Διήγημα | "Ζήσε"

Διήγημα | "Ζήσε"

Τις μέρες που ακολούθησαν μετά τον θάνατο των γονιών μου, δεν τις καλοθυμάμαι. Τις έζησα μέσα στη θολούρα. Είχα αρρωστήσει από τη θλίψη. Μέσα μου είχε παραλύσει κάθε μορφή συγκροτημένης σκέψης. Ένιωθα –και ήμουν– για πρώτη φορά εγκαταλειμμένος, μόνος. Στερημένος. Δεν είχα πια κανέναν. Παιδιά δεν με είχε προικίσει ο Θεός να κάνω, όλες οι γυναίκες με είχαν αφήσει, φίλους αληθινούς δεν είχα, και τώρα πια είχα χάσει και τους μοναδικούς ανθρώπους που με στήριζαν και νοιάζονταν πραγματικά για μένα.

 
Τι είναι η αγάπη, αναρωτιόμουν, καιρό μετά τη δεύτερη κηδεία. Ποιο είναι το αληθινό νόημα της; Τι είναι, τελικά, αν όχι ένας διαρκής αγώνας αναζήτησης για το ποια είναι η θέση μας στον κόσμο; Τι είναι αυτή η στοργή και η συμπόνια, αν όχι το καθρέφτισμα της ανάγκης μας για επιβεβαίωση, το τεκμήριο πως η ύπαρξη μας έχει κάποια βαρύτητα, έχει ουσιώδη αντίκτυπο γύρω της; Κι αυτός ο πυλώνας, η επιδίωξη της εσωτερικής ανταμοιβής, η επιβεβαίωση της συναισθηματικής αποδοχής, το ταίριασμα των συνειδήσεων, σ’ έναν κόσμο που διαρκώς χειροτερεύει, χαρίζει σκοπό, ουσία, χαρίζει ελπίδα, παρηγοριά και ικανοποίηση· κι εγώ, ξαφνικά, έχασα καθετί που έδινε νόημα στη μίζερη ζωή μου.

Βρήκα για κάμποσο καιρό αποκούμπι στις καταχρήσεις, μα δεν ήταν αρκετό. Η εσωτερική φωνή που έδιωχνε τις άσχημες σκέψεις είχε χάσει τη δύναμη της. Ήμουν ένας αποτυχημένος. Δεν είχα κανένα μέλλον. Θα πέθαινα μόνος, μίζερος, και καταθλιπτικός, κάνοντας μια δουλειά που ποτέ δεν με γέμιζε, μόνο και μόνο από ανάγκη και συνήθεια.

Και το χειρότερο ήταν πως αυτός ο φόβος ρίζωσε μέσα μου από τη στιγμή που είδα πως έφυγε η μάνα. Δεν πέθαναν μαζί, όχι, μα εγώ πια σαν να έφυγαν την ίδια μέρα το λογαριάζω. Ο μπαμπάς έσβησε χωρίς κανείς να το περιμένει. Έσβησε σαν τον αναστεναγμό μιας αύρας που τη διαλύει η ψιλή βροχή, ένα πρωί που πήρε να χιονίζει. Έφυγε, αθόρυβα, όπως έκανε πάντα όταν δεν κοιτούσες, ικανοποιημένος θαρρώ, για να ενωθεί με το άγνωστο που τόσο πολύ τον συγκινούσε.
Έγινε μέρος του αινίγματος, αφήνοντας εμάς μέσα στον πόνο.
Από εκείνη την ίδια μέρα, η μάνα έγινε σκιά του εαυτού της. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βλέπεις τον άνθρωπο που σε μεγάλωσε, τον άνθρωπο που σε έμαθε να χαμογελάς και να στυλώνεσαι στα πόδια σου, να καταρρέει. Να μαραζώνει. Δεν έτρωγε, δεν μιλούσε, δεν φρόντιζε τον εαυτό της. Κάθε βράδυ τα χαράματα βημάτιζε πάνω κάτω μες στο σπίτι, και με κοιτούσε αμίλητη, με τα μεγάλα βουρκωμένα μάτια της, σαν ένας άνθρωπος που είχε μαντέψει ήδη το ριζικό του.
Άκουγα τα αναφιλητά της από το διπλανό δωμάτιο, γεμάτα πόνο, γεμάτα οδύνη, και δεν ήξερα με τι λόγια να την παρηγορήσω.

