"Δυστυχία"

"Δυστυχία"
Δημιουργία του Mariusz Lewandowski

Όλα ξεκίνησαν τον περασμένο χειμώνα. Τότε είχε αρχίσει να γίνεται απόμακρη, μελαγχολική. Τότε είχε αρχίσει να ξεγλιστρά από κοντά του. Δεν νοιάστηκε αρκετά, υποτίμησε την απειλή, και εκείνη χάθηκε, ενώθηκε με τους ψιθύρους του ανέμου, με τους αχούς των περασμένων χρόνων. Οι τύψεις ήταν αφόρητες. Η Έιντα δεν υπήρχε πια. Έφταιγε, ναι, εκείνος έφταιγε για όλα.

«Θα τρελαθώ», σκέφτηκε. «Θα τρελαθώ χωρίς εσένα».

Ο Σεθ στέκονταν μονάχος του στο νεκροταφείο, δίπλα στο δάσος με τους κέδρους. Η γη ήταν νοτισμένη, και σε πολλά σημεία λασπωμένη. Τα δέντρα θρόιζαν απαλά, σιγανά μουρμουρητά παρηγοριάς και λύπης, που δεν μπορούσαν όμως με τίποτα να απαλύνουν τον αβάσταχτο πόνο και την φρίκη. Πέρα μακριά, στο βάθος, δέσποζαν το βουνό κι ο πύργος. Μια εικόνα απόλυτης αντίθεσης, σε έναν κόσμο άγριας ομορφιάς. Πίσω τους, τα σύννεφα ταξίδευαν σαν αργοκίνητα αέρινα καράβια. Απόμακροι, αδιάφοροι, πουπουλένιοι γίγαντες που γύρευαν έναν τόπο για να ξεσπάσουν την οργή τους. Έμοιαζαν ψεύτικα κι αυτά, απατηλά, οπτασίες ντυμένες με φως και χρώμα, εφήμεροι μύθοι που σκέπαζαν σαν γέρικοι θεοί τη γη.

«Τι πήγες κι έκανες Έιντα;» μουρμούρισε.

«Με άφησες. Γιατί; Δεν με αγαπούσες; Νόμιζες πως ήσουν μόνη; Ήμουν εκεί. Ήμουν εκεί για σένα».

Ένας λυγμός έφτασε ως τα χείλη του, μα τίποτα δεν ακούστηκε. Τίποτα δεν άλλαξε.

«Πονάει Έιντα. Πονάει αυτός ο δίχως εσένα κόσμος. Είναι άδειος. Δεν έχει νόημα να ζω χωρίς εσένα. Δεν έχει αξία».

Ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο θόλωνε το γκρίζο τοπίο, κρύβοντας πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου κάθε μορφή και σχήμα, κάθε αλλαγή της γης. Η θλίψη του έσκιζε τα σωθικά.Κρατούσε το φυλαχτό στο ένα χέρι και το σπαθί στο άλλο. Η λεπίδα ήταν ακουμπισμένη στον δεξί του ώμο. Το ατσάλι ήταν παγωμένο. Η λαβή του, τραχιά και ξεφτισμένη. Πόσο βαρύ το ένιωσε! Ασήκωτο. Και η κόψη του… ψυχρή, σκληρή. Αληθινή. Θα το χρειαζόταν απόψε, το ‘ξερε. Το ένιωθε ως τα τρίσβαθα της ψυχής του.

Η λευκή γενειάδα του παρασύρθηκε με δύναμη από τον τσουχτερό αγέρα. Μια παράξενη μεταλλική αρμύρα έφτασε στην γλώσσα του, για να χαθεί και πάλι.Τα μάτια του έτσουζαν από τα δάκρυα. Η ατμόσφαιρα μύριζε έντονα πεύκο και υγρασία. Σιγή ιχθύος επικρατούσε στο νεκροταφείο.

Η προσοχή του στράφηκε στους δύο τάφους μπροστά του. Ο ένας ήταν της γυναίκας του. Ο άλλος ήταν βαθύς και πρόσφατα σκαμμένος.

Κάποιος πέθανε αργά το βράδυ.

Ασυναίσθητα σήκωσε το φυλαχτό για να το περιεργαστεί. Σκαλισμένο πάνω στο νόμισμα ήταν ένα χέρι που κρατούσε ένα άλλο χέρι. Και κάτω από αυτό, μια κομψή επιγραφή: Για να μην χαθείς. Άθελα του, άκουσε την φωνή της πάλι. Παραμορφωμένη ήταν, ανοίκεια, πίσω από τον τοίχο που είχε ορθώσει πια ο χρόνος. Όχι, όχι δεν έφταιγε ο χρόνος, ούτε ο πόνος. Δεν ήταν πραγματικά δική της. Ήταν αλλοιωμένη από την δυστυχία.

«Σε κρατά πάντα κοντά σ’ αυτούς που σε αγαπάνε».

Έτσι του ψιθύρισε πριν κόψει τον λαιμό της.

«Μην το χάσεις Σεθ. Μην το χάσεις».

Πρώτη φορά το πρόσεξε τότε. Πρώτη φορά άγγιξε το φυλακτό.

