Η τριλογία του ΚΑΡΑΒΑΛ, της Στέφανι Γκάρμπερ
Η σειρά Κάραβαλ έγινε ευρέως γνωστή λόγω της μεγάλης πρωοθητικής ενέργειας στα κοινωνικά δίκτυα και ιδιαίτερα του booktok. Για πολύ καιρό άκουγα διθυραμβικά σχόλια από πολλά άτομα που το είχαν διαβάσει και ολοένα και αυξανόταν η περιέργειά μου να το πιάσω στα χέρια μου, μέχρι που αποφάσισα να πάρω και εγώ το εισιτήριό μου για το περιβόητο Κάραβαλ και να ταξιδέψω στον μαγικό του κόσμο, αν και δε θα έλεγα πως είναι ένα καθαρά βιβλίο φαντασίας. Έχει μαγεία, με τον δικό του μοναδικό, ιδιαίτερο και παραμυθένιο τρόπο. Δεν είμαι σίγουρη σε ποιο είδος θα το κατέτασσα, αλλά οι αναγνώστες δε θα πρέπει να περιμένουν δυνατές σκηνές μάχης με μαγικά πλάσματα, ούτε κύριους πρωταγωνιστές που κατέχουν ιδιαίτερες δυνάμεις.
Η όλη μαγεία του βιβλίου βρίσκεται ακριβώς στον κόσμο του Κάραβαλ και στον μυστηριώδη Legend (Θρύλος όπως το έχουν μεταφράσει στα ελληνικά οι εκδόσεις), ο οποίος κινεί τα νήματα του φαντασμαγορικού παιχνιδιού, γεμάτο μαγεία και ένα μεγάλο έπαθλο για τον ένα και μοναδικό νικητή που θα επιβιώσει από το παιχνίδι.
Είναι μια μείξη του Hunger Games (χωρίς το θανατικό βέβαια), του βιβλίου Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και θα τολμούσα να πω, όσο και αν ακούγεται παράξενο, του Τσάρλι και το εργαστάσιο της σοκολάτας.
Ο κόσμος του Κάραβαλ, παρότι μαγικός, μοιάζει με αυτόν μιας παλαιότερης, πατριαρχικής κοινωνίας. Τα συγκεκριμένα μηνύματα ήταν πολύ έντονα και το ότι η ιστορία επικεντρώνεται σε δύο γυναίκες, μου άρεσε αρκετά, γιατί έγινε με τρόπο ναι μεν φεμινιστικό, αλλά ταυτόχρονα εκσυγχρονισμένο.
Κάθε βιβλίο είναι γραμμένο σε τριτοπρόσωπη γραφή, με ένα εξίσου παραμυθένιο τρόπο, που μου θύμισε παλιές ταινίες του Χόλιγουντ, όπου ένας αφηγητής σε παρασέρνει με τη γλυκιά του φωνή στον κόσμο της ιστορίας. Οι ιδιαίτερες προτάσεις, ζωντάνευαν τις αισθήσεις και σε κάνουν να βλέπεις παντού όμορφα χρώματα και να οσμίζεσαι γλυκιές μυρωδιές.
Σε αυτό το κομμάτι, η συγγραφέας κάνει τα μαγικά της και δεξιοτεχνικά μας παρασέρνει με έναν καταπληκτικό τρόπο στην ιστορία. Οι περιγραφές είναι τόσο ζωντανές που βρίσκεται και ο αναγνώστης μέσα στο βιβλίο, να τρέχει μαζί με τους ήρωες στα μονοπάτια του φανταστικού κόσμου. Μαγικά φορέματα, που μεταμορφώνονται στη στιγμή, πόρτες που ανοίγουν με μαγικό τρόπο, μαγικές τράπουλες, φιλιά που σκοτώνουν και πολλά άλλα είναι μόνο ελάχιστα από αυτά που θα συναντήσει ο αναγνώστης.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στο πόσο καλοδουλεμένη είναι η έκδοση του βιβλίου. Βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γραφιστικό κομμάτι (να τα λέμε και αυτά), με τον όμορφο χάρτη που σε κατατόπιζε στους κόσμους της ιστορίας, καθώς και στο πόσο όμορφα παρουσιάζονταν τα γράμματα και οι επιστολές, σαν να τα είχε εμπρός του ο αναγνώστης.
