Διαβάσαμε | Σημείο Μηδέν (βιβλίο ΙΙΙ), Σειρά: Αέναη Μάχη

Διαβάσαμε | Σημείο Μηδέν (βιβλίο ΙΙΙ), Σειρά: Αέναη Μάχη


Περιγραφή:

Όταν οι ισορροπίες έχουν χαθεί
και οι ρόλοι είναι πλέον δυσδιάκριτοι,
πώς μπορεί κανείς να κρίνει τι είναι σωστό και τι λάθος;

Στη Μεγάλη Πόλη, η Μαρίνα λαμβάνει μια επιστολή που την πληροφορεί για τον θάνατο της γιαγιάς της.

Στη Δρύπη, η Αλκμήνη μαθαίνει πως όσο και να προσπαθείς να κρυφτείς, το πεπρωμένο σε βρίσκει πάντα.

Στους Κήπους της Γαλήνης, ο Πάρης συνειδητοποιεί ότι οι επιλογές μας κοστίζουν περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε. Την ίδια στιγμή, ο Αδάμ εξουσιάζει το μέρος και υφαίνει την εκδίκησή του οργανώνοντας νέες συμμαχίες.

Στις Κατακόμβες, ο Σεθ και ο Άρης, με τη βοήθεια της Κάτιας, καταλαβαίνουν ότι όσο τα περιθώρια στενεύουν και οι πιθανές λύσεις μειώνονται, η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.

Σκοτεινοί Υπερασπιστές και Κουβαλητές του Φωτός θα κληθούν να πολεμήσουν στη Μεγάλη Μάχη. Ποιος θα κυριαρχήσει; Μπορεί να τελειώσει κάτι που υφίσταται αέναα στον χώρο και τον χρόνο; Ποιο είναι το σημείο μηδέν της αέναης μάχης που εξελίσσεται γύρω μας;

Γράφει ο Γρηγόρης Δημακόπουλος:

Είναι πάντα ένα ωραίο συναίσθημα όταν βλέπεις έργα που τρέχουν επί σειρές ετών να ολοκληρώνονται και να παραδίδουν στον αναγνώστη αυτό που υπόσχονται, μια ιστορία δεμένη, με αρχή, μέση και τέλος. Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές σειρές που έχουν ολοκληρωθεί, παρουσιάζοντας ένα ομοιογενές σύνολο, και πλέον μια από αυτές είναι και η τριλογία της Αέναης Μάχης, που είχε ξεχωρίσει τόσο για το ποιοτικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων της, όσο και για την ακεραιότητα της δημιουργού που υπογράφει τα βιβλία, όντας μια από τις πλέον δημοφιλείς συγγραφείς της γενιάς μας όσον αφορά τη λογοτεχνία του φανταστικού.

Η τριλογία ολοκληρώθηκε, λοιπόν, πράγμα που σημαίνει πως μετά την Πτώση (διαβάστε εδώ) και την Άνοδο (διαβάστε εδώ), φτάνουμε στο Σημείο Μηδέν, στο σημείο της απόλυτης ισορροπίας, κι εγώ δεν μπορώ παρά να δηλώσω ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα.

Η ιστορία έκλεισε με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο. Απαντήσεις δόθηκαν σε όλα τα καίρια ερωτήματα που μας ακολουθούσαν από τα δυο πρώτα βιβλία, ο μυστηριακός χαρακτήρας της σειράς υποχώρησε παρουσιάζοντας με ομαλό τρόπο πολλά στοιχεία της κοσμοπλασίας που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στα γκρίζα σημεία της αιώνιας μάχης μεταξύ του καλού με το κακό, και οι χαρακτήρες εξελίχθηκαν για να μας οδηγήσουν σε ένα τέλος που θεωρώ πως θα ικανοποιήσει κάθε αναγνώστη που ακολουθεί τη σειρά.

Καταρχάς, η γραφή της Άννας Σπανογιώργου ήταν για ακόμα μια φορά απολαυστική. Μιλάμε για ένα πραγματικά σφιχτοδεμένο κείμενο από άποψη τεχνικής. Νομίζω πως δεν υπάρχει ούτε μια λέξη περιττή στο κείμενο. Πρόζα ζεστή, μεστή και ζωηρή, με τις κατάλληλες λογοτεχνικές νότες να παρουσιάζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα εδώ κι εκεί, η γραφή είναι ικανή να σε παρασύρει από μόνη της. Οι περιγραφές, οι διάλογοι, η ανάπτυξη της πλοκής χαρακτηρίζονταν από συνέπεια στον χειρισμό του λόγου. Ήταν ένα μικρό θαύμα που η συγγραφέας κατόρθωσε να διαχειριστεί τόσες πολλές οπτικές γωνίες, με τόση επιτυχία και καθαρότητα στη σκέψη. Ήταν σπουδαίο επίτευγμα που έκλεισε την ιστορία δίχως να αφήσει κενά, δίχως να καταστρέψει το μυστήριο που έχτιζε από το πρώτο βιβλίο. Και το τέλος! Το τέλος ήταν πολύ δυνατό. Με συνεπήρε κατά την ανάγνωσή του. Έλαβα τις απαντήσεις που αποζητούσα με αβίαστο τρόπο και μπορώ να πω πως εξεπλάγην με το πώς έληξε ο κύκλος της αιώνιας αντιμαχίας του καλού με το κακό.