«Δεν υπάρχει ελπίδα» έλεγε απελπισμένη, λίγο πριν υποκύψει στην τρέλα που την είχε καταβάλει. «Βρίσκονται παντού, καταλαβαίνεις; Μέσα στο χώμα, μέσα στον τοίχο, μέσα στα κόκαλα, μέσα στα αυτιά μου. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να σταματήσεις τις φωνές. Είμαι μια Σημαδεμένη. Εγώ φταίω για όλα»


Τότε θυμήθηκε τα βάσανα τους και η καρδιά του μάτωσε. Ο κόσμος γύρω του έλιωσε σε μια τρεμάμενη δυσδιάκριτη θολούρα. Βούρκωσε ξανά και τα αναφιλητά άρχισαν να τραντάζουν το κορμί του.

Κατάλαβε πως ποτέ δεν είχαν καμία ελπίδα. Τόσο καιρό ζούσαν μέσα στην μιζέρια, μέσα στην εξαθλίωση. Μέσα στην ανέχεια. Από τότε που η Έιντα πήγε να δουλέψει ως προσωπική υπηρέτρια της Αρχόντισσας, τους χτύπησε η κακοτυχία. Μια κακοτυχία που η ίδια ισχυρίζονταν πως πήγαζε από εκείνη.

Τα χτυπήματα ήταν απανωτά.

Η δουλειά που έχασε λόγω ηλικίας, οι αρρώστιες, τα ζωντανά που πέθαιναν, τα σπαρτά που μαράθηκαν, το πηγάδι που στέρεψε. Το σπίτι που χάλαγε. Τα αγέννητα παιδιά που έχασαν. Είχαν φτάσει σε σημείο να μην έχουν να φάνε. Τα χρήματα που έφερνε η Έιντα δεν ήταν αρκετά. Έπρεπε να ζητιανέψουν. Έπρεπε να παρακαλέσουν για ένα κομμάτι ψωμί. Και τότε, τότε του έδειξε το σημάδι στην πλάτη. Του μίλησε για τους ψιθύρους. Για τους ψιθύρους που γεννούσε το σκοτάδι. Για την σφραγίδα που η δυστυχία κεντούσε πάνω της μέρα με τη μέρα.

Φαρμακωμένος, ανήσυχος, της εξήγησε πως όλα ήταν απόρροια του άγχους της. Πως ήταν κουρασμένη από τις στεναχώριες… πως το σημάδι ήταν απλώς τσιμπήματα εντόμων. Εκείνη είχε γελάσει ειρωνικά τότε και πήρε το χαρακτηριστικό προδομένο ύφος της.

Δεν του ξαναμίλησε για μήνες.

Όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση χειροτέρευε. Έδειχνε να χάνει μέρα με τη μέρα το μυαλό της. Σιγόκλαιγε, μιλούσε θυμωμένα στο πηγάδι πίσω από το σπίτι, όταν πίστευε πως κανείς δεν ήταν τριγύρω. Έκλεινε κάθε τρύπα, έσπαζε τους καθρέφτες, ήθελε να φύγει. Φυσικά, δεν την άφησε. Που θα πήγαιναν; Τι θα απογίνονταν; Ζητιάνοι; Πως θα ζούσαν; Από την ελεημοσύνη τρίτων;

Όχι. Έπρεπε να μείνουν στο χωριό, έπρεπε να κρατήσουν το σπίτι τους. Έπρεπε να δουλέψει στο κάστρο κι άλλο, τουλάχιστον μέχρι την έλευση της άνοιξης και την διακήρυξη του Κυνηγιού.

Όμως, τα προβλήματα μεγάλωναν, κι εκείνη κλείνονταν περισσότερο στον εαυτό της. Είχε γίνει άτονη, μελαγχολική, και η φωνή της είχε αλλάξει δραματικά. Είχε αποκτήσει μια άχρωμη, βραχνή χροιά. Κρίσεις υστερίας την έπιαναν από το πουθενά, κι έδειχνε να μαραζώνει από τη στεναχώρια. Ώσπου ένα βράδυ βροχερό, του μίλησε ξανά. Του εκμυστηρεύτηκε τα πάντα. Για τις φωνές μέσα από το πηγάδι, για την μόνιμη αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθούσε, για τις συνομιλίες στην άδεια κάμαρα της Αρχόντισσας, για το πόσο ψυχρή είχε γίνει απέναντι της. Για την περιέργεια της και τον απαίσιο λάκκο που βρήκε να μεγαλώνει στο υπνοδωμάτιο της. Κι όταν της εξήγησε πως αυτό ήταν αδύνατο γιατί η κάμαρα ήταν στην κορυφή του πύργου και όχι στο κελάρι, εκείνη θύμωσε και αποτραβήχτηκε από κοντά του.