"Δεν υπάρχει χειρότερο μαρτύριο από το να αργοπορείς πίσω μόνη, σ’ έναν κόσμο που δεν σε θέλει άλλο", μου είπε ένα βράδυ. "Έναν κόσμο που σε γέρασε, σε ξεζούμισε, και σου στέρησε τα πάντα, αφού πρώτα σε άφησε να δεθείς μαζί τους. Γεύσου, δες πόσο γλυκιά είναι η ζωή, αλλά μην παρασυρθείς: θα ‘ρθει εκείνη η ρημάδα η ώρα που το μόνο που θα κάνεις είναι να αναπολείς την ευδαιμονία της νιότης, που κάνει ακόμη πιο αβάσταχτη τη θύμηση της".
Τέτοια μου 'λεγε, ώσπου η καρδιά της έκανε τη χάρη, και τα δεσμά της ψυχής της λύθηκαν· έφυγε κι αυτή για 'κει που πάνε όλοι, αφήνοντας εμένα μόνο, να αναλογίζομαι όσα τη βασάνιζαν.
Αυτό με περίμενε λοιπόν;
Η μοναξιά να μου μαυρίζει από εδώ και πέρα την ψυχή;
Να αποζητώ, μάταια, ρηχή παρηγοριά στο ποτό και τις θολές κουβέντες, και την επομένη το κενό μέσα μου να μεγαλώνει;
Να είμαι σκλάβος μιας οικογενειακής επιχείρησης που παραπαίει, και ποτέ δεν είχα το θάρρος να αφήσω πίσω;
Δεν άντεχα άλλο αυτό το μαρτύριο, ώσπου αποφάσισα, μετά από πολύ καιρό, να κάνω έναν περίπατο στην παλιά πόλη. Να βαδίσω δίχως σκοπό στα απόμακρα στενά της, να εξερευνήσω το μακρύ σκοτάδι, να φτάσω ως τις ομιχλώδεις σήραγγες του νότου· εκεί όπου όλοι οι χαμένοι έχουν πάει. Να βρεθώ για λίγο μακριά από τους θορύβους και τα άσπιλα φώτα των πανύψηλων πύργων ή τα θέλγητρα της πλωτής ακρόπολης. Εκεί που το μαράζι των ανθρώπων για τη ζωή που ποτέ δεν έζησαν, είναι κανόνας. Να πάρω δύναμη από τον πόνο, και να αντικρίσω για λίγο έναν τόπο που αν και φτωχικός, διατηρείται ακόμη αυθεντικός, μακριά από τα καζίνο, τα νέον φώτα, τα εμπορικά κέντρα, τις αστραφτερές αίθουσες, τα ψεύτικα χαμόγελα, τους πολυτελείς διαδρόμους, τα καταστήματα, τα drones και τις εναέριες προβλήτες. Να σταθώ, επιτέλους, σ’ έναν δρόμο που τα φώτα είναι χαλασμένα. Να κρυφτώ μέσα στο σκοτάδι, να γίνω ένα με τις σκιές της τσιμεντένιας πόλης, να αφήσω το αγέρι που σεργιανίζει στους γεμάτους σκουπίδια δρόμους να με παρασύρει σε γειτονιές απάτητες εδώ και χρόνια.

Κι αυτό έκανα. Πέρασα από πιάτσες που σύχναζαν κάποτε οι πόρνες, οι εγκληματίες, όλα τα κατακάθια της κοινωνίας, μέρη παρατημένα, γειτονιές που πόδι νοικοκύρη ανθρώπου χρόνια είχε να πατήσει, ώσπου εκεί, μπροστά στη βιτρίνα ενός παρακμιακού καταστήματος που ξεπουλούσε όλα του τα είδη, κρυμμένος μέσα στην κουκούλα του παλτού μου, κοντοστάθηκα γιατί είδα κάτι που μου μαγνήτισε το βλέμμα· κάτι που οι κυβερνήσεις είχαν απαγορεύσει πριν χρόνια. Η επιγραφή, βασικά, ήταν που μου τράβηξε την προσοχή:
"Ζήσε. Τι περιμένεις;", έγραφε, με τα μεγάλα κόκκινα γράμματα να πυρώνουν τη σκουριασμένη λαμαρίνα των αποσυρμένων τροχοφόρων.
"Ζήσε σ’ έναν κόσμο, έτσι όπως μόνο εσύ τον έχεις φανταστεί".

Η ευγενική φωνή που με ξυπνάει, έχει γίνει άκρως ενοχλητική.
"Στέλεχος Επαυξημένης Πραγματικότητας, Rim CQ, κόμβος παράλληλου συρμού Επτά. Έχετε είκοσι δυο μηνύματα. Παρακαλώ, συνίσταται διακοπή"
Απηυδισμένος, βλαστημάω και απενεργοποιώ τις ειδοποιήσεις. Απορώ με τον εαυτό μου· τόσοι μήνες πέρασαν πια, τώρα αξιώθηκα και μπήκα στον κόπο να κλείσω το ρημάδι;
Αγνοώ το μούδιασμα στο σβέρκο μου. Ο ύπνος ήταν μαρτυρικός. Η θολούρα, δεν αντέχεται. Ξέρω πως το έχω παρακάνει, μα δεν χάνω ευκαιρία να θάψω τις τύψεις που με κατακλύζουν.
Σήμερα θέλω να βυθιστώ και πάλι.
Μια φορά ακόμη, κι όχι άλλο.

