"Ο πρώτος Φύλακας"

"Ο πρώτος Φύλακας"

 

«Σίρα; Είσαι καλά;»

Εκείνη δεν απάντησε. Απέμεινε να κοιτά έξω από το δακρυσμένο τζάμι, με σκυμμένο το κεφάλι. Στα δάχτυλα της ένιωθε ακόμη την υγρασία από τις σταγόνες που είχε σκουπίσει· σταγόνες που έπεφταν από το γείσο του παραθύρου και νότιζαν το μάρμαρο της ποδιάς. Έξω η βροχή ακόμα να κοπάσει. Μια αραχνοΰφαντη κουρτίνα μουντού λυκόφωτος κάλυπτε τις ερημιές της ανατολής, μα σιμά στη δύση, ο κυανόχρους ορίζοντας είχε μετατραπεί σ’ ένα ρήγμα ξεφτισμένου φωτός· ένα ρήγμα που αλλοιωνόταν από τις ανταύγειες του δειλινού, μια νουθεσία εφήμερης ανάπαυλας που σηματοδοτούσε την εξοικείωση με την παρηγοριά της νύχτας. Η μέρα χρονοτριβούσε, αρνούνταν να υποχωρήσει στην υποταγή που υποσχόταν το σκοτάδι. Ένα βουβό και θλιβερό τοπίο, στολισμένο από το ράπισμα της πλαγιαστής βροχής, αυτό είχε γίνει η στέρφα πλαγιά και τα αδειανά χωράφια. Το σκιάχτρο έγερνε παραδομένο· είχε νικηθεί ολοσχερώς από το αγέρι.

«Τι έπαθες;»

Εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

«Δεν είμαι καλά. Νιώθω πως φταίω σε κάτι».

Ο Κένσεχ την κοίταξε προβληματισμένος.

«Έχεις άσχημο προαίσθημα για κάτι;»
«Νιώθω στεναχωρημένη».

Για μια στιγμή, δίστασε.

«Με κάνει να νιώθω άσχημα. Με πιέζει. Μου λέει συνέχεια δυσάρεστα πράγματα».

Το ύφος του Κένσεχ άλλαξε. Θυμωμένος, πήγε να πει κάτι, μα εκείνη τον πρόλαβε:

«Τη λυπάμαι όμως. Μην αρχίζεις».

Ο άντρας της στένεψε επικριτικά τα μάτια και σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα του δεν άλλαξε, μα όπως την πλησίασε, την αγκάλιασε σφιχτά από πίσω. Αμέσως η Σίρα ένιωσε το βάρος στο στήθος της να αλαφραίνει. Πάντα είχε αυτή την επιρροή πάνω της, τα δυνατά χέρια του να τυλίγονται προστατευτικά γύρω της, να την κάνουν να νιώθει ακόμη κοριτσάκι. Αναστέναξε και το άσχημο προαίσθημα καταλάγιασε. Παρόλο ταύτα ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί.

«Είναι κατατρεγμένοι πρόσφυγες. Τους λυπάμαι. Έχουν το παιδάκι τους τυφλό».

Ο Κένσεχ δεν πείστηκε.

«Αναζητά μια φίλη. Κάποιον που να νοιαστεί για εκείνη».
«Την έπιασα να τριγυρνά έξω από το σπίτι Σίρα. Άκουσε με: κάτι κακό έχει στο μυαλό της».
«Θέλει μονάχα έναν άνθρωπο να την ακούει».
«Εκμεταλλεύεται τον οίκτο σου. Θέλει ελεημοσύνη. Λεφτά».
«Καλά, πόσο αναίσθητος έχεις γίνει; Δεν λυπάσαι το παιδάκι τους;»
«Έχω δικό μου παιδί να νοιαστώ. Ούτε εμείς μεγαλώνουμε τη Χάνα μέσα στα πλούτη, και ξέρεις πολύ καλά πως τίποτα δεν μας περισσεύει. Δουλεύω σαν σκυλί και μετά βίας τα βγάζουμε πέρα».

Η Σίρα δεν μίλησε. Το άσχημο προαίσθημα αναζωπυρώθηκε από τις τύψεις. Ένιωσε την ανάγκη να κάνει κάτι, να συμφωνήσει μαζί του, να δραστηριοποιηθεί, να δώσει σημασία στο ένστικτο της.
Να οχυρωθεί.
Δεν έκανε τίποτα όμως· κι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να είχε κάνει.

***
 
Οι μήνες πέρασαν.
Δεν είχαν και τόσο σημασία.
Τα κακά που τους βρήκαν τους ανάγκασαν να πουλήσουν το σπίτι και να μείνουν στη τρώγλη που έμενε η Νίνα και η οικογένεια της. Εκείνοι είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης μετά το αναίτιο φονικό.
Η Χάνα δεν μπορούσε να πει πως ένιωθε στεναχωρημένη. Ποτέ δεν τους είχε συμπαθήσει. Είχαν μια κακία στο βλέμμα, μια σκληράδα ανησυχητική.

«Που είναι η μαμά;» μονολόγησε. «Δεν νιώθω καθόλου καλά σήμερα».
 
Θα είναι πάνω. Θα φροντίζει τον μπαμπά.
 
