Διήγημα | "Ανάγκη"

Διήγημα | "Ανάγκη"

Τριάντα χρόνια πριν. Τριάντα χρόνια θλίψης.
Αλμύρα στην ατμόσφαιρα. Δροσιά. Θάλασσα, αλάτι. Ψιχάλες που ραίνουν απανωτά το πρόσωπο, βλέφαρα σφαλιστά, χείλη σφιγμένα. Το δάπεδο του καταστρώματος είναι ολισθηρό, γλιστράει, μυρίζει ρητίνη που έχει παλιώσει. Θαλασσοπούλια πετούν χαμηλά, κυνηγώντας το κατάρτι. Τα κρωξίματά τους του προκαλούν θλίψη. Το θαλασσινό αεράκι παρασύρει κάθε σκέψη· η εκστρατεία έχει τελειώσει. Επιτέλους, σπίτι. Οι παφλασμοί των κυμάτων γαληνεύουν την ψυχή, ο φθινοπωρινός ήλιος δύει στον ορίζοντα, μουδιάζοντας τη σκέψη. Οι καμπάνες που ακούγονται από τους ναούς της πόλης δεν είναι αρκετά ηχηρές ώστε σκεπάσουν τις κραυγές και τους οδυρμούς που ακούγονται από το λιμάνι. Ούτε είναι αρκετά ικανές ώστε να αποσπάσουν την προσοχή από τη φωτιά που μαίνεται στο παλάτι.

Ο Ράμενανχ σήκωσε το βλέμμα.
Εκείνη τη στιγμή που αντίκρισε τα ανάκτορα να φλέγονται, ο τρόμος που ένιωσε ήταν τόσο δυνατός που τελικά ρίζωσε για πάντα μέσα του. Η μητέρα της δεν τον συγχώρεσε ποτέ. Έφυγε, αφού πρώτα θάψανε την πριγκίπισσα με τις τιμές που απαιτεί το τελετουργικό για τα παιδιά των βασιλέων. Έμεινε μόνος, να αποζητά κάποιο σκοπό στην παρηγοριά που όλοι οι δυστυχισμένοι έψαχναν στην εκδίκηση. Η κορούλα του είχε δολοφονηθεί από ανθρώπους στους οποίους ο ίδιος είχε αναθέσει τη φύλαξή της, όσο εκείνος αναζητούσε δόξα και μεγαλεία στα βασίλεια της ανατολής.
«Τι θέλεις Βασιλέα;» ρώτησε εθιμοτυπικά ο πρωθιερέας, επαναφέροντάς τον απότομα στην πραγματικότητα. Οι αναμνήσεις ξεθώριασαν. Οι άναρθρες κραυγές που την προηγούμενη ώρα αντιλαλούσαν στην υπόγεια αίθουσα του Μαντείου της Αγχείας, τώρα είχαν σιγήσει. Τα ασυνάρτητα λόγια της κόρης τον είχαν ταράξει. Θα ορκιζόταν πως δεν ήταν λόγια ανθρώπινα. Μόνο οι θράκες που κόρωναν το σκοτάδι ακούγονταν να τσιτσιρίζουν σιγανά. Το λίκνισμα του νερού προκαλούσε φτενές, τρεμάμενες ανταύγειες πάνω στα κιονόκρανα του περιστυλίου της πηγής. Στο βάθος, ο καπνός είχε εγκλωβιστεί, παρασύροντας μαζί του και τη σκόνη. Μια βαριά δυσωδία σαπίλας πλανιόταν στην αίθουσα, ανάκατη με τη μυρωδιά της καύσης των βοτάνων. Από τη βάση του τρίποδα ξεχύνονταν κάθε λογής αναθυμιάσεις: στρυχνώδη φυτά, δάφνη, υοσκύαμος, απήγανος, αμανίτης, δατούρας, κι ένας θεός ξέρει τι άλλο.
Ο Ράμενανχ ένιωθε εδώ και ώρα το κεφάλι του ελαφρύ. Τα αυτιά του βούιζαν. Η μύτη του έτσουζε. Οι τοίχοι συστρέφονταν αργά γύρω του. Τα αγάλματα πάλλονταν.
«Ξαναρωτώ, τι θέλεις Βασιλιά;»
Ο κουρασμένος γέρο-πολεμιστής ένιωσε τα χείλη του να τρέμουν.

Θέλω να μιλήσω στην κορούλα μου πάλι. Να τη δω ξανά. Να έχουμε μια ακόμη ευκαιρία. Οι θεοί ξέρουν πόσο μου έχει λείψει.