Η προσωπίδα στο κεφάλι μου εξακολουθεί να είναι πολύ βολική. Μου έχει γίνει δεύτερη φύση. Μετά το σοκ της πρώτης προβολής, και το αρχικό παρατεταμένο μούδιασμα, τίποτα απ’ όλα όσα αισθάνομαι δεν μου προκαλούν έκπληξη. Πίνω νερό, μπόλικο, πριν το έμβολο εισέλθει στο στόμα και τη μύτη μου, και ενεργοποιώ τον κώδικα. Το γνώριμο κουδούνισμα είναι μουσική στα αυτιά μου. Οι περιχειρίδες, το κολάρο και τα γάντια σφίγγουν, προκαλούν κνησμό στους καρπούς, μα η αίσθηση χάνεται γρήγορα, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν εισπνέει κανείς σπρέι ξυλοκαΐνης.
Χαμογελάω, αναλογιζόμενος πως όλα ξεκίνησαν από το τσίλι. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα ήξεραν πως υπάρχουν ουσίες, σαν κι αυτές που συναντά κανείς στην πιπεριά τσίλι, που έχουν την ιδιότητα να προσδένονται σε υποδοχείς του νευρικού συστήματος. Υποδοχείς που εμπλέκονται στη διαδικασία μεταφοράς πόνου από τα νεύρα στον εγκέφαλο και ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του σώματος. Έτσι τα νεύρα ξεγελούν τον εγκέφαλο, που ως εκ των πραγμάτων λαμβάνει λανθασμένα ερεθίσματα, όπως για παράδειγμα αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, χωρίς όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα το γνώριμο αίσθημα καψίματος που όλοι ξέρουμε. Ακόμη και εφίδρωση προκαλεί σε ορισμένες περιπτώσεις.

Η τεχνολογία που ανέπτυξαν στις αρχές του αιώνα, ήταν επαναστατική και οδήγησε τις τεχνικές εικονικής πραγματικότητας σε άλλο επίπεδο. Η συσκευή μπορούσε να δρα ταυτόχρονα σε πάρα πολλούς τομείς, συλλογικά, πέρα από τις εξελιγμένες τεχνικές οπτικοακουστικής απεικόνισης ή την εκμετάλλευση των ουσιών που επηρέαζαν τους υποδοχείς του νευρικού συστήματος. Η εταιρεία παραγωγής Rim CQ ισχυριζόταν πως μπορούσε να προσβάλει όλες τις αισθήσεις, υποδόριες ή μη. Το εμπρόσθιο χείλος της μετώπης ερχόταν σε αρμονικό συσχετισμό με όλους τους τύπους των εγκεφαλικών κυττάρων, και μπορούσαν μέσω μιας μεγάλης γκάμας δραστικών ουσιών (όπως φερ’ ειπείν φερομόνες), να ξεγελάσουν βασικές λειτουργίες του οργανισμού. Μπορούσαν να εξομοιώσουν την αίσθηση της ζέστης, του κρύου, της αφής, ακόμη και να κατευνάσουν ή να ενισχύσουν την αίσθηση της πείνας. Επηρεάζοντας υποδοχείς του νευρικού συστήματος, αποτύπωναν με εντυπωσιακή ακρίβεια την αίσθηση της μυρωδιάς, όπως ακριβώς το τσίλι ξεγελά τον νου με την καυτή του γεύση. Διέγειραν τα κέντρα ελέγχου του εγκεφάλου, προκαλώντας ορμές, στρες ή αισθήματα χαλάρωσης, αν ο χρήστης το επιθυμούσε. Μα πάνω απ’ όλα όμως, το κάθε στέλεχος μπορούσε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον άκρως ρεαλιστικό, όπου ήταν δυνατόν να περιηγηθεί ο οποιοσδήποτε σε πρώτο πρόσωπο, και να ξεχάσει αμέσως πως αυτός ο κόσμος που τον περιστοίχιζε δεν ήταν ο αληθινός.