Παραπατούσε στον σκοτεινό διάδρομο του ισογείου.
Καιγόταν απ’ τον πυρετό.
Τα χέρια της είχαν ξεφλουδίσει, η δίψα που την βασάνιζε ήταν εφιαλτική.   
Το χειρότερο απ’ όλα όμως ήταν πως η όραση της είχε θολώσει. Έβλεπε τα πάντα μέσα από ένα βρώμικο γυαλί. Ένιωθε παράξενα σήμερα… αποστασιοποιημένη.  Στο όνειρο που την ξύπνησε τα ζώα, οι άνθρωποι, τα έντομα, όλος ο κόσμος, την απέφευγαν σαν να ήταν λεπρή. Μπορούσε να το διαισθανθεί, όπως ακριβώς νιώθει εκείνος που αντιλαμβάνεται πως ο οικοδεσπότης βιάζεται να τον ξεφορτωθεί.
Η Χάνα συνοφρυώθηκε κι ένιωσε τα μάτια της να δακρύζουν, πράγμα που έκανε τα δωμάτια να φαντάζουν ακόμη πιο μουντά. Οι αισθήσεις της άρχισαν να παραπαίουν. 

«Τα χέρια μου! Καίνε..!»

Το κορίτσι τρέκλισε και σωριάστηκε άτσαλα στο δάπεδο.

«Μαμά! Βοήθεια!»

Δεν άκουσε ποτέ το γδούπο της πόρτας, ούτε τα ποδοβολητά στη σκάλα.
 
Βύθιση.
Αιφνίδια μεταβολή στον κόσμο.

 
Μαύρο σκοτάδι άρχισε να την τυλίγει. Αναμιγνύονταν άτακτα με το χώρο, όπως το αίμα στο νερό.
Ό,τι ήξερε, έπαψε μεμιάς να υπάρχει, μετουσιώθηκε σ’ έναν κόσμο ξένο. Μια αλλοιωμένη εκδοχή της πραγματικότητας μορφώθηκε μπροστά της, μια λανθάνουσα συστοιχία ύπαρξης που βρήκε τρόπο να εισχωρήσει στην αντίληψη της. Τα ένστικτα της άρχισαν να ουρλιάζουν. Εμβρόντητη, άρχισε να κοιτά τριγύρω. Η γη είχε μεταμορφωθεί σε κάτι που παραμόρφωνε τη συμμετρία, που διέκοπτε κάθε φυσική αλληλουχία. Η Χάνα ένιωσε τη διάρθρωση των διαστάσεων να συνθλίβει τα φυσικά όρια που προστάτευαν τη Δημιουργία.
Αισθάνθηκε με κάθε λεπτομέρεια την πλέξη των αισθήσεων που θα όριζαν από εδώ και το εξής τη μοίρα της.
Κτύποι ακούγονταν. Και βοή. Κάποιος ανάσαινε βαριά. Κάτι απαίσιο αναδυόταν μέσα από τη γη. Μια αποφορά εμετική.
Όχι, δεν ήταν πνοή..! Ήταν ο αέρας. Παλλόταν λες κι ήταν ζωντανός.
Το κορίτσι άρχισε να τουρτουρίζει.
 
«Θεοί, είναι τόσο παγωμένος!»
  
Που βρίσκομαι; Πως βρέθηκα εδώ; Τι είναι τούτος ο κόσμος;
    
Η Χάνα αντίκρισε τον Σκιώδη Κόσμο να αλληλεπιδρά μαζί της, να νοθεύει την εγγύτητα του χώρου, να συγχωνεύεται μαζί της.
Μαύρο χιόνι έπεφτε τριγύρω, τρεμόπαιζε ράθυμα, σκοτεινή φλόγα απαθανατισμένη σε ολόλευκο φόντο. Η ουδετερότητα που στιγμάτιζε την κορυφή του αλλοιωμένου χώρου περιγελούσε καθετί απτό και γήινο, μόλυνε τα χρώματα και την υφή των πάντων, έκανε την ανάμνηση της ζεστασιάς να φαντάζει έννοια φευγαλέα, ιεροπρεπή ευχή για τους αδαείς. Η γη από κάτω είχε γίνει βούρκος.
 
Που πήγε το καλοκαίρι;
 

«Γιατί ο ουρανός είναι τόσο κοντά; Συμπιεσμένος… ραγισμένος;»

 

 

Τα νέφη και η σκοτεινιά που μάστιζαν το ψεύτικο στερέωμα την έκαναν να αναριγήσει από τον φόβο. Βρισκόταν σε μια ρημαγμένη μαύρη ύπαιθρο, μα το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν πόσο ασφυκτικά ένιωθε. Ο αγέρας – αν ήταν αγέρας αυτός που φυσούσε – αναδεύονταν χαοτικά, αλλοπρόσαλλα, κηλίδωνε το περιβάλλον. Και το βάθος! Τερατώδες..! Ασύμμετρο σε σχέση με τις υπόλοιπες διαστάσεις..!
Τη συντάρασσε με το ψεύδος του… και το πόσο αληθινό έμοιαζε.
 
«Ανάσα, να πάρω μια ανάσα. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Ονειρεύομαι. Ακούω τα δέντρα να θροΐζουν, μα αυτά που βλέπω είναι άρρωστα, δεν έχουν φύλλα. Πω πω, δείχνουν τόσο ζωντανά».
«Τι είναι καλή μου;!» φώναξε ανήσυχα η Σίρα, καθώς έσπευσε κοντά της. «Τι συμβαίνει;»
«Που είσαι μαμά;»
«Δεν με βλέπεις;»

Η φωνή της ήταν μεγεθυμένη. Η ακοή της, καθ’ έναν αλλόκοτο τρόπο, είχε οξυνθεί.

