«De Mysteriis» του Χρυσόστομου Τσαπραϊλή

«De Mysteriis» του Χρυσόστομου Τσαπραϊλή

«Μυστικές λατρείες που αναβιώνουν, τελετουργικά που καλούν σκοτεινές θεότητες, επινοητές παραδόσεων που μπλέκονται στα δίχτυα των ίδιων τους των μύθων, χωριά που αρνούνται να αλλάξουν όνομα, κάμαρες δίχως πόρτες, γειτονιές με ιλιγγιώδη ρυμοτομία, κτίρια που κρύβουν μυστικά, ανύπαρκτοι δρόμοι, ανεπίδοτες επιστολές και στοιχειώματα οικοδομών. Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, στην τρίτη συλλογή διηγημάτων του, μετατοπίζει το πεδίο του τρόμου σε φανταστικά βαλκανικά τοπία και στις αθηναϊκές γειτονιές, επιστρατεύοντας τα εργαλεία του είδους για να ανοικειώσει το καθημερινό και να υπονομεύσει το συνηθισμένο.»

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, ένας από τους πιο ανατρεπτικούς, ιδιόρρυθμους και δημιουργικά τολμηρούς Έλληνες συγγραφείς της σύγχρονης λογοτεχνίας τρόμου, επέστρεψε με την τρίτη συλλογή διηγημάτων του, De Mysteriis (Εκδόσεις Αντίποδες, 2024). Το βιβλίο, εμπνευσμένο από τον θρυλικό δίσκο «De Mysteriis Dom Sathanas» της νορβηγικής black metal μπάντας Mayhem, αποτελεί μια σκοτεινή, πολυσχιδή εξερεύνηση του υπερβατικού, του folk/urban horror και της ανθρώπινης ψυχολογίας μέσα σε φανταστικά βαλκανικά και αθηναϊκά τοπία.

Περιεχόμενα και Θεματικοί Άξονες

Το De Mysteriis αποτελείται από οκτώ διηγήματα, καθένα από τα οποία εμπνέεται από συγκεκριμένα τραγούδια του ομώνυμου άλμπουμ των Mayhem. Ο Τσαπραΐλης δεν περιορίζεται σε μια απλή μετάφραση των στίχων σε αφηγηματική μορφή, αλλά δημιουργεί αυτόνομες ιστορίες που διατηρούν το πνεύμα και την ατμόσφαιρα του δίσκου, ενσωματώνοντας παράλληλα στοιχεία από την ελληνική λαογραφία, την αστική μυθοπλασία και τον ψυχολογικό τρόμο. Μυστικές λατρείες, σκοτεινές τελετές, ανύπαρκτοι δρόμοι και καταραμένοι πίνακες ζωγραφικής συνθέτουν μερικά από τα στοιχεία της φαρέτρας του δημιουργού, ο οποίος μετατοπίζει με μαεστρία τον τρόμο από το αστικό τοπίο της Κυψέλης μέχρι την ελληνική ύπαιθρο και τα Καρπάθια Όρη. 

Πιο αναλυτικά

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια περιγραφική, εσωτερικευμένη αφήγηση, με λίγους διαλόγους και έμφαση στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Οι ιστορίες του έχουν μια «ονειρική ποιότητα», όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας θολώνουν σταδιακά.

Σαν περιεχόμενο, η δύναμη της παράδοσης και των μύθων φαίνεται από τα πρώτα κιόλας γραπτά του συγγραφέα, ότι αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της έμπνευσής του. Πολλές ιστορίες επικεντρώνονται σε χαρακτήρες που εμπλέκονται σε αρχαίες λατρείες ή αναβιώνουν σκοτεινές παραδόσεις. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Η Εκκλησία», ένας κλειδαράς ανακαλύπτει μια μαύρη πέτρινη εκκλησία σε ένα εγκαταλελειμμένο δάσος, η οποία φέρεται να σχετίζεται με μια παλιά αιρετική αδελφότητα. Η ιστορία αναδεικνύει το πώς οι μύθοι μπορούν να αποκτήσουν υλική μορφή και να επηρεάσουν την πραγματικότητα. Προχωρώντας στις σελίδες του βιβλίου, θα έρθετε σε επαφή με την υπερβατικότητα και το απόκρυφο μέσω του διηγήματος «Ζωή Αιώνια», στο οποίο, μια θεραπεύτρια που έχει επαφή με το υπερφυσικό, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μακροβιότητα που θυμίζει κατάρα. Εδώ, ο Τσαπραΐλης χρησιμοποιεί στοιχεία Lovecraft-ικής αισθητικής, όπως «κυκλώπεια» κτίρια και ανείπωτες οντότητες και ο αναγνώστης μένει με μια σχεδόν απτή, βαθιά αίσθηση μυστηρίου και τρόμου.