«Κρυφοκοίταξα στο Βασίλειο της Αμαρτίας», έλεγε, «και με καταράστηκαν. Ήμουν περίεργη. Ήμουν ανόητη. Πόσο το έχω μετανιώσει. Οι φωνές με σημάδεψαν Σεθ. Είναι γλυκερές και μελιστάλακτες. Είναι γλοιώδεις. Προσπαθούν να με επηρεάσουν. Προσπαθούν να τρυπήσουν το μυαλό μου. Καίνε, καίνε σαν φωτιά τα λόγια τους. Προσπαθούν να με δελεάσουν με τις προσφορές τους και να με κρατήσουν εκεί κάτω, στα βάθη τους. Δεν χωρά ο νους σου τι μου έχουν τάξει. Δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Κανείς δεν μπορεί».


Για τρεις μέρες προσευχήθηκε. Για τρεις μέρες είχε κλειστεί μέσα στο δωμάτιο της, εκλιπαρώντας για βοήθεια, χωρίς να βγει ούτε μια φορά. Την τέταρτη μέρα όμως βγήκε. Βγήκε, κρατώντας το φυλαχτό στα χέρια. Κι ύστερα αυτοκτόνησε.

Ξαφνικά, ένας παγωμένος άνεμος άρχισε να φυσά. Βήματα δεν άκουσε, μα ένιωσε κάποιον να πλησιάζει. Μια γριά γυναίκα, μαυροφορεμένη, έχοντας την κουκούλα χαμηλά στα μάτια της, έκατσε απέναντι του, πάνω από τον ανοιγμένο τάφο. Δεν μπορούσε να δει καθαρά το πρόσωπο της. Τα δέντρα του δάσους πάγωσαν, στέναξαν από τη θλίψη, και όλες οι μυρωδιές έσβησαν από το παράξενο αλμυρό αεράκι. Τα δάκρυα του στέγνωσαν. Ρίγη ανατριχίλας απλώθηκαν στην ραχοκοκαλιά του και ο Σεθ απέμεινε να την κοιτά αμίλητος, χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει.

«Σας καταράστηκαν Σεθ Γκριμ» είπε εκείνη με την απαλή, ευγενική φωνή της. «Κι εμένα με έφερε ο αγέρας ως εδώ για να σε προειδοποιήσω. Για να σου μιλήσω για τον Σκιώδη Κόσμο. Για τις μολυσμένες σκιές και τα βδελύγματα.Για τους ψιθύρους στο σκοτάδι».

Τα μάτια του Σεθ άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη, και εκείνη κούνησε απαλά το κεφάλι της, όλο κατανόηση.

«Υπάρχει ένας παράξενος κόσμος κάτω από τον δικό μας» είπε. «Ένας κόσμος εχθρικός, που θέλει να εισβάλει με την βία μέσα στον δικό μας. Που καιροφυλακτεί μέσα στους τοίχους, κάτω από τη γη, πίσω από τον φθόνο, την κολακεία και το όμορφα στολισμένο ψέμα. Πίσω από οτιδήποτε άσχημο».

Ο Σεθ κοίταξε παγωμένα την γερόντισσα και έκατσε απέναντι της. Εκείνη απέφυγε το βλέμμα του και συνέχισε να του μιλά.

«Οι Σκιές που ζούνε εκεί», είπε, «δεν έχουν φυσική υπόσταση. Προσπαθούν όμως να αποκτήσουν. Θέλουν να εισχωρήσουν στον κόσμο μας και να ντυθούν με τομάρια αληθινών ανθρώπων. Είναι παράσιτα, κακόβουλα πνεύματα δίχως ψυχή, που ασελγούν πάνω στη ζωή. Οι χειρότεροι του είδους μας ίσως κρύβουν μια Σκιά κάτω από το δέρμα τους. Άνθρωποι ψεύτικοι, κούκοι που τρύπωσαν μέσα στη φωλιά, μοχθηρά πλάσματα που κρύβονται θέλοντας να εκμεταλλευτούν τον κόσμο των ανθρώπων. Έχουν βρει τον τρόπο βλέπεις, να ταξιδεύουν ως εδώ. Έχουν βρει τον τρόπο να διασχίσουν μια Σχισμή, και να την κρατήσουν ανοιχτή. Έχουν, δυστυχώς, συμμάχους ισχυρούς».

Μια μακρά σιωπή έπεσε ανάμεσα τους.

Η γυναίκα πλησίασε κι εκείνος έσκυψε ενστικτωδώς το κεφάλι.

«Θες να σου πω ένα μυστικό;» τον ρώτησε ψιθυριστά. «Ένα μυστικό για τουςκαθρέφτες; Είναι όντα ζωντανά. Δεν είναι αντικείμενα όπως λαθεμένα πιστεύουν όλοι. Είναι οι Ξένοι. Ταξιδευτές από έναν άλλο κόσμο, ολότελα διαφορετικό από τον δικό μας. Πλάσματα ρευστά, μιμητές, κακέκτυπα της πεμπτουσίας, που μπορούν να πάρουν ό,τι μορφή θέλουν. Δεν είναι σύμμαχοι μας. Κι εμείς, δελεαστήκαμε από την κολακεία τους. Τους βάλαμε σε κάθε σπίτι. Αφήσαμε τον λύκο να μας περιτριγυρίζει. Κι εκείνοι, μέσω αυτών, βλέπουν τα πάντα. Μας μελετούν, μαθαίνουν από τα πάθη μας. Ξέρουν όλα μας τα μυστικά».