Η Χάνα ένιωσε το άγγιγμα της μάνας της και στιγμιαία πλημμύρισε από ανακούφιση.

Ανακούφιση που έδιωξε η ξαφνική σιγή.

«Τα μάτια σου. Τι έπαθαν τα μάτια σου;!»

Η Σίρα άγγιξε το μέτωπο της.

«Ζεματάς ολόκληρη!»

Η Χάνα δεν μίλησε. Αντίκριζε τώρα τα ερείπια ενός άλλου κόσμου.
 
Σκιές ίπτανται από πάνω.
 
Ένα μικρό παιδί ήταν θαμμένο στα συντρίμμια. Ένας τυφλός γέρος με μαύρα ράσα πάσχιζε να το απεγκλωβίσει.
Πτώση. Μούδιασμα ξανά. Αιματοκύλισμα από μαύρο μύρο. Συντριβή, ομίχλη, που πριν διαλυθεί, άρχισε να υφαίνει σχήματα παράξενα και όγκους υπαρκτούς.

«Τώρα είμαι αλλού. Σ’ ακούω, σε νιώθω δίπλα μου, μα κινούμαι… αλλού. Είμαι αλλού μαμά».
«Τι λες;»
«Είμαι μισή εδώ, μαζί σου, και μισή αλλού. Οι αισθήσεις μου… έχουν εισβάλει σε κάποιον άλλο χώρο».
«Που;» ρώτησε διστακτικά εκείνη.
«Είμαι σε μια σήραγγα. Χαμένη στα σκοτάδια».

Η Σίρα πάγωσε. Το κορίτσι της έλεγε ασυναρτησίες.

Δίπλα της, η Χάνα επεξεργαζόταν αμίλητη την κεντρική αρτηρία του μαύρου δρόμου. Κάθε μικρή λεπτομέρεια, τις χαρακιές, τα νέφη της εγκλωβισμένης σκόνης, τα σταυροδρόμια.
Βρισκόταν εκεί αληθινά· δεν βίωνε ψευδαισθήσεις.
Οι τριγμοί, το μέγεθος και η βαθύτητα της κοκάλινης στοάς την έκαναν να νιώσει τρόμο αληθινό. Ήταν αχανής… ατελείωτη. Ένα αμάγαλμα από συγκεχυμένες, χωνευτές αβύσσους.
 
Που να οδηγούν άραγε; Σε τι βάθη στοιχειωμένα;
 
«Από κάτω…» ψέλλισε το κορίτσι. Άρχισε να ασθμαίνει. Οι σφίξεις της καρδιάς της τάχυναν.
«Βλέπω κι άλλους κόσμους! Τον έναν πάνω στον άλλο, όπως όταν κοιτάς τον πυθμένα του νερού. Αναδεύονται. Σκιρτούν. Είναι καμωμένοι από κάτι απτό… κάτι ζωντανό».
«Τι λες κορίτσι μου; Δεν βγάζουν νόημα αυτά που λες».


Σιγή· η Χάνα κρατούσε την αναπνοή, λες και παρατηρούσε κάτι.

Βυθιζόταν ξανά.

«Κάτι σεργιανίζει στα σκοτάδια», σιγοψιθύρισε.
«Τι;»
«Κάτι απαίσιο..! Με βλέπει! Με κυνηγάει! Τρέχω, τρέχω τώρα! Όχι – όχι, δεν τρέχω· αιωρούμαι… κυλώ».

Η Σίρα δεν ήξερε τι να πρωτοπεί.

«Παραμιλάς. Έχεις παραισθήσεις. Χάνα, κάτι συμβαίνει στα μάτια σου!»
«Τώρα είμαι σε μια κρύπτη. Βλέπω νερό που στραφταλίζει. Κάτι πιάνω. Ένα δόρυ. Μαύρο. 
Είναι τόσο όμορφο, τόσο παράξενο… παραμορφώνει το νερό. Κάτι γράφει πάνω. Τη λέξη…Καταδίκη».

Η Χάνα άρχισε να ουρλιάζει σπαρακτικά, γεμάτη οδύνη.

«Τι συμβαίνει;!» φώναξε έντρομη η Σίρα.
«Μαμά! Κόβομαι στα δυο! Αααααααααχ! Βοήθεια! Σώσε με, δεν θέλω να πεθάνω!»

Με χέρια που έτρεμαν, καταπνίγοντας τον λυγμό που της έφρασσε την αναπνοή, η Σίρα πήρε την κόρη της αγκαλιά, φωνάζοντας σε βοήθεια όσο πιο δυνατά μπορούσε. Με τον Κένσεχ σε κωματώδη κατάσταση, δεν υπήρχε κανείς στο  σπίτι να τη βοηθήσει.
 
***

«Λένε πως είσαι η τελευταία μάγισσα που έχει απομείνει», είπε η Σίρα με πρόσωπο χαρακωμένο από την αϋπνία.
«Μόνο η Γητεύτρα του αρχαίου λόφου μπορεί να σε βοηθήσει. Έτσι μου έταξαν».