Από τις ονειροπολήσεις με επαναφέρει απότομα ο απαλός βόμβος που ακούγεται στα αυτιά μου από τα ακουστικά. Η οθόνη μαυρίζει, και ξαφνικά γύρω όλα σκοτεινιάζουν. Νομίζω πως βρίσκομαι ολομόναχος μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Ξέρω πως σε λίγες στιγμές θα ζήσω ξανά κάποιες από τις αγαπημένες μου στιγμές.
Περιηγούμαι ανάμεσα από δεκάδες επιλογές: ταξίδια, συναυλίες, αγώνες φόρμουλα ένα, αερομαχίες, τελικούς κυπέλων, καταδύσεις, αναπαραστάσεις από διάσημες ταινίες, πραγματικούς πόλεμους. Ως και την Μεγάλη Έκρηξη έβαλαν, οι άτιμοι, ώστε να προσελκύσουν πελάτες που θα είναι διατεθειμένοι να αφήσουν κανένα φράγκο παραπάνω. Όλες είναι υπέροχες, φαντασμαγορικές εμπειρίες, δε λέω, αποδοσμένες σε κλίμακα ένα προς ένα, μα εγώ πάω κατευθείαν εκεί με που με πονάει: στις καταγραφές και στα επεξεργασμένα βίντεο.
Νιώθω την καρδιά μου να σκιρτάει. Επιλέγω τον τίτλο >Α small step for man, one giant leap for mankind, την ονομασία με την οποία είχε εισάγει στην αρχειοθήκη του υπολογιστή ο πατέρας μου τα πρώτα μου βήματα, αστειευόμενος, όντας σίγουρος πως όταν μεγαλώσω θα εκτιμήσω το αστείο. Το πρώτο πράγμα που νιώθω είναι σκοτοδίνη. Το περιβάλλον γύρω μου αποτραβιέται, κι εγώ, γεμάτος αδημονία, χαλαρώνω για να απολαύσω το ταξίδι. Κάτι κάνει κλικ μέσα στο μυαλό μου, και ξαφνικά, παύω να είμαι αυτός που είμαι.

Ζω για ακόμη μια φορά, αναπνέω...

...Η απότομη μεταβολή στον χώρο, είναι κάτι που ακόμη δεν έχω συνηθίσει. Βομβαρδίζομαι από ερεθίσματα, από χρώματα παραδεισένια. Είναι καλοκαίρι, τα παράθυρα είναι ανοιχτά και φυσά ένα ανεπαίσθητο αεράκι που δεν επαρκεί να απαλύνει την δυσφορία που προκαλεί η ζέστη. Η μαμά μαγειρεύει ιταλική κουζίνα. Οι μυρωδιές είναι μεθυστικές, έντονες, γαργαλιστικές. Για ακόμη μια φορά, την προσοχή μου τραβούν οι λεπτομέρειες. Η ρωγμή στον τοίχο, η αράχνη στη γωνία, ο καναπές που έχει παλιώσει, τα βρώμικα παράθυρα, η σκόνη κάτω από το χαλάκι, η βρύση που στάζει στα άπλυτα πιάτα. Περιστοιχίζομαι πραγματικά από το παλιό μου σπίτι. Τα πάντα ορθώνονται γύρω μου, έχουν αποκαλύψει το κανονικό τους μέγεθος, έχουν αποκτήσει όγκο, βάθος, ζωντάνια, βαρύτητα αληθινή. Μπορώ να παγώσω την εικόνα, και να δοκιμάσω την αφή, μα δεν το κάνω για να μην καταστρέψω την ψευδαίσθηση. Τα μάτια μου βουρκώνουν με το που ακούω τον μπαμπά να γκρινιάζει πάλι. Δεν χώνεψε ποτέ την κάμερα που κρατά στο χέρι. Η λήψη δείχνει τώρα ένα μωρό δεκατριών μηνών. Εμένα.

"Έλα αγάπη μου", λέει ο μπαμπάς. "Σήκω. Έλα σε μένα. Δείξε στη μαμά αυτό που έκανες χτες το βράδυ".
Ο μπόμπιρας γελάει, και κάνει νάζια. Τότε ο πατέρας μου, πριν ανασηκωθεί και με σκάσει στα φιλιά, γελάει κι αυτός με τη σειρά του, αυθόρμητα, και το γέλιο του με διαπερνά για να αφήσει μέσα μου ακόμη ένα σημάδι.
Δεν κάνω τίποτα πριν έρθει η μαμά. Κάθομαι και παίζω με τα μωρουδιακά παιχνίδια. Όμως, από τη στιγμή που κλείνει ο απορροφητήρας, το βλέμμα μου σοβαρεύει, γίνεται αποφασιστικό. Δεν τη βλέπω, την ακούω μόνο να πλησιάζει. Σ’ αυτό το σημείο το βίντεο είναι ελαττωματικό· κατακλύζεται από στίγματα, ένα φίλτρο σαν παλιά ταινία. Βλέπω μόνο τα χέρια της να κάνουν νεύμα, βλέπω τα χείλη μου να κουνιούνται, τα χέρια μου να απλώνονται, τα μάτια μου να ξεχειλίζουν από αστείρευτη λατρεία. Εκεί, συνειδητοποιώ, εδρεύει η σπίθα της ψυχής. Η μαχητικότητα και το ελεύθερο πνεύμα που αναζητά κανείς για να κατακτήσει κάθε όριο, να ξεπεράσει κάθε φραγμό. Στην εμπιστοσύνη που χτίζει η αμοιβαία, δίχως συμβιβασμούς, αγάπη. Στο συναίσθημα. Ένα καύσιμο που γίνεται ορμή, κινητήρια δύναμη για να οδηγήσει μακρύτερα τον κόσμο.
Σηκώνομαι μόνος μου όρθιος, κάνω τρία βήματα, και χάνομαι στην αγκαλιά της, λίγο πριν ο μπαμπάς αφήσει την κάμερα και σπεύσει να με σηκώσει ψηλά, ξετρελαμένος από χαρά. Δαγκώνω τα χείλη μου, και συγκρατώ τους λυγμούς μου, όσο μας βλέπω και τους τρεις να αγκαλιαζόμαστε σφιχτά. Ούτε που ξέρω για πόση ώρα κοιτώ την εικόνα, πριν η οθόνη μαυρίσει γιατί ενεργοποιείται η λειτουργία εξοικονόμηση ενέργειας.