«Εκείνοι;» ρώτησε ο Σεθ, κοιτώντας τη λοξά, με κομμένη την ανάσα.

«Οι Σκιές. Αυτοί που αναπνέουν μέσα από τα βάθη, που μιλούν μέσα από τις τρύπες».

«Τι θέλεις;» ρώτησε εκείνος, σφίγγοντας τη λαβή του ξίφους. «Ποια είσαι;»

Η γριά του έδειξε τον σκαμμένο τάφο και δεν μίλησε.

«Μην κάνεις το λάθος που έκανα εγώ» είπε μετά από λίγο, αναστενάζοντας. «Άκου την προειδοποίηση μου. Ο Αγέρας σας έδωσε μια τελευταία ευκαιρία».

Ο Σεθ δάγκωσε τα χείλη του και περίμενε την ξένη να συνεχίσει.

«Χάρισαν στην γυναίκα σου το φυλαχτό» είπε εκείνη σιγανά. «Για να σας φέρει τάχα τύχη, για να σας βοηθήσει να κάνετε παιδί. Ο καθρέφτης, βλέπεις, τους έλεγε τα πάντα. Τους έλεγε πώς δεν μπορούσε εκείνη να τεκνοποιήσει. Μοιράστηκε μαζί τους το αδύνατο της σημείο».

«Ποιοι; Ποιοι της το χάρισαν;» ρώτησε εκείνος. «Οι Σκιές;»

«Όχι, όχι. Το υποχείριο του νεκρομάντη. Η Αρχόντισσα. Της έχει δηλητηριάσει εδώ και χρόνια το μυαλό. Η άτυχη γυναίκα σου τσίμπησε στο δόλωμα. Πήρε το φυλαχτό που ήταν δεμένο με μαύρα μάγια. Σημαδεύτηκε και με την δυστυχία σας βοηθήσατε την Σχισμή να μεγαλώσει. Με το μαρτύριο σας κάνατε τον δίαυλο ισχυρό. Τρέφεται με πνεύμα, ξεδιψά με τα βάσανα όσων έχουν ψυχή, και δίνει υπόσταση στις Σκιές του Κάτω Κόσμου».

«Ποιος νεκρομάντης;» ρώτησε ο Σεθ, νιώθοντας την οργή μέσα του να θεριεύει. «Ποιος έφτιαξε το φυλαχτό;»

«Ο Γέρος στο Βουνό. Αχ, καημένε Σεθ, τι εχθρός σας έτυχε. Δεν μπορείς να τον σκοτώσεις. Είναι πάνω από τις δυνάμεις σου. Ζει ταυτόχρονα και σε άλλα πότε, και σε άλλα αν. Είναι ένα από τα Στοιχειά της Ερημιάς. Διαψεύδει τον Χώρο και τον Χρόνο».

Ο Γέρος στο Βουνό.

Τα Στοιχειά της Ερημιάς.

Περιπλανώμενες ψυχές δίχως πεπρωμένο, καταδικασμένες να ακολουθούν έναν ύστατο ακαθόριστο σκοπό. Εξόριστες υπάρξεις που έχουν εξοβελιστεί από ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης, που είχαν ακρωτηριαστεί νοητικά και συναισθηματικά, και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να βρουν έναν τρόπο να γυρίσουν πίσω. Καταραμένα πλάσματα που περιδιάβαιναν σαν φασματικοί ταξιδευτές τους μυριάδες κόσμους, αγκιστρωμένα στον κλοιό της θλίψης, για πάντα αναγκασμένοι να βαδίζουν προς τον προσωπικό τους τελεσίδικο προορισμό, υπακούοντας μονάχα στην Εμμονή και στις επιταγές της Μοίρας… γυρεύοντας ενστικτωδώς την γλυκιά απρόσιτη πατρίδα, το σπίτι που διαγράφονταν στο βάθος, πάντα κοντά, μα και πάντα τόσο μακριά, πίσω από τα τείχη, πίσω από κάθε εμπόδιο, στο τέλος του μαρτυρίου και της ατέλειωτης, γεμάτης αγκάθια στέρφας γης που αλυσόδενε με θλίψη την αιώνια ύπαρξη τους.

«Ο Γέρος το έφτιαξε» είπε η γριά, «και το υποχείριο του, η Αρχόντισσα, της το έδωσε. Αυτή τα έκανε όλα. Μόλυνε τον κόσμο μας. Άνοιξε τη Σχισμή. Και ο Γέρος περιμένει να σας καταβροχθίσει όλους, περιμένει να ανοίξει κι άλλο, ώστε να χωρέσει μέσα της, και να διασχίσει την Χώρα των Σκιών. Να έρθει λίγο πιο κοντά στην αγαλλίαση που τον περιμένει στο πέρας του Αιώνιου Δρόμου».

Σαν πάρεις το μονοπάτι για τις Εκατό Πηγές, βάσταξε τις προσευχές αυτών που σε αγαπούν μαζί σου.