Σφίγγοντας τα δόντια ψέλλισε,
«Λένε πως όποιος καταφέρει να επισκεφθεί τη Γη των Τεθνεώτων, αποκτά δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Του επιτρέπεται να γυρίσει πίσω, να γίνει νέος πάλι. Η ζωή του να ξεκινήσει ξανά από το σημείο που εκείνος θα ορίσει. Είναι αλήθεια; Μπορώ να λυτρωθώ αν καταφέρω τέτοιο άθλο; Αν καταφέρω να φτάσω ως εκεί όπου μόνο οι νεκροί έχουν πάει;»
Ο συνομιλητής του δίστασε αρχικά.
«Κουβαλάς μεγάλο βάρος μέσα σου Ράμενανχ. Άκουσε έναν παλιό φίλο. Εγκατέλειψε τούτη τη μάταιη αναζήτηση. Η Γη των Τεθνεώτων βρίσκεται στην άκρη του κόσμου. Είναι απαγορευμένο μέρος για όλους τους θνητούς».
Κάνοντας μια μικρή παύση, συνέχισε,
«Βρίσκεται στο χείλος των γκρεμών, πίσω από τείχη ικανά να σε συνθλίψουν. Εκεί κατοικούν οι ψυχές όσων έφυγαν νωρίς· ψυχές καθαρές, δίχως αμαρτίες. Χρονοτριβούν, περιμένοντας ξανά μια ακόμη ευκαιρία. Ζουν στο μεταίχμιο, στο άκρο, φυλάσσονται ευλαβικά, γιατί έχουν κι άλλο ρόλο να διαδραματίσουν».
Ο γέρο-Βασιλιάς σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα στο χαρακωμένο πρόσωπό του ήταν απτόητο και σκυθρωπό. Είχε κατασταλάξει στην κρίση του. Δεν θα έκανε πίσω.
«Θέλω να ακούσω τον Χρησμό», είπε.
Ο πρωθιερέας αναστέναξε. Κατάλαβε. Τίποτα απ’ όσα θα έλεγε δεν θα τον αποθάρρυνε. Στύλωσε το βλέμμα και διάβασε με σιγανή φωνή· τα χείλη του κουνιόντουσαν ανεπαίσθητα,

«Αν θες να λυτρωθείς μια λέξη αρκεί λίγο θέλει απλώς να εννοήσεις πως ούτε οι Θεοί δεν μπορούν να παρεμβληθούν στο αδράχτι μιας ψυχής με το οποίο υφαίνει το ριζικό της».

Ο Ράμενανχ έμεινε για αρκετή ώρα σιωπηλός. Έπειτα, μειδίασε θλιμμένα.
Τι μπορούσε να σημαίνει;
Ο πρωθιερέας επανέλαβε

«Αν θες να λυτρωθείς, μια λέξη αρκεί, λίγο θέλει απλώς να εννοήσεις πως ούτε οι Θεοί δεν μπορούν να παρεμβληθούν στο αδράχτι μιας ψυχής με το οποίο υφαίνει το ριζικό της»

Ο Ράμενανχ στηρίχθηκε πάνω στο μαρμάρινο ανάκλιντρο. Έτσι όπως το διάβασε θα μπορούσε να σημαίνει:
Μια λέξη αρκεί για να λυτρωθείς, θέλει απλώς να πιστέψεις πως κανείς δεν μπορεί να σε εμποδίσει να εκπληρώσεις το πεπρωμένο σου – ούτε καν οι θεοί.
Ο πρωθιερέας είπε ξανά,

«Αν θες να λυτρωθείς, μια λέξη αρκεί λίγο, θέλει απλώς να εννοήσεις πως ούτε καν οι Θεοί δεν μπορούν να παρεμβληθούν στο αδράχτι μιας ψυχής με το οποίο υφαίνει το ριζικό της»

Τώρα, η ερμηνεία ήταν διαφορετική.
Μια λέξη δεν αρκεί για να λυτρωθείς ολοκληρωτικά, πρέπει να αποδεχτείς πως ούτε καν οι θεοί δεν μπορούν να εναντιωθούν στο πεπρωμένο.
«Τι πιστεύεις πως εννοεί με τη φράση "μια λέξη αρκεί;
Ο πρωθιερέας τον κοίταξε συλλογισμένα. Η τελευταία λέξη της κόρης ήταν ξεκάθαρα η λέξη Ώλενος.
Έτρεφε σεβασμό για εκείνον, έτσι διακινδύνεψε μια γνώμη.
«Η Γη των Τεθνεώτων κρύβεται πίσω από μια πύλη, στο άκρο του πιο μεγάλου λαβυρίνθου που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Δεν είμαι σίγουρος, μα νομίζω πως για να έχεις την ευκαιρία να μπεις μέσα, θα πρέπει να συγκινήσεις τη γέρικη καρδιά του φύλακα χρησιμοποιώντας μια μόνο λέξη».