Οι ωραίες ιδέες, επίσης, δεν λείπουν από το τρίτο μέρος. Για παράδειγμα, μικρό σπόιλερ, τα Βιβλία της Ιερομηνίας. Μου άρεσε εκπληκτικά η λέξη αλλά και το δέος που απέπνεαν ως κειμήλια κρυφής δύναμης. Θα ήθελα σίγουρα να μάθω περισσότερα γι’ αυτά τα αλλόκοτα συγγράμματα, που διακρίνονταν για τον μυσταγωγικό τους χαρακτήρα.

Φιλοσοφικά στοιχεία υπήρξαν στο Σημείο Μηδέν, μα όχι τόσα όσα έβρισκε κανείς στο δεύτερο μέρος, την Άνοδο. Αν και προσωπικά μου αρέσουν πολύ, νομίζω πως ήταν σοφή επιλογή να αναπτυχθούν λιγότερα στο κείμενο, καθώς οι αναγνώστες που έφτασαν στο τρίτο βιβλίο σίγουρα προσδοκούν περισσότερο να δουν το τέλος της ιστορίας και την κατάληξη των ηρώων, παρά να αναλύουν φιλοσοφικές ρήσεις για τη ζωή και την ψυχοσύνθεση των ηρώων.

Τα πολλά και σύντομα κεφάλαια που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το τρίτο μέρος προσέφεραν ευελιξία στη ροή της ανάγνωσης. Όμως ήρθαν και με ένα τίμημα, σε συνδυασμό με τη χρήση των πολλών οπτικών γωνιών που συναντά κανείς κατά τη διήγηση: ήθελα ως αναγνώστης να ταυτιστώ με κάποιον, με μια σκηνή, και δεν… προλάβαινα! Κάποια στιγμή, ένιωσα, δεν το κρύβω, την ανάγκη να ακολουθήσει η διήγηση έναν πιο αργό ρυθμό ή έστω να αγκιστρωθεί πάνω σε έναν πρωταγωνιστή. Εννοείται πως δεν μου χάλασε την εμπειρία –άλλωστε το κίνητρο του να δω πώς τελείωνε η ιστορία ήταν εξαιρετικά ισχυρό και κρατούσε το ενδιαφέρον μου σε υψηλά επίπεδα.

Στα αρνητικά τώρα. Φοβάμαι πως κάποιοι χαρακτήρες παραμελήθηκαν. Πχ ο Άρης δεν αναπτύχθηκε όπως θα ήθελα. Τον είδαμε ελάχιστα, όπως ελάχιστα είδαμε τον Ουράνιο και την Αστέρινη. Ο Πάρης, επίσης, νομίζω ότι ήταν μια χαμένη ευκαιρία. Και η Κάτια, περίμενα να έχει έναν πιο ενεργό ρόλο στο τέλος, σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο, που κατ’ εμέ ήταν η αποκάλυψη του βιβλίου. (Τον απέδωσε υπέροχα η συγγραφέας, πραγματικά). Αντιλαμβάνομαι πως η ιστορία, τελικώς, είναι πιο σημαντική από τους πρωταγωνιστές, και κάπου-κάπου μας πάει όπου αυτή θέλει, όμως μην ξεχνάμε πως για εμάς τους αναγνώστες οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι το όχημα μέσω του οποίου απολαμβάνουμε το ταξίδι πιο έντονα. Όταν το ενδιαφέρον μοιράζεται σε πολλές οπτικές, ατονεί αναπόφευκτα -κατά τη γνώμη μου- η αίσθηση της ταύτισης. 

Γενικά, νομίζω πως έπαιρνε το βιβλίο να είναι 60-70 σελίδες μεγαλύτερο. Θα ήταν ευχάριστο να είχαμε περισσότερες σκηνές με τους πρωταγωνιστές που ακολουθούμε από το πρώτο μέρος. Έτσι, θα εξομαλυνόταν αυτή η γοργή εναλλαγή των κεφαλαίων που ναι μεν έκανε το βιβλίο τρομερά ευκολοδιάβαστο, όμως ταυτόχρονα δεν σε άφηνε να δεθείς με κάποιον.

Τελικώς, βέβαια, αυτά λίγη σημασία έχουν. Η ουσία είναι πως η Άννα Σπανογιώργου κατόρθωσε να κλείσει επιτυχημένα την τριλογία της, δίνοντας όλες τις απαντήσεις, και παρουσιάζοντας μια ιστορία που το τέλος της μαγεύει και προκαλεί ενδιαφέρον. Προσωπικά, με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο η Αέναη Μάχη, στο σύνολό της. Ήταν ένα ταξίδι που απόλαυσα, ένα ταξίδι που εμφύσησε μέσα μου τη μέθεξη με τον κόσμο των ιδεών που μόνο η αστείρευτη φαντασία της Άννας θα μπορούσε να συλλάβει. Την ευχαριστώ, λοιπόν, για αυτά που μου πρόσφερε κι εύχομαι με το καλό να ανταμώσουμε ξανά, σε έναν καινούργιο κόσμο απ’ αυτούς που θα έχει πλάσει.