Η Έιρι δεν μίλησε. Απέμεινε να κοιτά ανέκφραστη τη συντετριμμένη γυναίκα.

«Βοήθησε με, σε παρακαλώ. Έχω τον άντρα μου κατάκοιτο».

Τα χείλη της άρχισαν τρέμουν.

Οι ώμοι της τραντάζονταν.

Τελικά, δεν άντεξε. Απελπισμένη, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.

«Το κοριτσάκι μου…» ψέλλισε. «Κάτι έχει. Βοήθησε με. Θα τρελαθώ αν χάσω και δαύτη. 

Κανείς δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει».

Αυστηρή, επικριτική σιωπή. Το βλέμμα της γερόντισσας ήταν διαπεραστικό.

«Αν και συνήθως η κατάρα είναι επίκληση για επέλευση κακού, κορίτσι», είπε, «από πολλούς θεωρείται δίκαιη ανταπόδοση για την αδικοπραγία. Βλάψατε ποτέ κανέναν;»

Η Σίρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι, σκουπίζοντας τα δάκρυα.

Η Έιρι δεν μίλησε. Άλλωστε, δεν είχε σημασία. Η ζημιά είχε ήδη γίνει. Κοίταξε συμπονετικά το αθώο πλάσμα που είχε πέσει σε αφασία.

Ξαφνικά, ένα δυσάρεστο κάψιμο αισθάνθηκε στα χείλη.

Βαριανασαίνοντας, πήρε τα χέρια της μικρής στις παλάμες της, κι άνοιξε τα βλέφαρα της. 

Χάλκινες ήταν οι κόρες των ματιών της, σε άσχημη κατάσταση τα άκρα της.

Η καρδιά της βούλιαξε.

Αίσθημα φλόγωσης. Ξεφλουδισμένα χέρια.

«Εσάς δεν σας ταλαιπωρεί συνηθισμένη κατάρα,» είπε.

Η καρδιά της Σίρα σφίχτηκε.

«Τι είναι;»
«Ανάθεμα. Κατάρα άδικη, γέννημα πυρομαντείας. Πλήττει πρώτα τους προστάτες, έπειτα τους απογόνους. Δεν μπορείς να την εξαλείψεις, ούτε να την ξεριζώσεις, παρά μόνο να την ξεφορτωθείς. Να βαρύνεις άλλους. Είναι σαν αρρώστια. Άπαξ και επωάσει, χάθηκες».

Η Σίρα ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν πάλι.

«Τι της κάνει;»
«Ξεφτίζει την ψυχή της σε κομμάτια, θραύσματα που προβάλλονται σ’ άλλους κόσμους. 

Αυτό που βιώνει είναι μια σύγχυση των αισθήσεων που εξαναγκάζει την αντίληψη της να εκδηλώνεται σε εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας».

Σιγή.

«Είναι καταδικασμένη· κάποια στιγμή η ύπαρξη της θα πάψει να έχει αντίκρισμα στο υφαντό της μοίρας. Θα γίνει περιπλανώμενη… ένας παρατηρητής της ύλης. Η ψυχή της θα διχοτομηθεί σε άπειρα κομμάτια, η ζωή θα μοιάζει με συναίσθημα που έχει ατονήσει».
Η συντετριμμένη γυναίκα ένιωσε τα χείλη της να τρέμουν.
«Όπως τα Στοιχειά…»
«Ναι, μόνο που τα Στοιχειά είναι πανίσχυρα ενώ οι Πληγμένοι κατακερματισμένα είδωλα, λησμονημένες ψυχές που στοιχειώνουν τα σκοτάδια».

Κάτι πήγε να πει, μα τη διέκοψε η γερόντισσα.

«Οι βεβαρημένοι ξεφορτώθηκαν την κατάρα πάνω σας. Σας περιτριγύριζαν σαν αρπακτικά. 

Ήξεραν πως για να μεταδώσουν το μίασμα έπρεπε να χτίσουν δεσμούς μαζί σας, να ανοίξουν δίοδο στην ψυχή σας».

Η Σίρα φαρμακώθηκε.

«Πως μας..;» ψέλλισε.

Η γερόντισσα χαμογέλασε σφιγμένα.

«Με τη συμπόνια, πως αλλιώς. Με δώρα. Με δεσμούς ανθρώπινους. Γεννώντας υποχρεώσεις. Η γνώση της κληροδοτούμενης δυστυχίας, επίσης, έκανε τα πράγματα χειρότερα. Επίσπευσε το μαρτύριο».
«Μπορείς να τη βοηθήσεις;»
«Έχει πληγεί πολύ. Αν επιχειρήσω οτιδήποτε, το κορίτσι θα γίνει παρανάλωμα πυρός. Θα καεί εκ των έσω και η ψυχή της θα περιπλανιέται στο μεταίχμιο των κόσμων. Πίστεψε με, αυτό είναι ακόμη πιο άγρια τιμωρία απ’ αυτή που την περιμένει».

Η Σίρα δεν άντεξε. Χώθηκε στην αγκαλιά της κι άρχιζε να κλαίει βουβά.

Για λίγη ώρα δεν μίλησαν.

«Δεν θέλω να χάσω το παιδί μου… δεν θέλω».

Η Έιρι απέμεινε αμίλητη. Οίκτος είχε πλημμυρίσει την καρδιά της.