 

***


Το ταξίδι στην άκρη του κόσμου ήταν από μόνο του ένας άθλος. Συνάντησε ερήμωση στον δρόμο του· παρακμή, κενότητα, νεκρές πολιτείες, βυθισμένες ερήμους. Ο λαβύρινθος στα βουνά ήταν ασύλληπτος σε μέγεθος. Κυκλώπεια τείχη τον έκρυβαν, κατασκευές που μόνο ο άνεμος μπορούσε να αγγίξει.
Μαρασμό και θάνατο βρήκε παντού. Τα πάντα ήταν γηραιά, ρημαγμένα, πεπαλαιωμένα, παγωμένα. Μισοσβησμένες στράτες, κτίρια, όπλα αφημένα, συντρίμμια.

Η δύση πάντα ήταν άντρο της παλιάς μαγείας. Αηδιαστική και βδελυρή, σιχαμερή. Ο χρόνος ροκάνιζε οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του.
«Και τι συνάντησες ταξιδεύοντας ως εδώ;» ρώτησε μια βαθιά φωνή, μέσα από τα σκοτάδια. Η κτηνώδης πύλη που ορθωνόταν στο βάθος, του τράβηξε το βλέμμα. Ήταν γεμάτη αυλακώσεις, ποικίλματα που θύμιζαν ρυτίδες. Καταχνιά και σκόνη ρήμαζαν την αίθουσα. Τα αχνά στεφάνια της άλω που γεννούσε η υγρασία πρόδιδαν τη θέση των δαυλών· η φλόγα τους όμως δεν ήταν αρκετή για να φωτίσει τον σφραγισμένο χώρο. Δεν μπορούσε να διακρίνει ποιος του μιλούσε.
«Έναν κόσμο κλονισμένο», απάντησε με σταθερή φωνή.
«Δε μπορώ να σε αφήσω να διαβείς. Δεν είναι φρόνιμο για τους ζωντανούς να παραβιάζουν το άσυλο των νεκρών».
Ο Ράμενανχ στύλωσε το γέρικο κορμί του.
Ο φύλακας κάγχασε.
«Ξέρω. Κανείς που φτάνει ως εδώ δεν είναι διατεθειμένος να γυρίσει πίσω».
Από το βάθος ακούστηκαν οπλές πάνω σε πέτρα. Μια μυρωδιά αιθέρα και ελαίων έφτασε ως τα ρουθούνια του. Κάτι αναδεύτηκε στο βάθος.
«Προσπαθείς να πας εκεί που δεν ανήκεις. Δεν θα σε αφήσω».
Η φωνή δυνάμωσε. Ο τόνος με τον οποίο ξεστόμισε την προειδοποίηση, φόβισε προς στιγμήν τον Ράμενανχ.
Πάραυτα, άδραξε το σφυρί και το καλέμι και δρασκέλισε αποφασιστικά ως την πύλη. Για μια στιγμή δίστασε, όμως στη συνέχεια, σφίγγοντας τα δόντια, άρχισε να λαξεύει γράμματα επάνω στην επιφάνειά της. Οι κτύποι αντηχούσαν εκκωφαντικά στον χώρο, διαπερνούσαν το κορμί του, μα ούτε για μια στιγμή δεν έκανε πίσω.
Ένιωσε τον φύλακα να πλησιάζει. Οι κρούσεις του σφυριού πολλαπλασιάστηκαν. Μπορούσε να διαισθανθεί τη δυσαρέσκειά του, μα συνέχισε απτόητος.
«Λαχταρώ να ξανανιώσω πάλι», μούγκρισε, ξεσπώντας με ξαφνική μανία πάνω στις θύρες. «Θέλω να ξαναδώ την κόρη μου. Βαρέθηκα τη μοναξιά. Τη θλίψη. Να βλέπω παντού γκρίζο. Να τρώνε τις σάρκες μου οι τύψεις. Θέλω να τα κάνω όλα διαφορετικά. Να ξαναγυρίσω σ’ εκείνη την εποχή που δεν είχα χάσει ακόμη τίποτα. Δεν αντέχω άλλη στεναχώρια, μ’ ακούς! Θέλω να την δω έστω για λίγο, κι ας ξεψυχήσω ύστερα».
«Υπάρχουν σημάδια που ποτέ δεν γιάνουν, πράγματα που δεν ξεγίνονται, Βασιλιά».
«Θέλω να της ζητήσω συγνώμη. Δεν αντέχω άλλο».
Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Ο Ράμενανχ σκούπισε το μέτωπο, έσφιξε σε γροθιές τα χέρια του, κι έπειτα συνέχισε ξανά το έργο του. Κομμάτια σπασμένης πέτρας εκσφενδονίστηκαν στο δάπεδο. Ο αντίλαλος των κτύπων δυνάμωσε.
«Γιατί να αφήσω εσένα, απ' όλους τους ανθρώπους, να μπεις μέσα;» ρώτησε η φωνή, σε επιτακτικό τόνο. «Τι είναι αυτό που σε ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους;»
Το περίγραμμα της μορφής διαγράφηκε ολοκάθαρα μέσα στο σκοτάδι. Έδειχνε βαρύς. Αγέρωχη κορμοστασιά, ψηλή. Η όψη του τον γέμισε με δέος. Γύρω από το δέρμα του ξεχώρισε μια φαιόχρωμη αύρα. Μισός άνθρωπος, μισό άτι.

