«Αδιπόκηρος» του Μάριου Δημητριάδη

«Αδιπόκηρος» του Μάριου Δημητριάδη

Ένα πρωινό η επιφάνεια της θάλασσας, στο λιμάνι του Ναυπλίου, γεμίζει με εκατόν είκοσι πτώματα. Όλοι πανικοβάλλονται ενώ ο Ιάσονας, ο ιατροδικαστής της πόλης, προσπαθεί απεγνωσμένα να κατανοήσει τι έχει συμβεί, με τη βοήθεια του διοικητή του αστυνομικού τμήματος. Την ίδια ώρα, ένας παράξενος άντρας εμφανίζεται από το πουθενά και αρχίζει να παρακολουθεί συνεχώς τον ιατροδικαστή.

120 πτώματα.
Ένα τραγικό γεγονός που συνέβη πριν από 12 χρόνια.
Μία απειλή που ξεδιπλώνεται μέσα σε 12 μέρες.
Ένα Κακό που γεννήθηκε όταν ο χρόνος σταμάτησε για 12 λεπτά...

Ούσα μεγάλη θαυμάστρια του Μάριου, των ιστοριών και της γραφής του, με ενθουσίασε η ιδέα ότι θα κυκλοφορήσει μια νέα του ιστορία για την επέτειο των δέκα χρόνων, από την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου!

Θυμάμαι ακόμη, πάρα πολλές σκηνές από το πρώτο του μυθιστόρημα, τις «Σκοτεινές μέρες». Αναδύονται από μέσα μου έντονα συναισθήματα, κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου τον τίτλο, παρόλο που έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που το διάβασα. Το ίδιο ισχύει και με καθένα απ’ τα επόμενα βιβλία του Μάριου, τα οποία έχουν το καθένα μία ξεχωριστή φωνή μέσα στο μυαλό μου και μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.

Ο Μάριος, γενικά, είναι ένας καλλιτέχνης, που δεν φοβάται να πειραματιστεί, που μπαίνει συνέχεια σε δημιουργική διαδικασία και προσπαθεί να κάνει καινοτομίες ή διαφορετικά πράγματα, όσον αφορά το περιεχόμενο των ιστοριών του, τις δομές που ακολουθεί και την εξέλιξη των ιδεών. Στο νέο του βιβλίο, τον «Αδιπόκηρο» κινήθηκε σε μία πιο κλασική γραμμή. Αυτό, παρόλο που αγαπώ τις καινοτομίες του, θεωρώ ότι ήτανε πολύ ταιριαστό με το συγκεκριμένο βιβλίο και πως οδηγούσε τον αναγνώστη αβίαστα μέσα στον ρου της ιστορίας.

Στα δέκα χρόνια, που υπάρχει ο Μάριος στα συγγραφικά δρώμενα, είναι ένας ακούραστος υπηρέτης της λογοτεχνίας τρόμου. Φαίνεται με πόση πολλή αγάπη αντιμετωπίζει αυτό το είδος, διότι πρόκειται για μια κατηγορία στην οποία μπορεί κανείς πολύ εύκολα να πέσει στην παγίδα και να επαναληφθεί,  να χρησιμοποιήσει ίδιες εικόνες ή να κουράσει τον αναγνώστη. Ο Μάριος θεωρώ ότι κάθε φορά δίνει κάτι νέο, κάθε ιστορία του έχει κάτι ξεχωριστό.

Ας επικεντρωθούμε, όμως, στον Αδιπόκηρο. Καταρχάς, αυτό που σου κάνει εντύπωση, πριν καν ανοίξεις το βιβλίο είναι το ωραίο και απόλυτα ταιριαστό με την ιστορία εξώφυλλο και φυσικά ο τίτλος. Μια λέξη που δεν ακούς συχνά, που πετάει το αγκίστρι της στο μυαλό σου και σε τραβάει κοντά της, σε προκαλεί να την σκεφτείς: “Τι είναι ο Αδιπόκηρος;”. Είναι η λιπαρή ουσία που εκκρίνεται από τα πτώματα. Ξέρω. Μόλις είδατε την ιστορία αυτή με άλλη ματιά. Πρόκειται για ένα βιβλίο με γερές δόσεις μυστηρίου και τρόμου. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Ιάσωνας, που είναι ιατροδικαστής και καλείται να διερευνήσει τι έχει συμβεί σε όλα αυτά τα πτώματα που εμφανίστηκαν, καθώς και να ανακαλύψει τις ταυτότητές τους. Σύντομα θα αντιληφθεί πως αυτό το μεγάλο μυστήριο είναι η απαρχή κάποιου μεγαλύτερου και χειρότερου κακού. Εγώ ως αναγνώστρια, δέθηκα μαζί του απ’ τις πρώτες σελίδες. Ένιωθα λες και ήμουν δίπλα του και τον ακολουθούσα, άκουγα τις σκέψεις του και αυτό μου έδωσε μια ωραία κλειστοφοβική εικόνα απ’ την πλευρά της οπτικής του ήρωα, με έκανε να έχω περισσότερη αγωνία και να νιώθω εις βάθος αυτά που ένιωθε ο πρωταγωνιστής.