Στην κορυφή σε περιμένει αυτός που είδε κι άλλους κόσμους.


Έτσι ισχυρίζονται οι δοξασίες.

Δεν πίστευε ποτέ στη μαγεία, μα αυτό το πίστευε. Πίστευε στον Γέρο.

Πίστευε πως το βουνό ήταν στοιχειωμένο. Ακροβατούσε λέγανε στα σύνορα ενός άλλου κόσμου, που κρύβονταν πίσω από την γέρικη γη σαν ξεθωριασμένη οπτασία. Έναν κόσμο που πάλιωνε μέρα με τη μέρα, στιγματίζοντας τις αναμνήσεις, βάφοντας με γκρίζο χρώμα κάθε εικόνα που ταξίδευε από το παρελθόν. Ακτές θαμμένες στην ομίχλη ήταν οι πλαγιές του, χάλκινες ήταν οι σκιές του, αφύσικα σιωπηλά δάση του, ένα απόρθητο οχυρό αληθινής, οικείας σκέψης πίσω από μια αύρα μυστηρίου που ξεχύνονταν σαν πνοή μέσα από τα βραχώδη, απόκρημνα σχιστά λαγκάδια. Πέρα από κει, το ‘ξεραν όλοι, απλώνονταν το άγνωστο. Η δίχως τέλος τούνδρα και οι εσχατιές της γης, το τέλος για κάθε τέλος στο μυαλό κάθε ταξιδευτή. Το απέραντο χιονόλευκο όνειρο που στιγμάτιζε την κορυφή του κόσμου, εκεί όπου όλοι οι ορίζοντες έλιωναν και αναμιγνύονταν σε ένα παγωμένο, παράδοξο είδωλο κάλπικης, εφήμερης γης, όπου αν και επισφαλής, κατόρθωνε να παραμείνει αιώνια. Οι Δρόμοι έσβηναν, αναμιγνύονταν μεταξύ τους, υφαίνοντας την απέραντη, λευκή Γη της Μοναξιάς, το ύστατο όριο κάθε κόσμου και κοινό τόπο για τις παράλληλες πραγματικότητες. Ένα αμάγαλμα από συγκεχυμένες ψευδαισθήσεις που κρύβονταν σαν αδιόρατες σκιές πίσω από την μυθική ομορφιά ενός σμαραγδένιου έναστρου ουρανού, πίσω από τους πάγους και τις αφηνιασμένες χιονοθύελλες που ξεσπούσαν αλύπητα για να σβήσουν κάθε ίχνος πάνω στο σκληρό πρόσωπο της θλιμμένης γης, κάθε απατηλό γέρικο σημάδι. Οι κανόνες πέθαιναν εκεί, οι διαφορετικοί χρόνοι της πολυδιάστατης ζωής αλληλοεξουδετερώνονταν και ο ωκεανός έφτανε σε ένα τέλος, λυσσομανώντας σαν θηρίο εγκλωβισμένο. Ακόμα και ο κύκλος της μέρας αλλοιωνόταν, συγχυσμένος από την μείξη των χαμένων χρόνων, από αυτό το ξέφτισμα των άπειρων νημάτων στο υφαντό της Μοίρας. Και αυτοί… αυτοί ζούσαν στο χείλος της σκιάς. Τόσο κοντά σε μέρη ξεχασμένα από θεούς και ανθρώπους. Στις Ερημιές που δεν κατοικούν ψυχές, μα δαίμονες και γέρικα στοιχειά.

Όχι, ο Γέρος υπήρχε. Ήταν αληθινός.

«Μην ξεστρατίσεις» προειδοποίησε η γριά, διακόπτοντας τις σκέψεις του. Αναζήτησε το Σημάδι της Μαύρης Γης στην κορυφή του πύργου. Μια γη παχύρρευστη υφαίνεται μέσα της, μια γη που κοχλάζει στις σκιές. Σπάσε το φυλακτό, διέκοψε την επαφή και θάψε για πάντα την Σχισμή».

«Ναι, είναι δυνατόν» συνέχισε υπομονετικά, βλέποντας το δύσπιστο βλέμμα του. «Η γυναίκα σου, με το φυλακτό, εξαγόρασε εν αγνοία της λίγη δύναμη με άφθονη δυστυχία. Μην το πετάξεις. Κράτησε το. Θα δώσει σάρκα στις Σκιές. Θα μπορείς να τις σκοτώσεις αν το σπάσεις, αν το πετάξεις μέσα στον Λάκκο. Θα μπορείς να τρυπήσεις με την λεπίδα σου αυτό που σας μολύνει».

«Κι ο Γέρος;»

«Αν αποτύχει εδώ, θα αναζητήσει άλλες διεξόδους για τους μυριάδες κόσμους. Θα τον ξεφορτωθείτε. Πήγαινε το βράδυ στην κορυφή του Πύργου. Χρησιμοποίησε τη δύναμη του φυλαχτού για να κλείσεις τη Σχισμή και να βοηθήσεις το πνεύμα της Έιντα να γαληνέψει».