Κάτοχος της προαιώνιας σοφίας.
Μάτια χρυσαφιά τρεμόπαιξαν, πριν φανερωθούν μπροστά του.
Τα βάθη που αντίκρισε τον συντάραξαν.
Έκανε στην άκρη, για να τον αφήσει να δει τι είχε γράψει. Δίπλα από τον θυρεό της πύλης, ξεχώριζε μια λέξη. Μια λέξη που προτίμησε να του τη δείξει, παρά να την προφέρει.

ΑΝΑΓΚΗ.

Απόλυτη σιγή. Δισταγμός, παύση. Κάτι απτό τον τύλιξε ξαφνικά, ένα κύμα ζεστασιάς που έμοιαζε με θαλπωρή από τζάκι. Η υγρασία της ατμόσφαιρας αυξήθηκε. Ο σκοτεινός μυχός της αίθουσας τρεμούλιασε. Το δάπεδο ρίγησε, τα αδρά, βαριά υφάσματα που κρέμονταν από τους τοίχους σκίρτησαν. Συναίσθημα. Διάχυτη, λευκή μαγεία. Συμπόνια. Ο Ράμενανχ ένιωσε τον θυμό του φύλακα να ξεθυμαίνει, σαν το κύμα που υποχωρεί στο ακρογιάλι. Διαισθανόταν την ταραχή του, τη διστακτικότητα του. Ενδόμυχα, όλοι ήξεραν. Όταν έναν άνθρωπο τον καίει η ανάγκη, παύει να είναι άνθρωπος· γίνεται δύναμη της φύσης. Τίποτα δεν τον σταματά. Τον οδηγεί σε άκρα που οι άλλοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν.
Ο φύλακας άγγιξε τα γράμματα.
«Η μαγιά της αλλαγής. Η μητέρα όλων των κινήτρων», είπε.
Τον κοίταξε λυπημένα.
«Το μόνο πράγμα που μπορεί να μας ενώσει όλους».
Ο Ράμενανχ δεν ένιωσε πως χρειαζόταν να πει κάτι παραπάνω.
«Όσοι το τόλμησαν στο παρελθόν τρελάθηκαν ή πέθαναν πιο γρήγορα. Αν μπεις μέσα σ’ αυτή την καταιγίδα, χάθηκες».
«Δεν με νοιάζει».
Σιγή, ξανά.
«Γερνάει τα πάντα. Γύρω από το μάτι, υπάρχει έξαρση στη φθορά του χρόνου. Όπως ο ήλιος γερνάει το δέρμα, αν εκτεθεί πολύ σ’ αυτόν, έτσι και οι εκκενώσεις της μαύρης θύελλας είναι ικανές να σε συνθλίψουν, με τάχιστο, αβάσταχτο, εξοντωτικό ρυθμό».
Ο Ράμενανχ δεν μίλησε. Το βλέμμα του δεν έγινε λιγότερο αποφασιστικό.
«Η εκτεταμένη έκθεση στα στοιχεία της φύσης χειροτερεύει το φαινόμενο. Ζημιά, γήρας, ασφυξία, κάμψη. Κούραση, πνευματική και σωματική. Αυτά βιώνεις, σ’ ένα περιβάλλον τόσο εχθρικό, που είναι ικανό να σε κάνει σκόνη. Υπάρχει κάποιου είδους βλάβη, μια αρρυθμία ως προς το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί ο κόσμος».
Πλησίασε κοντύτερα. Ο Ράμενανχ ένιωσε τις αισθήσεις του να αποσυντονίζονται.
Δεν φοβόταν όμως. «Κανείς δεν έχει την ικανότητα να ξεπεράσει το φράγμα που οι θεοί έχτισαν για να φυλάνε τους νεκρούς».