Τέλος, μου άρεσε πολύ ο τρόπος που η συγγραφέας είχε χωρίσει τις ενότητες του κάθε βιβλίου, με έναν ιδιαίτερο και πρωτότυπο τρόπο, ενώ τα γραφιστικά κομμάτια ανάμεσα σε αυτά, που θύμιζαν ταπετσαρία της βικτωριανής εποχής, δημιουργούν τη δική τους οπτική μαγεία.
Παρότι είναι μια σειρά που μου άρεσε στο σύνολό της, δεν μπορώ να πω το ίδιο για κάθε βιβλίο ξεχωριστά. Για αυτό θα ήταν καλύτερα να αναλύσω το καθένα, χωρίς να σας κουράσω φυσικά (αν και η πολυλογία είναι το φόρτε μου).
Στο πρώτο βιβλίο βλέπουμε λίγο από τη ζωή των δύο αδερφών Ντράγκνα, που ζουν μαζί με τον καταπιεστικό πατέρα τους μέχρι τη στιγμή που το σκάνε από το βίαιο περιβάλλον τους όταν καταφτάνει μια πρόσκληση για να λάβουν μέρος στο πιο μαγικό παιχνίδι του κόσμου, το περιβόητο Κάραβαλ. Όταν όμως η Τέλα πέφτει θύμα απαγωγής με την άφιξή της στο νησί του Κάραβαλ, η αδερφή της, η Σκάρλετ, η οποία γίνεται η κεντρική ηρωίδα στο πρώτο μέρος της σειράς, θα κάνει τα πάντα για να τη βρει.
Το πρώτο βιβλίο δε με ενθουσίασε όσο θα περίμενα. Πέρα από τον υπέροχο λόγο, η ιστορία άρχισε να με κουράζει αφάνταστα. Υπήρχαν τόσα πολλά θέματα που με μπέρδευαν ή δεν έβγαζαν νόημα (τα οποία στο τέλος έβγαζαν, αλλά πρέπει κάποιος να διαβάσει την ιστορία για να καταλάβει τι εννοώ), που τελικά αναλωνόμουν συνεχώς στο να λύσω τη σπαζοκεφαλιά του παράξενου, αντί να απολαύσω την ανάγνωση του βιβλίου. Τα plot twists ήταν τόσο πολλά που άρχισαν να με κουράζουν αφάνταστα, σε σημείο που δεν ήθελα να δω άλλη ανατροπή μέσα στο βιβλίο.
Το ειδύλλιο που αναπτύχθηκε μέσα στις σελίδες του βιβλίου, πέρα από λίγο οξύμωρο στην αρχή, μου φάνηκε βιαστικό και κάπως άτονο. Δεν μπόρεσα να αισθανθώ την ένταση των ηρώων, ούτε θεωρώ πως δόθηκε αρκετός χρόνος στο enemies to lovers σκηνικό. Όλα εκτυλίχτηκαν γρήγορα, σαν να έπρεπε να γίνουν, ώστε να υπάρξει ένα ειδύλλιο. Εδώ να τονίσω πως το βιβλίο δεν έχει καθόλου τολμηρές σκηνές, άρα άνετα διαβάζεται από άτομα στην εφηβεία.
Κλείνοντας, οι τελευταίες σκηνές είναι και αυτές κάπως βιαστικές και λίγο παράδοξες, χωρίς τη συναισθηματική κλιμάκωση που θα περίμενα να ζήσω.