Κάπου εδώ το κλείνω, για να βάλω το επόμενο βίντεο, που έχει προγενέστερη ημερομηνία: την πρώτη μέρα που πήγα στο δωμάτιο μου. Αναστενάζω, γιατί ξέρω πως αν και μικρότερο σε έκταση, είναι το αυτό που με πονάει πιο πολύ απ’ όλα...

...Πάλι την κάμερα κρατάει ο μπαμπάς. Με κινηματογραφεί να κοιμάμαι στη κούνια, γαλήνιος, ολότελα αδαής ως προς το τι συμβαίνει γύρω μου. Αυτό που με συνταράσσει δεν είναι η συγκίνηση στη φωνή του, δεν είναι το φως που λούζει το δωμάτιο, δεν είναι η μεσημεριανή ησυχία. Είναι το ύφος της μάνας, που χώνεται στην αγκαλιά του, στη δική μου πια, μιας κι εγώ βλέπω μέσα από την κάμερα. Έχει τόσο πονεμένο βλέμμα. Σπαράζει η καρδιά μου μόνο και μόνο που τη βλέπω. Τι να σκέφτεται άραγε; Τι έχει στο μυαλό της; Είναι δυνατόν να υποφέρει τόσο; Μήπως φοβάται πως αυτό που βιώνει δεν είναι παρά ένα προοίμιο για τους αποχωρισμούς που έπονται; Δεν ξέρω να πω με σιγουριά. Βλέπεις, δυστυχώς τη σκέψη στάθηκε αδύνατο να τη προσομοιώσουν.
Για πρώτη φορά σήμερα, επεξεργάζομαι τα χαρακτηριστικά της. Βλέπω τις ρυτίδες, τα μικρά σημάδια, τα σκασμένα χείλη, τα μαλλιά της. Πλησιάζω ακόμη πιο κοντά και μια γλυκύτητα με κατακλύζει, μια μυρωδιά οικεία. Είναι παράξενο συναίσθημα να βλέπεις σε φυσικό μέγεθος τη νεκρή μητέρα σου, από τόσο κοντά, και μάλιστα σε μικρότερη ηλικία από εσένα. Κι έχουν σκαρφιστεί για σένα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες. Ξέρω πως αν αφουγκραστώ με προσοχή, θα την ακούσω να αναπνέει, θα νιώσω την καρδιά της να χτυπάει. Όμως, προτιμώ να μην το κάνω.

Συνεχίζω με τις αναμνήσεις, κάνοντας μπόλικα διαλλείματα για να πιω νερό, και να πάω στην τουαλέτα, χωρίς να αποσυνδεθώ, ώσπου να νιώσω πως δεν θα αντέχω άλλο. Σήμερα -το αισθάνομαι- δεν θα αργήσω να ξεσπάσω. Το τρέμουλο που με έχει πιάσει από το πρωί δε λέει να με αφήσει. Βλέπω, ξανά και ξανά, εκείνο το κυριακάτικο μεσημεριανό γεύμα, όταν ήμουν ακόμη έξι χρονών, που ο μπαμπάς πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό για να με κάνει να γελάσω. Βλέπω τις πρώτες διακοπές, τη χιονοθύελλα που είχε πλήξει την χώρα για ένα μήνα. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα μάγουλα μου, μα δεν σβήνουν τη θλίψη, ούτε τον θυμό που σιγοκαίει. Ίσα ίσα, η οργή μέσα μου θεριεύει. Πρέπει να ξεσπάσω κάπου· να εκτονωθώ. Πρέπει να βυθιστώ ξανά στον υπόκοσμο για να πάρω την ένεση αδρεναλίνης που μόνο ο τρόμος και η βία μπορούνε να χαρίσουν. Το έχω τόσο ανάγκη...