Τότε η γριά γυναίκα σηκώθηκε και πριν μπορέσει ο Σεθ να την σταματήσει έπεσε μέσα στον τάφο. Έπεσε και εξαφανίστηκε από προσώπου γης, αφήνοντας τον και πάλι μόνο, συγχυσμένο, με μοναδική συντροφιά τις τύψεις και τις θολωμένες σκέψεις του.

Η νύχτα τρύπωσε ύπουλα στο χωριό, ταξιδεύοντας σαν κλέφτης από τα βάθη της ανατολής. Άκρα του τάφου σιωπή επικρατούσε στους άδειους δρόμους. Η υγρασία θόλωνε τα τζάμια, γεμίζοντας με ένα βαθύ αίσθημα απομόνωσης τον σκυφτό, σκεπτικό Σεθ. Τα βήματα του ακούγονταν εκκωφαντικά μέσα από τα σοκάκια. Προσπέρασε γρήγορα το θορυβώδες ποτάμι, βάδισε μόνος στους γυμνούς λόφους με το σπαθί στο χέρι, γυρεύοντας μάταια το προδοτικό φεγγάρι. Το κάστρο διαγράφονταν μελανό στον ορίζοντα, ένας πιστός φρουρός που φύλαγε τα αινίγματα και τα μυστικά της θλιμμένης, ορεινής γης. Βαθύ κρύο ανέβλυζε μέσα από το χώμα, μέσα από τα πέτρινα λαγκάδια. Ο αγέρας είχε ξεσηκωθεί’ τριγυρνούσε εδώ κι εκεί, σφυρίζοντας ένα μελαγχολικό, δυσοίωνο τραγούδι.

Πριν περάσει πολύ ώρα έφτασε στο κάστρο. Οι θύρες ήταν μισάνοιχτες. Οι μεντεσέδες έτριζαν και από μακριά ακούγονταν πεντακάθαρα παράθυρα να κροταλίζουν. Ο Σεθ γύρεψε, όπως του ‘παν, την κορυφή του πύργου. Πέρασε τις κλειδωμένες αίθουσες, ανέβηκε τις σκάλες, και έφτασε στα δώματα της Αρχόντισσας. Δεν συνάντησε ψυχή στο διάβα του’ μήτε βάρδους, μήτε στρατιώτες. Κάτι είχε συμβεί. Κάτι άσχημο. Αναπνέοντας βαριά, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.

Ένα πνιχτό επιφώνημα φόβου ξέφυγε από τα χείλη του. Ένα θλιβερό πλάσμα βρισκόταν αλυσοδεμένο απέναντι του, σωριασμένο στο δάπεδο. Ήταν καχεκτικό και πασαλειμμένο από τη λάσπη. Ήταν η Αρχόντισσα’ και ξάπλωνε στο χείλος ενός απόκοσμου μαύρου λάκκου που έχασκε ορθάνοιχτος καταμεσής του δωματίου. Ένας αλλόκοτος λάκκος που ξερνούσε υγρασία. Το πρόσωπο του Σεθ πάνιασε και εκείνη κάγχασε.

Ήρθες, ήταν σαν να του ‘λεγε.

Άρχισε να του μιλά, με την φωνή της να είναι αδύναμη και βραχνή.

«Έπλασα τον Λάκκο. Μια πύλη για τον κόσμο που βρίσκεται κάτω από τον δικό μας».

Το βλέμμα της, παρανοϊκό και γεμάτο δέος, έπεσε στον τεράστιο επιχρυσωμένο καθρέφτη που έστεκε απέναντι της. Το κρύσταλλο ήταν ρηγματωμένο.

«Γιατί;» ρώτησε ο Σεθ.

Εκείνη δεν απάντησε ποτέ και άρχισε να βήχει. Τα πνευμόνια της σφύριζαν. Πέθαινε. Κάτι απομυζούσε την ψυχή της.

«Ξέρεις πως κρατούν τις πύλες ανοιχτές;» τον ρώτησε. «Οι Κρύπτες του Κάτω Κόσμου φιλοξενούν τέρατα Σεθ Γκριμ. Τις Συμφορές. Παντοδύναμα όντα,δαίμονες, που θρέφονται με ψυχές για να μεγαλώσουν. Εκδηλώνονται μέσα από τους θύλακες του σκότους, γεννιούνται μέσα από τις τρύπες, εκφυλίζουν τον κόσμο μέσα από τις Σχισμές. Αν κάποια πόρτα ανοίξει, οι κόσμοι συγκλίνουν, και οι Συμφορές ταΐζουν την Σχισμή με σάρκες για να κρατήσουν το χάσμα ανοιχτό. Αναζητούν τον πιο αδύναμο από εμάς, τον πιο επιρρεπή, για να γίνει η μαριονέτα τους. Ο σύνδεσμος τους με αυτόν τον παράξενο, πλούσιο σε ύλη κόσμο. Θέλουν να καταβροχθίσουν τις ψυχές γρήγορα, πριν θάψει κανείς τον Λάκκο, πριν κλείσει η Σχισμή. Σπέρνουν τον κακόβουλο σπόρο τους και τον καλλιεργούν σιγά – σιγά ώσπου το μίασμα να μεγαλώσει και να μεταδοθεί στα θύματα τους. Απλώνουν τα δίχτυα τους μέσα από τους εφιάλτες, τις παραισθήσεις, τις παρεξηγήσεις και τις λανθασμένες εντυπώσεις. Λυμαίνονται τα συναισθήματα, διαστρεβλώνουν την αλήθεια, παίρνουν δύναμη από το ψέμα. Θάβουν τις όμορφες στιγμές γεμίζοντας την σκέψη με σιωπή. Ροκανίζουν το μυαλό με υποψίες. Υπαίτιοι, σφετεριστές, ραδιούργοι και καταστροφείς. Με ψιθύρους και υποβολές υφαίνουν τις πλεκτάνες και μαυρίζουν την ψυχή μας. Συνήθως σε ξεμοναχιάζουν όπως οι θηρευτές… Μόνο ο ύπνος μπορεί να τις κρατήσει μακριά. Το Άγγιγμα του Μορφέα. Αλλά και πάλι, τις περισσότερες φορές, ούτε αυτό είναι αρκετό».