Όταν τελείωσα την ανάγνωση του πρώτου βιβλίου, σκέφτηκα πως δε θα ήθελα να διαβάσω το δεύτερο. Αλλά το είχα αγοράσει ήδη και έτσι αποφάσισα, με βαριά καρδιά το ομολογώ, να του δώσω μια ευκαιρία. Και ευτυχώς που το έκανα, γιατί από το δεύτερο βιβλίο και έπειτα η σειρά αποκτά βάθος και νόημα.
Η Τέλα γίνεται η κεντρική ηρωίδα του δεύτερου βιβλίου, το οποίο ξεκινάει ακριβώς στο σημείο που σταμάτησε το πρώτο. Η Τέλα θα αναζητήσει τα δικά της μυστικά και τη χαμένη της μητέρα, όμως σε όλον αυτόν τον αγώνα θα μπλεχτεί ανάμεσα σε δύο άντρες, ο ένας από τους οποίους είναι αρκετά θανατηφόρος. Οι σκηνές μαγείας είναι πολύ πιο έντονες σε αυτό το βιβλίο, παρότι και πάλι η κεντρική ηρωίδα δεν κατέχει ιδιαίτερες δυνάμεις, αλλά ο αγώνας της να βρει αυτό που ποθεί η καρδιά της, θα τη φέρει αντιμέτωπη με πολλούς εχθρούς, με μαγικά πλάσματα και φυσικά τις περιβόητες Μοίρες, που κινούν τα νήματα σχεδόν σε όλο το βιβλίο.
Το ενδιαφέρον σε αυτό το βιβλίο είναι το ερωτικό τρίγωνο, που είναι στην ουσία ανάμεσα σε δύο “κακούς” ήρωες, έτσι το μπέρδεμα της ηρωίδας γίνεται ακόμα πιο έντονο, παρασέρνοντας τον αναγνώστη σε έναν χείμαρρο συναισθηματικών διακυμάνσεων. Τολμώ να πω, πως παρότι ήταν αρκετά προβλέψιμο σε πολλά σημεία, το τέλος του είχε μια ανατροπή, την οποία δεν περίμενα καθόλου.
Το τέλος του δεύτερου βιβλίου είναι τόσο δυνατό συναισθηματικά, που το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η συνέχεια. Ευτυχώς, είχε ήδη κυκλοφορήσει το επόμενο και τελευταίο βιβλίο της σειράς, το Φινάλε, έτσι δε χρειάστηκε να παραταθεί η αγωνία μου. Το τρίτο βιβλίο είναι το αγαπημένο μου, από πολλές απόψεις. Έχει αρκετές σκηνές φαντασίας, ο κόσμος γίνεται πιο σκοτεινός και επικίνδυνος, οι οπτικές των ηρώων εναλλάσονται, με αποτέλεσμα να κυλάνε όλα πιο γρήγορα, χωρίς να μειώνεται το αναγνωστικό ενδιαφέρον… Το τρίτο βιβλίο είναι ένα τρενάκι από ανατροπές και συναισθηματικές κλιμακώσεις. Όλα αρχίζουν να μπαίνουν σε μια σειρά, οι ήρωες αρχίζουν να ωριμάζουν και να διεκδικούν όσα θέλουν, με κάθε κόστος.
Αξίζει να δώσετε μια ευκαιρία στη συγκεκριμένη σειρά αν σας αρέσουν τα βιβλία με μαγεία, λίγο σουρεαλισμό, αρκετές ανατροπές και μια κλασική νότα παραμυθιού. Διαβάζοντας τα δύο τελευταία βιβλία της σειράς, δεν μπόρεσα να μην ερωτευτώ και εγώ τον κόσμο του Κάραβαλ, παρότι στο πρώτο βιβλίο δεν ήμουν τόσο εντυπωσιασμένη, και φυσικά τον υπέροχο Τζακς, για τον οποίο έχει στηθεί μια νέα τριλογία από τη συγγραφέα, για την οποία αξίζει ξεχωριστή κριτική.