...Τα λούκια που στάζουν, οι σωλήνες που τρίζουν, το σκοτάδι που υφαίνει αδιόρατα σχήματα γύρω μου. Θεέ μου, είναι τόσο ζωντανά. Η ακρόπολη που αιωρείται από πάνω μου, με τις θηριώδεις στήλες της, και τα μνημεία της, και τα κάλπικα της είδωλα, και τις κρεμαστές γέφυρες με τα πλεγμένα σύρματα, μοιάζει ψεύτικη, μια δυστοπία εφιαλτική, που μόνο ένας διεστραμμένος θα μπορούσε να συλλάβει. Οι στοές και τα περιμετρικά στενά της αγοράς με καλούν να τα εξερευνήσω. Βρωμοκοπάνε, αναδύουν αναθυμιάσεις, ένα είδος ανυπόφορης σαπίλας. Το οδόστρωμα είναι ολισθηρό, γεμάτο ρωγμές και λάσπη. Οι οχετοί αχνίζουν. Ακούω θορύβους μακρινούς, βοή από οχήματα, και βλέπω πτώματα στους δρόμους, σκουπίδια, λιωμένα χαρτόνια και περιττώματα που το ψιλόβροχο δεν μπόρεσε να απομακρύνει. Οι σκυφτοί ίσκιοι που προσπερνώ με χλευάζουν, γκροτέσκες μορφές καμωμένες σαν να είναι αληθινές, σκιάχτρα ντυμένα με κουρέλια. Από πάνω μου οι Πύργοι ορθώνονται άκαμπτοι και σιωπηλοί, κυκλώπειες στήλες καμωμένες από άνθρακα και ατσάλι. Ξέρω, τύμβοι είναι, φυλακές καμωμένες από τιποτένιους ανθρώπους που μηχανορραφούν πίσω από την πλάτη των θεών. Κι όμως, είναι τόσο παράξενο. Νιώθω ζωντανός εδώ, μακριά από την κορυφή της πόλης των αγγέλων. Νιώθω να ανήκω στα κατώτερα στρώματα, εκεί που η σιχαμάρα και η παρακμή ευδοκιμούν, σ’ αυτό το άντρο των χθονίων, των ανθρώπινων τρωκτικών, εκεί που ο αρχέγονος φόβος ενεδρεύει. Το κυνηγητό στο δίκτυο των υπονόμων, και του βουλιαγμένου μετρό, δεν αργεί να ξεκινήσει. Απέχθεια και έχθρα, είναι τα μόνα που αισθάνομαι πια. Σκέτη λύσσα. Με κυνηγάνε, σκυλιάζουν να με πιάσουν, αλλά εγώ τους εξολοθρεύω όλους. Επικρατώ στο τέλος, μέσα από μια φρενίτιδα βίας, ένα λουτρό αίματος, ένα εκστατικό, διαρκές σφυροκόπημα, ένα συνονθύλευμα από πυρετώδεις κινήσεις, από σπασμένα δόντια, από σάλια, κομμένα μέλη, βρισιές και ουρλιαχτά, μέσα από σκιές που έχουν ζαρώσει γύρω μου, μόνο και μόνο για να θεριέψουν πάλι πριν το τέλος, αποφασισμένες να με κατασπαράξουν.
Το κλείνω. Τα χέρια μου τρέμουν· βαρυγκωμώ και με παίρνει ώρα να συνέλθω. Τελικά ούτε που ξέρω πως έχω καταλήξει να περιηγούμαι στα κεντρικά μενού: προσπερνώ τα ταξίδια και τις θεατρικές παραστάσεις, γιατί μου προκαλούν μελαγχολία. Μου θυμίζουν τη ζωή που δεν έζησα. Σταματώ τον κέρσορα στο μπαρ της Aurora, και κοιτάζω το λογότυπο για ώρα. Τι στο διάολο; Η συνομιλία μαζί της δεν μου αρέσει. Είναι πολύ εξυπνακίστικη για τεχνητή νοημοσύνη. Τι δεν καταλαβαίνουν; Όσο και να προσπαθήσουν, δεν θα μπορέσουν ποτέ να το πετύχουν. Κι αυτό γιατί ξεκινούν πάντα με το σκεπτικό πως έχουν κάτι να αποδείξουν. Επιδιώκουν πάση θυσία να μην προδώσουν άθελα τους, μέσα από προσεκτικά υφασμένους διαλόγους, την πραγματική της φύση. Εγώ, από την άλλη, δεν μπορώ να μην νιώσω πως έχω έναν ψεύτη απέναντι μου, έναν ψεύτη που γνωρίζω εκ των προτέρων την ιδιότητα του. Παρόλο ταύτα, της μιλώ. Έτσι βρε παιδί μου, για να μελετήσω την αντίδραση της.


Οι ώρες περνούν.