Ο Σεθ έριξε από μακριά μια ματιά στον λάκκο και δεν έβγαλε άχνα.

«Οι Συμφορές είναι πολλές» συνέχισε εκείνη να παραληρεί. «Ζήλεια. Μίσος. Δυστυχία. Λαγνεία. Τρέλα. Ενοχή. Οργή. Σύγχυση. Απληστία. Έριδα. Κατάθλιψη. Διαστροφή. Αλαζονεία. Περιέργεια».

Η Αρχόντισσα τον κοίταξε χαιρέκακα.

«Κι εγώ έφερα μια εδώ» είπε. «Η σάρκα κρατά την Σχισμή ανοιχτή και βοηθά την Σκιά να γεννηθεί. Οι χαμένες ψυχές και το μίασμα που φωλιάζει σαν σκουλήκι στο πνεύμα θρέφουν την Συμφορά, αυτή την θέληση που τροφοδοτεί με σάρκες τον μαύρο λάκκο. Τους μάντρωσα όλους στις αίθουσες, σαν πρόβατα. Τους πότισα φαρμάκι. Έσπειρα…».

«Εσύ. Εσύ τρέλανες την γυναίκα μου» φώναξε οργισμένα ο Σεθ και σήκωσε ψηλά τον Όνυχα. Η φθαρμένη λεπίδα ορθώθηκε σαν ένας πύργος καμωμένος από παγερό ατσάλι. «Εσύ την καταράστηκες».

Η Αρχόντισσα γέλασε.

«Αν αφαιρέσεις το κομμάτι του σπασμένου καθρέφτη, θα δεις κι εσύ. Ένας ολόκληρος κόσμος κρύβεται από πίσω. Εσύ δεν θα ήσουν περίεργος; Δεν θα διακινδύνευες τα πάντα για την επαφή;»

«Όχι!» ούρλιαξε ξετρελαμένος και της πήρε με μίσος το κεφάλι. «Όχι δεν θα το έκανα ποτέ αυτό» ψιθύρισε κι έπεσε στα γόνατα συντετριμμένος.

Ένα σιγανό γέλιο ακούστηκε στο δωμάτιο. Έμοιαζε με ψίθυρο και προέρχονταν μέσα από τον λάκκο.

«Από τότε που η γυναίκα σου κρυφοκοίταξε προς τα εδώ ήθελα να την κάνω δική μου», είπε μια απαλή γλυκιά φωνή. «Ήθελα να την βάλω στο χώμα. Τα κατάφερα. Μην τολμήσεις να σπάσεις το φυλακτό. Θα το μετανιώσεις».

Ο Σεθ στηρίχθηκε πάνω στον Όνυχα και κοίταξε μέσα στον λάκκο. Έμοιαζε με βαθύ πηγάδι. Ένα πηγάδι που θα έπρεπε να τρυπά απ’ άκρη σε άκρη τον μαύρο πύργο, ως τα θεμέλια. Λάσπη και κόκαλα διέκρινε, και μια αδιαπέραστη μαυρίλα που σκέπαζε τα πάντα, σαν στροβιλιζόμενη, τρεμάμενη ομίχλη. Τα βάθη, αν και ιλιγγιώδη, έμοιαζαν ψεύτικα. Ένα τερτίπι των σκιών που γεννούσε το κουρασμένο του μυαλό.

Ήταν οφθαλμαπάτη. Θα ‘πρεπε να είναι. Δεν θα μπορούσε αυτό το πράγμα να διαπερνά ολόκληρο τον πύργο.

Μια φριχτή μυρωδιά πλανιόταν στον αέρα. Θύμιζε βρώμικη αναπνοή. Το δάπεδο στο χείλος είχε λιώσει, και τα τοιχώματα του λάκκου ήταν καλυμμένα με μια πηχτή μαύρη βλέννα. Αφόρητη παγωνιά κατέκλυζε τον χώρο. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από την φρίκη. Κάτι σάλευε εκεί κάτω, στην επιφάνεια του βούρκου. Κάτι απαίσιο, που θύμιζε ερμητικά κλεισμένο στόμα. Μια παραμορφωμένη θεόρατη τομή πάνω σε λιωμένη σάρκα, πνιγμένη από τη λάσπη και τη βλέννα.