Καημένο κορίτσι…

Το βλέμμα της έπεσε στη Χάνα.
 
Εκτός αν…
      
Το καλοσκέφτηκε για μια στιγμή.
 
Η ψυχή της θα είναι μεγάλο δέλεαρ. Αν κάνω την επίκληση, θα μείνει να την κυνηγήσει.   
Δεν θα τραπεί σε φυγή.

 
Εδώ και καιρό την απασχολούσε το ζήτημα. Η μεγαλύτερη αποτυχία της ζωής της. Η κατάρα, το δώρο που της έδωσε αυτός που κατοικούσε στο βουνό, ίσως αποτελούσαν χρυσή ευκαιρία για να λήξει το θέμα μια και καλή.
Διστακτικά, έσφιξε τα χείλη.

«Υπάρχει τρόπος», είπε σιγανά. «Απεγνωσμένος όμως».
«Ποιός;» ρώτησε όλο αγωνία η Σίρα.
«Οι Συμφορές μπορούν να λύσουν οποιαδήποτε κατάρα».

Η Σίρα πάγωσε. Για αρκετές στιγμές δεν μίλησε.

«Τι είναι οι Συμφορές;» ρώτησε.

Η Έιρι έσφιξε τα χείλη.

«Δαίμονες. Παντοδύναμες, εχθρικές οντότητες που ευθύνονται για όλα τα δεινά του ανθρώπου. Καταναλώσουν την αρνητική ενέργεια από τις κατάρες, όπως ρουφά κανείς το δηλητήριο από την πληγή».

Η συνομιλήτρια της απέμεινε αμίλητη. Διέκρινε νευρικότητα στο βλέμμα της, καχυποψία.

«Κάτι μου λέει πως δεν ήρθες εδώ περιμένοντας εύκολη λύση, κορίτσι. Δεν υπάρχει άλλη ευκαιρία. Θα εκμεταλλευτείς τη συγκυρία ή θα χαθεί».

Η Έιρι για μια στιγμή αφαιρέθηκε. Ο νους της ανέτρεξε στο παρελθόν που τη στοίχειωνε είκοσι χρόνια τώρα.

Θυμήθηκε τη σφαγή. Το πτώμα της μικρής της αδερφής. Τα αναστατωμένα, έντρομα βλέμματα στο κονκλάβιο των μάγων. Την απελπισία.

Το βλέμμα της σκλήρυνε. Έπρεπε να δώσει λύση οριστική, πριν φύγει από τη ζωή.

Ο χρόνος της τελείωνε.

«Θυμάσαι τον άντρα με το μαύρο σπαθί;» ρώτησε. «Πέρασε κάποτε απ’ μέρη μας. Επάρατο τον φώναζαν. Άφησε δυστυχία που μεταδίδεται ακόμη στον τόπο μας, σαν κληρονομική αρρώστια. Ευθυνόταν για το μακελειό στο Κάαν, αν έχεις ακούσει».
«Νόμιζα πως ήταν μύθος».

Η ηλικιωμένη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Είναι αληθινός, πίστεψε με».

Σιγή. Αισθανόταν στο πετσί της το δισταγμό της.

«Είναι κι αυτός ψυχή βασανισμένη. Έγινε υποχείριο μιας Συμφοράς. Καταδίκασε τη γυναίκα του, άθελα του».

Η Σίρα δεν μίλησε, ξανά.

«Βοήθησα να τον εξορίσουμε. Έκτοτε ζει στο βουνό, εγκλωβισμένος στην κορυφή, πέρα από το Κεντρί των Ουνένθο και τη Σαρκοφάγο του Ράμενανχ».

Το βλέμμα της πλανήθηκε στη Χάνα.

«Μέσω αυτού, βρήκε τρόπο η Συμφορά να εισχωρεί στον κόσμο», εξήγησε η γερόντισσα.
«Το μαύρο σπαθί δηλητηριάζει το μυαλό του».
«Είναι σκλάβος της;»
«Είναι ένα κτήνος. Τον χρησιμοποιεί για να τρέφεται από την αρνητική μαγεία, τον πόνο και τη δυστυχία που προκαλεί. Το μαύρο ξίφος είναι το ομοίωμα, η φυσική εκδήλωση της. Χτίζει δύναμη στον πόνο. Αρνητικά συναισθήματα τη θρέφουν. Με τις κατάρες ειδικά, το ξίφος γίνεται πανίσχυρο. Μολύνουν το πνεύμα σαν σκουλήκι, κι όποτε ωριμάσουν, έρχεται να το δρέψει».
 
Η Έιρι γύρισε την πλάτη.

«Αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος είναι πως η ποινή του λήγει. Είναι μια σοβαρή απειλή που μου τριβελίζει το μυαλό εδώ και πολύ καιρό. Οι Γητευτές έχουν εκλείψει. Μόνο εγώ έχω απομείνει, η τελευταία σφραγίδα. Αν φύγω από τη ζωή, θα ξαμοληθεί ξανά στον κόσμο».
«Γιατί δεν τον καταστρέψατε;»
«Μόνο οι μονόκεροι μπορούν να εξαλείψουν ολοκληρωτικά τα δίχτυα που υφαίνει μια 

Συμφορά. Δεν μπορέσαμε παρά να τον περιορίσουμε. Τώρα όμως… τώρα πια κατέχω έναν Όνειδο.  Ένα κειμήλιο μυθικό, που μου χάρισε αυτός που ζει στο Όρος Χινάνθ. Κέρας που κάποιος κάποτε ξερίζωσε από τα λείψανα ενός μονόκερου. Θα είναι αρκετό… αν βρω τρόπο να τον παρασύρω ως εδώ».