Γενικότερα, η ανάγνωση του «De Mysteriis» είναι μια εμπειρία βαθιάς αμφισημίας, όπου ο τρόμος δεν προέρχεται μόνο από το υπερφυσικό, αλλά από την ίδια τη διάσταση της ανθρώπινης ψυχολογίας και της λαϊκής μνήμης. Το βιβλίο ξεφεύγει από τους κλασικούς τρόπους δημιουργίας τρόμου. Δεν επικαλείται μόνο φαντάσματα ή δαίμονες, αλλά οι φόβοι των ηρώων προέρχονται από εσωτερικούς δαίμονες, ανασφαλείς μνήμες και ηθικά διλήμματα. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Νεκρώσιμη ομίχλη», ο συλλογικός τρόμος μιας κοινότητας και οι μύθοι που περνούν από γενιά σε γενιά διαμορφώνουν την ταυτότητά της. Και αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι που με έχει κερδίσει στα έργα του συγγραφέα: ο Τσαπραΐλης δεν γράφει «τρομακτικές ιστορίες», αλλά ανακαλύπτει τον τρόμο που κρύβεται μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Το black metal είναι το καλύτερο μέσο για αυτό, γιατί είναι ένα είδος μουσικής που γιορτάζει το σκοτάδι με ποιητικό τρόπο και συνάμα έχει μια «νοσταλγία για το απόλυτο», που ταιριάζει με τους χαρακτήρες του έργου.

Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στο δικό μου πλέον αγαπημένο «Παγωμένο Φεγγάρι», όπου ο ψυχολογικός τρόμος και η εμμονή κάνουν τους πρωταγωνιστές συχνά να παθιάζονται με ιδέες που τους οδηγούν σε τραγικές καταστάσεις. 

Παρακάτω θα αναλύσουμε το διήγημα αυτό σαν ένα μικρό case study

Η σύνδεση με το Black Metal και οι λογοτεχνικές επιρροές

Δανειζόμενος στοιχεία από μια πένθιμη, σκανδιναβική αισθητική, ο συγγραφέας ελληνικοποιεί το πολιτισμικό αυτό χαρακτηριστικό δείχνοντας ότι ο τρόμος είναι καθολικός. Το «De Mysteriis» δεν είναι απλώς μια λογοτεχνική απόδοση του δίσκου των Mayhem, αλλά μια δημιουργική επανερμηνεία της ατμόσφαιράς του. Συγκρίνοντας, λοιπόν, την μουσική και τη λογοτεχνία ως δομή, συμπεραίνουμε οτι η επαναληπτικότητα και η ρευστότητα του μουσικού αυτού είδους κουμπώνουν απόλυτα με τη σπονδυλωτή νουβέλα που έχουμε στα χέρια μας. Ο Τσαπραΐλης δηλώνει ότι οι στίχοι του άλμπουμ τον κέντρισαν να δημιουργήσει ιστορίες που συνδυάζουν τη σκοτεινή φαντασία του black metal με την ελληνική λαϊκή παράδοση . Για παράδειγμα, το διήγημα «Νεκρώσιμη Ομίχλη» (εμπνευσμένο από το «Funeral Fog») αναδεικνύει μια κοινότητα που αρνείται να αλλάξει το όνομα του χωριού της, παρά τις πιέσεις των αρχών, σε μια μεταφορά της διατήρησης της ταυτότητας έναντι της εκκοσμίκευσης.

Όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος σε συνέντευξή του, ο συγγραφέας δηλώνει ως κύριες επιρροές του τον H.P. Lovecraft (για τον υπερφυσικό τρόμο), τον Arthur Machen (για την υπαινικτικότητα), τον Algernon Blackwood (για το παγανιστικό στοιχείο) και τον Robert Aickman (για τον ψυχολογικό τρόμο) . Παράλληλα, η χρήση της ελληνικής λαογραφίας τονίζει την επιρροή του Νικόλαου Πολίτη, ενώ η λυρική του γραφή θυμίζει τον J.R.R. Tolkien. 