Τα μάτια του άρχισαν να καίνε. Ένιωσε το κεφάλι του να ραγίζει από τον πόνο.

Το πρόσωπο του παραμορφώθηκε από το μίσος. Κραυγάζοντας, έσπασε το φυλακτό και το πέταξε μέσα στο σκοτάδι. Αμέσως μια διαπεραστική κραυγή αγωνίας έσκισε την ατμόσφαιρα. Μια αόρατη μορφή άρχισε να βουλιάζει στην λάσπη. Ένα αδύναμο βογγητό ακούστηκε, και ένα σκίσιμο που τον έκανε να ανατριχιάσει. Η φωνή άρχισε να γελά υστερικά. Ήταν η γριά. Η γριά από το νεκροταφείο.

«Την είχα σημαδέψει» είπε. «Ήταν η μόνη που μου είχε ξεφύγει. Μόλις καταδίκασες την ψυχή της. Έκοψες τον ομφάλιο λώρο. Την αλυσίδα που την κρατούσε μακριά. Ααααααχ… Ήρθε στην αγκαλιά μου. Άκουσε την. Άκουσε τη να πονά».

Οδύνες μαρτυρίου έφτασαν στα αυτιά του. Η Έιντα. Άκουγε την Έιντα!

Ένα άγριο σφυροκόπημα στα μηνίγγια του σκέπασε κάθε ήχο. Μαύρη απελπισία πλημμύρισε την καρδιά του.

Θεοί, τι έκανα;!

«Ανόητε» άκουσε την Αρχόντισσα μέσα στο μυαλό του.

«Η Έιντα προσευχήθηκε. Την εισάκουσε ο Γέρος. Αυτός που κατοικεί πάνω στο Βουνό ήταν καλός. Της έδωσε το φυλαχτό. «Είσαι καταδικασμένη να πεθάνεις», της είπε. «Σε σημάδεψε μια Συμφορά. Τουλάχιστον σώσε την ψυχή σου. Το φυλαχτό θα σε κρατήσει κοντά στον άντρα σου. Όταν πεθάνει, η αγάπη του θα σε τραβήξει ως τον Κόσμο των Ονείρων. Μαζί με τον Άνεμο θα δραπετεύσετε ως τις Πύλες του Ουρανού. Μαζί θα υπερβείτε την Κεράτινη Σκάλα. Μαζί θα φτάσετε ως την Κατοικία των Θεών. Φύγε από εδώ. Ο τόπος είναι καταδικασμένος». 

Η Αρχόντισσα αναστέναξε, τάχα λυπημένα, λίγο πριν βουλιάξει στην Σχισμή.

«Αν και περαστικός, κοντοστάθηκε για λίγο, διέκοψε την ατέρμονη αναζήτηση του. Τράβηξε την προσοχή του η προσευχή της. Προσπάθησε να σας σώσει. Ω, τι κρίμα».

Ο Σεθ στράφηκε προς τον Λάκκο, τρέμοντας. Η ψυχή της Αρχόντισσας χάθηκε κάτω από την λάσπη. Η επιφάνεια έγινε ξανά λεία σαν γυαλί. Ήταν μόνος. Μόνος αυτός και η μοχθηρή φωνή.

«Τι είσαι;» ρώτησε, πριν χάσει το μυαλό του.

«Είμαι το Κακό. Είμαι η Δυστυχία».

«Φτωχή, φτωχή ψυχή. Νόμιζες πως η Δυστυχία είναι απλώς μια έννοια; Κάτι φευγαλέο; Όχι. Υπάρχω. Υφαίνω. Είμαι».

Ο Σεθ άρχισε να σιγοκλαίει.

«Εγώ είμαι όταν σας τυλίγω μέσα στην αγκαλιά μου. Εγώ είμαι εκεί όταν νιώθεις να σε πνίγει η απελπισία. Χθες το βράδυ παρασύρθηκα. Αφήνιασα. Μες την λαιμαργία μου δεν άφησα ούτε έναν ζωντανό.. Όμως… όμως και σήμερα πεινάω. Όσο μεγαλώνει ο λάκκος, πεινάω πιο πολύ. Η Σχισμή χρειάζεται κι άλλη σάρκα. Σε έχω ανάγκη».

Σιωπή. Ο Σεθ έπεσε στα γόνατα.

«Αν θέλεις να ελευθερώσω την ψυχή της, θα ξεκοιλιάσεις όλους στο χωριό. Θα τους φέρεις έναν-έναν ως εδώ. Θα τους στριμώξεις μέσα στη Σχισμή. Θα γίνεις ένας Λύκος. Ένας Λύκος που θα βαδίζει στο Σκοτάδι».

«Έλα, τι περιμένεις;» είπε. «Κατέβα. Το Παράσιτο γεννήθηκε. Σε περιμένει. Μπες μέσα στον Λάκκο. Υπέκυψε στην Δυστυχία».