Η Σίρα πάγωσε.

Αντιλήφθηκε που το πήγαινε.

«Θέλεις να χρησιμοποιήσεις τη Χάνα ως δόλωμα…»
«Είναι χρυσή ευκαιρία, κορίτσι. Αναζητά βασανισμένες ψυχές για να ενισχυθεί. Κι όλως τυχαίως, έχουμε μια μαζί μας. Αν τον καλέσω, είμαι σίγουρη, θα ενδώσει στον πειρασμό. 

Δεν θα αντισταθεί στο πρόσταγμα».

Η σιωπή της Σίρα ήταν χαρακτηριστική.

«Κι αν αποτύχεις;»
«Αν πέσει στα νύχια της, η Συμφορά θα βαλσαμώσει την ψυχή της».

Η δυσοίωνη εξήγηση έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει από τον φόβο.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

«Πως σκοπεύεις να το κάνεις;»
«Με την επίκληση θα άρω τον αποκλεισμό. Ο Όνειδος θα αποδυναμώσει το κακόηθες πνεύμα… θα παραλύσει το κορμί του. Η Συμφορά θα αντισταθεί στη παγίδα: θα επιχειρήσει να ενισχυθεί από την κατάρα».

Η γερόντισσα χαμογέλασε ψυχρά.

«Θα γίνει μάχη».
«Εγώ;»
«Θα τον παρασύρεις στον βωμό».

Η Σίρα δεν μίλησε.

«Αντικριστοί καθρέφτες από οψιδιανό και αχάτη θα τυφλώσουν τον δαίμονα. Το κέρας, τελικά, θα σφραγίσει τον δίαυλο που έχει αναπτύξει με το ξίφος. Το αντίτιμο που θα θυσιάσω θα ενισχύσει κατά πολύ τον ξενιστή, ώστε να μπορεί να της αντιστέκεται δια παντός».

Δυσπιστία. Φόβος.

«Το ξίφος όμως – η φυσική εκδήλωση της οντότητας – δεν θα χάσει τη στοιχειότητα του. 
Θα γίνει ισχυρότερο· θα έχει απορροφήσει την κατάρα. Θα είναι ικανό να λυγίζει κάθε φράγμα… όμως αυτή τη φορά θα έχει άλλο αφέντη. Αυτή θα είναι πια μια φωνή στο βάθος».

Χαμογέλασε.

«Με ένα σμπάρο, δύο τρυγόνια».
«Τι πρέπει να κάνουμε;»
«Να παραμείνετε ζωντανές μέχρι το σπαθί απομυζήσει την κατάρα. Η Σκιά ταλανίζεται από ελαττώματα και περιορισμούς της θνητής της φύσης. Η λεπίδα όμως… η λεπίδα δεν πρέπει επουδενί να σας αγγίξει».

Δισταγμός, ξανά.

«Είναι πολύ επικίνδυνο… Θα μας σφάξει!»
«Είναι ο μόνος τρόπος, κορίτσι. Δεν υπάρχει άλλη ευκαιρία».

Η Σίρα κατέβασε το κεφάλι.

«Σπάσε όλους τους καθρέφτες, βούλωσε τις τρύπες, σφράγισε ακόμη και την πιο μικρή ρωγμή στο σπίτι. Παραμείνετε αθέατες όσο θα ετοιμάζω το ξόρκι. Χρειάζομαι ψυχική εγρήγορση για την αναμέτρηση».

Η γυναίκα την κοίταξε αβέβαια.

«Στο μεταξύ, θα γυρέψω καθοδήγηση απ’ αυτόν που μένει στο βουνό».

Ασυναίσθητα όμως σκέφτηκε:
 
Επιτέλους.
Θα εκδικηθείς την αδερφή σου.
Θα φύγει το βάρος από το στήθος σου.

   
Θα τον βοηθήσεις να πάει πιο μακριά στη χώρα των αιώνιων πάγων… να ξεπεράσει το φράγμα της απαγορευμένης γης, να τρυπήσει το καταστρεπτικό περιβάλλον της Γης της Μοναξιάς. Να γίνει παράσιτο στη χώρα των σκιών· να σπείρει χάος εκεί που όλα πεθαίνουν.
 
Η εκατοντάχρονη γερόντισσα σηκώθηκε βαρυγκωμώντας.

«Αχ, τι το θέλω άλλο τούτο το γέρικο κορμί;» 

***

Η ώρα είχε περάσει. Όλα ήταν έτοιμα. Η Σίρα με τη Χάνα περίμεναν στον προθάλαμο της έπαυλης, η Έιρι επάνω, στην αίθουσα με τους καθρέφτες. Ήταν νύχτα. Μια βαθιά νηνεμία απλώθηκε στον κόσμο. Ακόμη και τα νυχτοπούλια είχαν σιγήσει.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά, η μια μετά την άλλη, γεμίζοντας τη Σίρα με ανυπομονησία.
Ξαφνικά όμως, το κορίτσι ξύπνησε· ένα επιφώνημα φόβου ξέφυγε από χείλη της.