«Παγωμένο φεγγάρι» (aka «Freezing Moon»)

«...Το φανταζόμουν το φεγγάρι, τεράστιο, ωχρό, ένα σκοροφαγωμένο πρόσωπο που αιωρείται πάνω από απέραντα χιόνια. Είναι κάποια βράδια που ακόμα το βλέπω στον ύπνο μου.»

Και τώρα, θα ήθελα να σας μιλήσω για το δικό μου, προσωπικό αγαπημένο διήγημα και για τον τρόπο που συνδέεται με το ομώνυμο τραγούδι. Mια σύνδεση βαθιά θεματική και αισθητική, με κοινά στοιχεία που αντλούν από τη σκοτεινή φαντασία, τον υπαρξιακό τρόμο και τη μυθοπλασία της black metal σκηνής. Η συσχέτιση των δύο έργων είναι κάτι περισσότερο από ένα αφιέρωμα· είναι μια συμβολική συνέχεια της black metal αισθητικής στη λογοτεχνία. Ο Τσαπραΐλης, όπως και οι Mayhem, χρησιμοποιούν το φεγγάρι ως σύμβολο μοίρας, ψύχωσης και μεταφυσικής έλξης, μεταφέροντας όμως τη σκοτεινή αφήγηση σε ένα τοπικό, οικείο πλαίσιο. 

Πιο αναλυτικά

Αν βάλετε το «Freezing moon» να παίζει, θα ακούσετε τους  αργούς, θρηνητικούς ρυθμούς και τις κιθαρικές μελωδίες που δημιουργούν μια αίσθηση απώλειας και υπερφυσικού δέους. Οι φωνητικές ερμηνείες του Attila Csihar θυμίζουν «άρρωστο» ιερέα ή δαιμονικούς ψιθύρους, κάτι που ενισχύει την τελετουργική διάσταση. Από την άλλη πλευρά, λογοτεχνικά κρίνοντας, στο «Παγωμένο φεγγάρι» ο δημιουργός χρησιμοποιεί παρόμοια ασπρόμαυρη ατμόσφαιρα: ερημικά χωριά στην ορεινή, χιονισμένη Τρανσυλβανία και χαρακτήρες οι οποίοι ακολουθούν χαυνωμένοι το φεγγάρι, σε μια δαιμονική περιπλάνηση. Υπάρχουν, σίγουρα, και κάποιες δομικές ομοιότητες/μοτίβα και στα δύο είδη. Για παράδειγμα, στο τραγούδι, η συνεχής επανάληψη του στίχου «..follow the freezing moon..» δημιουργεί έναν υπνωτικό, τελετουργικό ρυθμό. Με τον ίδιο τρόπο, στο διήγημα παρατηρούμε τη χρήση παρόμοιων κυκλικών αφηγηματικών δομών (π.χ. όπως ένας από τους πρωταγωνιστές επαναλαμβάνει την ίδια μοιραία πράξη για να πετύχει το μακάβριο σκοπό του. Επίσης, και στα δύο έργα, το φεγγάρι λειτουργεί ως πύλη για το απόκοσμο και πρόσκληση για το αποκρυφιστικό. Στο τραγούδι των Mayhem, είναι ο δρόμος προς το θάνατο, ενώ στο βιβλίο, είναι ο δρόμος προς μια διαστροφική άνοδο ή πτώση. Προσωπικά, λάτρεψα την ζοφερή ατμόσφαιρα και τις σκοτεινές εικόνες που δημιουργούνται στον αναγνώστη διαβάζοντας το συγκεκριμένο διήγημα. 

Και μιας και είπα «διαβάζοντας», θα ήθελα να προτείνω στον μεταλλά αναγνώστη που σκοπεύει να χαθεί στις μυστηριακές σελίδες του έργου, να ακούει παράλληλα το album (κάθε τραγούδι για κάθε διήγημα), όπως ακριβώς έκανα κι εγώ. Η εμπειρία θα σας μείνει αξέχαστη!

ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν χρειάζεται να είστε μεταλλάδες για να απολαύσετε την ανάγνωση του βιβλίου. Καθώς, παρόλο που είναι εμπνευσμένο από το ψυχικό κενό και την «παγωμένη» ατμόσφαιρα του δίσκου, δεν δίνει σε καμία περίπτωση την εντύπωση ότι πρέπει να είστε οπαδοί της black metal μουσικής για να νιώσετε το απόλυτο «κρύο» και τον υπαρξιακό τρόμο που περικλείεται στο λογοτεχνικό αυτό έργο.