Μου άρεσε, βέβαια, πάρα πολύ και το ότι ο συγγραφέας επέλεξε η συγκεκριμένη ιστορία να εξελίσσεται στο Ναύπλιο. Υπάρχουνε τόσα πολλά ωραία μέρη στην Ελλάδα, που θεωρώ ότι θα πρέπει οι συγγραφείς να ταξιδεύουν τους αναγνώστες σε αυτά περισσότερο. Εν τέλει, βέβαια, δεν είμαι βέβαιη αν εγώ θα ήθελα τελικά να πάω στο Ναύπλιο, κάποια στιγμή στη ζωή μου, μετά από αυτά που διάβασα. Είμαι σίγουρη ότι θα μου έρθουνε εικόνες από το βιβλίο, όταν θα αντικρύσω το λιμάνι! Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία έχει εντυπωθεί μέσα μου με μαεστρία και κατάφερε να μου αφήσει ανεξίτηλες εικόνες, να βγάλει στην επιφάνεια συναισθήματα και φόβους, που όλοι μας προσπαθούμε να θάψουμε και που κανένας μας δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει.

Και τώρα θα μου πείτε: “γιατί αυτό είναι καλό και γιατί πρέπει κάποιος να θέλει να διαβάσει ένα βιβλίο, που να του προκαλεί τέτοιου είδους συναισθήματα;”. Για κάποιο λόγο, όταν διαβάζω βιβλία τρόμου εκτιμάω την ηρεμία της καθημερινότητας και βλέπω ότι, τελικά, αυτά που έχουμε ως δεδομένα, ίσως και να μην είναι. Και συνειδητοποιώ πως, όπως στον Αδιπόκηρο, όλα άρχισαν όταν ένα πτώμα αναδύθηκε από την θάλασσα και τάραξε τα ήρεμα νερά –και επίσης ήταν το πρώτο από τα υπόλοιπα εκατόν δεκαεννέα που αναδυθήκαν αμέσως μετά- έτσι τα νερά της ηρεμίας μας μπορούν να ταραχτούν εξίσου εύκολα, με άγνωστες συνέπειες.

Επίσης, βρήκα πάρα πολύ ωραίο τις δώδεκα αναφορές, οι οποίες παρέπεμπαν στα παλαιότερα βιβλία του Μάριου. Αν κάποιος τα έχει διαβάσει, τα αναγνωρίζει και του δημιουργούν μια γλυκιά νοσταλγία. Σαν ένα portal, που σε πετάει σε ένα άλλο συμπάν για λίγα δευτερόλεπτα και σε ξανατραβάει πίσω! Αν δεν τα έχετε διαβάσει, να γνωρίζετε πως δεν δημιουργούν κανένα θέμα στη ροή της ιστορίας, ούτε αφήνουν ερωτηματικά, απλά είναι εκεί λες και ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στους πιστούς αναγνώστες του.

Βλέπουμε ακόμη, ότι ο Μάριος επέλεξε να κινηθεί γύρω από το αριθμό δώδεκα γενικά- συνειδητά, μιας και αυτό είναι το δωδέκατο βιβλίο του. Και ενώ οι συγγραφείς έχουν να κάνουν περισσότερο με γράμματα και λέξεις, η εμπλοκή του συγκεκριμένου αριθμού (που αντιπροσωπεύει έναν πλήρη κύκλο κι έχει έναν τέλειο και σημαντικό χαρακτήρα), έχει την σημασία της στη ιστορία, δηλώνει την ροπή προς το κλείσιμο ανοιχτών υποθέσεων και την μετάβαση από ένα επίπεδο σε άλλο.

Εν κατακλείδι, αν με ρωτήσετε να σας πω δυο λέξεις για αυτό το βιβλίο, αβίαστα θα βγουν από το στόμα μου οι εξής: Το απόλαυσα! Πρόκειται για ένα πολύ καλό, ποιοτικό μυθιστόρημα τρόμου το οποίο θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να λείπει από τις βιβλιοθήκες των φαν του είδους.