«Θεοί, τι συμβαίνει εκεί έξω;!»

Ο αέρας είχε ξυπνήσει. Το δάσος που στεφάνωνε το λόφο λυσσομανούσε. Τα δέντρα θρόιζαν τόσο δυνατά, σαν σε θαλασσοταραχή. Ρυτιδισμοί απλώθηκαν στα χωράφια της βορινής πλαγιάς.

Η ξύλινη θύρα άρχισε να βροντοχτυπάει. Ξαφνικά, το σκοτάδι συσπειρώθηκε γύρω τους, τρεμούλιασε λες και ήταν ζωντανό. Ένα περιτύπωμα σχηματίστηκε στο έρεβος, μια ακαθόριστη παρουσία που διατάρασσε όλες τις αισθήσεις. Οι ξύλινοι τοίχοι γέμισαν υγρασία. Ένα ανυπόφορο ψύχος άρχισε να αναβλύζει από το δάπεδο. Ένας οξύς κνησμός μούδιασε το δέρμα τους.

Η επίκληση – έπιασε!

Η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει άσχημα, μια μεταλλική οσμή γεμάτη βρώμα.

Συριγμοί γέμισαν τις παρυφές του δωματίου, κρυμμένα μαύρα φίδια. Η εβένινη λεπίδα διαπέρασε την πόρτα. Σκλήθρες από ξύλο εκσφενδονίστηκαν βίαια στον χώρο.

Θεοί!

Δεν ήταν απλό ξίφος, ήταν σκοτάδι!


Τα πάντα γύρω του έπεσαν σε κατάσταση καταστολής. Καθολική αδράνεια που απομυζούσε κάθε κίνηση, κάθε εκδήλωση στην έκφραση του χρόνου.
Ο ήχος της εκρίζωσης, κι έπειτα αυτός της αναρρόφησης, ήταν καθηλωτικός.

«Μαμά, τι συμβαίνει;!» ρώτησε η Χάνα τρομοκρατημένη. «Τα πάντα τρελάθηκαν! Το 
σκοτάδι που βλέπω ρουφάει τα πάντα – κάνει τα μάτια μου να τσούζουν!»

«Τρέξε! Στην αίθουσα επάνω! Γρήγορα!»

Ο Όνυχας δεν συνέθλιψε απλώς την πόρτα· εκείνη στην κυριολεξία εξερράγη.
Η Χάνα ούρλιαξε.

«Τι...;!»

«Τώρα

Η μαύρη λεπίδα έσκισε τον βαρύ αέρα σαν δρεπάνι. Απορροφώντας κάθε κίνηση στον χώρο, διέγειρε τη συνοχή του κόσμου, εκδήλωνε τις κρούσεις της με μια ένταση συντριπτική.
Το διπλανό δωμάτιο κατεδαφίστηκε, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με σκόνη. Η Σίρα με την κόρη της άρχισαν να τρέχουν ξέφρενα προς την κεντρική σκάλα.

Πάλι καλά που ξύπνησε η Χάνα!

Ανέβαιναν δυο – δύο τα σκαλιά. Το τέρας που είχε ξαμοληθεί στο κατόπι τους έμοιαζε ασταμάτητο. Σε κάθε αιώρηση του Όνυχα γλύτωναν τον θάνατο την τελευταία δυνατή στιγμή.
Σκόνη, παγωνιά, συντρίμμια, ρημαδιό, φιμωμένοι ήχοι – κι έπειτα χαμός.
Το κυνηγητό εξελίχθηκε σε αληθινή μάχη με τον χρόνο.
Η Σίρα ένιωθε να την έχουν δέσει με αλυσίδες, το ξίφος την έλκυε βίαια προς τα πίσω.
Ο φόβος όμως έδωσε φτερά στα πόδια τους· ούτε που κατάλαβε πότε έφτασαν στο βωμό με τους καθρέφτες.
Η Έιρι είχε πέσει σε έκσταση· παραληρούσε δυσνόητες εκφράσεις σε μια ξύλινη αρχαϊκή γλώσσα.
Η μάνα με την κόρη διέσχισαν το χώρο αλαφιασμένες, και κρύφτηκαν πίσω από την πρισματική στήλη που δέσποζε στο κέντρο. Ξέπνοες, στράφηκαν να αντικρίσουν αυτόν που της κυνηγούσε.
Δεν ήταν άνθρωπος.
Το δάπεδο βούλιαζε κάτω από τα πόδια του. Δεν είχε πρόσωπο – ή μάλλον είχε – αλλά δεν ήταν ανθρώπινο. Ήταν κάτι που χλεύαζε καθετί οικείο, με χαρακτηριστικά αλλοτριωμένα από το σκοτάδι.
Ο αέρας αφήνιασε, πριν ενωθεί με τον ορυμαγδό των παραμορφωμένων ήχων.
Η λεπίδα άπλωσε συρμάτινες ραφές στον χώρο. Οι τοίχοι σημαδεύτηκαν, γέμισαν ρωγμές, θυμίζοντας γυάλινο ψηφιδωτό. Ένα ανυπόφορο είδος πίεσης βούλωσε τα αυτιά τους. Τα πάντα παρασύρθηκαν σε αργή κίνηση, χάθηκαν στην ιδιομορφία του παγωμένου χρόνου.