«Άνοιξε την πύλη, Κένταυρε Ώλενε. Πίσω απ’ αυτή την πόρτα βρίσκεται η μικρή μου κόρη».
Ο φύλακας έσκυψε το κεφάλι.
Ο Ράμενανχ άκουσε τις θύρες να ανοίγουν.
«Οι αναμνήσεις θα σε προστατεύσουν. Η θέληση και το θάρρος θα σε κρατήσουν όρθιο. Η ανάγκη θα σε οδηγήσει ως εκεί που μπορείς να φτάσεις».
Δίχως δισταγμό, ο γέρο-πολεμιστής διάβηκε το σκοτεινό κατώφλι.

 

***


Κάθε βήμα και οδύνη. Εναντιωνόταν με πείσμα. Βάδιζε μπροστά, πάντα μπροστά, μα ο άνεμος που λυσσομανούσε τον συγκρατούσε. Το ράπισμα της βροχής τον τύφλωνε, τον έπνιγε. Ένιωθε χαρακιές στο πρόσωπο, κεντρίσματα στο σώμα. Τα μαλλιά του είχαν γίνει ολόλευκα. Κάθε σταγόνα, και μαστίγωμα. Κάθε ριπή και μια πληγή. Ουρλιαχτά, σφυρίγματα, οργή και λύσσα. Το νερό δεν ανακούφιζε, έκαιγε το γυμνό τοπίο, ερήμωνε τα υψίπεδα, διάβρωνε το έδαφος. Βίωνε έντονη κινητικότητα, ξαφνικές εξάρσεις και παύσεις στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κυλάει ο χρόνος. Ένιωθε το κορμί του να καταρρέει. Όμως, αυτό για το οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος, αυτό που τον έκανε να ταραχτεί ως τα τρίσβαθα της ψυχής του, ήταν πως η μαύρη καταιγίδα πλήγωνε το καθετί, ορατό κι αόρατο. Έφθειρε και την ψυχή, όχι μόνο το κορμί. Ένιωθε το πνεύμα του να γερνάει. Τη σκέψη του να θολώνει, να χάνει τη διαύγειά της. Όλα τα βάσανα της ζωής τον χτύπησαν μεμιάς. Πίκρα, απογοήτευση, φόβος, καημός, στεναχώρια, θέριεψαν, άρχισαν να θρέφονται από την ψυχή του.
Σμήνη κεραυνών τράνταζαν τον κόσμο. Κάθε βροντή, και μια ρυτίδα. Κάθε ανάσα κι ένας ρόγχος. Κάθε βήμα ενάντια στον άνεμο, χίλιες βελόνες.
Αντίκρισε παγωμένα πτώματα. Ανθρώπους ριζωμένους στην ίδια θέση. Λυπητερές εικόνες που ταξίδευαν από το παρελθόν για να στοιχειώσουν το παρόν. Άνθρωποι με τα ίδια κίνητρα όπως τα δικά του. Ο χρόνος τους είχε σταματήσει. Έβλεπε τον ορίζοντα να λιώνει, τον ουρανό να συστρέφεται, πνιγμένος από ένα σμάρι μαύρων νεφών και θρυμμένης σκόνης. Παγιδευμένος στο παράδοξο, ένιωσε σαν έντομο σε κεχριμπάρι. Αν σταματούσε, θα πάθαινε το ίδιο. Οι αναμνήσεις τον κράτησαν ζωντανό. Η νοσταλγία νάρκωσε τις τύψεις, απάλυνε τον πόνο. Προϊδέαζε για τη γαλήνη που κρυβόταν παρακάτω. Όμως, αν και γλυκιά, πλημμύρισε την καρδιά του με παράπονο.
Οι ώμοι του άρχισαν να τραντάζονται. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα αναφιλητά. Τα δάκρυα που στέγνωνε ο αέρας άφηναν ίχνη πάνω στο δέρμα του.