Δεν θυμάμαι πως επέλεξα το Στέκι της Ήβης, ποια ορμή με οδήγησε ως εκεί. Η διέγερση του ψεύτικου αλκοόλ είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, φαντάζομαι. Η σκέψη μου έχει μουδιάσει επιτέλους, και χαίρομαι γι’ αυτό.
Το μόνο που λείπει από το εικονικό γλέντι που στήνεται είναι η ολοκληρωτική επαφή. Αισθησιακά κορμιά, βογγητά, καπνός, αλκοόλ, ναρκωτικά, χρώματα ερεθιστικά, μα αυτό που με κρατά σε εγρήγορση είναι η κίνηση των κοριτσιών. Είναι αληθινή, όπως είναι και οι μυρωδιές. Ο ιδρώτας, η έξαψη στο βλέμμα, η σφιχτή επιδερμίδα, ο πόνος στον λαιμό, τα άγρια χείλη, τα χάδια που δεν διστάζουν να γίνουν τολμηρά.
Με εξουσιάζουν, με κατακλύζουν από παντού.
Το σεξ δεν είναι φτηνό, όπως νομίζουν κάποιοι. Είναι απελευθερωτικό, λυτρωτικό. Κάνει την καρδιά μου να χτυπάει και πάλι. Τα ποτήρια που σπάνε οι πελάτες έξω από τους θαλάμους χάνονται μέσα στη βαβούρα· ο τσίγκος έξω από το παράθυρο, που είναι έτοιμος να παρασυρθεί από τον χειμωνιάτικο αγέρι, η αίσθηση της χαμένης θαλπωρής και της βαριάς κλεισούρας, όλα οικεία, γνώριμα ερεθίσματα που ξεθωριάζουν την αίσθηση απομόνωσης που ένιωθα προηγουμένως.
Παρασύρομαι, τελικά, γίνομαι ένα με της σκέψης το σεργιάνι.
Ούτε που καταλαβαίνω τι κάνω.

Είμαι τόσο κουρασμένος. Πρέπει να κοιμηθώ.
Εξάγω το πονηρό λογισμικό και επιλέγω το πεδίο >Ύπνος.

Το μυαλό μου, εκπαιδευμένο πια, δεν αργεί να μεταβεί σε μια κατάσταση καταστολής που θυμίζει λήθαργο. Δεν ξέρω αν κοιμάμαι αληθινά. Βάλσαμο είναι όμως· και κάθε συγκροτημένη σκέψη χάνεται. Θωρώ για μια στιγμή το απέραντο γκρίζο, όμως η ουδετερότητα δεν είναι αυτό που γυρεύω. Το πιο όμορφο κομμάτι είναι τα όνειρα που προβάλλονται μπροστά μου. Μια σκηνοθετημένη ακολουθία παράδοξων, αμφίσημων συμβάντων που είναι σχεδιασμένα να ηρεμούν το μυαλό, και να εξομοιώνουν τη γλυκιά κατάσταση της ρέμβης...

...Αγναντεύω ατημέλητους, άχρονους, δίχως φυσικό προσδιορισμό τόπους· γίνομαι ταξιδευτής στις εσχατιές της φαντασίας, στο πέρας της συνείδησης, εκεί όπου κάθε όριο λύεται από τα δεσμά του, και το παράδοξο απελευθερώνεται για να πρεσβεύσει νέους τρόπους, νέα μεγέθη. Η νοημοσύνη, αχαλίνωτη πια, παράγει πρωτόλεια συναισθήματα, εντυπώσεις άγουρες που βρίσκουν κουράγιο να στηριχτούν στη σπίθα της δημιουργικότητας, όπως θα έπρεπε εξαρχής να κάνουν: στη γένεση και την πρώιμη, άκρατη, δίχως φραγμούς έκφραση της τέχνης. Εικόνες με κατακλύζουν, μια αλληλουχία από πρωθύστερα εκφραστικά στοιχεία, ασαφή οράματα από ερημωμένες πολιτείες και χρυσαφιές ακτές· θηριώδεις οβελίσκοι από στιλβωμένο ασήμι και αχάτη, που λιώσαν κάπου στη πορεία. Το τέμενος του χρόνου, η εποχή της κάμψης που ορίζει την πτώση των πάντων, χάνει το νόημα της.
Ζω και ταξιδεύω, πάω οπουδήποτε, μακριά από εδώ, σε τόπους που ανασυντάσσονται, και διεγείρονται, και σβήνουν σαν διάττοντες αστέρες, που πλάθουν σχήματα αλλιώτικα και ξένα πάνω στη βρεγμένο άμμο. Ώσπου συνειδητοποιώ τελικά, μαθαίνω, πως εγώ είμαι το αγέρι, ο κήρυκας της αλλαγής, ο πρεσβευτής του χάους που χτυπά πάνω σε μυριάδες πρόσωπα για να ψιθυρίσει όμως προτροπές μόνο σ’ εκείνες τις καρδιές που είναι αρκετά θερμές ώστε να μπορούν να ακούσουν. Κι εγώ υπομένω, κι αντέχω, και παρασύρομαι, και ξεσηκώνομαι πριν πάψω πάλι, και σιγώ για να κοιμηθώ επιτέλους· να παραδοθώ στην αγκαλιά της λησμονιάς που μόνο η λήθη μπορεί να μου χαρίσει...