Η φωνή της Έιρι μεγεθύνθηκε αφύσικα. Το τρέμουλο, και το δέος που διέκρινε εκεί, γέμισαν με τρόμο τη Σίρα. Η γερόντισσα έδινε μάχη φοβερή. Ένα παρατεταμένο κάψιμο ακούστηκε· κι έπειτα κόκαλα που σπάνε, ένας ήχος ανατριχιαστικός, που προήλθε μέσα από ένα βάθος αδιανόητο, ένα βάθος φοβερό. Η Χάνα άρχισε να σφαδάζει. Μια ανυπόφορη σαπίλα κατέκλυσε την αίθουσα. Η αψύτητα που αισθάνθηκαν αρχικά στα χείλη, απλώθηκε σ’ ολόκληρο το κορμί τους. 

Η παγίδα έκλεισε.
Το δάπεδο στερεοποιήθηκε. Ο Όνειδος έσπασε, σκεπάζοντας με μια απόκοσμη διαπεραστική χροιά τους παγιδευμένους θορύβους. Οι σκιές στα πέρατα της αίθουσας αναρίγησαν και ζάρωσαν, μεταμορφώθηκαν σε μια νοτερή μάζα από μολύβι. Οι καθρέφτες, έχοντας φυλακισμένο τον τελευταίο αντικατοπτρισμό που είχαν δεσμεύσει, ράγισαν.   
Το σκοτάδι που σκέπαζε τον άντρα ήρθη.
Ο Όνυχας ξέφυγε από τα χέρια του και βυθίστηκε με δύναμη στο κορμί της Έιρι.

«Όχι..!»

Η γερόντισσα έκλεισε τα μάτια, καλωσορίζοντας συμβιβαστικά τον αναγκαίο πόνο.
 
Θα παρατείνω για λίγο το ταξίδι. Αξίζει.
Το αντίτιμο που πλήρωσα είναι πολύ φτωχό.
Δεν θα αντικρίσω ποτέ τη Κεράτινη Σκάλα με σκυμμένο το κεφάλι.

«Έιρι, όχι…»

Η γυναίκα σωριάστηκε απαλά στο δάπεδο και ξεψύχησε μ’ έναν αναστεναγμό.
Η Σίρα άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Ο άντρας τους κοιτούσε συγχυσμένος. Ο Όνυχας αποχωρίστηκε το θύμα του κι επέστρεψε στα χέρια του μ’ έναν τρόπο μαγικό. Η εβένινη, ανάγλυφη λεπίδα ακτινοβολούσε όλο έξαψη.
Η Χάνα ένιωσε τη φυσιολογική της όραση να επιστρέφει. Πριν όμως ο κόσμος ντυθεί ξανά με χρώμα, διέκρινε τη φασματική αύρα που στεκόταν πλάι. Ήταν μια θεσπέσια γυμνή γυναίκα, καμωμένη από λευκή φλόγα.
 
Είχε μια ρώμη στην όψη της δύσκολη να περιγραφεί με λόγια, μια δύναμη συνταρακτική. Η αντανάκλαση της λευκής φλόγας έμοιαζε με κατοπτρισμό που διαγραφόταν ξεκάθαρα μέσα στο σκοτάδι, μια περήφανη, άσπιλη οπτασία που κεντούσε με τόλμη την αοριστία του σκοτεινού χώρου, θυμίζοντας λευκό λύκο.
Ήταν δεμένη στη λεπίδα, από έναν ομφάλιο λώρο καμωμένο από πρισματικό φως.
Η Έιρι γύρισε να τη κοιτάξει.
Το κορίτσι ένιωσε ξεγυμνωμένο.
 
Έτσι είμαστε από κάτω, ξέρεις.
Τώρα καταλαβαίνεις γιατί αυτοί που ζούνε στα βάθη θέλουν να μας μοιάσουν.

  
Ο άντρας φάνηκε να την ακούει.

«Τι έκανες;» ρώτησε. «Γιατί..;»
 
Έγινα Θυσία. Φύλακας του μαύρου σπαθιού.
 
Σιγή. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.

«Δεν σου αξίζω. Δεν έχεις ιδέα τι αίσχη έχω κάνει».
 
Δεν είσαι ο μόνος που τους αγαπημένους του έχουν κλέψει.
Οδήγησε μας στο σταυροδρόμι των κόσμων.
Θα σε βοηθήσω να υπομείνεις λίγο παραπάνω.
Έχεις πια το μέσο για να φτάσεις εκεί που μόνο οι σημαδεμένοι έχουν πάει.
 

Ο άντρας με το μαύρο σπαθί σκυθρώπιασε.

«Σ’ ευχαριστώ για τη τιμή. Θα παραμείνω σταθερός. Άγρυπνος. Στο υπόσχομαι».
 
Εκδικήσου το κακό που μας έχουν κάνει.
 
Ο Όνυχας ναρκώθηκε. Η σκόνη καταλάγιασε. Τα πάντα – οι θόρυβοι, το φως, η υφή των τοίχων, τα χρώματα – επέστρεψαν στην πρότερη μορφή τους.

Ο Σέθ έσφιξε τα χείλη.

«Έιντα. Θα ‘ρθω να σε βρω», είπε. «Θα σε φέρω πίσω».