Κορούλα μου. Θέλω να σε ξαναδώ. Θεοί, δώστε μου δύναμη.

Πήγαινε και πήγαινε. Αγκομαχούσε ενάντια στον χρόνο.

Τριάντα πέντε χρόνια πριν. Γιασεμί. Νύχτα. Καλοκαίρι. Βόλτα στα σοκάκια της πόλης, περιμένοντας τη μαμά. Δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά το πρόσωπο της. Πλησιάζουν στην αμμουδιά. Το αεράκι δυναμώνει, στολίζει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο τα χείλη της. Η συννεφιά της θάλασσας και οι αστραπές που φωταγωγούν τα βάθη του ωκεανού, την ενθουσιάζουν. Νεανική τρέλα την πιάνει. Βουτάει στη θάλασσα, αγνοώντας την προειδοποίησή του. Ύστερα, γυρνάει και ξαπλώνει στην αγκαλιά του για να ζεσταθεί· την παίρνει ο ύπνος στα καλά καθούμενα.
Κόρη μου. Πάντα πήγαινες μπροστά, δίχως να κοιτάζεις πίσω.

Δάκρυα. Σφιγμένα δόντια. Ματωμένα χείλη. Ο Ράμενανχ συνέχιζε να προχωρά, χαμένος καθώς ήταν στις αναμνήσεις. Θυμόταν το πρώτο κλάμα, το πρώτο ξενύχτι. Το νανούρισμα κάθε βράδυ, τις ιστορίες του χειμώνα, τους περιπάτους στο σπαρμένο χωράφι. Η ράχη του σκέβρωσε. Το δέρμα του ζάρωσε. Τα μάτια θόλωσαν από τον καταρράκτη.
Τα πόδια του έτρεμαν. Πήγαινε και πήγαινε. Ο αγέρας έκοβε σαν γυαλί.

Το γέλιο που ξέχασα. Τα βλέμματα που έχασα. Το μέλλον που απέρριψα. Οι στιγμές που ξεγλίστρησαν μέσα από τα χέρια μου.

Κορίτσι μου. Πάντα πήγαινες μπροστά, δίχως να κοιτάζεις πίσω.
Έφευγες, έτρεχες, κυνηγούσες το άγνωστο, μα εγώ πάντα σε πρόφτανα.
Πάντα ήμουν εκεί για να σε προστατέψω.
Και τώρα, έρχομαι ξανά.


Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένιωσε το αίμα του να παγώνει στις φλέβες του. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, ακόμη κι αν τα κατάφερνε.

"Υπάρχουν σημάδια που ποτέ δεν γιάνουν, πράγματα που δεν ξεγίνονται, Βασιλιά".

Τούτη η σκέψη τον σακάτεψε. Το τίμημα της νιότης, της δεύτερης ευκαιρίας, ήταν μια γέρικη ψυχή. Μια ψυχή κουρελιασμένη, που ποτέ δεν θα έγιανε, ακόμη κι αν κατοικούσε σε σώμα νέο. Η φθορά της θύελλας δεν είχε στόχο το κορμί, μα το πνεύμα. Το δηλητηρίαζε με απελπισία, ματαιότητα και θλίψη.
Θα γινόταν σκιά του εαυτού του.
Τα χέρια του κρέμασαν άτονα. Η καρδιά του άρχισε να αγκομαχάει, έτοιμη να σκάσει. Το πηγούνι του χτύπησε στο χώμα. Πάραυτα, συνέχισε. Σερνόταν, βαρυγκωμούσε. Οι ρωγμές στο χώμα ήταν γεμάτες λάσπη.

Δεν προλάβαινε να της μιλήσει. Ωστόσο, είχε φτάσει αρκετά κοντά ώστε να την αντικρίσει. Είχε πάει μακρύτερα απ’ οποιοδήποτε άλλον.
Συνέχισε να σέρνεται, μα τελικά δεν άντεξε. Το κορμί του πάγωσε· έγινε σκιά των περασμένων. Ο χρόνος διεκδίκησε την ύπαρξή του.
Το φως που αντίκρισε πίσω από το σκοτάδι, όμως, δεν ήταν ήλιος, ήταν το χαμόγελο της.

Κόρη μου. Πάντα πήγαινες μπροστά, δίχως να κοιτάζεις πίσω.
Δεν πειράζει.
Το ότι σε βλέπω πάλι είναι αρκετό για να λυτρωθώ έστω και λίγο.