί αποδεικνύει πως ο συγγραφέας δεν κάνει κατάχρηση των σελίδων, αλλά τις γεμίζει ουσιαστικά. Δείχνει τις συνέπειες όλων όσων συμβαίνουν στους χαρακτήρες και στον κόσμο του. Γιατί η γη των Αμόλυντων είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Θυμάται, τιμωρεί και επιβραβεύει.

Τέλος, θα πρέπει να κάνω μία αναφορά στα λίγα αρνητικά του βιβλίου. Αυτό που με ξένισε περισσότερο ήταν οι ευθείες σκέψεις των χαρακτήρων, σε σύγκριση με τον τρόπο ομιλίας τους. Δηλαδή, στην επικοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους είναι πότε σοβαροί και πότε περισσότερο παιδιά, πράγμα που αρμόζει στην ηλικία τους και δε μου φαίνεται διόλου παράξενο. Το θέμα είναι, ωστόσο, πως οι ευθείες σκέψεις τους παραπέμπουν σε ώριμους και σοφούς, θα έλεγα, ανθρώπους, που έχουν δει με τα μάτια τους πολλά πράγματα και είναι σε θέση να τα αποκωδικοποιούν και να τα ερμηνεύουν ορθά, ανάλογα με την κρίση κάποιου «σοφού γέροντα». Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι πολλές φορές μου φάνηκε πως στη θέση του Κάυλ, μέσα στο κεφάλι του, μιλούσε ένας σοφός γέρος που του εξηγούσε τη φύση των ανθρώπων και του πολέμου. Ένα άλλο αρνητικό που βρήκα είναι παρόμοιο με το πρώτο και έχει να κάνει με μερικούς πομπώδεις διαλόγους. Αυτήν τη φορά δεν αναφέρομαι μόνο στους πρωταγωνιστές, αλλά και σε κάποιους άλλους χαρακτήρες του κόσμου. Δε θέλω να παρεξηγηθώ, αυτό το ύφος μερικές φορές όντως ταιριάζει σε κάποιους! Δηλαδή, οι άνθρωποι μίας κλειστής κοινωνίας που μιλάνε έτσι φαίνονται πολύ ρεαλιστικοί και μπορώ πραγματικά να καταλάβω γιατί το κάνουν. Το φαινόμενο όμως παρατηρείται και σε άλλους χαρακτήρες, ακόμα και πιο σοβαρούς, που μου φαίνεται κάπως παράταιρο το να μιλούν έτσι, βάσει της συμπεριφοράς τους. Συμπερασματικά, τα αρνητικά στοιχεία αφορούν την ομιλία ή τη σκέψη των χαρακτήρων και, σε καμία περίπτωση, δεν είναι τόσο σημαντικά που να μου στέρησαν τη μεγάλη απόλαυση που μου πρόσφερε το δεύτερο μέρος τη «Γης των Αμόλυντων».

Κλείνοντας, ο «Αιθέρας» είναι ένα εξαίρετο βιβλίο υψηλής φαντασίας που διορθώνει τις «αστοχίες» του πρώτου βιβλίου της σειράς, κάτι που εκτιμώ πάρα πολύ γιατί είναι δηλωτικό της εξέλιξης του συγγραφέα. Από μόνο του, όμως, είναι επίσης πολύ αξιόλογο, γιατί προσφέρει την κατάλληλη συνέχεια στην περιπέτεια των τριών μάγων, η οποία όσο πάει γίνεται όλο και πιο συναρπαστική. Ανυπομονώ να διαβάσω τη συνέχεια, που είμαι σίγουρος πως θα είναι ακόμα καλύτερη!