Ξυπνάω αλαφιασμένος, με την προσωπίδα κολλημένη στο κεφάλι μου, για ακόμη μια φορά. Είμαι ακόμη ζαλισμένος, όμως σήμερα αισθάνομαι πραγματικά εξουθενωμένος.
Η γνώριμη, μελιστάλακτη φωνή προκαλεί θυμό μέσα μου:
"Στέλεχος Επαυξημένης Πραγματικότητας, Rim CQ, συρμός Επτά. Έχετε είκοσι τρία μηνύματα. Παρακαλώ, συνίσταται διακοπή"
"Αμάν με αυτές τις διαφημίσεις", σκέφτομαι. "Πότε πρόλαβαν να στείλουν είκοσι τρία e-mails;"

Ξαφνικά, παγώνω.

Το Στέλεχος δεν είναι συνδεδεμένο στο διαδίκτυο. Ήταν απαγορευμένο, σωστά; Άπαξ κι έκανα log-in θα μου το απενεργοποιούσε στο άψε-σβήσε η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος! Δαγκώνω τα χείλη, μαντεύω τι συνέβη, μα δεν βγάζω ακόμη το κράνος. Παίζω με την ιδέα να αγνοήσω και πάλι τις προειδοποιήσεις. Όμως, ο φόβος που μεγαλώνει μέσα μου, με ξαναφέρνει στα συγκαλά μου. Ενεργοποιώ το ευρετήριο και επιλέγω το τελευταίο μήνυμα.

"Έχετε διανύσει είκοσι τρεις μέρες ασταμάτητης απορρόφησης. Συνίσταται διακοπή, ειδάλλως ενδέχεται να αναπτύξετε δυσάρεστες επιπλοκές: εθισμό, μερική αμνησία, απώλεια αίσθησης του χρόνου, αντικοινωνική συμπεριφορά, συναισθηματικό στρες και αφυδάτωση"

Ξαφνική σιωπή. Δεν αναπνέω καν.
Τα μηλίγγια μου σφυροκοπάνε.
Πανικός είναι πολύ μικρή λέξη για να περιγράψω αυτό που νιώθω.
Είκοσι τρεις μέρες!
Είκοσι τρεις μέρες χωρίς φαγητό, χωρίς ανάπαυση, χωρίς ύπνο φυσιολογικό. Χαμένος σε εναλλακτικές πραγματικότητες· εξαρτημένος από κόσμους κάλπικους, σχεδιασμένους για να ξεγελάνε τις αισθήσεις.
"Είμαι άρρωστος", συνειδητοποιώ

"Έχω το κατάστημα κλειστό ένα μήνα. Θα καταστραφώ"

"Άυτό ήταν. Θα πάει στο σκουπίδια, μόλις επιστρέψω το μεσημέρι"

"Δεν θα αφήσω αυτό το διαολόπραγμα να με σκοτώσει".

Οι τύψεις που νιώθω, με γεμίζουν με δισταγμό και φόβο. Δεν βγάζω όμως το κράνος.
Κι αν τυφλωθώ;
Αν λιποθυμήσω από το στρες;
Αν έχω κάνει ζημιά στο κέντρο ελέγχου ισορροπίας του σώματος μου;
Πόσα κιλά έχω χάσει;

Από την αγωνία που νιώθω, περιηγούμαι μηχανικά ως το ημερολόγιο και κοιτώ την ώρα. Είναι πολύ νωρίς, μόλις πέντε το πρωί. Έχω μια ώρα ακόμη μέχρι να ανάψουν τα φώτα του πύργου. Δεν μπορώ να πάω ακόμη στη δουλειά. Τι να κάνω έως τότε; Να κάθομαι άπραγος μέσα στο σκοτάδι;
"Άς ακούσω Pink Floyd, ζωντανά", σκέφτομαι. "Να περάσει λίγο η ώρα, να ηρεμήσει το μυαλό μου"

Μια τελευταία φορά, κι όχι άλλο.
Πίνω νερό, μπόλικο, και ενεργοποιώ τον κώδικα. Το έμβολο εισέρχεται στο στόμα και τη μύτη μου, αυτή τη φορά χωρίς να με ενοχλήσει διόλου. Το γνώριμο κουδούνισμα που με καλωσορίζει είναι -ξανά- απολαυστικό, όπως και το μικρό κλικ που ακούγεται στο βάθος. Οι περιχειρίδες και τα γάντια σφίγγουν, προκαλούν κνησμό στους καρπούς μου, μα αυτή η αίσθηση χάνεται γρήγορα.

Ο ρυθμός της συναυλίας με παρασέρνει, όπως και ο ρυθμός με τον οποίο τα κορμιά λικνίζονται γύρω μου. Σύντομα σιγοτραγουδώ, και δεν αργώ να ξεχάσω τα πάντα...

So, so you think you can tell 
Heaven from hell 
Blue skies from pain 
Can you tell a green field 
From a cold steel rail? 
A smile from a veil? 
Do you think you can tell? 
Did they get you to trade 
Your heroes for ghosts? 
Hot ashes for trees? 
Hot air for a cool breeze? 
Cold comfort for change? 
Did you exchange 
A walk on part in the war 
For a lead role in a cage?